Πως διαμορφώθηκε η αρχιτεκτονική, η πολεοδομία και οι εικαστικές τέχνες στο πέρασμα των αιώνων; Ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν στην δημιουργία νέων ρευμάτων και κυρίως ποιος ο ρόλος της οικονομίας που αυξήθηκε αλματωδώς μέχρι να φτάσουμε στην σημερινή εποχή; Πως από τον μοντερνισμό περάσαμε στον μεταμοντερνισμό και πως τελικά φτάσαμε στην πλήρη εμπορευματοποίηση; Σε αυτά και σε μία σειρά άλλων ερωτημάτων απαντάει ο κύριος Σάββας Κονταράτος, ομότιμος καθηγητής Θεωρίας του Χώρου – Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην εξαιρετική ομιλία του με θέμα «Περιβάλλον και Τέχνη σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης» στα πλαίσια της Ημερίδας «Στοχασμοί: Τέχνη-Φύση και Περιβάλλον» που διοργάνωσε η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στις 5 Ιουνίου 2009. |
Οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες επηρέασαν και διαμόρφωσαν την τέχνη στην ιστορική της πορεία σε όλες τις ιστορικές περιόδους.
Η πόλη υπήρξε προνομιακός χώρος της τέχνης και ιδιαιτέρως της μνημειακής τέχνης τόσο στους «Υψηλούς Πολιτισμούς» της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα αλλά και της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Τα μεγάλα έργα τέχνης αποτελούσαν μέσα επιβολής και διάδοσης της εκάστοτε κυρίαρχης ιδεολογίας και για αυτό τον λόγο άλλωστε η δημιουργία τους προωθούταν από τους εκάστοτε πολιτικοθρησκευτικούς φορείς της εξουσίας. Τα έργα αυτά απευθύνονταν στον λαό, και για αυτό είχαν προβεβλημένη παρουσία στον δημόσιο χώρο. Τα μνημεία δεν αποτελούσαν προνόμιο μόνο της εξουσίας αλλά και πλούσιων ιδιωτών. Μνημεία όμως είχαν επίσης δημιουργηθεί και από τα λαϊκά στρώματα, με μια διαφοροποίηση στην κουλτούρα τους σε σχέση με αυτήν της εξουσίας, η οποία όμως δεν ήταν αγεφύρωτη. Οι περισσότεροι άλλωστε δημιουργοί των επίσημων μνημείων ήταν κατά κανόνα καταξιωμένοι λαϊκοί τεχνίτες. Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα, όπως η αρχαία Αθήνα και οι αυτοδιοικούμενες υστερομεσαιωνικές πόλεις στις οποίες η συμμετοχή του λαού στην δημιουργία και ιστορική πορεία των μνημείων πήρε ενεργότερη τροπή. Η ιστορικά διαπιστωμένη λειτουργία της επίσημης τέχνης ως «αγωγος ιδεολογίας» προς τον λαό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δημιουργοί λειτουργούσαν απλώς ως «εντολοδόχοι» της εκάστοτε εξουσίας. Αρκετά μνημεία έχουν χαρακτηριστεί ως «προμηνύματα» επερχόμενων κοινωνικών αλλαγών τα οποία είχαν συλλάβει οι δημιουργοί τους, ενώ σε άλλα υπήρξε η ανάγκη του δημιουργού για υπέρβαση των επικρατούντων καλλιτεχνικών τάσεων και συμβάσεωνπροκειμένου να ανανεώσει τα εκφραστικά του μέσα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με τον κ. Κονταράτο, ο καλλιτέχνης/δημιουργός συνέβαλλε έμμεσα και στην υπονόμευση των κοινωνικών συμβάσεων. Ο Πλάτων είχε αντιληφθεί μάλιστα την ανατρεπτική αυτή δυναμική της τέχνης προτείνοντας στην «Πολιτεία» του, την λογοκρισία της τέχνης. H μνημειακή αρχιτεκτονική και οι παρεμβάσεις με στόχο τον εξωραϊσμό των πόλεων γνωρίζουν μεγάλη έξαρση τον 17ο αιώνα με την επικράτηση της απολυταρχίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την ίδια εποχή οι εύποροι αστοί, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την τέχνη ως αντικείμενο ιδιοποίησης μέσω της δύναμης του χρήματος, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά την εμπορευματοποίηση της. Ταυτόχρονα η απεικόνιση του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος, από φόντο θρησκευτικών ή άλλων σκηνών μετατρέπεται σταδιακά –με πρωταγωνιστές Ολλανδούς ζωγράφους της εποχής- σε αυτόνομο θέμα της ζωγραφικής. Παρόλα αυτά οι ριζικές αλλαγές θα αργήσουν έως και τον 19ο αιώνα και θα είναι απότοκες Κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας εποχής είναι:
|