1

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ – ΜΕΡΟΣ Α’

 Πως διαμορφώθηκε η αρχιτεκτονική, η πολεοδομία και οι εικαστικές τέχνες στο πέρασμα των αιώνων; Ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν στην δημιουργία νέων ρευμάτων και κυρίως ποιος ο ρόλος της οικονομίας που αυξήθηκε αλματωδώς μέχρι να φτάσουμε στην σημερινή εποχή; Πως από τον μοντερνισμό περάσαμε στον μεταμοντερνισμό και πως τελικά φτάσαμε στην πλήρη εμπορευματοποίηση;

        Σε αυτά και σε μία σειρά άλλων ερωτημάτων απαντάει ο κύριος Σάββας Κονταράτος, ομότιμος καθηγητής Θεωρίας του Χώρου – Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην εξαιρετική ομιλία του με θέμα «Περιβάλλον και Τέχνη σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης»  στα πλαίσια της Ημερίδας «Στοχασμοί: Τέχνη-Φύση και Περιβάλλον» που διοργάνωσε η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στις 5 Ιουνίου 2009.

        Οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες επηρέασαν και διαμόρφωσαν την τέχνη στην ιστορική της πορεία σε όλες τις ιστορικές περιόδους.

          Η πόλη υπήρξε προνομιακός χώρος της τέχνης και ιδιαιτέρως της μνημειακής τέχνης τόσο στους «Υψηλούς Πολιτισμούς» της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα αλλά και της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Τα μεγάλα έργα τέχνης αποτελούσαν μέσα επιβολής και διάδοσης της εκάστοτε κυρίαρχης ιδεολογίας και για αυτό τον λόγο άλλωστε η δημιουργία τους προωθούταν από τους εκάστοτε πολιτικοθρησκευτικούς φορείς της εξουσίας.  Τα έργα αυτά απευθύνονταν στον λαό, και για αυτό είχαν προβεβλημένη παρουσία στον δημόσιο χώρο.

         Τα μνημεία δεν αποτελούσαν προνόμιο μόνο της εξουσίας αλλά και πλούσιων ιδιωτών. Μνημεία όμως είχαν επίσης δημιουργηθεί και από τα λαϊκά στρώματα, με μια διαφοροποίηση στην κουλτούρα τους σε σχέση με αυτήν της εξουσίας, η οποία όμως δεν ήταν αγεφύρωτη. Οι περισσότεροι άλλωστε δημιουργοί των επίσημων μνημείων ήταν κατά κανόνα καταξιωμένοι λαϊκοί τεχνίτες. Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα, όπως η αρχαία Αθήνα και οι αυτοδιοικούμενες υστερομεσαιωνικές πόλεις στις οποίες η συμμετοχή του λαού στην δημιουργία και ιστορική πορεία των μνημείων πήρε ενεργότερη τροπή.

         Η ιστορικά διαπιστωμένη λειτουργία της επίσημης τέχνης ως «αγωγος ιδεολογίας» προς τον λαό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δημιουργοί λειτουργούσαν απλώς ως «εντολοδόχοι» της εκάστοτε εξουσίας.

         Αρκετά μνημεία έχουν χαρακτηριστεί ως «προμηνύματα» επερχόμενων κοινωνικών αλλαγών τα οποία είχαν συλλάβει οι δημιουργοί τους, ενώ σε άλλα υπήρξε η ανάγκη του δημιουργού για υπέρβαση των επικρατούντων καλλιτεχνικών τάσεων και συμβάσεωνπροκειμένου να ανανεώσει τα εκφραστικά του μέσα.

         Σε αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με τον κ. Κονταράτο, ο καλλιτέχνης/δημιουργός συνέβαλλε έμμεσα και στην υπονόμευση των κοινωνικών συμβάσεων. Ο Πλάτων είχε αντιληφθεί μάλιστα την ανατρεπτική αυτή δυναμική της τέχνης προτείνοντας στην «Πολιτεία» του, την λογοκρισία της τέχνης.

         H μνημειακή αρχιτεκτονική και οι παρεμβάσεις με στόχο τον εξωραϊσμό των πόλεων γνωρίζουν μεγάλη έξαρση τον 17ο αιώνα με την επικράτηση της απολυταρχίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την ίδια εποχή οι εύποροι αστοί, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την τέχνη ως αντικείμενο ιδιοποίησης μέσω της δύναμης του χρήματος, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά την εμπορευματοποίηση της.

         Ταυτόχρονα η απεικόνιση του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος, από φόντο θρησκευτικών ή άλλων σκηνών μετατρέπεται σταδιακά –με πρωταγωνιστές Ολλανδούς ζωγράφους της εποχής- σε αυτόνομο θέμα της ζωγραφικής.

          Παρόλα αυτά οι ριζικές αλλαγές θα αργήσουν έως και τον 19ο αιώνα και θα είναι απότοκες 
-της κοινωνικοπολιτικής επανάστασης που ξεκίνησε στην Γαλλία, και
-της αντίστοιχης βιομηχανικής που ξεκίνησε στην Αγγλία.

          Κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας εποχής είναι:
-η τεράστια ανάπτυξη των πόλεων, 
-η ανάπτυξη του προλεταριάτου, και
-η σταδιακή υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.

Το παλαιό αίτημα για «εξωραϊσμό» των πόλεων αντικαθίσταται από ένα νέο για «εξυγίανσή» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας εξυγίανσης και πρότυπο που ακολουθήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, αποτελούν οι παρεμβάσεις του Μπαρόν Οσμάν στο Παρίσι, οι οποίες απέβλεπαν εκτός των άλλων και στην ευκολότερη καταστολή των κοινωνικών εξεγέρσεων, μέσω της διάνοιξης μεγάλων λεωφόρων.    
         Ταυτόχρονα, η χειροτεχνική παραγωγή που ήταν πηγή βοηθητικού εισοδήματος και αποτελούσε την κύρια έκφανση της λαϊκής δημιουργίας εγκαταλείπεται. 
         Ο αστικός χώρος γίνεται όλο και πιο αφιλόξενος για την επίσημη τέχνη.  Το αποικιοκρατικό εμπόριο και το βιομηχανικό κεφάλαιο επιδεικνύει πλέον την δύναμή του, με την επίδειξη του εμπορεύματος του στα καταστήματα, τις στοές και τις εκθέσεις, στα οποία η τέχνη έχει μια «υπολειμματική» μόνο παρουσία. 

         
        Τα μεγάλα δημόσια έργα του παρελθόντος εγκλωβίζονται στα μουσεία, τα οποία όμως σπάνια επισκέπτεται το ευρύ κοινό. 

         Οι καλλιτέχνες αποδεσμεύονται από τις σχέσεις πατρωνίας μέσω της αποδυνάμωσης των παραδοσιακών μορφών εξουσίας μεταβάλλονται σε ανεξάρτητους παραγωγούς. Έτσι νοιώθουν πιο ελεύθεροι να εκφραστούν αλλά ταυτόχρονα είναι περισσότερο εξαρτημένοι από το ιδιωτικό κεφάλαιο των εύπορων αστών. Εμφανίζονται «ειδικοί διαμεσολαβητές», όπως οι κριτικοί και οι έμποροι τέχνης. Η ανασφάλεια αυτή των καλλιτεχνών ήταν μία και από τις γενεσιουργές αιτίες τουρομαντισμού. Το αίσθημα του «περιττού» για τους καλλιτέχνες σε έναν σκληρό και αντιπνευματικό κόσμο μπορεί να αντιμετωπίστηκε μέσω του ρομαντισμού, αλλά ταυτόχρονα επέτεινε και την αποξένωσή τους από την κοινωνία.

           Έτσι ο καλλιτέχνης είτε αποξενωνόταν τελείως, είτε έμπαινε στην λογική του καλλιτέχνη παιδαγωγού ή/ και επαναστάτη, όπως ο Άγγλος εμφορούμενος με σοσιαλιστικές ιδέες καλλιτέχνης Ουίλιαμ Μόρις
         Ο Μόρις έδειξε μια σπάνια για την εποχή ευαισθησία στα περιβαλλοντικά θέματασχολιάζοντας για παράδειγμα την καταστροφή και το «ξεπούλημα» της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Οξφόρδης. Ανάλογη ανησυχία εκδήλωσε ο Μόρις και για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος
         «Με το σημερινό ευαγγέλιο του Κεφαλαίου η κατάσταση θα χειροτερεύει χρόνο με τον χρόνο, ημέρα με την ημέρα» έγραφε 120 χρόνια πριν ο Άγγλος συγγραφέας, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία περισσότερο ως πρωτεργάτης του κινήματος αναβίωσης της χειροτεχνίας και την επανένταξη της τέχνης στην καθημερινή ζωή, γνωστότερου με τον όρο Arts and Crafts. Η τέχνη έπρεπε να έρχεται από τον λαό για τον λαό, προσφέροντας χαρά σε δημιουργό και χρήστη.

           Οι ιστορικές πρωτοπορίες των αρχών του 20ου αιώνα στην αρχιτεκτονική και τις εικαστικές τέχνες υιοθέτησαν τις απόψεις του Μόρις για επανένταξη της τέχνης στον δημόσιο βίο, χωρίς όμως να συμμεριστούν τις επιφυλάξεις του απέναντι στον βιομηχανικό πολιτισμό, γοητευμένες από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις δυνατότητες που αυτές έδιναν. 

Διαβάστε εδώ το Β’ Μέρος της ομιλίας του κ. Κονταράτου “Περιβάλλον και Τέχνη σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης”

Δείτε εδώ σε βίντεο ολόκληρη την ομιλία του κ. Κονταράτου


12 Ιουνίου 2009

Κείμενο-προσαρμογή-απομαγνητοφώνηση: Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων
aris@solon.org.gr