ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ, ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

ΛΑΪΚΗ ΘΕΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

henri rousseau la guerre 1893.jpgHalfHD - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

 

henri rousseau la guerre 1893.jpgHalfHD - Σόλων ΜΚΟ

War or the Ride of Discord
Henri Rousseau  – Date: 1894

Θα ξεκινήσω με μία αναφορά του Λιούις Μάμφορντ στο βιβλίο του «Η ιστορία των ουτοπιών», ελλ. εκδ. Νησίδες 1998, σελ. 21: «Απέναντι στις διαρκείς δυσκολίες και παρεμποδίσεις… υπάρχουν χονδρικά τρεις τρόποι με τους οποίους μπορεί να αντιδράσει ένας άνθρωπος. Μπορεί να το βάλει στα πόδια. Μπορεί να προσπαθήσει να τα βγάλει πέρα. Μπορεί να επιτεθεί. Βλέποντας τους συγκαιρινούς μας που επιβίωσαν από τον πόλεμο, είναι ολοφάνερο ότι οι περισσότεροί τους βρίσκονται στο πρώτο στάδιο του πανικού και της απελπισίας. Σ’ ένα ενδιαφέρον άρθρο για την “Τελική έκβαση του μηδενισμού”, ο κ. Έντουαρντ Τάουνσεντ Μπουθ είπε για την γενεά που γεννήθηκε περί τα τέλη της δεκαετίας του 1880 ότι πάσχει από πλήρη παράλυση της θέλησης, ή αλλιώς, “αν τους απομένει μια κάποια πρωτοβουλία, μεταναστεύουν στην Ευρώπη ή στα νησιά των Νότιων Θαλασσών ή λουφάζουν σε μιαν ήσυχη γωνίτσα των ΗΠΑ – μα οι περισσότεροί τους εξακολουθούν να μένουν κολλημένοι εκεί που ήταν, σε κατάσταση που θυμίζει ζωντανούς νεκρούς” (The Freeman).

  Για ποιαν ακριβώς γενεά επρόκειτο σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο; Είναι αυτοί που στη διάρκεια του α΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν ενεργός πληθυσμός 20 ετών και άνω. Αν αυτό ήταν αληθινό, τότε δεν είναι να απορεί κανείς που αυτή η γενιά προετοίμασε τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, είκοσι μόλις χρόνια μετά τον πρώτο, στον οποίο φυσικά πολέμησε η επόμενη γενιά που τότε ήταν 20 ετών και άνω και η οποία προετοίμασε με τη σειρά της την μεταπολεμική εποχή.

  Αν κοιτάξουμε τη σημερινή εποχή, τότε θα δούμε με μια λογική ματιά ότι όλες οι γενιές αυτές τις δεκαετίες συνέχιζαν τη ζωή τους σαν νεκροζώντανες, αν και μετά τον πόλεμο υπήρχε πολύς θόρυβος και κίνηση γύρω από την λεγόμενη «ανάπτυξη» και «ελευθερία». Αυτές οι δύο όμως στηριζόντουσαν σχεδόν αποκλειστικά στην υπερβολική ενεργοποίηση των επιθυμιών και ο θορυβώδης τους αχός δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι οι σημερινοί άνθρωποι έχουν ισχυρή θέληση που επιδιώκει αποφασιστικά τους στόχους της. Μόνο που αυτοί οι στόχοι ήταν αυτοί που ήταν πάντα: η επιβίωση και το έχειν με το φαίνεσθαι. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να κινείται ακατάπαυστα μέσα σε μία φυλακή. Αλλά με όρους συνείδησης αυτό δεν είναι κίνηση, είναι ακινησία. Και στην ακινησία δεν υπάρχει θέληση. Πιο απλά δεν μπορεί κανείς να το πει. Γι’ αυτό δεν είναι να απορούμε που μετά από τέτοιον οργασμό δραστηριότητας στο πεδίο της πολιτικής έχουμε καταλήξει πάλι στο μηδέν.

  Αυτό συνέβη, γιατί σε μεγαλύτερο βάθος υπήρχε και αναπτυσσόταν παράλληλα η παράλυση της θέλησης όλο και πιο πλατιά και πιο βαθιά, καταλαμβάνοντας όλο το πεδίο δυνατοτήτων που άνοιγε για την ανθρωπότητα η εξέλιξη της τεχνολογίας, με συνέπεια ο άνθρωπος μειώνεται ως αυτόβουλο υποκείμενο απέναντι στο τεχνολογικό του δημιούργημα. Σήμερα, αυτό έχει πάρει φιλοσοφικές προεκτάσεις που, αν αφεθεί το πράγμα στη φυσιολογική ροή των γεγονότων, θα έχει τραγικές συνέπειες για το μέλλον της ανθρωπότητας.

   Με όρους συνείδησης, λοιπόν, μπορούμε να δούμε διαφορετικά την πολιτική και αυτά που θεωρούμε απρόσμενα και παράλογα, όπως την σημερινή απάθεια και αδιαφορία των ανθρώπων για την ουσιαστική κοινωνικότητα. Αρκεί να κοιτάξουμε τον προηγούμενο αιώνα με αυτό το κριτήριο.

Πώς εκφράζεται αυτή η παράλυση θέλησης;

  Αυτό το ζήτημα είναι στην ουσία του φιλοσοφικό και σχετίζεται με ερωτήματα όπως ενδεικτικά: Τι είναι η θέληση, πώς μπορεί αυτή να εκφραστεί στον ανθρώπινο κόσμο, ποια η σχέση της με το υποκείμενο και την ελευθερία. Βέβαια, σε ένα άρθρο δεν μπορεί κανείς να αναφερθεί σε όλα αυτά, αλλά μπορεί να επισημάνει ορισμένα σημαντικά και ορατά στοιχεία που ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει, χωρίς να χρειάζεται να κάνει εικασίες.

  Ένα παράδειγμα πολύ απλό και γνωστό σε όλους είναι η επιρροή που ασκεί η διαφήμιση (που όλους τους ενοχλεί αλλά λίγοι βλέπουν βαθύτερα) όχι μόνον στις καταναλωτικές επιλογές του ατόμου αλλά και στη διαμόρφωση των επιλογών ζωής. Αυτό συμβαίνει, επειδή  το άτομο ταυτίζεται με την κοινωνική εμφάνιση και το φαίνεσθαι γενικά και το έχειν που είναι σχεδόν ταυτόσημα. Δεν θα πρότεινα να αδιαφορούν οι άνθρωποι για το φαίνεσθαι (ή το έχειν), αλλά εδώ έχει χαθεί τελείως η ισορροπία ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι. Θα ρωτήσει κανείς πώς μπορεί να επηρεάσει κάτι τέτοιο την πολιτική; Αλλά μια τέτοια ερώτηση θα ήταν πολύ αφελής, γιατί η πολιτική λειτουργεί ακριβώς στο πεδίο της ανάγκης και των επιθυμιών των ατόμων. Η πολιτική λειτουργεί πάνω στη συνείδηση και μέσω αυτής και ο στόχος της είναι αυτή η συνείδηση. Τα γεγονότα που ισχυρίζονται οι πολιτικοί ότι τους ενδιαφέρουν είναι απλώς το μέσον για να ασκήσουν την εξουσία τους.

   Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η ατομική συμμετοχή στα πολιτικά κόμματα. Τα κόμματα, όπως έχω γράψει στο προηγούμενο άρθρο μου, αντί να είναι φορείς ιδεών και αλλαγών, έχουν καταντήσει φορείς συμφερόντων και ιδεολογημάτων (όχι ιδεών). Το χαρακτηριστικό τους είναι η μαζικότητα και τα μέλη συνήθως αισθάνονται την ασφάλεια και τη δύναμη που τους προσφέρει αυτή η μαζικότητα. Αυτό όμως είναι παθητικότητα και είναι αυτή που τα οδηγεί στο να υπακούουν πάντοτε στις επικρατούσες κομματικές ελίτ είτε γιατί δεν έχουν δική τους άποψη παρά μόνον κάτι γενικόλογο σαν τάση είτε γιατί έχουν φιλοδοξία κομματικής ανέλιξης. Η κομματική πειθαρχία είναι κάτι που σχετίζεται με αυτή την παθητικότητα, όπου χάνεται η προσωπική ευθύνη και άποψη. Αυτό σημαίνει κατάργηση της δημοκρατίας μέσα στους ίδιους τους φορείς της. Έτσι, στο τέλος, έχουμε αρχηγούς κομμάτων ή χώρας μη εμπνευσμένους. Αλλά χωρίς έμπνευση και όραμα ο λαός χάνεται.

  Και εδώ ερχόμαστε σε ένα άλλο σημαντικό σημείο. Ο «ηγέτης» έχει την πρωτοβουλία και την επιθυμία να κυβερνήσει, να κατέχει δύναμη και να κυριαρχεί, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με την αληθινή θέληση. Είναι επιθυμία για κυριαρχία. Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι το ότι η παθητικότητα είναι το συμπληρωματικό της κυριαρχίας, χωρίς παθητικότητα δεν υπάρχει κυριαρχία και χωρίς κυριαρχία δεν υπάρχει παθητικότητα. Στο βιβλίο μου «Έθνη και Ανθρωπότητα στον κόσμο της έννοιας», σελ. 498 -499, αναφέρομαι στο συγκεκριμένο θέμα ενδεικτικά ως εξής:

  «Αυτό συμβαίνει, επειδή η επιθυμία για δύναμη αναφέρεται αναπόφευκτα σε όλο το πλέγμα δύναμης, που απαραιτήτως περιλαμβάνει και τον θύτη και το θύμα,  εξουσιαστή και εξουσιαζόμενο, ανώτερο και κατώτερο, δυνατό και αδύναμο παρ’ όλο που πάντοτε είναι προτιμότερη η θέση του θύτη. Είναι μία δυαδική λειτουργία και σε αυτό έγκειται η γοητεία της. Το ίδιο το θύμα επιβεβαιώνει τη δύναμη του θύτη, αλλά διαθέτει και αυτό τη δική του γοητεία και δύναμη, αφού χωρίς την ύπαρξη του θύματος δεν θα μπορούσε να υπάρξει ο θύτης. Ο δυαδισμός πάντοτε ασκεί γοητεία λόγω των εναλλαγών που διαθέτει, της συγκρουσιακότητας που προκαλεί  και αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που εμποδίζουν την κατανόηση της ειρήνης…

  …Αυτό ο συσχετισμός δύναμης ελκύει πολλούς ανθρώπους, υποκαθιστά το όραμα της ζωής με ένα συνεχές γίγνεσθαι ανταγωνισμού ως μίμηση της έννοιας του απείρου και δημιουργεί ψευδαισθήσεις με την ελπίδα επικράτησης επάνω στην παροδικότητα.  Ο εαυτός βιώνεται και επιβεβαιώνεται μέσω του συσχετισμού των δυνάμεων και, γι’ αυτό, δεν μπορεί να βαδίσει αληθινά προς την αυταξία και την ελευθερία. Αυτό συνιστά βαθιά παθητικότητα».

   Επειδή, λοιπόν, δεν μας απασχολούν τέτοια προβλήματα, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βασιζόμαστε στην τυπική αλλά δυστυχώς χειραγωγούμενη έκφραση της πλειοψηφίας, γιατί δεν έχουμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε και γιατί το αντίθετο θα ήταν χειρότερο. Ήδη όμως ο “εχθρός” έχει διεισδύσει με διάφορους τρόπους εκεί όπου αρνείται η πολιτική να το κάνει: Στην ανθρώπινη συνείδηση και, τελικά, η πλειοψηφία στο τέλος εκφράζει απλώς την παθητικότητα της μαζικότητας που είναι συμπλήρωμα της κυριαρχικότητας των λίγων.

Αυτή η κατάσταση είναι ευθύνη όλων, γιατί είναι συνέπεια μιας συνολικής στάσης ζωής.

17/6/23

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ