ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (των Γιάννη Ζήση- Ιωάννας Μουτσοπούλου)

image_pdfimage_print

100px montesquieu wikipediajpg - Σόλων ΜΚΟ

 Για να κατευθύνει κανείς ιδέες στον τομέα της διακυβέρνησης είτε αυτές οι ιδέες συνδέονται με την πολιτική διακυβέρνηση είτε αυτές συνδέονται με την οικονομική διακυβέρνηση, που είναι οι δυο βασικοί άξονες διακυβέρνησης στον φυσικό κόσμο, βασικά δεν λειτουργεί κανείς μέσω του φορέα της επιθυμίας, του θυμικού, έστω και αν ρίχνει φως. Αυτό είναι μια βασική διεργασία που χρειάζεται για την πολιτισμική εξισορρόπηση. Είναι ο τρίτος τομέας. 

       Όμως όταν διαμορφώνονται ιδέες, αυτές οι ιδέες βασικά θα πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένες από το θυμικό και το ψυχολογικό στοιχείο. Η διακυβέρνηση γίνεται από τον νου απευθείας στο φυσικό. Χρειάζονται δηλαδή τέτοιες ιδέες που να έχουν μια ισορροπία αποσύνδεσης, να έχουν μια τέτοια νοηματική αιτιατότητα που να είναι αποσυνδεδεμένες από το ψυχολογικό στοιχείο. Έτσι θα είναι ικανές να λειτουργήσουν σαν παράγοντες απευθείας καταστάλαξης, ως θεσμοί από τον νοητικό στον φυσικό κόσμο, εκπληρώνοντας δύο βασικές απαιτήσεις. Την πρώτη που λέει από το πεδίο του νου προχωράώ και κυβερνώ και την δεύτερη η ενέργεια ακολουθεί την σκέψη και την πληροφορία. Δηλαδή στην ουσία υπάρχει μια αρχετυπική παράκαμψη του θυμικού και του ψυχολογικού, ειδικά για να μην διαμορφώνει συνθήκες ισχυρής επαγωγής του φυσικού πεδίου στο ψυχολογικό περαιτέρω.
       Λόγω της ανεπάρκειας γι’ αυτήν την αποσύνδεση οι δύο βασικές θεωρίες που υπάρχουν, η θεωρία της πολιτικής διακυβέρνησης όπως και η θεωρία της αγοράς, λειτουργούν από ένα σημείο ελλειμματικό στην διευκρίνιση την εννοιολογική. Εμφανίζεται έτσι σαν σημείο καταστροφής στο θυμικό, και στην μία και στην άλλη, ο ανθρώπινος παράγων. Δηλαδή δεν έχει μπορέσει να ενσωματώσει και να μεταρσιώσει νοητικά το ψυχολογικό, για να μπορέσει από κει να έχει ολοκληρωμένη προσέγγιση από το νοητικό, δηλαδή να είναι ολοκληρωμένη η νοητική αρχετυπικότητα προς το φυσικό. Ωστόσο και οι δύο θεωρίες παρακάμπτουν τον ανθρώπινο παράγοντα, θέτοντας τον υπό το καθεστώς ενός θεσμικού περιορισμού. Σαν βασική ιδέα στην μία περίπτωση είναι η πολιτική αγορά και στην άλλη η οικονομική αγορά, αλλά ταυτόχρονα και η θεσμική ισχύς και της μίας αγοράς και της άλλης. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν υπάρχει αγορά για να εκφράζεται η θυμικότητα και η λειτουργικότητα, αλλά απ’ την άλλη υπάρχει και η αναίρεση, ο ενδογενής συστημικός περιορισμός. Δεν μπορείς να βγεις έξω από την αγορά και στην μία και στην άλλη περίπτωση, υπάρχει επίσης η αλληλοαναίρεση μεταξύ τους και η ίδια η αγορά λειτουργεί ως αλληλοαναίρεση μεταξύ των υποκειμένων, δηλαδή των ψυχολογικών παραγόντων. Όμως το κύριο πρόβλημα, η κύρια βάση της νοητικής αταξίας του μοντέλου οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης, βρίσκεται στο ότι δεν έχουνε κεφαλαιοποιήσει ολοκληρωμένα τον ανθρώπινο παράγοντα στο νοηματικό τους πρότυπο ώστε να έχουν επάρκεια στην λειτουργία και στην καταστάλαξη. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται σωρευτικές κρίσεις από τις επινοητικές λειτουργίες του ψυχολογικού παράγοντα, μέσα στην ίδια την πολιτική και την οικονομική αγορά. Δημιουργούνται δηλαδή στρεβλώσεις ιστορικές συστημικές.

        Το πρόβλημα σήμερα είναι η επιθυμία και η συσσώρευση πλούτου. Βέβαια η συσσώρευση πλούτου δεν είναι αποτέλεσμα της ανάγκης, είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας και πιστεύουμε ότι αν δεν ελεγχθεί η επιθυμία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Ότι θεσμό και να κάνουμε θα έχουμε την αντίδραση από απέναντι όλων των παραγόντων, και των πολλών και των λίγων.
       Διαφορετικά ο θεσμός είναι μια τέλεια επιβολή με τα μέσα που διαθέτει το κράτος. Και  ποια είναι; Είναι η φορολογία όχι μόνο είναι ο περιορισμός της ελευθερίας γιατί άμα οι πολίτες αντιδρούν πρέπει να χρησιμοποιήσει αστυνομικές δυνάμεις κλπ.

        Και η φορολογία επίσης από κάποιους θεωρείται περιορισμός της ελευθερίας.

        Οπότε για να μην φτάσουμε σε αυτό θα πρέπει τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να γίνει κατανοητό ότι η επιθυμία δεν είναι ανάγκη και θα πρέπει να υπάρξει ένα άλλο μοντέλο ζωής. Αν υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού το οποίο το κατανοεί και αλλάζει τον τρόπο λειτουργίας του τότε αυτομάτως τα πράγματα θα γίνουν πιο εύκολα για την θεσμική αυτή θεμελίωση ενός άλλου τρόπου οικονομικού.

        Εδώ αναδεικνύεται η οικονομική και η πολιτισμική συνέργεια, η συνέργεια δηλαδή του τρίτου πόλου με τον δεύτερο πόλο, την οικονομία ή την αγορά. Βασικά ανοίγει και ολοκληρώνεται μια διαδικασία η οποία συνδέεται αφετηριακά και ξεκίνησε σαν δημιουργική διαδικασία μέσα από το σύστημα της ανάγκης. Πλέον η οικονομία  επαναθεμελιώνεται και επανιδρύεται μέσα από την πολιτισμική αυτή οικονομική συνέργεια, επανιδρύεται πάνω στην αρχική της αφετηριακότητα, στην αρχική της σκοπιμότητα. Δηλαδή, γίνεται μια ανάκτηση του σκοπού του οικονομικού συστήματος όταν έχουμε πλέον μια ολοκληρωμένη οικονομική και πολιτισμική συνέργεια.

        Και φυσικά η ανάγκη δεν είναι μόνο φυσική είναι και πολιτισμική. Εκεί ακριβώς παρεισφρέει πάρα πολύ έντονα το θέμα της επιθυμίας κυρίως στις άλλες ανάγκες.

        Και κει γίνεται μια θεμελιώδης στρέβλωση καθώς το σύστημα έχει βρει έναν τρόπο την πολιτισμική ανάγκη του ανθρώπου να την οικονομικοποιεί και να την εμπορευματοποιεί πλήρως. Εκεί ακριβώς έρχονται οι διαδικασίες αυτές που στην ουσία αποκλείουν  αυτή την διάκριση θα λέγαμε τομέων, την τομεακή διάκριση για να θυμηθούμε λίγο το θέμα της διάκρισης των εξουσιών του Μοντεσκιέ. Αλλά ταυτόχρονα αποκλείουν την διαφάνεια, την ενάργεια και την εποικοδομητικότητα στην αλληλεπίδραση τους.
 
        Δηλαδή, διαμορφώνεται μια στρέβλωση μια διαδικασία ενσωμάτωσης, η οποία μέσα της έχει στοιχεία βαθιάς αλλοίωσης και αποξένωσης, από την εξυπηρέτηση βέβαια των σκοπιμοτήτων.

       Και μπορεί η οικονομία να φαίνεται ότι είναι νούμερα και κάτι πρακτικό αλλά το δυστύχημα για την οικονομία είναι ότι η βάση της, το θεμέλιο της είναι τελείως ψυχολογικό και αν οι άνθρωποι το καταλάβαιναν αυτό, θα έχανε τελείως και την γοητεία της.

        Γιατί βέβαια τώρα αποκτάει και διατηρεί μια αίσθηση εγκυρότητας μέσα από τα διαγράμματα, μέσα από τις στατιστικές, μέσα από τις παραστάσεις, τις εξισώσεις και τις συναρτήσεις, ενώ στην πραγματικότητα εκείνο που ποσοτικοποιείται είναι η ψυχολογική στάση και σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο σαφώς πολύ πέρα των ορίων των αναγκών.

       Βασίζεται σε μια ανισσοροπία, μια ανισοκατανομή και ανισοτροπία οικονομικής ισχύος, η οποία αντανακλά αυτές τις συσσωρεύσεις της επιθυμίας και της σχέσης που διαμορφώνει η επιθυμία σαν στοιχείο κυριαρχίας και συσσώρευσης.

        Απλά η δύναμη είναι που δίνει κύρος και το όλοι ξεκινάνε από ένα σημείο και μετά, δηλαδή δεν αμφισβητεί κανείς την βάση, δεν ψάχνει να βρει ποιό είναι το θεμέλιο. Από κει και μετά μπορεί να παίζουν όλοι με ένα κύρος αριθμών και αναλύσεων.

        Και η θεσμική εγκυρότητα συνδέεται κυρίαρχα με το γεγονός ότι είναι αδιατάρακτο το σύστημα επειδή ακριβώς παρακολουθεί σαν παράλληλη γραμμή κίνησης, σαν ακριβώς παράλληλη τροχιά την ψυχολογική πραγματικότητα του ανθρώπου ενώ στην πραγματικότητα αν καταφέρναμε να διαμορφώσουμε μια νέα δυναμική προτύπου της ανθρώπινης ζωής, θα είχαμε μια πλήρη αναδιάταξη του οικονομικού συστήματος.
       Το οικονομικό σύστημα προβάλλει σαν εγκύρως αυτονόητο και μοναδικό σαν εφικτό και λειτουργικό σύστημα, επειδή ακριβώς συστοιχίζεται στην ψυχολογική πραγματικότητα και όχι επειδή η ψυχολογική πραγματικότητα συστοιχίζεται στο οικονομικό σύστημα. Αυτή είναι μια θεμελιώδης πλάνη η οποία λειτουργεί σαν παράγοντας συγκάλυψης του θεωρητικού αλλά και του δημιουργικού ελλείμματος του ανθρώπινου παράγοντα σε σχέση με την υπέρβαση των δημιουργημάτων και των κατασκευασμένων επίσης επιθυμιών.

        Η διαδικασία είναι: 1.   Αντλούμε μια πολύ κρίσιμη πληροφορία από το ψυχολογικό πεδίο το ανθρωπολογικό και το οικολογικό, κάτι που δεν έχει γίνει για την ώρα από την πολιτική επιστήμη ή από την οικονομική επιστήμη ολοκληρωμένα 2.   Αυτή την πληροφορία την αποσυνδέουμε από το ψυχολογικό για να μπορέσει να λειτουργήσει στο επίπεδο της ομαδικότητας και της συλλογικότητας, για να μπορεί να έχει θεσμική καταστάλαξη. Για να δουλέψει δηλαδή ως δομή στην ολότητα, ως γενικό και καθολικό στοιχείο.
       Αυτή η διεργασία έχει γίνει πολύ περιορισμένα σε σχέση με τις βασικές έννοιες εργαλεία της οικονομίας πχ ιδιοκτησία, αγορά, χρήμα, συναλλαγή, τις συμβολικές και λειτουργικές αυτές έννοιες εργαλεία, όπως το αντίστοιχο έχει γίνει και στην πολιτική με τις έννοιες εξουσία, με τις έννοιες αντιπροσώπευση, κοκ.
       Τώρα πρέπει να μπούμε σε έναν νέο βαθύτερο κύκλο για να αντλήσει και να κεφαλαιοποιήσει δημιουργικά-θεσμικά, απελευθερωτικά και συνεργατικά, την ανθρωπολογική, ψυχολογική και οικολογική αντίληψη της πραγματικότητας. Να αναδείξει δηλαδή το πνεύμα με μια επίσης νέα δυναμική διαμέσου του ανθρώπινου παράγοντα και σαν μια δυναμική αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου. Έχοντας σαν συνέπεια μια δυναμική  απελευθέρωσης από το θεσμικό αυτονόητο, από  μια εγκυρότητα που κατασκευάζεται σε τελική ανάλυση από τον ίδιο τον άνθρωπο.

        Και αυτό που έχουν κάνει είναι ότι έχουν μεταφέρει στην εποχή μας το μοντέλο μιας αρχέγονης κοινωνίας που απεικονίζει την βασική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, με την ανάγκη των αγαθών και το έχουν μεταφέρει σαν να λειτουργεί ακριβώς έτσι και τώρα. Και παρασιωπούν το ότι δεν λειτουργεί και ότι είναι ελλιπέστατο για να καλύψει αυτή την ανάγκη δηλαδή να καλύψουν ότι είναι αναχρονιστικό.

        Δηλαδή η προσφορά και η ζήτηση είναι μεν θεμελιώδης αλλά αυτό ισχύει κυρίως όταν αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της επιβίωσης όχι όταν αντιμετωπίζουμε τις επιθυμίες μας ή τα πολιτιστικά έστω αυτά «αγαθά» επίσης όταν έχουμε αυτή την δυναμική της μεγέθυνσης, τόσο την συλλογική όσο και την προσωπική, μέσα από τα τεχνολογικά πρότυπα ζωής. Εδώ λοιπόν υπάρχει μια καθήλωση της οικονομικής θεωρίας στο επίπεδο του πρωτόγονου ανθρώπου ως προτύπου, σε ένα αρχέγονο θα πρότυπο, σε ένα αρχαϊκό πρότυπο αφετηρίας και ανθρωπολογικής αναφοράς, το οποίο δεν έχει ουσιαστική επικαιροποίηση στο σύγχρονο πλαίσιο.
       Προφανώς οι παράγοντες και οι φορείς της οικονομικής σκέψης και θεωρίας, είναι τόσο ανθρωπολογικά όσο και κοινωνιολογικά και ψυχολογικά επίσης παράγοντες, που δεν μπορούν να αφομοιώσουν την βιωματική αυτών των τομέων επιστητού και γνώσης. Αδυνατούν δηλαδή να συνθέσουν, κυρίως επειδή είναι προσανατολισμένοι στο πεδίο της μαζικοποιημένης έκφρασης της μαζικής αντανάκλασης των κοινωνιολογικών και των ψυχολογικών  παραγόντων, όπου υπάρχει μια αδρότητα στην λειτουργική δυναμική μέσω μιας μαζικής εγκυρότητας εννοιών οι οποίες όμως δεν προσφέρονται για βαθύτερη κατανόηση του επιστητού διαμέσου αυτών των άλλων τομέων.
       Στην ουσία αυτή η ανικανότητα της συνθέσεως που επιδεικνύει η οικονομική θεωρία, σκέψη και επιστήμη έχει βέβαια ένα πολύ βαρύ τίμημα. Οδηγεί σε μια θεσμική επιβράδυνση, σε μια θεσμική αναχρονιστικότητα και αδράνεια, σε μια θεσμική υστέρηση στην προσέγγιση των ζητημάτων διαμέσου της οικονομικής σκέψης και πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι μια βαθιά κρίση και ανεπάρκεια των ανθρώπων και της ανθρωπότητας στην βαθύτερη εξυπηρέτηση των εξελισσόμενων αναγκών και καταστάσεων.
       Εδώ ακριβώς χρειάζεται ένα ριζικό, ένα καινοτόμο,  χειρουργικό θα λέγε κανείς, άνοιγμα του οικονομικού ορίζοντα και της οικονομικής άποψης προς άλλες απόψεις.

      Αυτό ως ανάγκη δεν είναι τόσο κυρίαρχο, κυριαρχεί όμως όταν υπάρχουν μεγάλες καταστάσεις πίεσης, πείνας και εξαθλίωσης οπότε αυτό ανασύρεται, επειδή ο άνθρωπος τότε αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και τότε γίνονται επαναστάσεις και εξεγέρσεις.

        Και τότε γίνεται ευθυγράμμιση. Οδηγεί σε ευθυγράμμιση της πολιτικής και της οικονομικής προσφοράς-ζήτησης. Τότε πραγματικά βλέπουμε πόσο κρίσιμα ριζική και ανατρεπτική μπορεί να γίνει αυτή η ευθυγράμμιση πολιτικής και οικονομικής προσφοράς και ζήτησης. Πόσο δηλαδή αναλαμβάνει την εξουσία η ζήτηση έναντι της προσφοράς σε αυτές τις συνθήκες κρίσης και κει πλέον ανατρέπονται όλες οι δογματικές καθηλώσεις.  Γιατί φαίνεται ότι οι δογματικές καθηλώσεις τελικά εκπροσωπούν αυτή την εγκυρότητα της αδρανούς οικονομικής θεωρίας, επιστήμης και σκέψης και επίσης της θεσμικής αδράνειας του οικονομικού συστήματος. Εκεί ακριβώς φαίνεται η ανεπάρκεια του και γι’ αυτό εν καιρώ που τα πράγματα δεν είναι μέσα στην δίνη της κρίσης δεν συλλαμβάνει διορατικά η οικονομική πολιτική την αναγκαιότητα κάποιων αλλαγών, παρά μόνο όταν αυτές οι αλλαγές έρχονται μέσα από ιστορικές καταστροφικές συσσωρεύσεις.

        Στην διαδικασία αυτή που λέγαμε, της νοητικής προσέγγισης, της νοηματικής ενάργειας, διευκρίνισης και αναδιαπραγμάτευσης των συστημάτων, υπάρχουν δύο θεμελιώδεις προσεγγίσεις:
       Η πρώτη θεμελιώδης προσέγγιση είναι η ερμηνευτική. Πρέπει να φτάσουμε σε ένα σημείο ερμηνευτικής θεώρησης και εποπτείας, τέτοιο που να αποστασιοποιεί τα ζητήματα αφού τα έχει διευκρινίσει ψυχολογικά, να θεωρεί τους θεσμούς αποστασιοποιημένα και κει ακριβώς να λειτουργεί σαν παράγοντας ανατροφοδότησης τους με δομή και λειτουργική επάρκεια απ’ την μία. Δηλαδή ο πρώτος τομέας είναι ο τομέας της εποπτείας-θεωρίας-ερμηνείας.
       Ο δεύτερος τομέας είναι ο τομέας των προτάσεων των σχεδιοποιήσεων και των ανασχεδιασμών. Δηλαδή είναι ο τομέας, θα έλεγε κανείς, ο θεραπευτικός των συστημάτων. Στο δεύτερο τομέα θα πρέπει να φτάσουμε αφού πρώτα έχει προηγηθεί ο πρώτος γιατί διαφορετικά θα έχουμε ένα έλλειμμα συνειδητότητας το οποίο θα συσσωρευτεί αργότερα στο επίπεδο το λειτουργικό έστω και αν έχουμε κάνει και έχουμε λάβει επανορθωτικά μέτρα.
      Αυτό μπορεί να το δει κανείς και με την σημερινή οικονομική κρίση. Το κρίσιμο θέμα της είναι να φτάσουμε σε πλήρη συνειδητότητα των αιτίων και όχι να παρέμβουμε στην λογική των επανορθωτικών άμεσων μέτρων γιατί διαφορετικά θα έχουμε, έστω και αν αυτά απαντούν και στα αίτια, μια δυναμική επανάληψης και ενδεχόμενα σε πιο ύποπτες, σε πιο υποβόσκουσες και λανθάνουσες και συνεπώς πολύ πιο μακρόβιες και διαβρωτικές προοπτικές.  

Γιάννης Ζήσης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας.
Ιωάννα Μουτσοπούλου.
Μέλη της γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ