ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (των Γιάννη Ζήση- Ιωάννας Μουτσοπούλου)
Για να κατευθύνει κανείς ιδέες στον τομέα της διακυβέρνησης είτε αυτές οι ιδέες συνδέονται με την πολιτική διακυβέρνηση είτε αυτές συνδέονται με την οικονομική διακυβέρνηση, που είναι οι δυο βασικοί άξονες διακυβέρνησης στον φυσικό κόσμο, βασικά δεν λειτουργεί κανείς μέσω του φορέα της επιθυμίας, του θυμικού, έστω και αν ρίχνει φως. Αυτό είναι μια βασική διεργασία που χρειάζεται για την πολιτισμική εξισορρόπηση. Είναι ο τρίτος τομέας. |
Όμως όταν διαμορφώνονται ιδέες, αυτές οι ιδέες βασικά θα πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένες από το θυμικό και το ψυχολογικό στοιχείο. Η διακυβέρνηση γίνεται από τον νου απευθείας στο φυσικό. Χρειάζονται δηλαδή τέτοιες ιδέες που να έχουν μια ισορροπία αποσύνδεσης, να έχουν μια τέτοια νοηματική αιτιατότητα που να είναι αποσυνδεδεμένες από το ψυχολογικό στοιχείο. Έτσι θα είναι ικανές να λειτουργήσουν σαν παράγοντες απευθείας καταστάλαξης, ως θεσμοί από τον νοητικό στον φυσικό κόσμο, εκπληρώνοντας δύο βασικές απαιτήσεις. Την πρώτη που λέει από το πεδίο του νου προχωράώ και κυβερνώ και την δεύτερη η ενέργεια ακολουθεί την σκέψη και την πληροφορία. Δηλαδή στην ουσία υπάρχει μια αρχετυπική παράκαμψη του θυμικού και του ψυχολογικού, ειδικά για να μην διαμορφώνει συνθήκες ισχυρής επαγωγής του φυσικού πεδίου στο ψυχολογικό περαιτέρω. Το πρόβλημα σήμερα είναι η επιθυμία και η συσσώρευση πλούτου. Βέβαια η συσσώρευση πλούτου δεν είναι αποτέλεσμα της ανάγκης, είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας και πιστεύουμε ότι αν δεν ελεγχθεί η επιθυμία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Ότι θεσμό και να κάνουμε θα έχουμε την αντίδραση από απέναντι όλων των παραγόντων, και των πολλών και των λίγων. Και η φορολογία επίσης από κάποιους θεωρείται περιορισμός της ελευθερίας. Οπότε για να μην φτάσουμε σε αυτό θα πρέπει τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να γίνει κατανοητό ότι η επιθυμία δεν είναι ανάγκη και θα πρέπει να υπάρξει ένα άλλο μοντέλο ζωής. Αν υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού το οποίο το κατανοεί και αλλάζει τον τρόπο λειτουργίας του τότε αυτομάτως τα πράγματα θα γίνουν πιο εύκολα για την θεσμική αυτή θεμελίωση ενός άλλου τρόπου οικονομικού. Εδώ αναδεικνύεται η οικονομική και η πολιτισμική συνέργεια, η συνέργεια δηλαδή του τρίτου πόλου με τον δεύτερο πόλο, την οικονομία ή την αγορά. Βασικά ανοίγει και ολοκληρώνεται μια διαδικασία η οποία συνδέεται αφετηριακά και ξεκίνησε σαν δημιουργική διαδικασία μέσα από το σύστημα της ανάγκης. Πλέον η οικονομία επαναθεμελιώνεται και επανιδρύεται μέσα από την πολιτισμική αυτή οικονομική συνέργεια, επανιδρύεται πάνω στην αρχική της αφετηριακότητα, στην αρχική της σκοπιμότητα. Δηλαδή, γίνεται μια ανάκτηση του σκοπού του οικονομικού συστήματος όταν έχουμε πλέον μια ολοκληρωμένη οικονομική και πολιτισμική συνέργεια. Και φυσικά η ανάγκη δεν είναι μόνο φυσική είναι και πολιτισμική. Εκεί ακριβώς παρεισφρέει πάρα πολύ έντονα το θέμα της επιθυμίας κυρίως στις άλλες ανάγκες. Και κει γίνεται μια θεμελιώδης στρέβλωση καθώς το σύστημα έχει βρει έναν τρόπο την πολιτισμική ανάγκη του ανθρώπου να την οικονομικοποιεί και να την εμπορευματοποιεί πλήρως. Εκεί ακριβώς έρχονται οι διαδικασίες αυτές που στην ουσία αποκλείουν αυτή την διάκριση θα λέγαμε τομέων, την τομεακή διάκριση για να θυμηθούμε λίγο το θέμα της διάκρισης των εξουσιών του Μοντεσκιέ. Αλλά ταυτόχρονα αποκλείουν την διαφάνεια, την ενάργεια και την εποικοδομητικότητα στην αλληλεπίδραση τους. Και μπορεί η οικονομία να φαίνεται ότι είναι νούμερα και κάτι πρακτικό αλλά το δυστύχημα για την οικονομία είναι ότι η βάση της, το θεμέλιο της είναι τελείως ψυχολογικό και αν οι άνθρωποι το καταλάβαιναν αυτό, θα έχανε τελείως και την γοητεία της. Γιατί βέβαια τώρα αποκτάει και διατηρεί μια αίσθηση εγκυρότητας μέσα από τα διαγράμματα, μέσα από τις στατιστικές, μέσα από τις παραστάσεις, τις εξισώσεις και τις συναρτήσεις, ενώ στην πραγματικότητα εκείνο που ποσοτικοποιείται είναι η ψυχολογική στάση και σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο σαφώς πολύ πέρα των ορίων των αναγκών. Βασίζεται σε μια ανισσοροπία, μια ανισοκατανομή και ανισοτροπία οικονομικής ισχύος, η οποία αντανακλά αυτές τις συσσωρεύσεις της επιθυμίας και της σχέσης που διαμορφώνει η επιθυμία σαν στοιχείο κυριαρχίας και συσσώρευσης. Απλά η δύναμη είναι που δίνει κύρος και το όλοι ξεκινάνε από ένα σημείο και μετά, δηλαδή δεν αμφισβητεί κανείς την βάση, δεν ψάχνει να βρει ποιό είναι το θεμέλιο. Από κει και μετά μπορεί να παίζουν όλοι με ένα κύρος αριθμών και αναλύσεων. Και η θεσμική εγκυρότητα συνδέεται κυρίαρχα με το γεγονός ότι είναι αδιατάρακτο το σύστημα επειδή ακριβώς παρακολουθεί σαν παράλληλη γραμμή κίνησης, σαν ακριβώς παράλληλη τροχιά την ψυχολογική πραγματικότητα του ανθρώπου ενώ στην πραγματικότητα αν καταφέρναμε να διαμορφώσουμε μια νέα δυναμική προτύπου της ανθρώπινης ζωής, θα είχαμε μια πλήρη αναδιάταξη του οικονομικού συστήματος. Η διαδικασία είναι: 1. Αντλούμε μια πολύ κρίσιμη πληροφορία από το ψυχολογικό πεδίο το ανθρωπολογικό και το οικολογικό, κάτι που δεν έχει γίνει για την ώρα από την πολιτική επιστήμη ή από την οικονομική επιστήμη ολοκληρωμένα 2. Αυτή την πληροφορία την αποσυνδέουμε από το ψυχολογικό για να μπορέσει να λειτουργήσει στο επίπεδο της ομαδικότητας και της συλλογικότητας, για να μπορεί να έχει θεσμική καταστάλαξη. Για να δουλέψει δηλαδή ως δομή στην ολότητα, ως γενικό και καθολικό στοιχείο. Και αυτό που έχουν κάνει είναι ότι έχουν μεταφέρει στην εποχή μας το μοντέλο μιας αρχέγονης κοινωνίας που απεικονίζει την βασική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, με την ανάγκη των αγαθών και το έχουν μεταφέρει σαν να λειτουργεί ακριβώς έτσι και τώρα. Και παρασιωπούν το ότι δεν λειτουργεί και ότι είναι ελλιπέστατο για να καλύψει αυτή την ανάγκη δηλαδή να καλύψουν ότι είναι αναχρονιστικό. Δηλαδή η προσφορά και η ζήτηση είναι μεν θεμελιώδης αλλά αυτό ισχύει κυρίως όταν αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της επιβίωσης όχι όταν αντιμετωπίζουμε τις επιθυμίες μας ή τα πολιτιστικά έστω αυτά «αγαθά» επίσης όταν έχουμε αυτή την δυναμική της μεγέθυνσης, τόσο την συλλογική όσο και την προσωπική, μέσα από τα τεχνολογικά πρότυπα ζωής. Εδώ λοιπόν υπάρχει μια καθήλωση της οικονομικής θεωρίας στο επίπεδο του πρωτόγονου ανθρώπου ως προτύπου, σε ένα αρχέγονο θα πρότυπο, σε ένα αρχαϊκό πρότυπο αφετηρίας και ανθρωπολογικής αναφοράς, το οποίο δεν έχει ουσιαστική επικαιροποίηση στο σύγχρονο πλαίσιο. Αυτό ως ανάγκη δεν είναι τόσο κυρίαρχο, κυριαρχεί όμως όταν υπάρχουν μεγάλες καταστάσεις πίεσης, πείνας και εξαθλίωσης οπότε αυτό ανασύρεται, επειδή ο άνθρωπος τότε αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και τότε γίνονται επαναστάσεις και εξεγέρσεις. Και τότε γίνεται ευθυγράμμιση. Οδηγεί σε ευθυγράμμιση της πολιτικής και της οικονομικής προσφοράς-ζήτησης. Τότε πραγματικά βλέπουμε πόσο κρίσιμα ριζική και ανατρεπτική μπορεί να γίνει αυτή η ευθυγράμμιση πολιτικής και οικονομικής προσφοράς και ζήτησης. Πόσο δηλαδή αναλαμβάνει την εξουσία η ζήτηση έναντι της προσφοράς σε αυτές τις συνθήκες κρίσης και κει πλέον ανατρέπονται όλες οι δογματικές καθηλώσεις. Γιατί φαίνεται ότι οι δογματικές καθηλώσεις τελικά εκπροσωπούν αυτή την εγκυρότητα της αδρανούς οικονομικής θεωρίας, επιστήμης και σκέψης και επίσης της θεσμικής αδράνειας του οικονομικού συστήματος. Εκεί ακριβώς φαίνεται η ανεπάρκεια του και γι’ αυτό εν καιρώ που τα πράγματα δεν είναι μέσα στην δίνη της κρίσης δεν συλλαμβάνει διορατικά η οικονομική πολιτική την αναγκαιότητα κάποιων αλλαγών, παρά μόνο όταν αυτές οι αλλαγές έρχονται μέσα από ιστορικές καταστροφικές συσσωρεύσεις. Στην διαδικασία αυτή που λέγαμε, της νοητικής προσέγγισης, της νοηματικής ενάργειας, διευκρίνισης και αναδιαπραγμάτευσης των συστημάτων, υπάρχουν δύο θεμελιώδεις προσεγγίσεις: |
Γιάννης Ζήσης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας.
Ιωάννα Μουτσοπούλου.
Μέλη της γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ