ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΖΩΗ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟ (του Γιάννη Παρασκευουλάκου)

aruba g92906a678 1280 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

aruba g92906a678 1280 - Σόλων ΜΚΟ(3ο μέρος του άρθρου: Ο αναστοχασμός στον άνθρωπο, τα έθνη και την ανθρωπότητα, και τα ρεύματα σκέψης

              Το 2ο  μέρος : Περιπτώσεις αναστοχασμού – άνθρωποι, συλλογικότητες, ρεύματα σκέψης )

Κατά την γνώμη μου δύο παράγοντες είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του αναστοχασμού.

Η αδράνεια και η επιθυμία.

Ως προς την αδράνεια θεωρώ ότι είναι πολύ καλά χαρτογραφημένη από όλους μας. Γιατί, απ΄ όσο τουλάχιστον έχει πέσει στην αντίληψή μου, ακόμα και ο πιο θεληματικός, ο πιο νευρώδης, ο πιο εξωστρεφής, ο πιο νευρόσπαστος αν θέλετε άνθρωπος, έχει πολλές φορές στη ζωή του επιδείξει μιαν όψη αυτής την ακινησίας και απραξίας που κάνουν την ζωή να μοιάζει με θάνατο. Είπα «μιαν όψη», γιατί όταν λέω αδράνεια προφανώς δεν εννοώ μόνο ή κυρίως την ακινησία του σώματος, αν και συχνά περιλαμβάνεται και αυτή. Εννοώ, προπαντός, το να ζεις με δανεικό νόημα ζωής ή και χωρίς καθόλου νόημα, με σκοπούς και αξίες που έχουν ενσωματωθεί στο αξιακό σου υπόβαθρο χωρίς ποτέ να τους ελέγξεις ή να τους αμφισβητήσεις, μην γνωρίζοντας από πού ξεκινάς και πού και γιατί πηγαίνεις (αν πηγαίνεις κάπου βέβαια…), με άλλα λόγια να είσαι η επιτομή του ανελεύθερου, του δούλου, για να το πούμε πιο ωμά, ανθρώπου, και συνηθέστατα (πράγμα που είναι και το κρίσιμο για την προσέγγιση της αδράνειας) να μην έχεις καμμία αίσθηση ή ενόχληση για όλο αυτό.

Με αυτή την έννοια, μπορεί κάποιος να πετάει από την μια άκρη του πλανήτη μέχρι την άλλη κάθε τρεις και λίγο, να ανεβαίνει βουνά, να κυβερνάει λαούς ή και τον πλανήτη και όμως να είναι ένας αδρανής άνθρωπος.

Επίσης, μπορεί κάποιος να είναι σωματικά αδρανής, ακόμα και ακίνητος, δειλός, διστακτικός, και όμως να ζει και η αδράνεια να μην τον καταβάλλει. 

Τώρα, γιατί υπάρχει η αδράνεια; Αυτό το ερώτημα προφανώς μόνο με εικασίες μπορούμε να το προσεγγίσουμε. Είναι άραγε ένα χαρακτηριστικό έμφυτο στο υλικό μας ως ανθρώπων; Μπορεί αυτό να συμβαίνει, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και ένα αντίθετο χαρακτηριστικό, αλλιώς δεν θα υπήρχε η ζωή. Είναι μια αταβιστική προσκόλληση στην κατάσταση του εμβρύου, που φυσιολογικά αφήνεται για τα πάντα χωρίς ανάγκη ή υποχρέωση επιλογής και πρωτοβουλίας στην μάνα του; Να είναι ίσως ο φόβος για την εντροπία και τον θερμικό θάνατο που ενισχύεται από το σοκ του νεογνού όταν βγαίνει από την ζεστή προστασία της κοιλιάς της μάνας του σε έναν ξένο και οπωσδήποτε ψυχρότερο κόσμο; Ή ίσως ένα ψυχολογικό σοκ από αυτή την ριζική αλλαγή που επιτείνεται από την πλήρη αδυναμία επικοινωνίας του μωρού με το περιβάλλον, αφού και το μεν και το δε δεν καταλαβαίνονται μεταξύ τους αλλά δεν καταλαβαίνει το καθένα από αυτά ούτε τον εαυτό του; Επάνω σε αυτό το τελευταίο, τα πρώτα κεφάλαια του Αιμίλιου του Ρουσσώ έχουν πολλά να μας πουν (1).

Όπως και να έχει το πρόβλημα της αδράνειας δεσπόζει στην ζωή και κάνει την ζωή συχνά μια κόλαση. Επειδή όμως δυσφορούμε και τρομοκρατούμαστε όταν οι ριπές της ωμής αδράνειας σαρώνουν την ζωή, έχουμε επινοήσει διάφορα μυθεύματα, γλυκά μυθεύματα είναι η αλήθεια, για να καμουφλάρουμε αυτή την φρίκη που μας πιάνει όταν κατανοούμε πόσο λίγο ζούμε και αμέσως μετά τον ίλιγγο που μας πιάνει όταν αναλογιζόμαστε ότι δεν έχουμε ιδέα για το πώς μπορούμε να βγούμε από αυτή την σοκαριστική αδράνεια, πόσος κόπος χρειάζεται και πόσος χρόνος. Έτσι επινοήσαμε την άνεση και τον πλούτο, την διασκέδαση, την ισχύ, την εξουσία επάνω σε άλλους, διάφορα μπιχλιμπίδια και φτιασίδια, δηλαδή για να ξεχνιόμαστε και να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας πως ζούμε και ζούμε καλά – ενώ απλά δεν ζούμε. Και όταν ακόμα δεν τα έχουμε όλα τα παραπάνω δεν πειράζει: φαντασιωνόμαστε ότι ΘΑ τα αποκτήσουμε κάποτε και όλα καλά. Είναι αυτά τα «φανταστικά λουλούδια» που έλεγε ο Μαρξ, που χρησιμοποιούνται για να σκεπάζουν τις αλυσίδες μας και να τις φοράμε «με παρηγοριά».

Η άλλη πλευρά των εμποδίων για τον αναστοχασμό είναι η επιθυμία. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η επιθυμία προορίζεται να σπάει το κέλυφος της αδράνειας ωθώντας πέρα από την ακινησία, το αμετάβλητο, την στατικότητα, με δυο λόγια ωθώντας σε σχέσεις. Σχέσεις με τους άλλους, σχέσεις με τα πράγματα, τελικά σχέσεις με τον ίδιο τον εαυτό μας, που η αδράνεια απαγορεύει να γνωρίσουμε. Η επιθυμία μάς «ανοίγει» προς το περιβάλλον και εκεί γίνεται ένα καθρέφτισμα του εαυτού μας, οπωσδήποτε ατελές, κάποτε στρεβλό, ίσως άδικο, πάντως όμως με την σχέση αρχίζει να αναπτύσσεται και η έννοια της αυτογνωσίας και της γνώσης του «άλλου» και να προοδεύουμε σε αυτές.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πού είναι το πρόβλημα; Για ποιον λόγο έχει νόημα η τοποθέτηση της επιθυμίας ως ενός από τους πόλους στο δίπολο που ανέφερα πιο πάνω ως εμπόδιο στον αναστοχασμό;

Ο λόγος είναι, κατά την γνώμη μου βέβαια, ότι έχουμε συσσωρεύσει τόσες εποικοδομήσεις και φόβους επάνω στην επιθυμία, ώστε πλέον δεν είναι γνήσια, απλή επιθυμία. Είναι ένα μείγμα επιθυμίας με αδράνεια, με αποτέλεσμα να μην ανοιγόμαστε με τόλμη και ευεξία στους ορίζοντες που αναμένουν και αχνοφέγγουν ΜΕΤΑ την επιθυμία, αλλά να έχουμε επινοήσει την «επιθυμία της επιθυμίας» σύμφωνα με διατύπωση της φίλης Ιωάννας Μουτσοπούλου (2). Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Όσο, λοιπόν, δεν υπάρχει αφαίρεση προς νέες ιδιότητες, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μόνον η τάση διατήρησης ως επιβεβαίωση της ύπαρξης, το αναμενόμενο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η επιθυμία να τείνει να αυτο-αναπαράγεται συνεχώς, χωρίς να υπάρχει αληθινή ανάγκη γι’ αυτό. Αυτό το βλέπουμε ενδεικτικά στην οικονομική και σεξουαλική απληστία. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αναπτύσσεται επιθυμία για την επιθυμία, γιατί, σε τέτοιες συνθήκες, χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρχει ζωή και ικανοποίηση».      

Έχουμε δηλαδή μιαν ατέρμονη επανάληψη της επιθυμίας για την επιθυμία ως αυτοσκοπό, μια καθήλωση, κλείνοντας πεισματικά τα μάτια σε οτιδήποτε και οι ίδιοι διαισθανόμαστε ή κάποτε βλέπουμε, έστω αμυδρά, ότι υπάρχει μετά την επιθυμία, αλλά και σε αυτά που άλλοι σοφότεροι από εμάς ανά τους αιώνες καταμαρτύρησαν για ένα επέκεινα της επιθυμίας.

Επειδή φοβόμαστε ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτού του επέκεινα, επειδή φοβόμαστε ότι εκεί κάποιος ή κάτι θα μας στερήσει την ικανοποίηση που παρέχει το γνωστό και η επιθυμία, αποστρέφουμε το πρόσωπό μας και επιστρέφουμε με μεγαλύτερη ένταση, και φανατισμό θα έλεγα, σε αυτό το γνωστό και την επιθυμία. Έτσι η επιθυμία δεν είναι πλέον γνήσια, νοθεύεται, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τέτοια λέξη, από φόβο, αποστροφή για το μέλλον και το άγνωστο (που σύμφωνα με όσα είπα πιο πάνω δεν είναι τόσο άγνωστο – απλώς δεν εμπιστευόμαστε τους σοφότερους ούτε θέλουμε να πειραματιστούμε με τα λεγόμενά τους), μανία να την κατοχυρώσουμε και να την εξασφαλίσουμε στο διηνεκές. Και να – η επιθυμία δεν οδηγεί πλέον πουθενά, απλώς ανακυκλώνει τον εαυτό της χωρίς νόημα και εμείς μένουμε πια ανικανοποίητοι, γιατί, αντί για την ευθύγραμμη κίνηση προς τα εμπρός, εμπλεκόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο.

Μας διαφεύγει εδώ κάτι πολύ ουσιώδες: ότι η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση, είναι χαρακτηριστικό της ζωής και του όντος και όχι μόνο προϊόν και αποτέλεσμα της επιθυμίας. Δεν εννοώ μόνο ότι το ον επιδιώκει την ευχαρίστηση αλλά και ότι αυτό καθεαυτό παράγει ευχαρίστηση. Δεν είναι παθητικό ώστε να «εισπράξει» ευχαρίστηση, αλλά είναι μέσα στην φύση του η ευχαρίστηση. Την αναγνωρίζει, την επιδιώκει, την δημιουργεί, επειδή ακριβώς η ευχαρίστηση είναι στην φύση του. Το να θεωρούμε ότι η ευχαρίστηση είναι πάντα κάτι που έρχεται έξω από εμάς, ότι μόνο παθητικά, με κατεύθυνση από έξω προς τα μέσα, μπορούμε να αισθανθούμε ευχαρίστηση, εκτός από αξιολύπητο και παιδιάστικο, οδηγεί σε ένα άτοπο: αν όλοι μόνο από έξω μπορούμε να καταγράψουμε ευχαρίστηση, γεννιέται το προφανές ερώτημα: αν κανείς δεν «παράγει» ευχαρίστηση παρά μόνο καταναλώνει, τότε πώς η ευχαρίστηση δημιουργείται εκ του μηδενός; Θα μπορούσαμε βέβαια να υποθέσουμε πως η ευχαρίστηση γεννιέται από κάθε είδους «Σχέση» και όχι από καθέναν άνθρωπο ξεχωριστά. Σε αυτήν όμως την περίπτωση (δηλαδή όταν δεχθούμε ότι η Σχέση παράγει ευχαρίστηση) είναι προφανές ότι θα πρέπει να δεχθούμε ότι ευχαρίστηση γεννιέται και ελεύθερα και άσχετα από επιθυμία αφού είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν πηγάζουν ούτε στηρίζονται όλες οι σχέσεις στην επιθυμία. Επίσης, αν η σχέση είναι η πηγή της ευχαρίστησης, για ποιον λόγο η σχέση με τον εαυτό μας (ή θα πούμε ότι με τον εαυτό μας δεν υπάρχει σχέση;) δεν θα μπορούσε να παράξει ευχαρίστηση; Και πάλι επάνω σε αυτό θα  επικαλεστώ τον Ρουσσώ και ιδιαίτερα τα λεγόμενά του στον 5ο περίπατο από τις Ονειροπολήσεις του (3). Πρόκειται για ένα πολύ ωραίο απόσπασμα που είναι πολύ μεγάλο για να το παραθέσω αυτούσιο εδώ. Όμως όποιος έχει πρόσβαση στο βιβλίο νομίζω ότι θα βρει το απόσπασμα πολύ διαφωτιστικό για όσα συζητάμε εδώ.

Με άλλα λόγια υπό φυσιολογικές συνθήκες και μετά ή ανεξάρτητα από την επιθυμία πάλι θα υπάρχουν όψεις ευχαρίστησης, και μάλιστα πιο πλούσιες και άφθονες, αφού δεν θα εξαρτώνται από αγαθά που αναγκαστικά σπανίζουν και είναι αδύνατον να κατανέμονται σε όλους εξ ίσου στο διηνεκές και – το σημαντικότερο – μπορούν να είναι ελεύθερες από την αέναη ταλάντευση ανάμεσα σε χαρά και λύπη που είναι καίριο χαρακτηριστικό των γνωστών πηγών ευχαρίστησης με βάση την επιθυμία.

Έτσι εκείνοι μεν, εννοώ όσοι τόλμησαν και πειραματίστηκαν, έγιναν μεγάλοι, εμείς δε παραμένουμε απλοί – και συχνά ανειλικρινείς – θαυμαστές και θιασώτες τους. Λέω ανειλικρινείς γιατί αν αληθινά θαυμάζεις κάποιον επιδιώκεις να του μοιάσεις και κινείσαι ανάλογα. Επίσης, κάποτε είμαστε και ευθέως  εχθροί των όσων καταμαρτυρούσαν. Δεν μας αρέσουν, μας ξεβολεύουν. Σε κάθε περίπτωση ποτέ δεν αποτολμάμε να πειραματιστούμε και να προσεγγίσουμε στην πράξη και την καθημερινότητά μας τα βιώματά τους.

 

Αναφορές

 

  1. Ρουσσώ Ζ.Ζ., Αιμίλιος ή Περί αγωγής, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2006, μτφρ. Πολυτίμη Γκέκα, τόμοι 2.
  2. Ιωάννα Μουτσοπούλου, σε ιδιωτική συζήτησή μας το 2021 σχετικά με ανέκδοτο κείμενό της για τη «Φύση της θέλησης» απ’ όπου και το απόσπασμα που παρέθεσα. Πρόκειται για μια πολύ εύστοχη κατά την γνώμη μου διατύπωση, που την άκουσα πρώτη φορά από την Ιωάννα. Μπορεί φυσικά να έχει χρησιμοποιηθεί και από άλλους, άγνωστους όμως σε εμένα.
  3. Ρουσσώ Ζ.Ζ., Οι ονειροπολήσεις του μοναχικού οδοιπόρου, εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1990, μτφρ. Ν. Σημηριώτης, σελ. 88-90.

 

Γιάννης Παρασκευουλάκος

Μέλος του ΣΟΛΩΝΑ