Ετσι παίζουν τα παιδιά στη Φαραφανγκάνα Το πρώτο πράγμα που βλέπει κάποιος βγαίνοντας από το αεροδρόμιο είναι το κόκκινο χώμα και οι καταπράσινες ρυζοκαλλιέργειες. Εκτός από κάποιες βίλες, τα περισσότερα σπίτια είναι φτιαγμένα από ξύλα και λάσπη. |
Στους δρόμους χωρίς σήμανση, τα αυτοκίνητα πλησιάζουν αργά μεταξύ τους και λίγο πριν από τη σύγκρουση, αλλάζουν ήρεμα κατεύθυνση. Το Ανταναναρίβο έχει ένα δικό του ρυθμό και το άγχος είναι μια λέξη που απουσιάζει από το τοπικό λεξιλόγιο. Στο κέντρο, πωλητές επιδεικνύουν την πραμάτεια τους. Μπορεί κάποιος να βρει τα πάντα: από βανίλια και πορτοκάλια μέχρι ραδιόφωνα και τσάντες. Κοντά τους, για να εκμεταλλευτούν την κίνηση, ζητιανεύουν ξυπόλυτα παιδιά. Οι γυναίκες περπατάνε με πολύχρωμες ενδυμασίες ισορροπώντας τεράστιες ψάθινες τσάντες στο κεφάλι τους. Τα τοπικά λεωφορεία είναι μικρά βανάκια όπου στριμώχνονται ενήλικοι, μωρά και κότες. Από τις έξι το πρωί μέχρι τις έξι το βράδυ, η πόλη είναι δραστήρια και γεμάτη ζωή. Ολα ακολουθούν τον κύκλο του Ηλιου που ανατέλλει απροειδοποίητα, χτυπάει δυνατά όλη μέρα και δύει απότομα. Μετά τη δύση, η πόλη σκοτεινιάζει τελείως και η κίνηση είναι ελάχιστη. Οι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί και χαιρετάνε τους ξένους. Οι Μαδαγασκαριανοί είναι φιλόξενοι και μοιράζονται τα αγαθά τους. Εάν ανταλλάξεις δυο κουβέντες με έναν άγνωστο και αυτός βγάλει ένα πακέτο με μπισκότα, δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε κεράσει. Ενας μύθος λέει πως κάποιος αρνήθηκε να δώσει ένα ποτήρι νερό σ’ έναν ξένο και καταστράφηκε όλο το χωριό του για τιμωρία. Η φτώχεια πλήττει και τους πρωτευουσιάνους, παρ’ ότι είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από την υπόλοιπη χώρα. Καλοντυμένες κοπέλες δεν δίστασαν να μου ζητήσουν χρήματα για να ποζάρουν στο φακό μου. Οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί που ακόμη και οι καθηγητές Γυμνασίου αναγκάζονται να κάνουν δεύτερη δουλειά ή να καλλιεργούν λαχανικά στον κήπο τους. Ενα ευρώ αντιστοιχεί σε 2.831 ariary, όσο κάνει ένα πιάτο φαγητό σε ένα πολυτελές εστιατόριο. Οι κάτοικοι δεν χάνουν ευκαιρία να κατακρίνουν τη διαφθορά του κράτους. Ενας οδηγός ταξί μού είπε πως οι δυτικές εταιρείες δωρίζουν πολυτελή αυτοκίνητα στα κρατικά στελέχη και εξάγουν πρώτες ύλες πολλαπλάσιας αξίας. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου με ενημέρωσε ότι οι Μαδαγασκαριανοί είναι τόσο δυσαρεστημένοι με το κράτος, που μερικές φορές καίνε το δάσος για να δείξουν το θυμό τους. Το πάρκο της Τσιμπαζάζα Η ξενάγηση συνεχίστηκε με είδη κάκτων, πουλιά, δέντρα μπαμπού, κροκόδειλους, λεμούριους, μαγκούστες, γιγάντιες χελώνες και βόες. Ανάμεσα στα είδη υπό εξαφάνιση ήταν και το πουλί courolcuckoo-roller, τα φτερά του οποίου αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τη γωνία που τα κοιτάς. Τα πουλιά αυτά πετάνε συνήθως σε ζευγάρια και συμβολίζουν την ευτυχία. Αν όμως κάποιος συναντήσει έναcourolcuckoo-roller να πετάει μόνο του, είναι κακός οιωνός. Εντυπωσιακό ήταν και το δέντρο ραβινάλα, γνωστό και ως «δέντρο ταξιδιώτης», ένα είδος που μοιάζει με φοίνικα, μόνο που τα κλαδιά του ανοίγουν σαν βεντάλια και χρησιμοποιείται συχνά για να συμβολίσει τη Μαδαγασκάρη. Τελευταίο είδαμε το μεγαλύτερο από τα 70 είδη λεμουρίων, το νυχτόβιο indri lemur που έχει μαύρο τρίχωμα και κόκκινα μάτια. Οι κάτοικοι πιστεύουν ότι το indri συμβολίζει το κακό και συχνά το σκοτώνουν με το που το βλέπουν. Επειτα από τέσσερις ώρες περπάτημα, το πάρκο της Τσιμπαζάζα σε αφήνει με την αίσθηση ότι τα χρώματα και τα σχήματα της μαδαγασκαριανής φύσης διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Προς το τροπικό δάσος της Ρανομαφάνα Το μεσημέρι σταματήσαμε για φαγητό στην πόλη Αντσιραμπέ. Το τυπικό μαδαγασκαριανό μενού είναι ρύζι με κρέας ή ψάρι, συνοδευμένο με ζωμό ρυζιού. Εξω από το εστιατόριο, αντί για ταξί, ήταν σταθμευμένα τα «pousse-pousse», τα δίτροχα διθέσια καροτσάκια που απαντούν κυρίως στην Ασία. Ανεβαίνεις και οι οδηγοί σε μεταφέρουν σέρνοντας το καροτσάκι τρέχοντας. Μετά το Αντσιραμπέ, για πολλά χιλιόμετρα, εναλλάσσονται χωριά, ρυζοκαλλιέργειες και ποτάμια. Στο δρόμο συναντήσαμε πολλές οικογένειες που πουλούσαν την πραμάτεια τους σε πάγκους. Οι οδηγοί εφοδιάστηκαν με καρότα, πατάτες, ψάθινες τσάντες και κάρβουνο. Οπως μας είπαν, οι τιμές είναι δέκα φορές φθηνότερες απ’ ό,τι στο Ανταναναρίβο. Με το που μπήκαμε στην περιοχή της Φιαναραντσόα, το τοπίο άρχισε να πρασινίζει και πολύ γρήγορα βρεθήκαμε μέσα στο τροπικό δάσος. Σταματήσαμε στους καταρράκτες Αντριαμαμόβοκα όπου όλοι κοιτούσαν έκθαμβοι τα νερά να πέφτουν στους γκρίζους βράχους. Υστερα από οχτώ ώρες ταξίδι φτάσαμε στη Ρανομαφάνα, ένα χωριό χτισμένο στην κοιλάδα του δάσους, δίπλα στο ομώνυμο Εθνικό Πάρκο. Στον τοίχο του δωματίου μάς καλωσόρισε μια πρασινοκόκκινη σαύρα και μια τεράστια αράχνη. Στο μοναδικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο του χωριού, έμποροι πουλούσαν φρέσκα φρούτα και βανίλια. Τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο πλάι στις μητέρες τους που έπλεναν ρούχα στο ποτάμι. Μόλις έπεσε το βράδυ, οι περισσότεροι κάτοικοι επέστρεψαν σπίτι τους και δεκάδες πυγολαμπίδες άρχισαν να αναβοσβήνουν κρυμμένες στους θάμνους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν δύο έφηβοι που έπαιζαν κιθάρα στη γέφυρα του χωριού. Κατεύθυνση Φαραφανγκάνα Το μεσημέρι σταματήσαμε στην πόλη Μανακάρα και περπατήσαμε μέχρι την παραλία. Τα άγρια κύματα του Ινδικού ωκεανού σε προέτρεπαν να ρωτήσεις κάποιον ντόπιο πριν βουτήξεις. Η απάντηση ήταν σαφής: «Εκτός από τα ισχυρά ρεύματα, η θάλασσα είναι γεμάτη με λευκούς καρχαρίες που συχνά βγαίνουν κοντά στη στεριά». Προτού συνεχίσουμε το ταξίδι μας, δοκιμάσαμε φρέσκες καρύδες από τους φοίνικες της παραλίας. Σε μια στροφή, είδαμε ένα φορτηγό που είχε ανατραπεί κλείνοντας τη μία από τις δύο λωρίδες της εθνικής οδού. Δίπλα στο χώρο του ατυχήματος, δεκάδες άνθρωποι μάζευαν το σκορπισμένο εμπόρευμα. Το βράδυ φτάσαμε στη Φαραφανγκάνα, αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο και αρχίσαμε να ψάχνουμε για εστιατόριο. Κάποια στιγμή, τα φώτα του αυτοκινήτου φώτισαν ένα γυμνόστηθο παιδί που περπατούσε στη μέση του δρόμου. Ο οδηγός άρχισε να κορνάρει αλλά αυτό συνέχισε να κατευθύνεται καταπάνω μας. Ευτυχώς, τελευταία στιγμή καταφέραμε να το αποφύγουμε. Καθώς περάσαμε πλάι του, είδαμε ότι τα μισόκλειστα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Ο οδηγός μάς κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι το πρόβλημα του παιδικού αλκοολισμού». Την επομένη, περπατήσαμε στους χωμάτινους δρόμους της πόλης. Στο κέντρο, οι γυναίκες πουλούσαν κρέας, ξηρούς καρπούς και φρέσκα ψάρια απλωμένα πάνω σε σεντόνια. Δίπλα τους, τα παιδιά έπαιζαν με τις κότες πετώντας τες ψηλά και προσπαθώντας να τις ξαναπιάσουν. Το απόγευμα μάθαμε ότι η παραλία της Φαραφανγκάνα είναι ακίνδυνη και αμέσως τρέξαμε να φορέσουμε μαγιό. Παίζαμε με τα κύματα όταν μια παρέα έξι παιδιών έκαναν την εμφάνισή τους στην αμμουδιά. Εκαναν κατακόρυφο, ρόδα και άλλες επιδείξεις γυμναστικής. Αμέσως βγήκα από τη θάλασσα και άρπαξα τη φωτογραφική μηχανή. Με το που με είδαν, άρχισαν να κάνουν πιρουέτες και να πηδάνε από αμμόλοφους κάνοντας τούμπες στον αέρα με απίστευτη ευκολία και φυσικότητα. Τα παιδιά εδώ δεν έχουν παιχνίδια και μετά το σχολείο συναγωνίζονται στο ποιος θα κάνει την πιο εντυπωσιακή εναέρια φιγούρα. Τελευταίος προορισμός: Μιντούνγκι Το απόγευμα φτάσαμε στο Μιντούνγκι-Ατσιμο, το τελευταίο κατοικημένο χωριό πριν από το Νότιο Τροπικό Δάσος της Μαδαγασκάρης. Ο αέρας ήταν πεντακάθαρος και παρ’ όλα τα χαμηλά σύννεφα, η ζέστη δεν ήταν καθόλου αποπνικτική. Γύρω μας υψώνονταν καταπράσινοι λόφοι με την πυκνότερη βλάστηση που έχω δει ποτέ. Οταν πήγαμε στο ξενοδοχείο, καταλάβαμε ότι ήμασταν πλέον μακριά από τις ανέσεις του δυτικού πολιτισμού. Είχαμε ηλεκτρισμό από τις 18.00 μέχρι τις 22.00 και για να κάνουμε μπάνιο, πηγαίναμε στο πηγάδι, γεμίζαμε τον κουβά μας και το φέρναμε στο ντους του δωματίου. Οσο οι μητέρες πλένουν, τα παιδιά παίζουν στο ποτάμι της Ρανομαφάνα Το πρώτο βράδυ με ξύπνησε η καταρρακτώδης βροχή. Οι σταγόνες χτυπούσαν πάνω στη λαμαρινένια σκεπή για τέσσερις ώρες. Μόλις που είχα προλάβει να ξανακοιμηθώ όταν με ξύπνησε ένας κοασμός. Ψάχνοντας με το φακό, βρήκα έναν μικροσκοπικό βάτραχο καθισμένο στο πόδι του κρεβατιού και μια χρωματιστή λιβελούλα που πετούσε αθόρυβα στο δωμάτιο. Ευτυχώς που είχαμε κουνουπιέρες. Την επομένη, περπατήσαμε ώς το παζάρι του χωριού. Στο δρόμο, όλοι μάς κοιτούσαν με περιέργεια. Τα παιδιά φώναζαν «βαζά» (ξένος) κι έτρεχαν γελώντας. Στον πρώτο πάγκο, διάλεξα ένα τσαμπί μπανάνες που έκανε 100 ariary κι έβγαλα από την τσέπη μου ένα χαρτονόμισμα των 10.000ariary, δηλαδή 4 ευρώ. Ο πωλητής το κοίταξε έκθαμβος. Αναγκάστηκε να δανειστεί από δύο φίλους του για να μου δώσει ρέστα. Μπορούσες να βρεις τα πάντα πολύ εύκολα, καθώς όλοι ήξεραν πού βρίσκεται το καθετί. Μόνο το χαρτί υγείας ήταν δυσεύρετο, γιατί οι κάτοικοι δεν το χρησιμοποιούν. Το πρόγραμμα των επόμενων ημερών περιελάμβανε επισκέψεις στο ταχυδρομείο όπου υπήρχε το μοναδικό τηλέφωνο της περιοχής, φαγητό στο μοναδικό εστιατόριο, περπάτημα και φωτογραφίες. Οσο ανακάλυπτα το χωριό τόσο έβλεπα ότι όλα έχουν φτιαχτεί πρόχειρα και εφήμερα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς σ’ ένα μέρος που κάθε χρόνο πλήττεται από τυφώνες και πλημμυρίζει. Οταν έρχεται η περίοδος των βροχών, οι κάτοικοι χρησιμοποιούν πιρόγες για να μετακινηθούν. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο Μιντούνγκι συνάντησα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο πρώτος ντόπιος που γνώρισα ήταν ένας ηλικιωμένος που με πλησίασε την ώρα του φαγητού και ζήτησε τη γνώμη μου για την οικονομική κρίση. Ήξερε πολύ περισσότερα από μένα παρ’ ότι έμενε σε μια περιοχή που δεν έχει τηλεόραση. Στο Λύκειο του χωριού γνώρισα έναν έφηβο που άκουγε ροκ και ήθελε να πάει στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει. Επειτα από κάποιες ώρες κουβέντας με ρώτησε: «Εσύ πώς προσεγγίζεις μια κοπέλα;». Τελικά μας πήρε η νύχτα και δώσαμε ραντεβού την επομένη για τη συνέχεια. Στο ιατρικό κέντρο μίλησα με τον γιατρό του χωριού. Με αφορμή το επεισόδιο στο παζάρι, τον ρώτησα εάν τα 10.000 ariary θεωρούνται μεγάλο ποσό. Γέλασε και μου είπε: «Για να καταλάβεις, μια γέννα εδώ κοστίζει 1.000 ariary και οι περισσότερες μητέρες γεννούν στο σπίτι επειδή δεν έχουν τόσα λεφτά». Επισκέφθηκα και τα γραφεία της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF, όπου η υπεύθυνη μου μίλησε για τις προσπάθειες που κάνουν για να διασώσουν τις δασικές εκτάσεις που έχουν απομείνει. Ενημερώνουν τους κατοίκους για εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας, τους μαθαίνουν βασικούς κανόνες υγιεινής και προσπαθούν να τους αποτρέψουν από το να κυνηγούν λεμούριους και άλλα υπό εξαφάνιση είδη, ωθώντας τους να φτιάξουν φάρμες για την εκτροφή ζώων. Η τελευταία γνωριμία μου στο Μιντούνγκι ήταν και ένας Σλοβένος καθολικός ιεραπόστολος. Ηρθε πριν από δέκα χρόνια και έχει ήδη χτίσει έξι εκκλησίες στην περιοχή. Εκτός από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, ασχολείται και με τα υδραυλικά του χωριού. «Εχω ταξιδέψει παντού», μου είπε, «αλλά εδώ βρήκα αυτό που πάντα έψαχνα». Καθώς καλύπταμε τα 1.300 χιλιόμετρα του γυρισμού, ξαναείδαμε το φορτηγό που είχαμε δει πριν από δέκα μέρες. Ηταν ακόμη πάνω στην εθνική οδό, όρθιο αυτή τη φορά. Πλάι του, δεκάδες άνθρωποι ίσιωναν τις λαμαρίνες με σφυριά. Διακόσια χιλιόμετρα πριν από την πρωτεύουσα, ένα ζευγάρι Νοτιοαφρικανών έκανε οτοστόπ. Τους πήραμε μαζί μας μέχρι το επόμενο χωριό. Μόλις είχαν παντρευτεί και περνούσαν το μήνα του μέλιτος. Επειτα από αρκετή ώρα συζήτησης, κατάλαβα ότι ο άντρας, ως πολιτικός μηχανικός, είχε αναλάβει έργα σε όλη την Αφρική.
|