Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, η κατάθλιψη αναμένεται να είναι η υπ’ αριθμόν ένα ασθένεια στον Κόσμο σε λίγα χρόνια. Η αλματώδης αύξηση της ασθένειας οφείλεται καθαρά στο σύγχρονο πολιτισμό και στην κρίση που οδηγεί το σύνολο σχεδόν της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τις ανθρώπινες σχέσεις και την οικονομία μέχρι το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Μπορούμε πλέον να μιλάμε για έναν πολιτισμό της δυστυχίας. Το να επιχειρηματολογήσει κανείς για το σημερινό πολιτισμό και τις αντιφάσεις του που οδηγούν σε μια πρωτοφανή -ως προς το εύρος των τομέων που εμφανίζεται-κρίση δεν θα πρόσθετε κάτι ιδιαιτέρως αξιόλογο στον προβληματισμό μας, αν και σχεδόν όλες τις φορές η εμβάθυνση που επιχειρείται στέκεται στα αποτελέσματα μάλλον παρά στις βαθιές αιτίες. |
Δηλαδή οι αναλύσεις ξεκινούν από ένα ενδιάμεσο σημείο, πχ των οικονομικών συμφερόντων, και όχι από τη ρίζα, δηλαδή το ανθρωπολογικό-ψυχολογικό ή αξιακό-αξιολογικό υπόστρωμα που επιτρέπει σ’ αυτά να ελέγχουν και να διαμορφώνουν τις συνθήκες. Λίγο ως πολύ οι περισσότεροι άνθρωποι, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, είναι απογοητευμένη και αισθάνεται ότι όλα βαδίζουν λάθος. Αντιλαμβάνεται ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας».1 Το γιατί όμως εμφανίζεται όλη αυτή η αδράνεια και η απουσία ενός γενικευμένου επαναστατικού προτάγματος είναι αξιοπερίεργο. Η διανόηση μοιάζει καθηλωμένη σε μια στοχαστική αδυναμία να φθάσει στη ρίζα του προβλήματος και παράλληλα να πυροδοτήσει μέσα της εκείνη την ισχυρή βούληση για αλλαγή. Αυτό οφείλεται στο ότι η αλλαγή αυτή πρέπει να είναι εσωτερική κατ’ αρχήν και άρα αφορά και τους ίδιους. Μα περισσότερο ο άνθρωπος φοβάται την ελευθερία, για να θυμηθούμε και το σχετικό βιβλίο του Έριχ Φρομ. Και η ελευθερία συνδέεται ακριβώς με την θέληση. Μια θέληση που δεν είναι έρμαιο των παθών ή των επιθυμιών ή των ασταμάτητων εσωτερικών διαλόγων και σεναρίων του μυαλού μας ή ακόμη των εξωτερικών συνθηκών αλλά που ενέχει τον ρόλο του Κυβερνήτη -της αυτονομίας μας- και το διακαή πόθο για έκφραση της ποιότητας του μη αλλοτριωμένου είναι μας. Αυτή η αναστοχαστικότητα θα «πρέπει να εξετάσει κατά πόσο εμείς οι ίδιοι συμμετέχουμε στο σχηματισμό του Αδιεξόδου»3. Θα πρέπει συνεπώς να είναι κατά βάση αυτογνωσιακή. Είμαστε διεφθαρμένοι από τον πολιτισμό μας και όχι μόνο γιατί κινούμαστε και δρούμε μέσα στα πλαίσιά του, αλλά κυρίως γιατί ενσωματώνουμε ως αυτονόητα τις περισσότερες παραδοχές του και πράττουμε ως αυτόματα με βάση αυτές. Κλειδί προς την αναστοχαστικότητα είναι ο χρόνος και ο χειρισμός του, πως δηλαδή επιλέγουμε να τον διαθέσουμε. Όπως είναι κλειδί και για την επικοινωνία. Ειδικότερα μάλιστα για τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας όπου ο χρόνος επιταχύνεται4, η επικοινωνία διαρκώς χάνει την περιεχομενική της ποιότητα και κατά συνέπεια ένα σημαντικό τμήμα της αλήθειας της παίζοντας έναν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της γνώμης και της πραγματικότητας. Η αναγνώριση της διαφθοράς μας ή της αλλοτρίωσής μας δεν μπορεί να αποτελεί το στόχο οποιασδήποτε αναστοχαστικής-αυτογνωσιακής προσπάθειας. Αυτή πραγματώνεται μόνο στη θέληση για απαλλαγή και αλλαγή (δηλαδή απελευθέρωση) του εαυτού μας και του κόσμου που εκφράζεται με συστηματική προσπάθεια για το καλύτερο.
Αναφορές: |
Γιώργος Μαυρουλέας, Πολιτικός Επιστήμονας, 11 Οκτωβρίου 2010 |