ΕΘΝΟΣ & ΚΡΑΤΟΣ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ; (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Ioanna Moutsopoulou ekl 3 94 dimosio symferon - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Ioanna Moutsopoulou ekl 3 94 dimosio symferon - Σόλων ΜΚΟTι είναι το δημόσιο συμφέρον που τόσο εύκολα αναφέρουν οι πάντες και κυρίαρχα οι πολιτικοί παράγοντες; 

1.-Το δημόσιο συμφέρον δεν συμπίπτει με το εθνικό συμφέρον, είναι τεμνόμενα αλλά όχι απολύτως συμπίπτοντα. Αναφέρεται στην κοινωνία που δημιουργεί ένα κράτος, στον λαό, που μπορεί να απαρτίζεται από διάφορες εθνότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι το δημόσιο συμφέρον περιλαμβάνει αδιαφορία για όσους δεν διαθέτουν την υπηκοότητα του συγκεκριμένου κράτους. Αντιθέτως, η ορθή πρόνοια και το ορθό ενδιαφέρον για όλους τους ανθρώπους όχι μόνον επιβάλλεται από το διεθνές δίκαιο, αλλά είναι και στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος, επειδή αυτό δεν αναφέρεται μόνον στις υλικές συνθήκες, αλλά και σε εκείνα τα ψυχολογικά προαπαιτούμενα που απαιτούνται για την υγιή κοινωνία και την εξέλιξή της.

Πιστεύουμε ότι οι θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας (ελευθερία-ισότητα-αδελφοσύνη), εκφραζόμενες από όλους χωρίς αυταπάτες δυνάμεως (ομάδες και εθνότητες, ισχυρές και ανίσχυρες, άτομα και κράτος), θα διασφαλίσουν τη δικαιοσύνη και τον πλουραλισμό για όλους, χωρίς ακυρώσεις υποκειμένων και βία – εκτός αν αυτό που αναζητούμε είναι το άδικο και ο υπερκαθορισμός της ταυτότητάς μας σε ασφυκτικά, επιθετικά και απολύτως χωριστικά πλαίσια. Αυτό το τελευταίο μπορεί να ισχύσει εξίσου για τις μειοψηφίες όπως και για τις πλειοψηφίες.

Το δημόσιο συμφέρον συνθέτει τα διάφορα υποκείμενα ως άτομα και ως ομάδες σε ένα νέο σύνολο. Έτσι η σύνθεση διευρύνεται μέσα από διάφορα κριτήρια και ποιότητες χωρίς να τις αναιρεί. Μόνον που η αληθινή σύνθεση απορρίπτει εκ της φύσεώς της ό,τι είναι χωριστικό.

Το δημόσιο συμφέρον είναι μία σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων και, επειδή ως σύνθεση ενέχει αναπόφευκτα στοιχεία αφαίρεσης, είναι δύσκολα προσδιορίσιμο.

2.-Το δημόσιο συμφέρον είναι μία μίμηση του Κοινού Καλού, επειδή το Καλό βρίσκεται πάντοτε στην αποδοχή της ενότητας και επομένως της αναγνώρισης της καθολικότητας των δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων. Και μόνον η αντίληψη της κοινότητας αναγκών είναι εν δυνάμειένα βήμα προς το Κοινό Καλό.  Αλλά, επειδή το Κοινό Καλό είναι ανεξάρτητο από σύνορα και άσχετο από κοινωνικές δομές, θρησκεία, φυλή, έθνος και ομαδικά συμφέροντα παντός είδους (χωρίς να αναιρεί ή να αδιαφορεί για τις δομές αυτές, αλλά απλώς να μη τις θεωρεί έσχατο σκοπό), ο άνθρωπος το θεωρεί ουτοπία, απροσέγγιστο και συχνότατα μισητό γιατί ενοχλεί την ατομική ιδιοτέλεια, και έτσι το έχει υποκαταστήσει με το δημόσιο συμφέρον, που είναι μια έννοια προσαρμοσμένη στα παραπάνω δεδομένα, περίκλειστη στον αυτοσκοπό τους και λειτουργούσα με αποκλεισμό όσων είναι εκτός συγκεκριμένης ομάδας, π.χ. έθνους ή θρησκείας ή οικονομικής ομάδας. Γι’ αυτό το δημόσιο συμφέρον μπορεί να λάβει απεχθείς μορφές, αν δεν έχει συνδεθεί στον βαθμό του δυνατού, κατάλληλα και με επάρκεια με το Κοινό Καλό.

Αυτός ο αποκλεισμός που εξ ορισμού λειτουργεί στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος είναι και ο γεννήτορας όλων των επόμενων διαστρεβλώσεων. Πιστεύουμε ότι σε κάθε περίπτωση ισχύει ο εξής κανόνας: ό,τι δεν ισχύει για όλους είναι αντικείμενο ανταγωνισμού και γι’ αυτό μπορεί να καταλήξει να ισχύει για ελάχιστους ή για κανέναν, πράγμα που είναι σύμφωνο με το νιτσεϊκό πρότυπο της ισχύος. Όταν λοιπόν μιλάμε για το «δημόσιο συμφέρον», πρέπει να μην εθελοτυφλούμε σχετικά με την ουσία και την εμβέλειά του.

Ο άνθρωπος επικαλείται το δημόσιο συμφέρον με όλες τις δυνατές μορφές του, στην πραγματικότητα εν αδυναμία θυμάται το Κοινό Καλό και εν αφθονία αρκείται στο ατομικό ή συλλογικό όφελος αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους που βρίσκονται εκτός ομάδας. Επιβεβαιώνει έτσι τραγικά τις πικρόχολες διαπιστώσεις του Νίτσε και με αυτόν τον τρόπο απαξιώνει ο ίδιος τις μεγάλες έννοιες της θέλησης, της δύναμης, της ενότητας, της αγάπης, της ισότητας, της δικαιοσύνης.

Μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατόν να αντιληφθεί συλλογικά τίποτε ανώτερο από το δημόσιο συμφέρον ο άνθρωπος και να το διατυπώσει γραπτά. Και το ότι καταπατείται συνεχώς το δημόσιο συμφέρον ενάντια στον νόμο δεν είναι απορίας άξιο, αλλά αναμενόμενο, γιατί στην ουσία του περιλαμβάνει την αυτοκαταστροφή του – κάτι που δεν θέλει η πλειονότητα να αντιληφθεί.

Στο βαθμό λοιπον που το δημόσιο συμφέρον είναι αποκομμένο από το Κοινό Καλό, τότε εξ ορισμού εμπεριέχει την έννοια του ανταγωνισμού που αποσκοπεί στην τελική κατάργηση του ανταγωνισμού με την υπερίσχυση λίγων ή ενός. Αν αποδεχόμαστε το κοινό συμφέρον ως πηγή του δημοσίου συμφέροντος, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε και το αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής του φύσης και όχι να θυμόμαστε το Κοινό Καλό όποτε είμαστε θύματα. Αν όμως δεχόμαστε το Κοινό Καλό ως πηγή του, τότε μπορούμε να απορρίπτουμε τα αίτια μαζί με τα αρνητικά αποτελέσματά τους  σε κάθε περίπτωση.

Εδώ απαιτείται ειλικρίνεια και όχι προσπάθεια χειρισμού με επιδέξιο τρόπο στα λόγια ή στην πράξη.

3.- Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοούμε την -ωχρή έστω- σύνδεσή του με το Κοινό Καλό που είναι περισσότερο αφηρημένο, όπως είναι και καθετί που σχετίζεται με όλους και όλα. Αυτή η σύνδεσή του με το Κοινό Καλό είναι ο παράγοντας που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για μια πιο ενδελεχή και εξελικτική ανάλυση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος και την απεμπλοκή του τόσο από την καχεκτική σε περιεχόμενο λειτουργία της «δημοκρατίας» με τους διεφθαρμένους ή ανεπαρκείς εκπροσώπους της κοινωνίας, που δεν την υπηρετούν σοβαρά, όσο και από την κρατικιστική εκδοχή του δημοσίου συμφέροντος, όπου το κράτος χάνει την ανθρωπινότητά του, γίνεται φορέας συμφερόντως διαφόρων ελίτ και καταλήγει σαν μια υπερίσχυση της μηχανής πάνω στο πνεύμα. Βέβαια πίσω από κάθε “μηχανή” υπάρχει ο χειριστής της που συνήθως τη χρησιμοποιεί εναντίον των άλλων, καθώς και αυτός τη θεωρεί μηχανή και τους άλλους αντικείμενα. Έτσι κάθε συσσώρευση δύναμης, κρατικής ή ιδιωτικής, αντί να χρησιμοποιείται ως πεδίο σχέσεων και εξελικτικής προοπτικής των σχέσεων, χρησιμοποιείται ως μέσο αποξένωσης, δηλαδή ως μέσο εξουσίας.

Αυτό το νήμα λοιπόν της σύνδεσης του δημοσίου συμφέροντος με το Κοινό Καλό είναι το εννοιολογικό υπόβαθρο που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βαθιά κατανόηση της εξελιξιμότητας των εννοιών και φυσικά και της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. Η δυνατότητα για εξέλιξή τους υφίσταται, επειδή αυτές οι έννοιες δεν είναι εσχατολογικές ούτε έχουν προσεγγίσει την τελειότητα που τους αναλογεί, ώστε η παρούσα μορφή τους να μην υπόκειται πλέον σε εξέλιξη.

Στη θρησκεία τα πράγματα είναι δραματικότερα, γιατί αναφέρεται σε εσχατολογικά θέματα, σε θέματα «τελειότητας», ενώ την ίδια στιγμή απευθύνεται σε νόες ανεπαρκέστατους, πράγμα που ωθεί τον άνθρωπο να θεωρεί και την αντίληψή του για το έσχατο ως κάτι τέλειο και αμετάβλητο με το κύρος του απολύτου, ενώ είναι  λανθασμένη ή εξ ανάγκης ατελής, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι το νομιζόμενο δεν είναι τέλειο. Γι’ αυτό οι θρησκευτικές συγκρούσεις είναι ανηλεείς και συντριπτικά καταστροφικές και σε αυτές συμμετέχουν ενεργητικά όλα τα μέρη με σφοδρότητα, και όχι μόνον οι ισχυροί. Το μίσος εκείνο που παίρνει εσχατολογικό ένδυμα είναι μη ελέγξιμο και αφαιρεί από τον άνθρωπο τόσο τη λογική σκέψη όσο και την ενοχή.

Ωστόσο, επανερχόμενοι στην εξελιξιμότητα των εννοιών, θα πρέπει να πούμε ότι οι έννοιες είναι η δική μας αντίληψη για τις ιδέες και γι’ αυτό πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι μεταβλητές, δηλαδή διευρυνόμενες κατά περιεχόμενο, και να παρακολουθούν τη μετεξέλιξη της ατομικής και συλλογικής συνείδησης. Ταυτόχρονα αυτή η μετεξέλιξη ως αλλαγή της συνείδησης και της αντίληψης δεν εξυπηρετεί κανενός είδους εξουσία, γιατί η εξουσία είναι μία καθήλωση σε θέση ισχύος. Χωρίς αυτή την μετεξέλιξη θα πρόκειται για ενέλιξη. Σε αυτή την όψη της εξουσίας ανήκει ακόμη και ο έλεγχος που ασκεί ο ίδιος ο άνθρωπος στη δική του ζωή με τις δεδομένες αυτονόητες απόψεις του τις οποίες θεωρεί αμετάβλητες ως ορθές.

Αυτό από το άλλο μέρος καθόλου δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι ασταθής, αβαθής και αποδέκτης οποιασδήποτε εντύπωσης, αλλά ότι πρέπει να κατανοήσουμε πως η σταθερότητα δεν ταυτίζεται με την ακαμψία, αλλά με την συνεχώς διευρυνόμενη προς το Είναι αντίληψη, η οποία αφενός μεν υποδεικνεύει τελολογική σταθερότητα και αφετέρου δεν μπορεί παρά να αρνείται ορισμένες βασικές αρνητικότητες, τη διαίρεση, την εξουσία, την αδράνεια και την ιδιοτέλεια, που είναι εξάλλου και συναφείς μεταξύ τους. Αυτές οι έννοιες-λέξεις έχουν πολύ μεγαλύτερο περιεχόμενο από αυτό που τους αποδίδει με ευκολία ο άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή, τείνοντας να τις εντάξει στο ορατό κοινωνικό γίγνεσθαι με τους γνωστούς και, φθαρμένους εν μέρει, εννοιολογικούς προσδιορισμούς του (π.χ. πολιτικούς), καθώς και στην άμεση ανάγκη του, τείνει να εκλάβει π.χ. τη διαίρεση ως κυρίως κομματική ή οικονομική, ενώ ο ίδιος ως άτομο ταλανίζεται από τις εσωτερικές του διαιρέσεις που περνούν απαρατήρητες ως τέτοιες, την εξουσία ως κυβερνητική, θεσμική, ένοπλη ή άσκηση μεγάλης δύναμης, την αδράνεια ως έλλειψη σωματικής κίνησης ή ως νοητική σταθερότητα, την ιδιοτέλεια ως αναπότρεπτη φύση του ή ως περιορισμένη στην αναγνωρισμένη εγκληματική συμπεριφορά, μη αναγνωρίζοντας εκείνες τις λεπτότερες αποχρώσεις της ιδιοτέλειας που καθορίζουν το κοινό μέλλον. Ακόμη και η ψυχολογία δεν έχει χρησιμοποιηθεί για ουσιώδη εξομάλυνση των εσωτερικών συγκρούσεων με εναρμόνιση των μερών του ψυχισμού, αλλά ως μέσον για προσαρμογή του ανθρώπου στη ζωή και απελευθέρωσή του από την επίδραση των σχισμάτων, χωρίς όμως να θεραπεύονται τα ίδια τα σχίσματα.

Σε αυτήν εν πάση περιπτώσει την καθήλωση στο γνωστό και προσιτό προσκρούει και η ανάγκη για νέα διευκρίνιση της ζωής των ιδεών, του ίδιου του εαυτού, παρεμποδιζόμενη στο να ικανοποιηθεί.

Έτσι η επίκληση των ιδεών ή των εννοιών γίνεται άχρηστη, αν δεν συνοδεύεται από πραγματική θέληση να τις κατανοήσει κανείς σε μεγαλύτερο βάθος. Γι’ αυτό είναι κωμικοτραγικό αυτό που πολλά πολιτικά πρόσωπα ισχυρίζονται, ότι δηλαδή προσπαθούν να κατανοήσουν τι θέλει η κοινωνία για να προσαρμοστούν σε αυτό, λες και η προσαρμογή είναι είτε ένας συμφεροντολογικός υπολογισμός, πράγμα που αναιρεί αυτό που λένε, είτε μία εύκολη πράξη ειλικρινής και βιωματική, πράγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο για να είναι αληθινό στις ορατές πολιτικές συνθήκες. Θεωρούν μάλλον ότι τα λόγια αρκούν, ότι αυτό συνάδει προς το δημόσιο συμφέρον, χωρίς όμως να δίνουν κάποια απόδειξη για την αυτογνωσία τους, την ταυτόχρονη απαραίτητη κατανόηση της δικής τους βαθιάς ανάγκης που είναι άσχετη από την επιθυμία τους για εξουσία. Αλλά χωρίς αυτή την αυτογνωσία τους δεν μπορούν να «αφουγκραστούν» πραγματικά την κοινωνία και το μόνο που κάνουν είναι να πράττουν όπως η διαφήμιση, που προσπαθεί να εμφανίσει το πωλούμενο προϊόν με κατάλληλο για κέρδος τρόπο, πράγμα που είναι και πάλι μία προσαρμογή, όπου αφουγκράζεται μεν τον άνθρωπο αλλά κατά το ζωώδες του μέρος. Η πραγματική ανάγκη δεν ανιχνεύεται με τέτοιους τρόπους. Αυτοί οι τρόποι τείνουν πάντοτε να προσαρμόσουν τον «ανιχνεύοντα» άνθρωπο στο κατώτερο σημείο του ψυχισμού, αυτό της σωματικής ανάγκης και της επιθυμίας της δικής του και των άλλων. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας καθορίζει και το περιεχόμενο που δίνεται τελικά στο δημόσιο συμφέρον. Στους πλείστους αυτά φαίνονται ως θεωρίες, λόγια για τους μη πρακτικούς ανθρώπους, όμως πιστεύουμε ότι αυτά αποτελούν εγγύηση για την αληθινή πράξη και αποτελούν και τα ίδια μία εξαιρετικά εξαντλητική πράξη ευθύνης.

Θα διευκρινίσουμε τώρα τη σημασία της αναλογούσας τελειότητας των εννοιών: Σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει μία τελειότητα ισχύουσα για άπειρο χρόνο, το τέλος όλων των προσπαθειών. Αυτό θα ήταν μια ύβρις για την εξέλιξη και το πνεύμα. Εννοούμε μια σχετική τελειότητα στον περιορισμένο χώρο και χρόνο τους, όπου αυτές είναι κυρίαρχες και αναγκαίες. Μετά από αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει υπέρβασή τους προς κάτι ευρύτερο και περισσότερο περιεκτικό που δεν θα αρνείται αυτές τις ίδιες, αλλά θα αρνείται μόνον τη μοναδικότητα της κυριαρχίας τους. Η ανθρωπότητα όμως δεν βρίσκεται σε αυτή την ευχάριστη θέση να μπορεί και να πρέπει να αντικρύσει το πραγματικά νέο, βρίσκεται ακόμη στην αλγεινή θέση όπου πρέπει να εναρμονίσει τις διάφορες έννοιες που διαπερνούν τη ζωή της (όπως δημόσιο συμφέρον, δημοκρατία, κράτος κλπ.) με την αληθινή τους προοπτική. Αυτό ως καθυστέρηση αποτελεί μια ήττα της, αλλά ευτυχώς ταυτόχρονα ισχύει το ότι κάθε κρίση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για  βελτίωση της αντίληψης όχι μόνον διανοητικά αλλά και ψυχολογικά.

Ιωάννα Μουτσοπούλου, δικηγόρος, μέλος της Μ.Κ.Ο. Σόλων

25 Ιουλίου 2011

_____________________________________
Το παρόν άρθρο είναι μέρος του δοκιμίου με τίτλο: «Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και η προστασία του Συντάγματος» και θεωρεί πως το αληθινό επίκεντρο της σημερινής κρίσης του κόσμου δεν είναι ακριβώς η οικονομία, παρόλο που εκφράζεται μέσω αυτής, αλλά η ανθρώπινη ιδιοτέλεια και η λανθασμένη αντίληψη των εννοιών. Το δοκίμιο θα δημοσιευτεί σταδιακά.


Φωτογραφία: Γιάννης Ζήσης

(solon.org.gr)

Σχετικά άρθρα