Συνέχεια από το Α’ Μέρος Μπορούμε τώρα να δούμε τεχνικά τον χαρακτήρα του καπιταλισμού – σε συνάρτηση με την διαχεόμενη κρίση – με βάση την πρόσφατη κρίση που αποκαλύφθηκε το 2008. |
1α. Η πλήρης κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μαζί με την πλήρη διαχειριστική ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας στην διακυβέρνηση άμβλυνε την στρατηγική ισχυρής ενσωμάτωσης των κοινωνικών θεσμών και της αγοράς στο καπιταλιστικό πάνθεο της οικονομίας της «αγοράς». γ. Μέσα από την μονοπολική οικονομία και την παγκοσμιοποίηση των αγορών η ανταγωνιστικότητα κυριάρχησε ακόμη περισσότερο και λειτούργησε με άξονα όχι μόνο την καινοτομία αλλά και το εργατικό κόστος. δ. Πάνω απ’ όλα όμως ο σχεδόν εξαφανισμένος πληθωρισμός εξελίχθηκε σε παγίδα μαζί με τις αλλεπάλληλες χρηματιστηριακές γενικές ή περιφερειακές κρίσεις καθώς η πίεση για μείωση των κεντρικών επιτοκίων στην αγορά χρημάτων και για νέα προϊόντα στις χρηματαγορές, επενδυτικά και χρηματιστηριακά λειτούργησαν που ως βαλβίδες κερδοσκοπίας. Έτσι έγινε συνήθεια το φθηνό και ομολογιακό χρήμα. ε. Η αύξηση του ανταγωνισμού και η ταχύτητα της τεχνολογικής καινοτομίας καθιστούσαν βραχυχρόνια δύσκολη την άντληση υπεραξιών και κέρδους από την πραγματική οικονομίακαθώς μάλιστα απαιτείτο συνεχής επενδυτική δέσμευση κεφαλαίων, περιορίζοντας έτσι τα οφέλη του φθηνού χρήματος. 2. Έτσι διαμορφώθηκε μια δυναμική ταχείας κεφαλαιακής επέκτασης τόσο από τις τάσεις των εταιρικών-επιχειρηματικών (των μετόχων και διοικήσεων) επιθυμιών και στρατηγικών, όσο και από μέρους ωρίμανσης των θεσμών και των συνθηκών. α. Οι άυλες κερδοφορίες και υπεραξίες ωστόσο έπρεπε να διασυνδέονται και με στρατηγικές κυριαρχίας και κατεύθυνσης στην εμπράγματη οικονομία. β. Η θέσμιση επιτρεπτότητας της επανεπένδυσης των παραγώγων και οι θεωρίες για διασκόρπιση και διασφάλιση ρίσκου μαζί με το φθηνό χρήμα και τις αβυσσαλέες νοοτροπίες κερδοσκοπίας που συνοδευόντουσαν από αδιαφάνεια και πρακτική απουσία ελέγχου και εποπτείας διόγκωσε την φυγή από την εμπράγματη οικονομία. Η φυγή από την εμπράγματη οικονομία λειτούργησε σ’ ένα επάλληλο πεδίο προσφοράς – ζήτησης ή αγοράς αποσυνδεδεμένο από ρεαλιστικούς χρόνους και συναλλαγές. γ. Αναπτύχθηκαν όλο και πιο μεγάλες συγκεντρωτικές κεφαλαιακές κλίμακες που διεύρυναν το πελατολόγιό τους πάνω και σε κεφάλαια συλλογικοτήτων ενώ παράλληλα είχαν μεγαλύτερη κεφαλαιακή δυναμική κερδοσκοπίας στα κρατικά ομόλογα και τις συναλλαγματικές αξίες. Αυτές οι κεφαλαιακές κλίμακες δεν ήταν ικανές μόνο για αγοραίο βαμπιρισμό ή παρασιτισμό, όπως μέσω των επάλληλων αγορών, αλλά και για συστημικό βαμπιρισμό μέσω των αγορών και των ασφαλίσεων των κρατικών ομολόγων. Σε όλη αυτή την στρέβλωση πυρηνική θέση έχει η πυραμίδα που έχει ως βάση της το τρίγωνο που σχηματίζουν η παραγωγική και εμπορευματική πύκνωση (πχ περίπτωση Ντουμπάϊ και κατασκευαστικός τομέας) με την ομολογιακή δόμηση και όπου συμμετέχουν επενδυτικά και συλλογικότητες (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία) και τα χρηματιστήρια και με την χρηματιστηριακή κερδοσκοπία.
Η πυραμίδα συμμετοχικής και θεσμικής εκτροπής της Αγοράς και του Αόρατου Χεριού λειτουργεί ως εκβιασμός στα κράτη και τα αναγκάζει να λειτουργούν όχι μόνο ως «εγγυητές του ρίσκου της κερδοσκοπίας», αλλά και ως διασώστες ή Άτλαντες των κρίσεων και των χρεών του μεγάλου ιδιωτικού τομέα! Θεμελιώδη συνεργατικό σε αυτό ρόλο διαδραματίζει το αδιαφανές, ανεξέλεγκτο, ολιγοπωλιακό και συνεταιρικό πλαίσιο των «Αξιολογητικών Εταιρειών-Φορέων»[2] . Ο ρόλος των ΜΜΕ και της ακαδημαϊκής «οικονομικής επιστήμης» είναι επίσης συνεργός μαζί με τους πολιτικούς και το μικρό επενδυτικό κοινό. Έτσι καθίσταται περίπου ως αναπόφευκτη φυσική πραγματικότητα και νομοτέλεια η οποία τερατώδης εξέλιξη. Δυστυχώς όμως και μετά την μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 δεν βγήκαν ολοκληρωμένα συμπεράσματα, δεν τιμωρήθηκαν οι πραγματικοί ένοχοι αλλά οι «λαοί» και τα κράτη και δεν θεσπίστηκαν μέχρι σήμερα τα αναγκαία προληπτικά μέτρα. Οι «αντικειμενικοί γνώστες», οι αξιολογητικοί οίκοι παρέμειναν στον θρόνο τους παρ’ ότι πριμοδοτούσαν τόσο τα τοξικά προϊόντα όσο και συγκεκριμένες χρεωκοπημένες επιχειρήσεις. Η τοξική φούσκα μέσα από το φθηνό χρήμα λειτούργησε ως «ιδιωτικοποιημένη πληθωριστικοποίηση» του δημοσιονομικού μη πληθωρισμού. Στην συνέχεια μέσω της «κοινωνικοποίησης των ζημιών» δημιουργήθηκε η δημοσιονομική φούσκα και οι συνθήκες αναγκαστικού αποπληθωρισμού της εμπράγματης οικονομίας – εν ονόματι μιας ασφαλιστικής κρίσης και μιας αναμενόμενης ανάπτυξης και αναθέρμανσης της ανταγωνιστικότητας – με λιτότητα και αύξηση της παραγωγικότητας ή κυρίως μείωσης του εργατικού κόστους. Παράλληλα βέβαια έχουν αναπτυχθεί καταλυτικά το «πολυμορφικό» μπούμερανγκ του υπέρ-καπιταλισμού: η Κίνα και οι παραγωγικά και ανταγωνιστικά αναδυόμενες δυνάμεις, μαζί με την περιβαλλοντική κρίση και με τον ανταγωνιστικό και καταναλωτικό ανελαστικό κορεσμό των αναπτυγμένων οικονομιών. Οι παράγοντες αυτοί ετοιμάζουν νέους ορίζοντες τραγικών εξελίξεων και αναδιαρθρώσεων παρ’ όλες τις «παυσίπονες υποσχέσεις» δημοσιονομικών, ασφαλιστικών και αναπτυξιακών ανασυγκροτήσεων βραχείας διάρκειας. Κάποιοι όμως – και δυστυχώς είναι πολλοί και συνήθως ισχυροί – είναι μανιακοί και ανεπίδεκτοι μάθησης. Κευνσιανισμός στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον Στην προηγούμενη μεγάλη κρίση που έπληξε την ανθρωπότητα υπήρξε μια νέα «Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής Ανάπτυξης και Απασχόλησης». Ήταν η θεωρία του Τζων Κέυνς (John Maynard Keynes,1883 – 1946). Παρόλα αυτά χρειάσθηκαν οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης του Παγκοσμίου Πολέμου και της ανασυγκρότησης για να ξεπεραστεί η κρίση. Σήμερα δυστυχώς ο Κευνσιανισμός λειτουργεί για τις μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου σε δύο φάσεις: Μετά από την μετακύλιση των ζημιών στο δημοσιονομικό τομέα, ο κοινωνικός κευνσιανισμός κατέστη απαγορευμένος. Ποια όμως ήταν η καινοτομία του Κέυνς; Ο Κέυνς απαντούσε στο φόβο της ύφεσης και όχι του πληθωρισμού, στο φόβο της ανεργίας και όχι του εργασιακού κόστους και της ανταγωνιστικότητας. Ο Κέυνς τραυμάτισε τον Γόρδιο Δεσμό της επιβολής των αγορών στην στενότητα του χρήματος και συνεπώς στις κυβερνήσεις, τα κράτη και τις οικονομίες. Δεν έκοψε αυτό τον δεσμό. Στο μέλλον πρέπει να το κόψουμε ώστε μαζί με μια νέα σεισάχθεια να περάσουμε από την αλληλόχρεη εξουθενωτικά καταστροφική οικονομία στην υποστηρικτική και ποιοτική. [4] Ειδικά τώρα πια δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως χώρες που κάποτε θεωρούταν αναπτυξιακά πρότυπα όπως η Ιρλανδία χρεοκόπησαν, η πως χώρες καπιταλιστικά ιδανικές όπως η Γερμανία βρίσκονται σε δύσκολα κοινωνικά όρια (από την περιορισμένη ατομική επένδυση στον χρηματηστηριακό τυχοδιωκτισμό) ή πως παράδεισοι όπως το Ντουμπάϊ κατέρρευσαν. Ίσως παρόλη την πολυμορφική – ακόμη και ενδοτομειακά – ανθρωπογεωγραφική ειδίκευση, η παγκοσμιοποιημένη αγορά στο τέλος θα διαλύσει τα κέντρα της. Η Ισλανδία ως χώρα τράπεζα των υψηλών καταθετικών αποδόσεων κατέρρευσε, όμως και η Ελβετία των «αδιαφανώς ασφαλών αποδόσεων» σε μια επόμενη κρίση μπορεί να τραυματιστεί σοβαρά. Η μεγάλη κρίση του 21ου αιώνα μόλις άρχισε. Άρχισε αμέσως μετά από την υπόσχεση μιας παγκοσμιοποιημένης Μπελ επόκ. Μας βρίσκει βυθισμένους στο εικονικό, τεχνολογικό και καταναλωτικό εαυτό μέσα στην μεταμοντέρνα κοινωνία του θεάματος, με απελευθερωμένες τις επιθυμίες μας. Πόσο θα αντέξουμε στην διάρκεια και την επαναφόρτιση της κρίσης που μόλις άρχισε και στις αντίθετες απαιτήσεις της πλανητικής περιβαλλοντικής κρίσης; Αναφορές: Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας 10 Μαΐου 2010 |