Πριν από λίγα χρόνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα ο όρος πράσινη επιχειρηματικότητα ήταν στο περιθώριο των όποιων αναφορών και υποδείκνυε μια χαμηλού ενδιαφέροντος και αποδόσεων ζώνη του επιχειρείν. Έχουμε ξεπεράσει πια την φάση αυτή που οι όποιες αναφορές στην πράσινη ανάπτυξη, στην πράσινη επιχειρηματικότητα ή στην πράσινη οικονομία αποτελούσαν παράγοντες διαχωρισμού, γεννούσαν σε μερικούς την αίσθηση του ανούσιου και περιορίζονταν στο λεξιλόγιο εκείνων των ΜΚΟ που τις πρότασσαν και τις αναδείκνυαν, αναπτύσσοντας την θεματική του περιβάλλοντος. Όμως ρητορικά μόνο μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί αυτή η αλματώδης πρόοδος. |
Σε αυτή την αρνητική κατάσταση συνέβαλλε τόσο η απουσία συστημικής ένταξης του περιβάλλοντος στις οικονομικές και τις άλλες θεσμικές πολιτικές στην Ελλάδα όσο επίσης και η οικονομική απληστία. Στον βαθμό όμως που οι Ευρωπαϊκές πολιτικές για το περιβάλλον αποτελούσαν ένα συγκροτημένο και δεσμευτικό σώμα η χώρα μας άρχισε να μπαίνει στην τροχιά της πράσινης εναρμόνισης. Σε μερικά σημεία χάρη και σε συγκυρίες όπως πχ στην πολιτική ενάντια στα μεταλλαγμένα, η χώρα μας αποτελούσε ενίοτε και πρωτοπορία. Ήταν στην πρωτοπορία αλλά δεν λειτουργούσε με ανάλογο τρόπο σε θετικές πολιτικές, όσο σε πολιτικές άρνησης αρνητικών και διακυβευτικών εξελίξεων. Το 2003 συστηματοποιήσαμε συγγραφικά το πλαίσιο της πράσινης επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον με το βιβλίο «Πράσινο Επιχειρείν», είχαμε αφήσει έξω τον τομέα της λεγόμενης βαριάς βιομηχανίας του περιβάλλοντος, καθώς αυτή δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στο παραπάνω έργο χωρίς να περιορίσει τον ολοκληρωμένο χαρακτήρα του ως προς το φυσικό περιβάλλον. Σήμερα ο τομέας της πράσινης επιχειρηματικότητας αφορά κυρίως την ενέργεια, την πράσινη δόμηση, την πράσινη βιομηχανία, τις μεγάλες κλίμακες διαχείρισης του νερού, των απορριμμάτων και των αποβλήτων. Δηλαδή, τόσο την διαχείριση των υποπροϊόντων της κατανάλωσης όσο και την παραγωγική ικανοποίηση της ζήτησης του ανθρωπογενούς συστήματος και περιβάλλοντος. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην προώθηση – σε επίπεδο πολιτικής ατζέντας – της πράσινης επιχειρηματικότητας οικονομίας και ανάπτυξης και έχουμε φτάσει πλέον σε μια συναίνεση για την αναγκαιότητά της, αν και όχι για την κεντρική θεσμική ισχύ ενός Υπουργείου Περιβάλλοντος και Χωροταξίας. Η πολιτική αυτή όμως πρόοδος γύρω από την πράσινη ανάπτυξη που βοηθήθηκε από την διεθνή συγκυρία και που συνδέεται με τις εναλλακτικές προσεγγίσεις απέναντι στην οικονομική κρίση εγκυμονεί μια σειρά κινδύνων. 1) Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούμε τόσο στην πολιτική ρητορεία όσο και σε αυτήν των μέσων ενημέρωσης και γιατί όχι ακόμη και αυτή των ΜΚΟ. Ιδιαίτερα μάλιστα στην χώρα μας που δεν έχει μια επιχειρησιακή παιδεία και μια συλλογική κουλτούρα γύρω από το περιβάλλον. 2) Δεύτερον, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούμε στην αντιποίηση και στο προσωπείο. Να αναπτυχτεί δηλαδή ένα πράσινο προσωπείο, να υπάρξει αντιποίηση του περιβαλλοντικά συμβατού ή ακόμη και του νόμιμου. Αυτό ήδη το βλέπουμε στο πλαίσιο της χρησιμοποίησης του «πρασινίσματος», ως τρόπου προβολής στην κοινωνία των επιχειρήσεων αλλά και των κομμάτων ακόμη πολλές φορές, καθώς αποφεύγουν συνειδητά να μιλήσουν την γλώσσα της αλήθειας κάνοντας αναφορές τόσο στους πραγματικούς δείκτες όσο και στον προσδιορισμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματός τους ή ισοζυγίου τους. 3) Τρίτον, ο τρίτος κίνδυνος, όπως ακριβώς η χώρα μας ρέπει στην υπερβολή, ανοίγει την πόρτα στο να χαθούμε μέσα σε έναν πληθωριστικό μιμητισμό. Είναι πιθανό και εδώ να αναπτυχτεί μια πράσινη μόδα, κάτω από την επιρροή της οποίας θα σταματήσουμε να κοιτάζουμε την διαφοροποίηση του πράσινου προϊόντος, και θα είμαστε προσανατολισμένοι μακριά από μια αληθινή και συστημική «πράσινη εξειδίκευση» της ανάπτυξης και της επιχειρηματικότητας. Έτσι θα δημιουργηθεί ένα πεδίο απαξίωσης «εν τη γενέσει», της πράσινης επιχειρηματικότητας, ανεβάζοντας παράλληλα το ανταγωνιστικό κόστος των πράσινων επιχειρήσεων και προϊόντων. 4) Τέταρτον, ο τέταρτος κίνδυνος, μας παγιδεύει σε μια ασθενική κατάσταση, όπου αυτό που θα γίνεται θα είναι πολύ λίγο και δεν θα είναι ικανό για να ζήσει και να αποτελέσει ενθαρρυντικό παράδειγμα ικανό να εμπνεύσει άλλους μιμητές. Έτσι λοιπόν είναι πιθανό να διαμορφώσουμε παράλληλα συνθήκες για μια νέα απογοήτευση, η οποία απογοήτευση μπορεί να έχει διπλή βάση. Να απογοητεύσει τόσο αυτούς που θα επιχειρήσουν σε σχέση με το περιβάλλον όσο και την κοινωνία καθώς δεν θα προβάλουν απαντήσεις και λύσεις. 5) Πέμπτον, ο επόμενος κίνδυνος προσδιορίζεται ήδη στην προοπτική του να βιώσουμε ένα πράσινο Απαρτχάιντ. Το πράσινο κόστος πρέπει να αντιμετωπιστεί με όρους κοινωνικούς, με όρους κοινωνικού κράτους και κοινωνικής συνοχής και στην παραγωγή και την κατανάλωση. Είναι ανάγκη να υπάρξει μια πράσινη σύγκλιση και αυτό απαιτεί ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης και μια διαφοροποίηση στο πεδίο της πράσινης επιχειρηματικότητας και της πράσινης οικονομίας πχ με μια πολύ ισχυρότερη δόση στο μείγμα αυτό της κοινωνικής οικονομίας. 6) Έκτον, υπάρχει ο κίνδυνος να χάσουμε το δάσος, να χάσουμε το ολιστικό πεδίο. Αυτός ο κίνδυνος γίνεται κατανοητός καλύτερα αν συλλάβουμε την ανάγκη και την δυσκολία της εναρμόνισης των περιβαλλοντικών πολιτικών με όρους αμοιβαιότητας και της ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής πολιτικής και διάστασης σε άλλες πολιτικές και διαστάσεις και παράλληλα της ενσωμάτωσης μέσα στην περιβαλλοντική διάσταση αυτών των εξωτερικών διαστάσεων που αφορούν άλλα ζητήματα. «Το περιβάλλον δεν είναι μόνο του»! Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα περιβαλλοντικά προβλήματα και τις προκλήσεις ολιστικά. Οι απαιτήσεις για ένα συνεπές και ολιστικό Πράσινο Σχέδιο του μέλλοντος Για την αντιμετώπιση των κινδύνων που αντιμετωπίζει η πραγματική πράσινη ανάπτυξη στην πορεία της, μια ουσιαστική απάντηση μπορεί να βρεθεί απέναντι σε αυτή την ανάγκη: να αναπτύξουμε την πράσινη καινοτομία. Με την πράσινη καινοτομία σίγουρα περνάμε από την ρητορική απραξία, την πληθωριστική ρουτίνα και τον μιμητισμό στην δυναμική της πράξης και της πραγμάτωσης. Η πιο θεμελιώδης όμως όψη της καινοτομίας που απαιτείται για την πράσινη ανάπτυξη και για τις υποστηρικτικές πολιτικές της αειφορίας βρίσκεται στην ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την επιχειρησιακή ανεπάρκεια που απλώς έχει ως επίχρισμα της πλέον, το πράσινο χρώμα, ως «γαρνίρισμα». Δυστυχώς όμως υπάρχει επιχειρησιακή ανεπάρκεια τόσο απέναντι στα ζητήματα του περιβάλλοντος, όσο στα θεσμικά και στα οικονομικά. Απαιτείται μια βαθιά επιχειρησιακή και συγκλίνουσα εξειδίκευση των πολιτικών. Για να επιχειρήσουμε αυτή την εξειδίκευση των πολιτικών πρέπει να μπούμε στο βάθος των εννοιών που προσδιορίζουν ένα πράσινο σχέδιο, όσο και αν φαίνεται αυτό αντιφατικό.
|