ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, ATZENTA

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ ~ ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ ΤΕΙΧΗ

paraloga - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

paraloga teixi 1 - Σόλων ΜΚΟΤα βαθιά συναισθήματα, όπως τα μεγάλα έργα, έχουν πάντα μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτή που έχουν συνειδητοποιήσει πως εκφράζουν. Η συμπάθεια ή αντιπάθεια που νοιώθει μια ψυχή για κάτι οφείλεται στις συνήθειες της σκέψης ή της δράσης κι ακολουθεί τις συνέπειες που η ίδια η ψυχή αγνοεί.
Τα μεγάλα συναισθήματα κουβαλάνε μαζί τους τον υπέροχο ή άθλιο κόσμο τους. Φωτίζουν με το πάθος τους έναν υπέροχο κόσμο όπου ξαναβρίσκουν το κλίμα τους. Υπάρχει ένας κόσμος ζήλειας, φιλοδοξίας, εγωισμού ή γενναιότητας. Ένας κόσμος, δηλαδή, μια μεταφυσική και πνευματική στάση. Αυτό που ισχύει για τα ήδη καθορισμένα συναισθήματα ισχύει, ακόμα πιο πολύ, για τις συγκινήσεις που βασικά είναι τόσο ακαθόριστες και συγχρόνως τόσο “καθορισμένες”, τόσο μακρινές και τόσο “κοντινές” με τις συγκινήσεις που μας προσφέρουν την ομορφιά ή μας προκαλούν το συναίσθημα του παράλογου.


Το συναίσθημα του παράλογου μπορεί να χτυπήσει στο πρόσωπο οποιονδήποτε άνθρωπο στη στροφή οποιουδήποτε δρόμου. Μέσα στην τρομερή του γύμνια, στο χωρίς λάμψη φως του, είναι ασύλληπτο. Αλλά αξίζει να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό. Μάλλον είναι αλήθεια το ότι ένας άνθρωπος μας μένει άγνωστος για πάντα, το ότι σ’ αυτόν υπάρχει κάτι για πάντα ακαθόριστο.

Γνωρίζω όμως τους ανθρώπους πρακτικά και τους γνωρίζω απ’ τη συμπεριφορά τους, απ’ τις πράξεις τους, απ’ τις συνέπειες που έχει στη ζωή το πέρασμά τους. Με τον ίδιο τρόπο μπορώ να καθορίσω πρακτικά όλα τα ακαθόριστα συναισθήματα που η ανάλυση δε θα μπορούσε να έχει καμιά επίδραση πάνω τους, να τα εξετάσω πρακτικά, να σκεφτώ τις συνέπειές τους, να συλλάβω και να καταγράψω κάθε τους μορφή, δημιουργώντας έτσι τον κόσμο τους.

paraloga-teixi 2

Όπως φαίνεται, είναι βέβαιο πως δε θα μάθω καλύτερα τα προσωπικά συναισθήματα ενός ηθοποιού επειδή τον έχω δει να παίζει εκατό φορές. Αν όμως φέρω στο μυαλό μου το πλήθος των ηρώων που έχει ενσαρκώσει και αν ισχυριστώ πως στον εκατοστό ήρωα τον γνωρίζω λίγο καλύτερα, καταλαβαίνουμε πως σ’ αυτό υπάρχει μια δόση αλήθειας. Αυτό το φαινομενικά παράδοξο είναι και μια αλληγορία. Κρύβει ένα νόημα. Θέλει να πει ότι ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται ευκολότερα όταν υποκρίνεται παρά όταν φέρεται με ειλικρίνεια.

Έτσι συμβαίνει, σε μικρότερο βαθμό, και με τα αφανέρωτα μέσα στην καρδιά συναισθήματα που προδίνονται όμως εύκολα απ’ τις πράξεις που κάνουμε και τις πνευματικές στάσεις που παίρνουμε. Καταλαβαίνει κανείς πως μ’ αυτό τον τρόπο προτείνω μια μέθοδο. Αλλά με τη μέθοδο αυτή πρόκειται ν’ αναλύσω, όχι να μάθω. Γιατί οι μέθοδοι έχουν σαν αποτέλεσμα τις μεταφυσικές που με την άγνοιά τους προδίνουν τα συμπεράσματα που μερικές φορές ισχυρίζονται πως δεν ξέρουν ακόμα. Έτσι, οι τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου βρίσκονται ήδη στις πρώτες. Αυτή η αλληλεξάρτηση είναι αναπόφευκτη. Μια αποκλειστική μέθοδος σημαίνει πως κάθε αληθινή γνώση είναι ανέφικτη. Μονάχα τα φαινόμενα είναι δυνατό ν’ απαριθμηθούν, μονάχα το περιβάλλον γίνεται αισθητό.

Με τη βοήθεια λοιπόν αυτού του ακαθόριστου συναισθήματος του παραλογισμού, ίσως μπορέσουμε και φτάσουμε στους διαφορετικούς μα αδελφικούς κόσμους της σκέψης, της τέχνης να ζεις ή γενικά της τέχνης. Αφετηρία είναι το κλίμα του παραλογισμού. Τέρμα, το παράλογο σύμπαν κι εκείνη η πνευματική στάση που φωτίζει τον κόσμο μ’ ένα καθαρό φως κάνοντας έτσι να φανεί ένα ξεχωριστό, ένα προνομιούχο κι αδιάλλακτο πρόσωπο.

Καμιά φορά, οι μεγάλες πράξεις κι οι μεγάλες σκέψεις αρχίζουν κάπως αστεία. Τα μεγάλα έργα γεννιούνται συχνά στη στροφή κάποιου δρόμου ή στο καθάρισμα ενός καφενείου. Έτσι και με το παράλογο. Περισσότερο από κάθε άλλον, ο παράλογος κόσμος έχει τις ρίζες του σ’ αυτή την άθλια γέννηση. Όταν μερικές φορές, σε μια ερώτηση που αφορά τις σκέψεις σου απαντάς: “τίποτε”, ίσως να προσποιείσαι. Οι αγαπημένες υπάρξεις το ξέρουν καλά. Αν όμως η απάντηση αυτή είναι ειλικρινής, αν εκφράζει αυτό το μοναδικό ψυχικό συναίσθημα της σιωπηλής ευγλωττίας που σπάζει την αλυσίδα των καθημερινών χειρονομιών ενώ η καρδιά ψάχνει μάταια να βρει τον κρίκο που θα την ξανασυνδέσει, τότε αυτό φαίνεται πως είναι το πρώτο σημάδι του παραλογισμού.

paraloga-teixi 3

Καμιά φορά τα σκηνικά καταρρέουν. Ξύπνημα, συγκοινωνία, τέσσερις ώρες γραφείο ή εργοστάσιο, γεύμα, συγκοινωνία, τέσσερις ώρες δουλειά, φαγητό, ύπνος και Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται εύκολα στον ίδιο ρυθμό τον περισσότερο καιρό. Μια μέρα όμως γεννιέται το “γιατί” κι όλα αρχίζουν σ’ αυτή την πληκτική κούραση. “Αρχίζουν”, αυτό είναι ενδιαφέρον. Στο τέλος μιας μηχανικής ζωής έρχεται η κούραση, την ίδια όμως στιγμή βάζει σε κίνηση τη συνείδηση. Τη σηκώνει απ’ τον ύπνο και προξενεί τη συνέχεια. Η συνέχεια είναι η ασυνείδητη επιστροφή στην αλυσίδα ή η οριστική αφύπνιση. Στο τέλος της αφύπνισης βρίσκεται το αποτέλεσμα που φτάνει με τον καιρό: αυτοκτονία ή αναθεώρηση. Η κούραση κλείνει  μέσα της κάτι το αποκαρδιωτικό. Εδώ, είμαι υποχρεωμένος να πω πως είναι καλή. Γιατί με τη συνείδηση αρχίζουν όλα και μονάχα αυτή αξίζει. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν έχουν καμιά πρωτοτυπία. Είναι όμως φανερές: κι αυτό φτάνει γιατί μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καθολικά το παράλογο στις πηγές του. Με το “ενδιαφέρον” αρχίζουν όλα.

Όλες τις μέρες μιας άφεγγης ζωής ο χρόνος μας ανέχεται. Έρχεται όμως πάντα η στιγμή που πρέπει να τον ανεχτούμε και να τον υπομείνουμε εμείς. Ζούμε με το μέλλον: “αύριο”, “αργότερα”, “όταν σου δοθεί μια ευκαιρία”, “με τον καιρό θα καταλάβεις”. Αυτές οι ανακολουθίες είναι περίεργες αφού θα πεθάνουμε. Αλλά φτάνει η μέρα που ο άνθρωπος διαπιστώνει πως είναι τριάντα χρονών. Επιβεβαιώνει έτσι τη νιότη του. Την ίδια όμως στιγμή συγκρίνει τον εαυτό του με το χρόνο. Παίρνει θέση μέσα σ’ αυτόν. Αναγνωρίζει πως βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή και παραδέχεται πως έχει χρέος να την περάσει. Ανήκει στο χρόνο και τρομοκρατημένος βλέπει στο πρόσωπο του χρόνου το χειρότερο εχθρό του. Αύριο, επιθυμούσε το αύριο, τη στιγμή που έπρεπε να μην το ήθελε μ’ όλο του το είναι. Αυτή η επανάσταση της σάρκας αποτελεί το παράλογο .

Ένα βήμα πιο κάτω και να το παράλογο: βλέπουμε πως ο κόσμος είναι “αδιαπέραστος”, προαισθανόμαστε σε ποιο σημείο μας είναι ξένη μια πέτρα, διαπιστώνουμε πως είναι αδύνατο ν’ απλοποιήσουμε τα πράγματα, με πόσο πείσμα μπορεί να μας αντιστέκεται η φύση, ένα τοπίο. Στο βάθος κάθε ομορφιάς υπάρχει κάτι το απάνθρωπο και οι λόφοι, ο γλυκός ουρανός, τα δέντρα χάνουν την ίδια στιγμή το ψεύτικο νόημα που τους δίναμε, γίνονται πιο μακρινά κι από ένα χαμένο παράδεισο. Η πανάρχαια σκληρότητα του κόσμου, περνώντας μέσα από χιλιάδες χρόνια, έρχεται να μας συναντήσει. Για μια στιγμή δεν τη νοιώθουμε, αφού για ένα σωρό αιώνες καταλαβαίναμε μονάχα τις μορφές και τα σχήματα που δίναμε στον κόσμο. Αλλ’ από δω και στο εξής δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το τέχνασμα. Ο κόσμος ξαναπαίρνει την πραγματική του μορφή και μας ξεφεύγει. Αυτά, τα από συνήθεια κρυμμένα σκηνικά ξαναπαίρνουν το αληθινό τους πρόσωπο. Απομακρύνονται. Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν μέρες όπου στο πρόσωπο μιας γνωστής μας, ξαναβρίσκουμε σα μια ξένη, εκείνη που είχαμε αγαπήσει πριν μήνες ή χρόνια και ίσως επιθυμήσουμε αυτό που συχνά μας κάνει να νοιώθουμε τόσο μόνοι. Αλλά δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Ένα μονάχα πράγμα πρέπει να έχουμε υπόψη μας: τη μυστικότητα κι ανομοιότητα του κόσμου που αποδεικνύουν το παράλογο.

Ακόμα και οι άνθρωποι έχουν κάτι το απάνθρωπο. Όταν για ορισμένες ώρες βλέπουν τα πράγματα καθαρά, η μηχανική πλευρά των χειρονομιών τους, η χωρίς νόημα παντομίμα τους, καθιστά ηλίθιο ότι τους περιβάλλει. Πίσω από μια τζαμαρία, ένας άνθρωπος μιλάει στο τηλέφωνο δεν τον ακούμε αλλά βλέπουμε τη χωρίς νόημα μιμική του: αναρωτιόμαστε γιατί ζει. Αυτή η απέχθεια για την απανθρωπιά του ίδιου του ανθρώπου, η κατακόρυφη πτώση της εικόνας μας, η “ναυτία” όπως τη χαρακτηρίζει ένας σύγχρονος συγγραφέας, αυτά επίσης αποδεικνύουν το παράλογο. Όπως το αποδεικνύει ο ξένος που, ορισμένα δευτερόλεπτα, έρχεται να μας συναντήσει μέσα σ’ έναν καθρέφτη, ο γνωστός μα ενοχλητικός αδελφός που ξαναβρίσκουμε στις φωτογραφίες μας, ο εαυτός μας.

paraloga-teixi 4

Έρχομαι, τέλος, στο θάνατο και στο συναίσθημα που νοιώθουμε γι’ αυτόν. Πάνω σ’ αυτό έχουν λεχθεί τα πάντα και πρέπει ν’ αποφύγουμε το πάθος. Ποτέ, πάντως, δε θα εκπλαγούμε αρκετά επειδή όλος ο κόσμος ζει έτσι, δηλαδή σα “να μην ήξερε κανείς”. Αυτό συμβαίνει γιατί η εμπειρία του θανάτου δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Πραγματικά, μια εμπειρία τη δοκιμάζουμε μονάχα όταν τη ζούμε και τη συνειδητοποιούμε. Εδώ, πρέπει να δούμε αν είναι δυνατό να μιλάμε για την εμπειρία του θανάτου των άλλων. Αυτή είναι μια πνευματική άποψη που ποτέ δε δεχτήκαμε. Αυτή η μελαγχολική στάση δεν μπορεί να είναι πειστική. Στην πραγματικότητα, η φρίκη είναι συνυφασμένη μ’ αυτό τούτο το γεγονός.

Αν μας τρομάζει ο χρόνος, μας τρομάζει γιατί αποδεικνύει το αποτέλεσμα που έρχεται. Σ’ αυτό το σημείο, για λίγο τουλάχιστον, όλες οι ωραίες συζητήσεις πάνω στην ψυχή παίρνουν ένα μάθημα απ’ τον αντίπαλό τους. Απ’ αυτό το ασάλευτο κορμί, η ψυχή λείπει. Αυτή η βασική κι οριστική πλευρά του γεγονότος αποτελεί το περιεχόμενο του παράλογου συναισθήματος. Κάτω απ’ το θνητό φως αυτού του πεπρωμένου, εμφανίζεται η ματαιότητα. Καμιά ηθική, καμιά προσπάθεια δε δικαιολογούνται a priori μπροστά στα ανάλγητα μαθηματικά που ρυθμίζουν την ύπαρξή μας.

Πηγή/φωτογραφίες: Αντικλείδι, antikleidi.com

Σχετικά άρθρα