ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΚΛΙΜΑ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΗ (του Ούλριχ Μπεκ) (‘Β Μέρος)

The Dark Side of Carbon - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

The Dark Side of Carbon - Σόλων ΜΚΟΣυνέχεια από το ‘Α Μέρος

Θέση τέταρτη: Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τις υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ φτωχών και πλουσίων, μεταξύ κέντρου και περιφέρειας – ενώ, παράλληλα, τις εξαλείφει. Όσο πιο μεγάλη γίνεται η απειλή για τον πλανήτη, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες ακόμα και για τους πιο πλούσιους και ισχυρούς να την αποφύγουν. Η κλιματική αλλαγή είναι και ιεραρχική και δημοκρατική. Επίσης είναι διπολική: δίνει την «κοσμοπολίτικη προσταγή»: συνεργαστείτε ή καταστραφείτε! Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί, ως εξής: ανακαλύψτε εκ νέου την “πράσινη” πολιτική.

Ο τωρινός παραπλανητικός, αφελής και καταστροφικός ρεαλισμός είναι σφαλερός. Οι κλιματικοί κίνδυνοι συνίστανται στην αναμονή στο παρόν των μελλοντικών καταστροφών έτσι ώστε αυτές να αποτραπούν. Αυτό το «παρόν-μέλλον» των κλιματικών κινδύνων είναι πραγματικό. Το «μέλλον-μέλλον» των κλιματικών καταστροφών, από την άλλη, είναι (ακόμη) μη πραγματικό –δεν είναι εδώ. Ωστόσο, ακόμα και η αναμονή της κλιματικής αλλαγής  εκκινεί μια εκ βάθρων μεταμόρφωση, εδώ και τώρα.

Από τότε που έπαψε η διαμάχη για το εάν η εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και για τις καταστροφικές επιπτώσεις της στη φύση κα την κοινωνία, η τράπουλα σε κοινωνία και πολιτική ανακατεύτηκε ξανά, σε παγκόσμιο ορίζοντα. Να γιατί η κλιματική αλλαγή με κανέναν τρόπο δεν οδηγεί απευθείας και αναπόδραστα στην Αποκάλυψη αλλά δίδει την ευκαιρία να αντιπαρέλθουμε τη στενότητα αντιλήψεων των εθνικών πολιτικών και να αναπτύξουμε μια ενιαία αληθινή κοσμοπολιτική προς συμφέρον όλων των εθνών. Η κλιματική αλλαγή έχει ξεκάθαρα δύο όψεις. 
Στο βαθμό που η παγκόσμια κοινή γνώμη συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι η οντότητα των εθνικών κρατών υπονομεύεται από παγκόσμιους κινδύνους  (κλιματική αλλαγή, παγκόσμια οικονομική κρίση, τρομοκρατία), οι οποίες δένουν τις υπανάπτυκτες χώρες με τις αναπτυγμένες μεταξύ τους, μόνο τότε κάτι ιστορικά νέο θα αναδυθεί, δηλαδή, μια κοσμοπολίτικη θέαση κατά την οποία οι άνθρωποι θα βλέπουν τον εαυτό τους και ως κομμάτι ενός επαπειλούμενου κόσμου και ως κομμάτι της ντόπιας ιστορίας τους και των συνθηκών επιβίωσης.

Κατά αντιστοιχία, η κλιματική αλλαγή –ως άλλη μορφή αρχαίου κοσμοπολιτισμού (Στωϊκισμός), ο κοσμοπολίτικος νόμος του Διαφωτισμού [ius cosmopolitica, Καντ]  ή τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (Hannah Arendt, Karl Jaspers )– παρέχει το εφαλτήριο, ήτοι το «κοσμοπολίτικο μομέντουμ». Οι πλανητικοί κίνδυνοι προϋποθέτουν την αναμέτρηση με τον άλλο πλανήτη. Γκρεμίζουν τα εθνικά σύνορα και αναμειγνύουν τον ντόπιο πληθυσμό με τους ξένους, όχι συνεπεία μετανάστευσης, παρά μόνο λόγω της «αλληλεξάρτησης» (David Held) και των κινδύνων. Κάθε μέρα η ζωή γίνεται κοσμοπολίτικη: οι άνθρωποι πρέπει να διάγουν και να αντιλαμβάνονται τις ζωές τους σε σχέση με τους άλλους και όχι πια αποκλειστικά σε σχέση με το γένος τους.

V
Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε συζήτηση περί κλιματικής αλλαγής, κανονικά, καταθλίβει. Φαίνεται απαραίτητο να εξετάσουμε τη σκοτεινή πλευρά ενός «αρνητικά παγκοσμιοποιημένου πλανήτη» και «δεν μπορούν να υπάρχουν τοπικές λύσεις σε προβλήματα που ξεκίνησαν και δυναμώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο» (Bauman, 2007: 25ff). Κατά συνέπεια, η κυρίαρχη διάθεση και αντίδραση εκατομμυρίων καλοπροαίρετων πράσινων ψυχών είναι να αυτομαστιγώνονται για την πρότερη φιλοδοξία τους να κυριαρχήσουν επί της φύσης, να μετανοιώνουν για το υβρίδιο του παρελθόντος, να ψάχνουν για τρόπους εξουδετέρωσης της «βόμβας του υπερπληθυσμού» (ωσάν νεογέννητα μωρά να μπορούσαν ποτέ να είναι « όπλα μαζικής καταστροφής»), και να ορκίζονται από ‘δω και στο εξής να αφήνουν ένα, όσο το δυνατό, αόρατο αποτύπωμα στο πέρασμά τους.

Για να ξεπεράσουμε αυτήν την αρνητική κατάσταση και για να ξεκλειδώσουμε τους πόρους ενέργειας και τις στρατηγικές της αντεπίθεσης πρέπει να εστιάσουμε στις θεσμοποιημένες «σχέσεις (εξ) ορισμού».

Θέση πέμπτη: Η ευρύτερη ρύθμιση ξεκινά από πολύ νωρίτερα και βαθύτερα με το ερώτημα: πώς θα υπερνικήσουμε την οργανωμένη ανευθυνότητα, δηλαδή, με το ερώτημα της ανάληψης ευθύνης, επανόρθωσης και απόδειξης. Ό,τι ήταν για τον Μαρξ οι «σχέσεις παραγωγής» στην καπιταλιστική κοινωνία, για την κοινωνία του ρίσκου  είναι οι «σχέσεις ορισμού». Και οι δύο αφορούν σχέσεις κυριαρχίας. Ανάμεσα στις σχέσεις ορισμού είναι οι κανόνες, οι θεσμοί και οι δυνατότητες που εξειδικεύουν το πώς οι κίνδυνοι (ή τα ρίσκα) θα αναγνωριστούν σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (για παράδειγμα, μέσα στα  κράτη-έθνη, αλλά επίσης στις σχέσεις μεταξύ τους). Αυτές οι σχέσεις αποτελούν τη νόμιμη, επιστημολογική και πολιτισμική μήτρα ισχύος, στην οποία η πολιτική του ρίσκου οργανώνεται.

Το να επανασχεδιάσουμε τους κανόνες, κι έτσι να αλλάξουμε τις σχέσεις ορισμού εξουσίας, μπορεί να διερευνηθεί μέσα από την ακόλουθη σωρεία ερωτημάτων ( τα οποία ισχύουν τόσο για την κλιματική αλλαγή όσο και για την οικονομική ρύθμιση).

-Ποιος καθορίζει την επικινδυνότητα των προϊόντων, τους κινδύνους και τα διακυβεύματα;

-Πού βρίσκεται η ευθύνη, σε αυτούς που παρουσιάζουν τα ρίσκα, σε αυτούς που επωφελούνται από αυτά ή σε εκείνους που είναι τα θύματα της διαχείρισης του ρίσκου;

-Ποιος θέτει τους αιτιοκρατικούς κανόνες που αποφασίζουν πότε μια σχέση αιτίας – αιτιατού πρέπει να αναγνωριστεί; 
-Τι μετρά ως «απόδειξη» σε έναν κόσμο όπου η γνώση ή μη του ρίσκου είναι αξεδιάλυτα συγκεχυμένη και κάθε γνώση αμφισβητείται και υπόκειται στο νόμο των πιθανοτήτων και της τυχαιότητας;

-Ποιος είναι αρμόδιος να αποφασίσει την αποζημίωση όλων εκείνων που επλήγησαν είτε είναι σε ένα κράτος είτε σε πολλά κράτη;

-Πώς ένα νέο συμβόλαιο ανάμεσα στους διαχειριστές του ρίσκου και τα θύματα αυτού σε μια κοινωνία επαπειλούμενη από παγκόσμιους κινδύνους γίνεται εφικτό;

-Και τι μπορούν οι άνθρωποι της Δύσης να διδαχθούν από τον μετα-αποικιακό κόσμο σχετικά με τον προληπτικό τρόπο ζωής και εργασίας;

Έχοντας αυτά τα ερωτήματα κατά νου, γίνεται σαφές ότι οι κοινωνίες του ρίσκου  βάσει της ιστορικής λογικής των εθνικών τους συστημάτων καθώς και των διεθνών νομικών συστημάτων και επιστημονικών κανόνων είναι αιχμάλωτοι τυποποιημένων συμπεριφορών, οι οποίες παρακάμπτουν την παγκοσμιότητα των οικολογικών κρίσεων.

Έτσι αυτές οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τη θεσμοποιημένη αντίφαση, κατά την οποία οι απειλές και οι καταστροφές – στην πιο ιστορική στιγμή, όταν γίνονται επικίνδυνες και πιο επίκαιρες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και, ως εκ τούτου, πιο αναγνωρίσιμες από τον κόσμο– ολοένα διαφεύγουν από τις παγιωμένες αντιλήψεις, τις νόρμες αιτιότητας, την μεταβίβαση φορτίων αποδείξεων και την απόδοση ευθυνών. Η πολιτική της κλιματικής αλλαγής επικεντρώνεται στις συνέπειες, αφού αυτές έχουν φανεί, και αγνοεί τις συνθήκες και τις αιτίες που παράγουν και αναπαράγουν τα κλιματολογικά (και άλλα) προβλήματα ως «μη προβλέψιμες παρενέργειες» ή ως παράπλευρες απώλειες.

VI
Θέση έκτη: Η πολιτική μεγέθυνση των πλανητικών κινδύνων είναι κατά κύριο λόγο λειτουργία της δικής τους παρουσίασης ή αναπαράστασης στα μέσα ενημέρωσης. Όταν προβάλλονται στα ενημερωτικά μέσα, τα πλανητικά διακυβεύματα μπορούν να γίνουν «κοσμοπολιτικά γεγονότα». Η παρουσίαση και οπτικοποίηση της κατασκευασμένης απειλής κάνει το αφανές ορατό. Δημιουργεί  την ταυτοχρονία,, την κοινή ανάμειξη και τα κοινό πόνο, κι έτσι δημιουργεί τη σχέση για την παγκόσμια κοινή γνώμη. Κατά συνέπεια, τα κοσμοπολιτικά γεγονότα τυγχάνουν τεράστιας τηλεοπτικής προβολής, ιδιαιτέρως επιλεκτικά, ιδιαιτέρως ποικίλα, άκρως συμβολικά, τοπικά και παγκόσμια, δημόσια και ιδιωτικά, υλικά και επικοινωνιακά, ανακλαστικά βιώματα και χτυπήματα της μοίρας.

Για την κατανόηση αυτού, πρέπει να εστιάσουμε τον πίνακα της «Μηντιούπολης» [“Μediapolis”], τόσο λεπτομερώς και ευαίσθητα ζωγραφισμένος από το Σίλβερστοουν (Silverstone 2006) και στον πίνακα που σχεδίασε πολύ νωρίτερα ο Ντιούι (1946). Με αυτόν ο Ντιούι υπεραμύνεται της θέσης ότι δεν είναι οι πράξεις αλλά οι συνέπειές τους που βρίσκονται στην καρδιά της πολιτικής. Μολονότι δεν είχε κατά νου την υπερθέρμανση του πλανήτη, την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΒSE) ή τις τρομοκρατικές επιθέσεις, η θεωρία του μπορεί να εφαρμοστεί τέλεια στην κοινωνία του παγκόσμιου ρίσκου. 
Ο παγκόσμιος δημόσιος διάλογος δεν εγείρεται από την ομοφωνία στις αποφάσεις αλλά μάλλον από τη διαφωνία πάνω στις επιπτώσεις των αποφάσεων. Οι κρίσεις του σύγχρονου ρίσκου κατασκευάζονται απλά από αυτές τις πολεμικές πάνω στις επιπτώσεις. Αν και ορισμένοι επιμένουν στο να βλέπουν μια υπερβολική αντίδραση απέναντι στην απειλή, οι διαμάχες για την απειλή, πράγματι επιτελούν διαφωτιστική λειτουργία.

Αποσταθεροποιούν την υπάρχουσα τάξη και μπορούν παράλληλα να ειδωθούν ως καθοριστικό βήμα προς τη δημιουργία καινούργιων θεσμών. Το παγκόσμιο ρίσκο έχει τη δύναμη να προκαλεί σύγχυση τους μηχανισμούς της οργανωμένης ανευθυνότητας και, ακόμη, να τους κατευθύνει προς την πολιτική δράση.

Αυτή η άποψη του «επιβαλλόμενου διαφωτισμού» και του «κοσμοπολίτικου ρεαλισμού» ανοίγει το δρόμο στην πιθανότητα οι «κατασκευασμένες ασάφειες» και οι «κατασκευασμένες ανασφάλειες», που η κοινωνία του παγκόσμιου ρίσκου έχει παραγάγει, να ωθήσουν σε μια ανακλαστική και αυτόματη δράση, σε συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο, σε συντονισμένες απαντήσεις απέναντι στο υπόβαθρο των «κοσμοπολίτικων κοινοτήτων ρίσκου», κι έτσι οι ίδιες διαδικασίες ίσως, πάλι, οδηγήσουν σε πολύ περισσότερα πέραν τούτου.

Η έμφασή μου στην αποσαφήνιση της παρουσίασης απορρέει από το γεγονός ότι η κεντρική μου έννοια δεν είναι η «κρίση» αλλά το «νέο παγκόσμιο ρίσκο». Τα ρίσκα είναι, κατ’ ουσίαν, ανθρωπογενείς, ανυπολόγιστες, ανασφάλιστες απειλές και καταστροφές οι οποίες αναμένονται να πραγματοποιηθούν αλλά που συχνά παραμένουν αθέατες  και, έτσι, εξαρτώνται από το πώς ορίζονται και αμφισβητούνται στη «γνώση». Ως εκ τούτου, η «πραγματικότητά» τους μπορεί να δραματοποιείται ή να ελαχιστοποιείται, να μεταμορφώνεται ή απλώς να μην γίνεται αποδεκτή, ανάλογα με τις νόρμες οι οποίες καθορίζουν το τι είναι γνωστό και τι όχι.

Είναι, για να το επαναλάβω, προϊόντα πάλης και διαμάχης πάνω στους ορισμούς μέσα στο πλαίσιο των ειδικών σχέσεων προσδιοριστικής ισχύος (σε μεγάλο βαθμό επιτυχώς) και των αποτελεσμάτων της ανάδειξής τους. Αν αυτός είναι ο πυρήνας στη κατανόηση του ρίσκου, τότε αυτό σημαίνει πως πρέπει να αποδώσουμε μεγάλη σημασία στη  θέση που κατέχει στα  ενημερωτικά μέσα και να αναγνωρίσουμε την ενδεχόμενη πολιτική εκρηκτική  δυναμική αυτών.

Πώς αυτό αντιστοιχεί στα εμπειρικά γεγονότα; Όπως ο Κόττλ διατείνεται, (Cottle, 2009) η ανακοίνωση της αναφοράς του τελευταίου Διεθνούς Συμποσίου για την Κλιματική Αλλαγή (αρχές 2007) αποδείχθηκε ότι ήταν η στιγμή που άλλαξε την προβολή των θεμάτων της κλιματικής αλλαγής στην ειδησεογραφία (IPPC 2007). 
Στην αρχή, τα θέματα αυτά παρουσιάζονταν, σχετικά σπάνια, σε ρεπορτάζ επιστημονικού χαρακτήρα, έπειτα αμφισβητήθηκαν από μια μικρή ομάδα σκεπτικιστών περί της κλιματικής αλλαγής και ευνοούμενων από τα μέσα, και τελικά ωρίμασαν ως ευρέως εγνωσμένο «παγκόσμιο ρίσκο» που απαιτεί ανταπόκριση από όλα τα έθνη του κόσμου. Αν οι προβλέψεις του Συμποσίου κι εκείνες του πιο πρόσφατου επιστημονικού μοντέλου έρχονται για να περάσουν και στις επόμενες δεκαετίες, τότε η κλιματική αλλαγή ίσως αποδεικνύεται η πιο ισχυρή από τις δυνάμεις που καλούν την πολιτιστική κοινότητα της μοίρας να γεννηθεί. 

Η θεαματική οπτικοποίηση της κλιματικής αλλαγής από τα Μ.Μ.Ε του δυτικού κόσμου, που συλλέγει και παρουσιάζει δραματικές και συμβολικές σκηνές από όλον τον κόσμο, έχει αναμφίβολα συνδράμει στην εδραίωση της τελευταίας κατάστασης ως αναγνωρισμένης, ευρέως, πλανητικής πρόκλησης και βοηθά στην ανάδειξη μιας τρίτης-γενεάς νεωτερικότητας σε παγκόσμιο θέαμα. Εδώ, τα ειδησεογραφικά μέσα δε λειτουργούν μόνο ως μέσα παγκόσμιας προβολής γεγονότων αλλά μάλλον υιοθετούν μια πιο επιτελική στάση, καθιστώντας ενεργά ορισμένα θέματα ως «παγκόσμιους κινδύνους». 
Εικόνες οι οποίες, υπό μια πιο παραρτηματική έννοια, υποδήλωναν τη διαδικασία της κλιματικής αλλαγής, τώρα, παρουσιάζονται στην κανονική ροή των ειδησεογραφικών δελτίων. Κι εδώ ορισμένα ειδησεογραφικά μέσα διεκδικούν την πρωτιά στην αφύπνιση για την κλιματική αλλαγή, συχνά μέσα από εικόνες που συνέλαβε ο φακός της κάμερας, οι οποίες θέλουν να καταγράψουν την ισχύ και την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη που απλώνεται σε όλον τον κόσμο. Στις εικόνες αυτές, η αφηρημένη επιστήμη της κλιματικής αλλαγής καθίσταται πολιτισμικά ασήμαντη και πολιτικά ακόλουθη των εξελίξεων. 
Γεωγραφικά απομονωμένα μέρη γίνονται στην κυριολεξία αντιληπτά και «γνωστά» μέρη ενδιαφέροντος και δράσης. Αυτή η λειτουργική χρήση της οπτικής περιβαλλοντολογικής ρητορικής δεν περιορίζεται σε επιλεγμένες εφημερίδες –παραδόξως, έχει γίνει ο κανόνας. Κατά αυτόν τον τρόπο, η πραγματικότητα και η απειλή της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής μπαίνει  στα σπίτια μας, ειδικά στη Δύση, ως, πιθανότατα, το παγκόσμιο ρίσκο του αιώνα.

Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε την διαρκή προσπάθεια για προβολή του εθνικού στοιχείου στη διαμόρφωση των διεθνών ειδήσεων και τις  ανάλογες συζητήσεις. Αυτό βέβαια αληθεύει στην περίπτωση των πολέμων. Οι πόλεμοι εξακολουθούν να αναφέρονται στα ρεπορτάζ μέσω φακών “διάστικτων” από εθνικά συμφέροντα. Ωστόσο, όσο η κλιματική αλλαγή γίνεται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο «μήλον της έριδος», χώρες, εταιρείες και πολίτες  διαπραγματεύονται τους αντίστοιχους ρόλους και τις ευθύνες τους, είτε σε σχέση με τις εθνικές πολιτικές ανακούφισης και αποδοχής είτε μέσω της κυβερνητικής υποστήριξης των αναπτυσσόμενων χωρών που αντιμετωπίζουν τις χειρότερες επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Κι εδώ, επίσης, οι δράσεις και αντιδράσεις καταγράφονται υπό το πρίσμα εθνικών ειδήσεων και εθνικού πλαισίου αναφοράς.

Πάντως, η έκθεση για το παγκόσμιο ρίσκο παρερμηνεύεται σαν έκθεση «του φανταστικού κατεπείγοντος» στο μυαλό των Δυτικών (Calhoun, 2004). Δεν πρόκειται για « ένα κελάηδισμα μέσα στην Αποκάλυψη» και δεν είναι ένα «ξύπνημα που μας καλεί στην πραγματικότητα». Μάλλον είναι η προσδοκία και η  αναμονή, είναι μια έκθεση ώστε να ονειρευόμαστε αλλιώς. «Χειραφέτηση» είναι η λέξη-κλειδί. Επομένως, είτε το ενδιαφέρον για την οικολογία θα καταφέρει να γίνει, τουλάχιστον, τόσο ισχυρό όσο η δίψα για εκσυγχρονισμό είτε είναι καταδικασμένο σε επαναλαμβανόμενη αποτυχία.

VII
Θέση έβδομη: Παραδόξως, είναι το ίδιο το παγκόσμιο οικολογικό ρίσκο που προκαλεί τον θάνατο της περιβαλλοντικής πολιτικής. Το μείζον θέμα, [‘Gretchenfrage’], που η πράσινη πολιτική αντιμετωπίζει είναι, παραφράζοντας τον Γκαίτε : Ποια είναι η στάση σας απέναντι στη νεωτερικότητα και την οικονομική ανάπτυξη; [‘Wie hältst du es mit der Moderne]. Μήπως η σύγχρονη κοινωνία υπερασπίζεται τα αμαρτήματά μας απέναντι στη φύση; Ή, μήπως,  υπεραμύνεται του θάρρους να εφεύρουμε και να εισάγουμε μια εναλλακτική νεωτερικότητα; Η τελευταία θα πρέπει να περιλαμβάνει μια νέα οπτική για την ευημερία η οποία δεν θα έχει να κάνει με την οικονομική ανάπτυξη, που διατηρείται από όλους εκείνους που προσκυνούν στο βωμό της αγοράς. Θα ορίσει τον πλούτο όχι με γενικούς οικονομικούς όρους αλλά ως συνολική «ευεξία».

Ο πλούτος θα επαναπροσδιοριστεί ως μέσο που παρέχει την ελευθερία να γίνουμε μοναδικά άτομα, την ελευθερία να ζούμε με τους άλλους όντας ίσοι και διαφορετικοί. Θα αγκαλιάσει τη δημιουργικότητά μας και τη δύναμη να εφεύρουμε νέους θεσμούς, νέους τρόπους παραγωγής, νέους τρόπους κατανάλωσης λαμβάνοντας υπόψη τα απόβλητα της παγκοσμιοποίησης. Και θα υπερασπίζεται το κοσμοπολίτικο βλέμμα και όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες: κάθε επιτυχής προσπάθεια να σταθεροποιήσουμε το κλίμα θα αποδομήσει τη διάκριση ανάμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος, την οικονομική ανάπτυξη και την παγκόσμια ισότητα.

Οι κοινωνίες στην Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία και την Αφρική δεν θα είναι σύμφωνες με οποιαδήποτε διεθνή μέθοδο που περιορίζει τις οικονομικές βλέψεις των ανθρώπων τους –και ούτε θα έπρεπε. Ο δρόμος της ανακλαστικής νεωτερικότητας (ή ύστερης νεωτερικότητας) αρχίζει με την τομή της ευημερίας και του οικολογικού ενδιαφέροντος και την τοποθετεί σε μια κοσμοπολίτικη θεώρηση
Ενώ η μεταπολεμική ευημερία στον δυτικό κόσμο δημιούργησε τις συνθήκες για το οικολογικό ενδιαφέρον, ο οικολογικός προβληματισμός σήμερα καλείται να δημιουργήσει τις συνθήκες για ευημερία στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Έτσι η κοσμοπολίτικη αντίληψη της οικολογίας θα θέσει την -υπό όρους- υποστήριξη για οικονομική ανάπτυξη του περιβαλλοντικού κινήματος αντιμέτωπη με τον εαυτό της: οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα γίνουν βιώσιμες ακριβώς στο βαθμό που η Δύση θα επενδύει στην ανάπτυξή τους και θα υιοθετεί για τον εαυτό της έναν νέο ορισμό για τον πλούτο και την ανάπτυξη σε συνάρτηση με τον παγκόσμιο έτερο.

Αν βλέπουμε μια αντιπαλότητα ανάμεσα στη νεωτερικότητα και τη φύση, τότε βλέπουμε τον πλανήτη πάρα πολύ εύθραυστο για να στηρίξει τις ελπίδες και τα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο. Και μετά θα πρέπει να οραματιστούμε και να επιβάλλουμε ένα διεθνές ταξικό σύστημα, με το οποίο οι φτωχοί του αναπτυσσόμενου κόσμου να παραδίδονται στην ενεργειακή φτώχεια στους αιώνες των αιώνων. Και τότε η πολιτική εφαρμογής ορίων θα είναι «αντί», αντι-μεταναστευτική, αντι-κοσμοπολίτικη, αντι-αναπτυξιακή, κατά της παγκοσμιοποίησης και  κατά του νέου. Θα συνδυάζει τον Μαλθουσιανό περιβαλλοντισμό και  και τον Χομπσιανό συντηρητισμό [Malthusian environmentalism and Hobbesian conservatism].

Στο όνομα των αναμφισβήτητων γεγονότων που απεικονίζουν ένα δυσοίωνο μέλλον για την ανθρωπότητα, οι πράσινες πολιτικές έχουν επιτύχει να απο-πολιτικοποιήσουν τα πάθη σε βαθμό που δεν αφήνουν στους πολίτες τίποτα περισσότερο από έναν ζοφερό ασκητισμό, τον τρόμο της φύσης που εκδικείται και αδιαφορία προς τον εκσυγχρονισμό της νεωτερικότητας. Όλα γίνονται σαν η πράσινη πολιτική να έχει παγώσει την πολιτική σε μια μορφή ακινησίας.

Η κατηγορία «το περιβάλλον» στην επιστήμη της κοινωνιολογίας σε συνδυασμό με την αρχαία πεποίθηση της έκπτωσης της ανθρωπότητας από τη φύση είναι –επαναλαμβάνω– αυτοκτονική. Με  τις αναφορές τους, τους θεσμούς και τις τακτικές τους, πολλοί περιβαλλοντολόγοι (αν και όχι όλοι) ενισχύουν αυτή τη λογική ότι η φύση είναι κάτι ξέχωρο, κάτι που “θυματοποιείται” από τον άνθρωπο. 
Αυτό το παράδειγμα – πρότυπο ορίζει τα οικολογικά προβλήματα ως αναπόφευκτες συνέπειες των βάναυσων παραβάσεων του ανθρώπου στη φύση. Οι Τεντ Νόρντχαους και Μάικλ Σέλλενμπεργερ (Ted Nordhaus, Michael Shellenberger) μας καλούν να σκεφτούμε τα ρήματα που είναι συνδεδεμένα με τον περιβαλλοντισμό: “σταματήστε”, “περιορίστε”, “αναστρέψτε”, “αποτρέψτε”, “ξανα-ρυθμίστε” και  “εξαναγκασθείτε”.

Όλα αυτά καθοδηγούν τη σκέψη μας στην αποτροπή του κακού, όχι στη δημιουργία του καλού… Το να περιγράφουμε τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής ως προβλήματα μόλυνσης είναι λάθος. Η υπερθέρμανση του πλανήτη διαφέρει τόσο πολύ από το νέφος του Λος Άντζελες όσο ο πυρηνικός πόλεμος από τη βία των συμμοριών. Η υπερθέρμανση του πλανήτη γίνεται καλύτερα κατανοητή ως πρόβλημα εξέλιξης ή επανάστασης, όχι μόλυνσης. (2007, 7ff).

Στο τεχνοκρατικό σιδερένιο κλουβί της περιβαλλοντολογικής πολιτικής, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα γίνονται το μέτρο των πάντων. Πόσο διοξείδιο παράγει μια ηλεκτρική οδοντόβουρτσα σε αντιπαραβολή με την απλή συνηθισμένη οδοντόβουρτσα χειρός;  (94,5g vs 0g). Και πόσο ένα ηλεκτρικό ξυπνητήρι σε σχέση με ένα μηχανικό; (22,26g vs 0g). Κατά τη χριστιανική αντίληψη της σωτηρίας, γάλα και μέλι ρέουν στον παράδεισο. Όμως στη γη, το γάλα θεωρείται ότι οδηγεί απευθείας σε περιβαλλοντικό θάνατο.

Ο «φονιάς του κλίματος», η αγελάδα, παράγει περί τα διακόσια λίτρα μεθανίου την ημέρα, που ισοδυναμεί περίπου με χίλια γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά λίτρο γάλακτος. Από ‘δω και πέρα, ακόμα και όσοι παίρνουν διαζύγιο είναι υπόλογοι όχι μόνον ενώπιον του Θεού, αλλά και ενώπιον του περιβάλλοντος. Τα οικογενειακά νοικοκυριά είναι περισσότερο υγιή οικολογικά από τα νοικοκυριά των εργένηδων.

Οι Νόρντχαους και Σέλλενμπεργκερ με σαφήνεια επικεντρώνονται στο κύριο σημείο που μας μπλοκάρει: για να είμαστε ρεαλιστές, η πράσινη πολιτική παρουσιάζεται σαν ζήτημα εκμάθησης των ορίων μας. Ωστόσο –και εδώ είναι το παράδοξο– είναι αυτή καθ’ εαυτή η ιδέα των ορίων που έχει  περιορίσει ή και παραλύσει την πράσινη πολιτική. Αυτό που οι συγγραφείς ζητούν είναι να «σπάσουμε» τα όρια, όπως υποστηρίζει ο Λατούρ (2008).

Η ιστορία του εκσυγχρονισμού είναι γεμάτη από παράδοξα, (έχω καταγράψει πολλά από αυτά στην εργασία μου). Το πιο σημαντικό, εν τούτοις, είναι εκείνο που ανοίγει τους ορίζοντες στην ανανέωση της πολιτικής εν όψει των κινδύνων που απειλούν τον πλανήτη: η βιομηχανική νεωτερικότητα έχει γίνει θύμα της ίδιας της τής επιτυχίας. Έχει ανοιχτεί, χωρίς τη θέλησή της, σε εκ βάθρων κριτική  και στο μέλλον του μέλλοντος. 
Έτσι, η πίστη της Δυτικής νεωτερικότητας στη γραμμική πρόοδο αντιφάσκει με την εν εξελίξει αυτο-απογοήτευση της Δυτικής νεωτερικότητας. Αντίθετα προς τις κοινωνικές θεωρίες των Ντούρκχαιμ και Βέμπερ, Χόρκχάϊμερ και Αντόρνο, Πάρσονς και Φουκώ,  [Durkheim and Weber, Horkheimer and Adorno, Parsons and Foucault] ισχυρίζομαι ότι, υπό το φως της κλιματικής αλλαγής, το προφανώς ανεξάρτητο και αυτόνομο σύστημα βιομηχανικής νεωτερικότητας έχει αρχίσει τη διαδικασία της αυτο-διάλυσής του και αυτο-μετασχηματισμού του.

Αυτή η ριζική μεταστροφή σηματοδοτεί την παρούσα φάση, κατά την οποία ο εκσυγχρονισμός γίνεται ανακλαστικός, πράγμα που σημαίνει ότι: πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στο διάλογο για τον πλανήτη και στις διαμάχες για τον επαναπροσδιορισμό της νεωτερικότητας. Αλλά αυτό, φυσικά, είναι κάθε άλλο παρά εύκολο. Πρέπει να συμπεριλάβει πολλές φωνές πέραν της Ευρώπης, εμπειρίες και προσδοκίες που αφορούν στο μέλλον της νεωτερικότητας.

VIII
Όγδοη και τελευταία θέση: Ο κοσμοπολιτισμός δεν είναι μόνο ένα επείγον ηθικό και πολιτικό ζήτημα. Είναι ενεργειακός πολλαπλασιαστής. Αυτοί που σκέπτονται αποκλειστικά με εθνικούς όρους είναι οι χαμένοι. Μόνον εκείνοι που μαθαίνουν να βλέπουν τον κόσμο με κοσμοπολίτικο βλέμμα θα μπορούν να αποφύγουν την παρακμή από τη μια μεριά, και από την άλλη, να ανακαλύψουν, να βρουν και να αποκτήσουν τις νέες επιλογές και τις ενεργειακές ευκαιρίες που μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Η έννοια της χειραφέτησης και της δύναμης που προκύπτει από υπέρβαση των εθνικών φραγμών είναι αυτό που θα μπορούσε δυνητικά να ξυπνήσει τον ενθουσιασμό για το “πρασίνισμα” της νεωτερικότητας.

Επομένως, οι παίκτες που παίζουν κοσμοπολιτικά έχουν κάποια ατού έναντι των απλώς εθνικών αντιπάλων τους. Έτσι δεν έχουν παρά να δείξουν ποιοι είναι οι έμπειροι κοσμοπολίτικοι «λέοντες» και ποιοι οι εθνικοί «λύκοι».Η στροφή στον κοσμοπολιτισμό εγκαινιάζει τη διεθνική (ή υπερεθνική) αρένα της πολιτικής δράσης. Αυτός είναι τουλάχιστον ο μόνος τρόπος με τον οποίο ρεαλιστικές απαντήσεις μπορούν να δοθούν για το κλιματικό πρόβλημα και για άλλα θέματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος στους ανθρώπους, σε καθημερινή βάση. Ακόμα κι εκείνοι που έχουν καταπατηθεί από την νεωτερικότητα έχουν ανάγκη την κοσμοπολίτικη ματιά για να μεταμορφώσουν, βήμα-βήμα, την ευαλωτότητά τους σε δύναμη.

Επιτρέψατέ μου να καταλήξω χρησιμοποιώντας μια μεταφορά για αυτόν τον –το ομολογώ– ρομαντισμό. Χωρίς αμφιβολία, η ανθρωπότητα θα μπορούσε να υποκύψει στο σφάλμα της κάμπιας. Αυτή η κάμπια της ανθρωπότητας βρίσκεται στη διαδικασία ανάδυσης από το κουκούλι της, αλλά θρηνεί για την εξαφάνισή του, επειδή προς στιγμήν δεν υποψιάζεται την ύπαρξη της πεταλούδας στην οποία μετατρέπεται. Από την άλλη, θα μπορούσαμε επίσης να βασιζόμαστε υπερβολικά στην ελπίδα, όπως την εξέφρασε ο γερμανός ποιητής Χέλντερλιν, στο:  «ό,τι μας σώζει μεγαλώνει με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε». Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ορμή και ο ενθουσιασμός μας  να καταστήσουμε την προσπάθεια απαραίτητη ώστε να γεννηθεί η πεταλούδα θα εξανεμίζονταν.

Το ερώτημα εάν η κοινωνιολογία η ίδια βρίσκεται στο σημείο να ξεπροβάλλει από το κουκούλι της ή αν αυτή έχει γίνει κάμπια που καθ’ οδόν γίνεται πεταλούδα, είναι κάτι που δεν τολμώ ακόμη να απαντήσω.

***********************

Beck – Climate for Change, or How to Create a Green Modernity?

Σημειώσεις:
Το άρθρο αυτό βασίστηκε σε δημόσια ανοιχτή διάλεξη που δόθηκε στο LSE (London School of Economics) τον Φεβρουάριο του 2009.
1. Βλ. Weber (2002: 123ff, 245f, quoted in Antonio, 2008).

Παραπομπές:
Antonio, R. (2008) ‘Climate Change, the Resource Crunch, and the Global Growth Imperative’, unpublished paper. (αδημοσίευτο)
Bauman, Z. (2007) Liquid Times: Living in an Age of Uncertainty. Cambridge: Polity Press.
Beck, U. (2009) World at Risk. Cambridge: Polity Press.
Bell, D. (1999) The Coming of Post-Industrial Society: A Venture in Social Forecasting. New York: Basic Books
Calhoun, C. (2004) ‘A World of Emergencies’, Canadian Review of Sociology and Anthropology 41(4): 373–95.
Cottle, S. (2009) Global Crisis Reporting: Journalism in the Global Age. Maidenhead, Berks: Open University Press.
Davis, K. (1963) ‘The Theory of Change and Response in Modern Demographic Transition’, Population Index 29(4): 345–66.
Dewey, J. (1946) The Public and its Problems. Chicago: Swallow Press.
Dewey, J. (1988) ‘Quest for Certainty’, in J. Dewey, The Later Works, 1925–1953, vol. 4, edited by J.A. Boydston. Carbondale and Edwardsville: Southern Illinois University Press.
Giddens, A. (2009) The Politics of Climate Change. Cambridge: Polity Press.
IPCC (2007) Fourth Assessment Report: Climate Change 2007: The Physical Science Basis, Intergovernmental Panel on Climate Change, URL (consulted June 2009): http://www.ipcc.ch/ipccreports/ar4-wg1.htm 
Latour, B. (2008) ‘“It’s the Development, Stupid!” or How to Modernize Modernization?’, in J. Proctor (ed.) Postenvironmentalism. Cambridge, MA: MIT Press.
Lever-Tracy, C. (2008) ‘Global Warming and Sociology’, Current Sociology 56(3): 445–66.
Nordhaus, T. and M. Shellenberger (2007) Break Through: From the Death of
Environmentalism to the Politics of Possibility
. New York: Houghton Mifflin.
Parsons, T. (1965) ‘Evolutionary Universals in Society’, American Sociological
Review 
29(3): 339–57.
Rostow, W.W. (1959) ‘The Stages of Economic Growth’, Economic History Review 12(1): 1–17.
Silverstone, R. (2006) Media and Morality: On the Rise of the Mediapolis. Cambridge: Polity Press.
Stern, N. (2007) The Economics of Climate Change: The Stern Report. Cambridge: Cambridge University Press.
Weber, M. (2002) The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism, trans. S. Kalberg. Los Angeles: Roxbury Publishing.
Beck – Climate for Change, or How to Create a Green Modernity?

Ευχαριστούμε τον κ. Ούλριχ Μπεκ για την παραχώρηση της άδειας για τη δημοσίευση του άρθρου.
Ο 
Ούλριχ Μπεκ είναι κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και στο London School Of Economics.

Μετάφραση: Άννα Μανδάλου

7 Οκτωβρίου 2010

Φωτό:Wikimedia

Σχετικά άρθρα