ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΥΓΕΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

H ΔΩΡΕΑ ΟΡΓΑΝΩΝ ΩΣ ΠΡΑΞΗ ΗΘΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (του Ευάγγελου Πρωτοπαπαδάκη)

ntermed mag - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

ntermed mag - Σόλων ΜΚΟ Ο ρόλος της εφαρμοσμένης Ηθικής Φιλοσοφίας σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας συνίστατο είτε στην δικαιολόγηση μιας δεδομένης και υπαρκτής πρακτικής είτε στην προβολή μιας νέας εις αντικατάσταση της προϋπάρχουσας, η οποία δεν ανταποκρινόταν πλέον στις ανάγκες της εποχής.

Η διφυής αυτή λειτουργία περιγράφει, θα λέγαμε, το αέναο παιχνίδι μεταξύ Ηθικής και πραγματικότητας: άλλοτε η πραγματικότητα διαμορφώνει την Ηθική, ενώ αρκετά συχνά συμβαίνει το αντίστροφο.

        Η υψηλή ηθική φιλοσοφία, βεβαίως, αυτή που θαυμάζομε και προσδοκούμε από ένα μεγάλο φιλόσοφο, είναι εκείνη που διαμορφώνει την πραγματικότητα με τη δυναμική και το ύψος της. Η ηθική προτροπή «αγαπάτε αλλήλους», για παράδειγμα, καθόλου δεν αντικατόπτριζε το ηθικό status της εποχής κατά την οποία διατυπώθηκε. 
       Παρόλα αυτά, ανήκει στη σπάνια αυτή κατηγορία ηθικών προτάσεων που επηρέασαν – και εξακολουθούν να το πράττουν – την ηθική σκέψη όλων των ανθρώπων, στρέφοντάς την σε καινοφανείς ατραπούς.

        Είναι προφανές, λοιπόν, πως η κοινωνική πραγματικότητα χρειάζεται την ηθική θεωρία κάθε φορά που πρέπει να παγιωθεί μια στάση απέναντι στα πράγματα ή όποτε χρειάζεται η στάση αυτή να αναθεωρηθεί. Ο νόμος και η θρησκεία, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως διαθέτουν αντίστοιχη δύναμη.

        Πλην όμως, και οι δύο αυτοί θεσμοί είναι λιγότερο αποτελεσματικοί στην διαμόρφωση στάσεων στους φορείς τους. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδοθεί σε δύο αιτίες: αφ’ ενός τόσο ο νόμος όσο και η θρησκεία έχουν την τάση να επιβάλλουν αρκετές φορές στενά πλαίσια δράσης στους ανθρώπους που επηρεάζουν, πολλές φορές τέτοια ώστε τα ανθρώπινα όντα να ασφυκτιούν εντός τους, με αποτέλεσμα, τελικά, να είναι ελάχιστοι εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν εθισθεί στην υπέρβαση των νομικών ή θρησκευτικών επιταγών. Αφ’ ετέρου, η ηθική διαθέτει μια δυνατότητα που και οι δύο προαναφερθέντες θεσμοί στερούνται: έχει την τάση να εγγράφεται στο συλλογικό κοινωνικό ασυνείδητο. 
       Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλα τα μέλη μιας κοινωνίας να συμφωνούν κατά το μάλλον ή ήττον στους βασικούς και θεμελιώδεις ηθικούς κανόνες, παρότι μπορεί να μην πρεσβεύουν το ίδιο θρήσκευμα ή να έχουν πλήρη άγνοια των νόμων. Όλοι, για παράδειγμα, θεωρούμε πως η εγκατάλειψη ενός τραυματία στην τύχη του συνιστά ηθικώς μεμπτή πράξη, παρότι δεν γνωρίζουμε αν επιφέρει ποινή ή, εάν επιφέρει, ποια είναι αυτή.

       Πιστεύουμε, παράλληλα, πως αποτελεί δείγμα κακίας και χαμηλής ποιότητας η κακομεταχείριση ενός ζώου, παρότι ούτε ο Χριστιανισμός ούτε ο Ισλαμισμός – για να αναφερθώ στις δύο κυρίαρχες στον χώρο μας θρησκείες – καθ’ όσον γνωρίζω δεν καταδικάζουν ρητώς μια τέτοια πρακτική. Συνοψίζοντας, η ηθική διαθέτει τέτοια δύναμη στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στάσης έναντι ενός ζητήματος, ώστε καθίσταται αναγκαία ιδίως όταν η κρισιμότητα των καιρών απαιτεί επαναστατικές αλλαγές.

        Αναφέρθηκα σε κρίσιμους καιρούς και επαναστατικές αλλαγές σκόπιμα, μια και το αντικείμενο του άρθρου αυτού είναι η δωρεά οργάνων και συνακόλουθα οι μεταμοσχεύσεις. Παρότι η Γενετική και η μοριακή Βιολογία, με τα τεράστια άλματα που έχουν κατά τις τελευταίες δεκαετίες πραγματοποιήσει, υπόσχονται την  δυνατότητα στο μέλλον της δημιουργίας οργάνων και ιστών από βλαστοκύτταρα, το παρόν των μεταμοσχεύσεων καταδεικνύει πως ο υποψήφιος λήπτης μπορεί να βασιστεί προς ώρας μόνο στην αλληλεγγύη και τον ανθρωπισμό των συνανθρώπων του. Το γεγονός αυτό, βεβαίως, θα μπορούσε να περιγράφει μια κατάσταση κάθε άλλο παρά ζοφερή, δεδομένου ότι ο αριθμός των ανθρώπων που χρειάζεται όργανα προς μεταμόσχευση είναι μηδαμινός μπροστά στον αριθμό εκείνων που φεύγουν από τη ζωή.

       Θα έπρεπε, δηλαδή, υπό κανονικές συνθήκες, να παρατηρείται αφθονία οργάνων προς μεταμόσχευση. Αυτό, όμως, που αντιθέτως παρατηρείται, είναι ο αφόρητος συνωστισμός υποψήφιων ληπτών στις αντίστοιχες λίστες. Το γεγονός αυτό θα φάνταζε αδικαιολόγητο, άπαξ και ο νόμος εξίσου με την Εκκλησία επιτρέπουν και κατά κάποιο τρόπο προωθούν τη δωρεά οργάνων τόσο στην Ελλάδα όσο και στα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης και, ενδεχομένως, παγκοσμίως. Το μόνο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παράδοξη αυτή κατάσταση είναι η αδυναμία διείσδυσης της δωρεάς σώματος στην συλλογική ηθική συνείδηση.

         Αν, όμως, επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα ούτε η ανάγκη, ούτε η λογική – σε συνδυασμό με τα θρησκευτικά συστήματα και την κρατική ενθάρρυνση, δεν κατάφεραν να επιβάλλουν τη δωρεά οργάνων ως κοινωνική πρακτική, καμία περαιτέρω απόδειξη δεν χρειάζεται σχετικά με την κρισιμότητα της κατάστασης. Η δωρεά σώματος έχει επιτύχει, στη καλύτερη περίπτωση, να θεωρείται θεμιτή, κατά κανένα τρόπο, όμως, δεν έχει επιβληθεί ως αναγκαία.

        Επειδή, όμως, το θεμιτό απέχει ιδιαίτερα από το επιβεβλημένο και αφού, εν προκειμένω, ο συνωστισμός στις λίστες οργανοληπτών καθόλου δεν μειώνεται από την θετική εντύπωση που ενδεχομένως υπάρχει στην κοινωνία για τη δωρεά οργάνων,  έπεται πως αυτό που πρέπει να επιτευχθεί είναι μια ριζική αλλαγή στην αντίληψη περί δωρεάς οργάνων. Αυτή η αλλαγή πρέπει να είναι τόσο ριζοσπαστική ώστε, τολμώ να πω, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επαναστατική.

         Εάν σε ορισμένους η διατύπωση αυτή φαντάζει υπερβολική και εξωθημένη, αυτό συμβαίνει διότι ο ανθρωπισμός και η ψυχική ευγένεια δεν τους επιτρέπει να δουν την δωρεά οργάνων ως οτιδήποτε άλλο παρά ως το τελευταίο δώρημα που μπορεί κάποιος να προσφέρει στο συνάνθρωπό του, χαρίζοντας, μάλιστα, κάτι που πλέον δεν χρειάζεται ο ίδιος. Οι εκατοντάδες ασθενείς, παρόλα αυτά, οι οποίοι πεθαίνουν αβοήθητοι κάθε χρόνο λόγω έλλειψης οργάνων, καταδεικνύουν πως μια επανάσταση στο χώρο της κοινωνικής ηθικής σχετικά με τη δωρεά οργάνων διόλου άχρηστη και περιττή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί.
       Την ανάγκη αυτή περιγράφει τόσο η – όχι ελπιδοφόρα – πραγματικότητα, όσο και ένα αναμφισβήτητο γεγονός: η δωρεά σώματος έχει να αντιπαλέψει τον αιώνιο φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο που ο θάνατος σηματοδοτεί και εκφράζει. Πρέπει, ακόμη, να αντιμετωπίσει, εάν επιθυμεί να καθιερωθεί, φόβους και δεισιδαιμονίες προαιώνιες, αντιλήψεις που κινούνται στις γκρίζες εκείνες ζώνες, οι οποίες δεν ορίζονται ούτε από τη λογική ούτε από τη πίστη.

        Ο Χριστιανός πρέπει να μάθει να διαβάζει αλληγορικά τα όσα αφορούν στην ανάσταση των νεκρών, ο Μουσουλμάνος οφείλει να θεωρήσει πως οι ηδονικές γεύσεις του παραδείσου που τον προσμένει εξαρτώνται από έναν μάλλον άυλο ουρανίσκο, την ώρα που ο Βουδιστής θα πρέπει να λύσει κάποια λεπτά ζητήματα που αφορούν στη μετενσάρκωση και τους καρμικούς κύκλους.

       Είναι προφανές πως, με όλα τα παραπάνω, δεν αναφέρομαι στην επίσημη στάση των θρησκειών, η οποία άλλωστε στην ακριβή της διατύπωση δεν μου είναι γνωστή, αλλά στις ενστικτώδεις αναστολές που θα ανέμενε κάποιος ότι κάθε μια από αυτές θα προκαλούσε στους πιστούς της. Το γεγονός, άλλωστε, πως αναφέρομαι μόνο σε αυτές οφείλεται στο ότι οι συγκεκριμένες θρησκείες καθορίζουν την στάση του μεγαλύτερου ποσοστού θρησκευόμενων ανθρώπων.

        Ανεξάρτητα, όμως, από τις θρησκευτικής προέλευσης αναστολές, κάθε ανθρώπινο ον, ότι και αν αυτό πρεσβεύει, έχει να αντιμετωπίσει και έναν ακόμη φόβο. Αυτός είναι πολύ πιο απτός και πραγματικός, και για το λόγο αυτό πολύ περισσότερο ανασταλτικός για την δωρεά σώματος.
        Αφορά στην λανθάνουσα στον καθημερινό άνθρωπο ανησυχία πως η διάθεσή του για προσφορά θα γίνει λαβή ώστε ο ίδιος να υποστεί ζημία. 
          Τί είναι αυτό, άραγε, που μας διαβεβαιώνει πως η πρόθεσή μας να γίνουμε δωρητές οργάνων δεν θα επισπεύσει το τέλος μας ή, ακόμη, δεν θα το προκαλέσει; 
          Σε μια κοινωνία στην οποία τα πάντα έχουν μια ορισμένη τιμή, τι μπορεί να μας καθησυχάσει σχετικά με την πιθανότητα να προκληθεί σκόπιμα ο θάνατός μας, ώστε τα όργανά μας να χρησιμοποιηθούν για μεταμόσχευση; Η δύναμη των μηχανισμών ελέγχου, μήπως; Σε κάποιο άλλο κράτος, ίσως. Στην Ελλάδα, πάντως, σίγουρα όχι, αν και, για να είμαστε δίκαιοι, πουθενά δεν θα μπορούσε ο δωρητής σώματος να αισθάνεται απολύτως ασφαλής. Το μόνο ανάχωμα απέναντι στη σκόπιμη και προσχεδιασμένη θανάτωση μπορεί να είναι η ιατρική συνείδηση και ο υψηλός ηθικός χαρακτήρας του γιατρού.

         Βλέπουμε, όμως, πως στις μέρες μας και τα δύο αυτά πλήττονται βάναυσα αφού αποδεικνύεται πως τα πράγματα δεν είναι πάντοτε  όπως πιστεύουμε πως είναι ή όπως θα θέλαμε να είναι. Σε γενικές γραμμές ο δωρητής σώματος είναι μόνος του απέναντι στους προσωπικούς του, μεταφυσικούς ή πρακτικούς, φόβους.

         Πολλοί θα επιχειρήσουν να αποδείξουν πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι και, ενδεχομένως, δεν θα έχουν άδικο. Οι μεταφυσικοί φόβοι, κατά το μάλλον ή ήττον, μπορούν να εκλογικευτούν και να απαντηθούν. Οι κρατικοί μηχανισμοί ελέγχου, από την άλλη, δεν είναι δα και τόσο αναποτελεσματικοί, ενώ, εξ άλλου, αν κάπου υπάρχει ακόμη μια συμπαγής και σταθερή ηθική, αυτό συμβαίνει στον ιατρικό κόσμο.

         Στα πλαίσια μιας κοινωνικής κατάστασης κατά την οποία οι ρόλοι, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις έχουν καταστεί ασαφή και συγκεχυμένα, ο ιατρικός κόσμος διατηρεί ακόμη το τεκμήριο της ηθικότητας. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να εμπιστευθεί στις μέρες μας κάποιον, θωρώ πως αυτός θα ήταν μάλλον ο γιατρός. 
         Το ζήτημα, όμως, είναι πως ο άνθρωπος της εποχής μας μάλλον δεν επιθυμεί να εμπιστεύεται πλέον. Παρ’ όλα αυτά, όσο και αν πολλές φωνές επιδιώκουν να καθησυχάσουν τους φόβους που η δωρεά οργάνων γεννά, όσο και αν η προσπάθειά τους συχνά δικαιολογείται από την πραγματικότητα, όσο και αν είναι τα κίνητρά τους ευγενή και η απόπειρά τους επιτυχής, ο σκοπός του άρθρου αυτού είναι να καταδείξει πως δεν είναι απαραίτητες.

         Η δωρεά οργάνων και σώματος είναι, εξ ορισμού, πράξη υψηλής ηθικής ποιότητας και έντονου ανθρωπισμού. Είναι ενέργεια ευθύνης και αλληλεγγύης, της έσχατης που κανείς μπορεί να επιδείξει. Θα μπορούσε κανείς να την παραλληλίσει με τη θυσία τόσο στα ελατήριά της όσο και στα αποτελέσματα που επιφέρει. 
         Τόσο στη θυσία όσο και στη δωρεά οργάνων, το ηθικό ον παρακινείται από κάποια βαθιά ανάγκη προσφοράς στο σύνολο, το οποίο ιεραρχείται σε υψηλότερη βαθμίδα από το άτομο.

        Ο άνθρωπος που καταλήγει είτε στη μια είτε στην άλλη επιλογή αισθάνεται τον πλησίον του «ως εαυτόν», τελεί σε εσωτερική ταύτιση με τον συνάνθρωπό του και έναντι αυτού αισθάνεται ειλικρινή και βαθιά ευθύνη. Σε ότι αφορά στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και στις δύο περιπτώσεις αυτό συνίσταται στη σωτηρία ή την ωφέλεια των συνανθρώπων, και μάλιστα, όσων περισσότερων είναι δυνατόν. Αυτό που διακρίνει, σε μία επιφανειακή τουλάχιστον ανάγνωση, τη θυσία από τη δωρεά σώματος, είναι το μέσο που αντίστοιχα επιλέγεται. Και τούτο διότι ο δωρητής δεν έχει την αίσθηση πως θυσιάζει τη ζωή του, ενώ, αντίθετα, ο μάρτυρας το αισθάνεται. Ο παρατηρητής, ούτως ή άλλως, απέναντι και στις δύο έσχατες περί της ζωής αποφάσεις στέκεται με δέος.

         Μια επιλογή τόσο υψηλή όσο αυτή της δωρεάς σώματος είναι προφανές πως δεν χρειάζεται ευνοϊκές συνθήκες για να εκδηλωθεί. Η ικανότερη και η πλέον αναγκαία συνθήκη για την λήψη της απόφασης περί δωρεάς βρίσκεται πάντα μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο που την λαμβάνει, και ποτέ σε εξωτερικούς παράγοντες. Με τούτο ασφαλώς δεν αρνούμαι πως οι εξωτερικοί παράγοντες συνεισφέρουν στην εδραίωση της απόφασης ή, ακόμη, πολλές φορές την προκαλούν. Είναι προφανές πως, εάν προσφερόταν ένα τεράστιο χρηματικό ποσόν στους οικείους του δωρητή παράλληλα με τη διαβεβαίωση πως δεν θα επισπευσθεί ο θάνατός του με οποιονδήποτε τρόπο, χιλιάδες άνθρωποι θα αντιμετώπιζαν την ίδια στιγμή τη δωρεά σώματος όχι ως πιθανότητα αλλά ως επιβεβλημένη απόφαση. 

         Θα μπορούσε, ενδεχομένως, το κράτος, στη προσπάθειά του να αυξήσει τον αριθμό των δωρητών, να προβλέψει για αυτούς φορολογικές ελαφρύνσεις ή ευνοϊκότερους όρους στον δανεισμό τους. Και αυτό θα βοηθούσε ιδιαίτερα την κατάσταση.  Από την άλλη πλευρά, όμως, θα αφαιρούσε την υψηλή ηθική αξία της πράξης.

         Η δωρεά οργάνων και σώματος θα έπαυε να αποτελεί δώρημα ψυχής και θα αποκτούσε την υποψία ή ακόμη και τη βεβαιότητα της εμπορικής συναλλαγής. Μια κοινωνία, όμως, η οποία υποβιβάζει τις – λίγες, άλλωστε – πράξεις υψηλής ηθικής σε ταπεινές δοσοληψίες, δεν θα μπορούσε να διαθέτει ιδιαίτερα εντυπωσιακό μέλλον. Η δωρεά οργάνων και σώματος πρέπει να παραμείνει προσωπική ηθική επιλογή, επομένως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με ότι ονομάζουμε επιδιωκτέες ευνοϊκές συνθήκες.

         Αν στο ζήτημα των ευνοϊκών συνθηκών θα μπορούσε να υπάρξει κάποια συμφωνία ως προς τη μη αναγκαιότητά τους, σε ότι αφορά στις δυσμενείς συνθήκες αυτή θα καθίστατο ευκολότερη. Κανείς δεν θα διαφωνούσε πως το άριστο θα ήταν καμία υποψία να μη σκιάζει τον τρόπο με τον οποίο ο δωρητής σώματος θα αντιμετωπισθεί. Θα ήταν ευχής έργον ο δωρητής να είναι σε κάθε περίπτωση βέβαιος πως κανείς δεν θα τον αντιμετωπίσει ως φοριαμό οργάνων, ώστε η ζωή του να συντομευτεί με σκοπό την αξιοποίηση του χρήσιμου περιεχομένου.

         Είναι, όμως, προφανές, πως ο δωρητής, εάν είναι το άτομο που παραπάνω περιγράφηκε, δεν έχει ανάγκη την απόλυτη βεβαιότητα και ασφάλεια για να επιλέξει την στάση του. Αυτές, αν υπάρχουν, αποτελούν μια ευχάριστη και καθησυχαστική παρουσία. Η ύπαρξή τους, όμως, δεν είναι το κύριο ούτε το μόνο κριτήριο επιλογής. Και μάλιστα, τολμώ να ισχυριστώ, όσο περισσότερο η βεβαιότητα και η ασφάλεια απουσιάζουν, τόσο περισσότερο η απόφαση περί της δωρεάς εξυψώνεται ηθικά και αποτελεί αξιοθαύμαστη επιλογή.

         Διότι είναι διαφορετικό πράγμα να πράττει κανείς το ηθικώς ορθό – αυτό που εκείνος, τουλάχιστον, θεωρεί ως τέτοιο – όταν όλα το επιτρέπουν, και άλλο να εμμένει σε αυτό όταν οι συνθήκες δεν είναι απολύτως ευνοϊκές ή όταν είναι, πολύ περισσότερο, δυσμενείς. Ο άνθρωπος που επιλέγει τη δωρεά σώματος παρότι δεν έχει τίποτε να κερδίσει, ενώ, αντίθετα, ενδέχεται να μπει σε κάποια ανησυχία, είναι ολοφάνερο πως ενεργεί με βάση την καθαρή του βούληση, όπως λέει ο Kant.

          Η καθαρή βούληση είναι αυτή που μας επιβάλλει να είμαστε τίμιοι, για παράδειγμα, όχι για να επαινούμεθα από τους συνανθρώπους μας, αλλά απλά διότι επιθυμούμε να είμαστε τίμιοι. Η στόχευση της βούλησης αυτής βρίσκεται μέσα στο ίδιο το ηθικό ον και δεν ετεροκαθορίζεται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Ο δωρητής σώματος, εν προκειμένω, επιθυμεί να γίνει δωρητής όχι επειδή αποσκοπεί σε κάτι ή επειδή το επιτρέπει η κατάσταση, αλλά επειδή αυτό αποτελεί βαθιά εσωτερική του ανάγκη. Αν πιστέψουμε τον Kant, ο δωρητής σώματος στις μέρες μας είναι ένας άνθρωπος κατ’ εξοχήν ελεύθερος ως προς τη βούλησή του.

         Παράλληλα, θα λέγαμε, είναι ένας γενναίος άνθρωπος. Και τούτο διότι αντιμετωπίζει και κατανικά τον φόβο του θανάτου και του αγνώστου. Στέκεται απέναντι στους προσωπικούς του δαίμονες με θάρρος και καταργεί τον θάνατό του – ή τον θάνατο του οικείου του – μετατρέποντας σε αρχή αυτό που οι υπόλοιποι άνθρωποι μοιρολατρικά αντιμετωπίζουν ως τέλος. «Αν δεν μπορεί να υπάρχει μια νέα αρχή για εμένα, ας προσφέρω τουλάχιστον την δυνατότητά της σε κάποιον άλλο», έτσι σκέφτεται ο δωρητής. «Αν υπάρχει έστω και ένας απειροελάχιστος κίνδυνος στην απόφασή μου να δωρίσω το σώμα μου, ας τον αναλάβω γιατί, μπροστά σε όσους κινδύνους έχω αντιμετωπίσει στη ζωή μου, αυτός αξίζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο», αυτές είναι οι σκέψεις του.

         Η δωρεά οργάνων και σώματος είναι, τελικώς, υπόθεση ελεύθερων ανθρώπων με υψηλά ιδανικά και μεγάλη περίσσεια ψυχής.
         Είναι υπόθεση του είδους εκείνου του ανθρώπου που θα επιθυμούσαμε όλοι να είμαστε.

Ευάγγελος Δ. Πρωτοπαπαδάκης,
Λέκτωρ Εφαρμοσμένης Ηθικής του Πανεπιστημίου Αθηνών
«Η δωρεά οργάνων ως πράξη ηθικής ελευθερίας»
Μ’ ενδιαφέρει, Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία, τ. 48, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2006, σσ. 59-64 
 
Ευχαριστούμε τον κ. Πρωτοπαπαδάκη για την παραχώρηση της άδειας για δημοσίευση του άρθρου
http://www.protopapadakis.gr  

16 Ιουλίου 2010

Σχετικά άρθρα