«Η Ιαπωνία δεν ήταν επιθετική μέχρις ότου η χώρα έμαθε το κόλπο από τη Δύση. Πριν παραβιαστούν οι πύλες της, οι τέχνες και η φιλοσοφία της ήταν εναρμονισμένες με την ανατολική παράδοση. Όταν υιοθέτησε τη Δυτική τεχνολογία, εγκατέλειψε την αρχαία της κουλτούρα. Ότι συνέβη στην Ιαπωνία μπορεί να συμβεί και στην υπόλοιπη Ανατολή, αλλά ενώ η Ιαπωνία ήταν μια σχετικά μικρή χώρα, η Κίνα, η Ινδία και οι γείτονές τους είναι αχανείς και πολυάνθρωπες. Ας μας βοηθήσουν οι Ουρανοί, αν αντιγράψουν την ιστορία της Ιαπωνίας» . OΛΙΒΕΡ. Λ. ΡΑΪΖΕΡ, |
Η αφορμή για αυτό το θέμα διαπραγμάτευσης ξεκινάει από ένα κείμενο του καθηγητή Πανεπιστημίου του Pittsburgh της Πενσιλβάνια του Όλιβερ Ράϊζερ πριν από περίπου 60 χρόνια που προσδιορίζει, προφητικά θα έλεγε κανείς, τα σενάρια κινδύνου του μέλλοντος, εστιάζοντας σε μια συστημική παρατήρηση για την περίπτωση της ιστορίας της Ιαπωνίας. Ο Όλιβερ Ράϊζερ παρατηρεί ότι η Ιαπωνία κατ’ ουσία δεν ήταν επιθετική χώρα, μέχρις ότου «διδάχτηκε» από την Δύση, το «παιχνίδι» της επιθετικότητας και της στρατηγικής των ανταγωνισμών. Εδώ βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ιστορία της Ιαπωνίας έχει αρκετές εσωτερικές μεταπτώσεις. Μερικές από αυτές, έχουν αποτελέσει το ιστορικό σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν γνωστά κινηματογραφικά έργα όπως το «Καγκεμούσα» του σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα και τον «τελευταίο σαμουράι» του Edward Zwick. Η Ιαπωνία το 1274 και έξι χρόνια αργότερα δέχθηκε δύο απόπειρες εισβολής από τον Κουμπλάι Χαν οι οποίες είχαν άδοξο τέλος μετά την καταστροφή του στόλου της Μογγολικής αυτοκρατορίας και τις δύο φορές από τα στοιχεία της φύσης. Από εκείνη την εποχή κατάγεται η επιφωνηματική αναφορά «θείος άνεμος» που στα Ιαπωνικά προφέρεται «Καμικάζι». Ακόμη και η έννοια δηλαδή του Καμικάζι είναι μια έννοια αμυντικά προσδιορισμένη. Οι εσωτερικές μεταπτώσεις της Ιαπωνίας αρχίζουν τόσο με την εισαγωγή των νέων πολεμικών τεχνολογιών, της νέας στρατιωτικής τεχνολογίας από την Δύση, όσο και με τους ιεραποστόλους. Αυτό αναδεικνύεται στην μεταβολή του εσωτερικού status, στο τέλος της εποχής των απολύτως παραδοσιακών στρατών στο 16ο αιώνα. Παρόλα αυτά, η κατάσταση της Ιαπωνίας επαναδιευθετήθηκε σε μια εσωστρέφεια μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα, μέσα από εσωτερικούς ανταγωνισμούς και πολέμους περιορισμένους στο πλαίσιο του νησιωτικού συμπλέγματός της. Η βίαιη εμπορική, εμποροκρατική επέλαση της Δύσης στην Ιαπωνική κοινωνία και η ένοπλη επίδειξη ισχύος, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό και τα επαναστατικής τεχνολογίας κίνησης για την εποχή ατμόπλοια, στην περίοδο αμέσως μετά από τον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο, έδωσαν το έναυσμα της μεταβολής της Ιαπωνικής κουλτούρας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, μετά την επιτυχή για τους Ιάπωνες Ναυμαχία της Τσουσίμα απέναντι στον Ρωσικό στόλο, σύντομα φάνηκε η ανάδειξη της Ιαπωνίας ως μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης απέναντι στην υπεροπτική Τσαρική Ρωσία. Παρά το γεγονός της αντιδικίας με την Ρωσία προηγουμένως αλλά και τον ανταγωνισμό ανάπτυξης επιρροών στον Ειρηνικό με τις ΗΠΑ, η Ιαπωνία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ένας σύμμαχος στο πλαίσιο της Αντάντ έναντι των κεντρικών δυνάμεων. Μεσολάβησαν ελάχιστα χρόνια, δυο δεκαετίες, και ουσιαστικά η Ιαπωνία μετεξελίχθηκε ως η δεύτερη βασική δύναμη στο τρίγωνο των δυνάμεων του Άξονα. Δηλαδή, μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, η Ιαπωνία υπέστη μια δραματική αλλαγή στην κουλτούρα της και την πολιτική της, έγινε μια εξωστρεφής και ιμπεριαλιστική δύναμη η οποία κλιμάκωσε την φονταμενταλιστική μιλιταριστική κουλτούρα των Σαμουράι στο πλαίσιο ενός γενικευμένου επιθετικού σοβινισμού. Η μετάλλαξη της Ιαπωνίας από μια δύναμη παραδοσιακή και αμυντική σε δύναμη μιλιταριστική και επιθετική έγινε μέσα από την μόχλευσή της με την Δυτική στάση ζωής και την οποία ο καθηγητής Ράϊζερ θεωρεί ως απολύτως υπεύθυνη. Αυτό, αποδεικνύεται από το ότι η Ιαπωνία, «πριν παραβιαστούν οι πύλες της, οι τέχνες και η φιλοσοφία της, ήταν εναρμονισμένες με την ανατολική παράδοση» και δεν ήταν επιθετική. « Όταν υιοθέτησε τη Δυτική τεχνολογία, εγκατέλειψε την αρχαία της κουλτούρα». «Ότι συνέβη στην Ιαπωνία» λέει ο Όλιβερ Ράϊζερ, «μπορεί να συμβεί και στην υπόλοιπη Ανατολή, αλλά ενώ η Ιαπωνία ήταν μια σχετικά μικρή χώρα, η Κίνα, η Ινδία και οι γείτονές τους είναι αχανείς και πολυάνθρωπες. Ας μας βοηθήσουν οι Ουρανοί, αν αντιγράψουν την ιστορία της Ιαπωνίας». Αυτά σημειώνει προνοητικά πριν το 1953 ο ίδιος ότι, «η δραστηριότητά μας στην ανασύνθεση του κόσμου πρέπει να περιλάβει, μέσα από τις προσπάθειές μας να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε, μια έκκληση στην Ανατολή για να διατηρήσει και ν’ αναπτύξει τις θεμελιώδεις αξίες που περιέχονται στις περιφερειακές κουλτούρες της», χωρίς να προκαλέσει η Δύση έναν αναχρονιστικό φονταμενταλισμό, εχθρικό στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και χωρίς βέβαια την βία της αγοράς. «Ενώ η Δύση αναζητά τις αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί μια ειρηνική και καρποφόρα ζωή, η Ανατολή μπορεί να μας προσφέρει μια εξισορρόπηση για τον επιθετικό υλισμό μας». Σημειώνει επίσης ο καθηγητής ότι ο Δυτικός κόσμος «θα πρέπει να αποκτήσει ταπεινότητα στρεφόμενος στην Ανατολή».Μεσολάβησαν δεκαετίες μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουμε μήπως επίγνωση ότι δουλέψαμε με αυτό τον σχεδιασμό και με αυτή την ιστορική σοφία και ότι συμπεριφερθήκαμε με αυτή την ταπεινότητα στην Ανατολή; Πρέπει να ξαναδούμε αυτό το ζήτημα επανεξετάζοντας: τις δογματικές εμμονές της Δύσης, τον επιθετικό ατομικισμό, την εμπορευματοποίηση, την τάση της να επιβάλλει μια παγκοσμιοποιημένη ομογενοποίηση με το δικό της απολύτως πρότυπο, την εμμονή της να αγνοεί τα ζητήματα που αφορούν την ομαλή εξέλιξη των άλλων πολιτισμών, γεννώντας τις παρενέργειες της νεωτερικότητας όπως θα έλεγε ο Γκίντενς και μια σειρά άλλων στοχαστών. Ας θυμηθούμε απλά την εισβολή της Δύσης στην Κίνα, και τον «έλεγχο» του Χόνγκ – Κόνγκ κλπ στον «πόλεμο του οπίου», τον οποίο έχει εξωραΐσει το Χόλυγουντ. Η αποικιοκρατική βία είχε ασκηθεί στην Ασία, από την «προηγμένη» Δύση, όπως και στην Λατινική Αμερική. Την ίδια περίοδο, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πραγματοποιήθηκε η επέμβαση στην Βενεζουέλα. Αμέσως μετά, όλοι αυτοί οι σύμμαχοι της αποικιοκρατικής επέκτασης, συγκρούστηκαν μεταξύ τους και κατόπιν κάποιοι από αυτούς που ήταν στο μέτωπο των νικητών, όπως η Ιταλία και η Ιαπωνία, μεταπήδησαν και συγκρότησαν ένα νέο μέτωπο σύγκρουσης, αυτό των Δυνάμεων του Άξονα, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
|
|
Κάτι αντίστοιχο δεν συνέβη στην Μέση Ανατολή μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Απλώς αναβάλλονται συνεχώς οι λύσεις για τα διεθνή εκρηκτικά θέματα, είτε λόγω της τεράστιας συσσώρευσης ισχύος, είτε λόγω του φόβου της απώλειας του κεκτημένου, αναλογίζοντας την τραυματική εμπειρία και τις συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και αντίστοιχα τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάθε μεγάλη και θερμή αναμέτρηση. Όμως, το λάθος που είχε επισημάνει ο Ράϊζερ σαν πιθανό να συμβεί, έχει ήδη συμβεί και το μόνο που το μετριάζει όπως είπαμε είναι: Α) ο φόβος για τις ανεξέλεγκτες συνέπειες που θα είχε η «επίλυση» των διαφορών με την μορφή θερμών συγκρούσεων και ο οποίος φόβος οδηγεί σε μια αναβλητικότητα των «εκκρεμοτήτων» Β) το ατελές αλλά κατάλληλο σε κάποιες περιπτώσεις διεθνές θεσμικό πλαίσιο το οποίο περιορίζει τις μονομερείς ενέργειες και την όξυνση των διαφορών. |
Έτσι η ανθρωπότητα έχει ενεργοποιήσει τα αίτια εκείνα τα οποία την έχουν προσανατολίσει ήδη σε μια μεγάλη διαδικασία κρίσης, με όρους ευκαιρίας και ολοκλήρωσης της ιστορικής σύνεσης. Το πρόβλημα αναδεικνύεται πάνω σε αυτή την διπολικότητα του ύστερου στοχασμού του Τζέρεμυ Μπένθαμ, γι’ αυτό τον συνδυασμό μεταξύ συνετής ιδιοτέλειας, αγαθοβουλίας και καλής θέλησης. Οι στρατηγικές πλάνες – και δεν εννοούμε τις αποτυχημένες στρατηγικές αλλά τα στρατηγικά δόγματα και τους στρατηγικούς στόχους – έχουν παγιδεύσει την εξέλιξη της διεθνούς κοινότητας και λειτουργούν πλέον ως μπούμερανγκ για την Δύση. Αυτό η Δύση πρέπει να το καταλάβει έγκαιρα και πρέπει να αναπροσανατολίσει πολύ γενναία τόσο το οικονομικό της σύστημα το οποίο αναδείχθηκε σαν ο βασικός πολιορκητικός κλοιός της παγκοσμιοποίησης, όσο και την ανταγωνιστική εθνοτική θέσμιση των κρατών και την «ρεαλιστική» λεγόμενη γεωπολιτική και ανταγωνιστικότητα. Το κρίσιμο θέμα για το μέλλον και η βιωσιμότητα του μέλλοντος βρίσκεται στην εγκατάλειψη αυτών των δογματικών εμμονών και των συστημικών καθηλώσεων της Δύσης. Παρότι η αισιοδοξία έχει με το μέρος της τις πιο πολλές επαληθεύσεις, πολλές από τις μεγαλύτερες κρίσεις προκλήθηκαν διακόπτοντας εκείνη την αισιοδοξία που υπήρξε αφελής και αβάσιμη. Ας μην ξεχνάμε το γεγονός ότι η «αισιόδοξη παγκοσμιοποίηση» έχει πλέον αποδομηθεί αρκετά. Τι μας κάνει να πιστεύουμε, πέρα από τις επιθυμίες ανάκαμψης της οικονομίας, οι οποίες όμως κινούνται σε μετωπική τροχιά σύγκρουσης σε σχέση με την περιβαλλοντική κρίση, ότι θα κατορθώσουμε να ρυθμίσουμε την διαφαινόμενη κατάσταση; Πόσο μάλλον δεδομένης της συνεχιζόμενης δημογραφικής μεγέθυνσης, της ανάγκης του περιορισμού της κατανάλωσης και της ζήτησης, της αναδυόμενης περιβαλλοντικής στενότητας πέρα των ίδιων των κλιματικών αλλαγών και του οξυμένου ανταγωνισμού που η οικονομική του όξυνση φορτίζει την πολιτική και την στρατιωτική ισχύ με συσσωρευόμενη αψύτητα και ανταγωνιστική εμμονή. Όσοι αισιοδοξούν λοιπόν, έχουν πολλούς λόγους να πρέπει να τεκμηριώνουν αναλυτικά την αισιοδοξία τους και όχι να επαφίενται στην στατιστική αναλογία κρίσεων και ήσυχων καιρών. Το μέλλον διαφοροποιείται από το παρελθόν, αλλά βλέπουμε επίσης πχ την ανάδυση του φονταμενταλισμού και των κοινωνικών εντάσεων, την διάλυση των μύθων που λειτουργούσαν ως καταπράϋνση, ως όπιο των λαών. Ταυτόχρονα παρατηρούμε την αδυσώπητη απληστία να ανακάμπτει, περισσότερο πολυκέφαλη από πριν, ως αναδιπλασιαζόμενη Λερναία Ύδρα, παρά το γεγονός ότι είναι αυτή υπεύθυνη και υπόλογη, τόσο για την οικονομική όσο και για την περιβαλλοντική κρίση. Υπάρχουν άραγε νησίδες, για αυτή την κατεύθυνση αναστοχασμού ή όχι; Αυτό είναι ένα ερώτημα για να εκτιμήσουμε την πορεία των εξελίξεων. *OΛΙΒΕΡ Λ. ΡΑΪΖΕΡ, Τμήμα Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, Πίτσμπουργκ, Πενσυλβάνια Η.Π.Α |
Γιάννης Ζήσης |