ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ & ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΑΓΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ 21oυ ΑΙΩΝΑ (του Γιάννη Ζήση)

japan - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

japan - Σόλων ΜΚΟ

 «Η Ιαπωνία δεν ήταν επιθετική μέχρις ότου η χώρα έμαθε το κόλπο από τη Δύση. Πριν παραβιαστούν οι πύλες της, οι τέχνες και η φιλοσοφία της ήταν εναρμονισμένες με την ανατολική παράδοση. Όταν υιοθέτησε τη Δυτική τεχνολογία, εγκατέλειψε την αρχαία της κουλτούρα. Ότι συνέβη στην Ιαπωνία μπορεί να συμβεί και στην υπόλοιπη Ανατολή, αλλά ενώ η Ιαπωνία ήταν μια σχετικά μικρή χώρα, η Κίνα, η Ινδία και οι γείτονές τους είναι αχανείς και πολυάνθρωπες. Ας μας βοηθήσουν οι Ουρανοί, αν αντιγράψουν την ιστορία της Ιαπωνίας»

.                                                                    OΛΙΒΕΡ. Λ. ΡΑΪΖΕΡ, 
                                                                      Τμήμα Φιλοσοφίας, 
                                                          Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ

       Η αφορμή για αυτό το θέμα διαπραγμάτευσης ξεκινάει από ένα κείμενο του καθηγητή Πανεπιστημίου του Pittsburgh της Πενσιλβάνια του Όλιβερ Ράϊζερ πριν από περίπου 60 χρόνια που προσδιορίζει, προφητικά θα έλεγε κανείς, τα σενάρια κινδύνου του μέλλοντος, εστιάζοντας σε μια συστημική παρατήρηση για την περίπτωση της ιστορίας της Ιαπωνίας. 

         Ο Όλιβερ Ράϊζερ  παρατηρεί ότι η Ιαπωνία κατ’ ουσία δεν ήταν επιθετική χώρα, μέχρις ότου «διδάχτηκε» από την Δύση, το «παιχνίδι» της επιθετικότητας και της στρατηγικής των ανταγωνισμών. Εδώ βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ιστορία της Ιαπωνίας έχει αρκετές εσωτερικές μεταπτώσεις. Μερικές από αυτές, έχουν αποτελέσει το ιστορικό σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν γνωστά κινηματογραφικά έργα όπως το «Καγκεμούσα» του σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα και τον «τελευταίο σαμουράι»  του  Edward Zwick.  

        Η Ιαπωνία το 1274 και έξι χρόνια αργότερα δέχθηκε δύο απόπειρες εισβολής από τον Κουμπλάι Χαν οι οποίες είχαν άδοξο τέλος μετά την καταστροφή του στόλου της Μογγολικής αυτοκρατορίας και τις δύο φορές από τα στοιχεία της φύσης. Από εκείνη την εποχή κατάγεται η επιφωνηματική αναφορά «θείος άνεμος» που στα Ιαπωνικά προφέρεται «Καμικάζι». Ακόμη και η έννοια δηλαδή του Καμικάζι είναι μια έννοια αμυντικά προσδιορισμένη.

       Οι εσωτερικές μεταπτώσεις της Ιαπωνίας αρχίζουν τόσο με την εισαγωγή των νέων πολεμικών τεχνολογιών, της νέας στρατιωτικής τεχνολογίας από την Δύση, όσο και με τους ιεραποστόλους.  Αυτό αναδεικνύεται στην μεταβολή του εσωτερικού status, στο τέλος της εποχής των απολύτως παραδοσιακών στρατών στο 16ο αιώνα. Παρόλα αυτά,  η κατάσταση της Ιαπωνίας επαναδιευθετήθηκε σε μια εσωστρέφεια μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα, μέσα από εσωτερικούς ανταγωνισμούς και πολέμους περιορισμένους στο πλαίσιο του νησιωτικού συμπλέγματός της.

        Η βίαιη εμπορική, εμποροκρατική επέλαση της Δύσης στην Ιαπωνική κοινωνία και η ένοπλη επίδειξη ισχύος, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό και τα επαναστατικής τεχνολογίας κίνησης  για την εποχή ατμόπλοια, στην περίοδο αμέσως μετά από τον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο, έδωσαν το έναυσμα της μεταβολής της Ιαπωνικής κουλτούρας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, μετά την επιτυχή για τους Ιάπωνες Ναυμαχία της Τσουσίμα απέναντι στον Ρωσικό στόλο, σύντομα φάνηκε η ανάδειξη της Ιαπωνίας ως μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης απέναντι στην υπεροπτική Τσαρική Ρωσία. Παρά το γεγονός της αντιδικίας με την Ρωσία προηγουμένως αλλά και τον ανταγωνισμό ανάπτυξης επιρροών στον Ειρηνικό με τις ΗΠΑ, η Ιαπωνία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ένας σύμμαχος στο πλαίσιο της Αντάντ έναντι των κεντρικών δυνάμεων.

         Μεσολάβησαν ελάχιστα χρόνια, δυο δεκαετίες, και ουσιαστικά η Ιαπωνία μετεξελίχθηκε ως η δεύτερη βασική δύναμη στο τρίγωνο των δυνάμεων του Άξονα. Δηλαδή, μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, η Ιαπωνία υπέστη μια δραματική αλλαγή στην κουλτούρα της και την πολιτική της, έγινε μια εξωστρεφής και ιμπεριαλιστική δύναμη η οποία κλιμάκωσε την  φονταμενταλιστική μιλιταριστική κουλτούρα των Σαμουράι στο πλαίσιο ενός γενικευμένου επιθετικού σοβινισμού.

         Η μετάλλαξη της Ιαπωνίας από μια δύναμη παραδοσιακή και αμυντική σε  δύναμη μιλιταριστική και επιθετική έγινε μέσα από την μόχλευσή της με την  Δυτική στάση ζωής και την οποία ο καθηγητής Ράϊζερ θεωρεί ως απολύτως υπεύθυνη. Αυτό, αποδεικνύεται από το ότι η Ιαπωνία, «πριν παραβιαστούν οι πύλες της, οι τέχνες και η φιλοσοφία της, ήταν εναρμονισμένες με την ανατολική παράδοση» και δεν ήταν επιθετική. « Όταν υιοθέτησε τη Δυτική τεχνολογία, εγκατέλειψε την αρχαία της κουλτούρα».

        «Ότι συνέβη στην Ιαπωνία» λέει ο Όλιβερ Ράϊζερ, «μπορεί να συμβεί και στην υπόλοιπη Ανατολή, αλλά ενώ η Ιαπωνία ήταν μια σχετικά μικρή χώρα, η Κίνα, η Ινδία και οι γείτονές τους είναι αχανείς και πολυάνθρωπες. Ας μας βοηθήσουν οι Ουρανοί, αν αντιγράψουν την ιστορία της Ιαπωνίας». Αυτά σημειώνει προνοητικά πριν το 1953 ο ίδιος ότι, «η δραστηριότητά μας στην ανασύνθεση του κόσμου πρέπει να περιλάβει, μέσα από τις προσπάθειές μας να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε, μια έκκληση στην Ανατολή για να διατηρήσει και ν’ αναπτύξει τις θεμελιώδεις αξίες που περιέχονται στις περιφερειακές κουλτούρες της», χωρίς να προκαλέσει η Δύση έναν αναχρονιστικό φονταμενταλισμό, εχθρικό στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και χωρίς βέβαια την βία της αγοράς. «Ενώ η Δύση αναζητά τις αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί μια ειρηνική και καρποφόρα ζωή, η Ανατολή μπορεί να μας προσφέρει μια εξισορρόπηση για τον επιθετικό υλισμό μας». Σημειώνει επίσης ο καθηγητής ότι ο Δυτικός κόσμος «θα πρέπει να αποκτήσει ταπεινότητα στρεφόμενος στην Ανατολή».Μεσολάβησαν δεκαετίες μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουμε μήπως επίγνωση ότι δουλέψαμε με αυτό τον σχεδιασμό και με αυτή την ιστορική σοφία και ότι συμπεριφερθήκαμε με αυτή την ταπεινότητα στην Ανατολή; 

          Πρέπει να ξαναδούμε αυτό το ζήτημα επανεξετάζοντας: τις δογματικές εμμονές της Δύσης, τον επιθετικό ατομικισμό, την εμπορευματοποίηση, την τάση της να επιβάλλει μια παγκοσμιοποιημένη ομογενοποίηση με το δικό της απολύτως πρότυπο, την εμμονή της να αγνοεί τα ζητήματα που αφορούν την ομαλή εξέλιξη των άλλων πολιτισμών, γεννώντας τις παρενέργειες της νεωτερικότητας όπως θα έλεγε ο Γκίντενς και μια σειρά άλλων στοχαστών.    
          Αν οι παρενέργειες της νεωτερικότητας οδήγησαν πχ στην έκρηξη βαρβαρότητας των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, με κύριο θέατρο την Δύση και σε ένα βαθμό τον Ειρηνικό, ας αναλογιστούμε σε τι κινδύνους είμαστε εκτεθειμένοι αυτήν την εποχή, όπου χαρακτηρίζεται από μια νέα δυναμική ομογενοποίησης, η οποία περιλαμβάνει επίσης την Ασία, την Αφρική και την Λατινική Αμερική, με βασικότερο ίσως επίκεντρο την Ασία, δημογραφικά, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά και πολιτιστικά. Είμαστε ήδη  εκτεθειμένοι, επειδή διαπράξαμε ήδη το λάθος που περιγράφει ο Ράϊζερ.  Εισβάλλαμε ως Δύση στην Ανατολή, με το ίδιο εσφαλμένο από όλες τις απόψεις παλαιό πρότυπο και την ίδια υπεροψία.

           Ας θυμηθούμε απλά την εισβολή της Δύσης στην Κίνα, και τον «έλεγχο» του Χόνγκ – Κόνγκ κλπ στον «πόλεμο του οπίου», τον οποίο έχει εξωραΐσει το Χόλυγουντ. Η αποικιοκρατική βία είχε ασκηθεί στην Ασία, από την «προηγμένη» Δύση, όπως και στην Λατινική Αμερική. Την ίδια περίοδο, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πραγματοποιήθηκε η επέμβαση στην Βενεζουέλα. Αμέσως μετά, όλοι αυτοί οι σύμμαχοι της αποικιοκρατικής επέκτασης, συγκρούστηκαν μεταξύ τους και κατόπιν κάποιοι από αυτούς που ήταν στο μέτωπο των νικητών, όπως η Ιταλία και η Ιαπωνία, μεταπήδησαν και συγκρότησαν ένα νέο μέτωπο σύγκρουσης, αυτό των Δυνάμεων του Άξονα, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Το τοπίο της κρίσης
         
Τώρα έχουμε μια ανοικτή έκβαση, η οποία έχει ως δεδομένα, από την μία την καπιταλιστική ομογενοποίηση του κόσμου και από την άλλη τους διεθνείς θεσμούς, οι οποίοι περικλείουν μέσα τους ένα μετεωρισμό στον βηματισμό τους. Αυτός ο μετεωρισμός θυμίζει την εξέλιξη της Κοινωνίας των Εθνών σε σχέση με την αναβλητικότητα που την χαρακτήριζε στη λύση των διεθνών ζητημάτων, παρόλη την εκρηκτικότητά τους. Τέτοια εκρηκτικά προβλήματα ήταν αυτά που προέκυψαν από την δημιουργία νέων κρατών, μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του νεοϊδρυθέντος  κράτους της Πολωνίας. Αντίστοιχη περίπτωση στον 19ο αιώνα ήταν αυτή της Ιταλίας, η οποία αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίησή της, παρόλα τα πρόσφατα βιώματά της, κινήθηκε επιθετικά, ιμπεριαλιστικά εχθρικά και διωκτικά στις εσωτερικές μειονότητες, δημιουργώντας τελικά  θεμελιώδη προβλήματα, τα οποία διαμόρφωσαν την ανάγκη χάραξης νέων πολιτικών από πλευράς της Κοινωνίας των Εθνών, για τα θέματα των μειονοτήτων.

 

         Κάτι αντίστοιχο δεν συνέβη στην Μέση Ανατολή μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Απλώς αναβάλλονται συνεχώς οι λύσεις για τα διεθνή εκρηκτικά θέματα, είτε λόγω της τεράστιας συσσώρευσης ισχύος, είτε λόγω του φόβου της απώλειας του κεκτημένου, αναλογίζοντας την τραυματική εμπειρία και τις συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και αντίστοιχα τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάθε μεγάλη και θερμή αναμέτρηση.

        Όμως, το λάθος που είχε επισημάνει ο Ράϊζερ σαν πιθανό να συμβεί, έχει ήδη συμβεί και το μόνο που το μετριάζει όπως είπαμε είναι:

Α) ο φόβος για τις ανεξέλεγκτες συνέπειες που θα είχε η «επίλυση» των διαφορών με την μορφή θερμών συγκρούσεων και ο οποίος φόβος οδηγεί σε μια αναβλητικότητα των «εκκρεμοτήτων»

Β) το ατελές αλλά κατάλληλο σε κάποιες περιπτώσεις διεθνές θεσμικό πλαίσιο το οποίο περιορίζει τις μονομερείς ενέργειες και την όξυνση των διαφορών.

  
       Οι στρατηγικές όμως παραμένουν έμμονες δογματικά. Είναι στρατηγικές που συνδυάζουν την οικονομική σύγκρουση, την πολιτική αναμέτρηση και την στρατιωτική ισχύ. Η στρατιωτική ισχύς δεν χρησιμοποιείται άμεσα παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις περιφερειακά και εστιακά. Όμως με την επαναφόρτιση πολλών συγκεκριμένων ζητημάτων, με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα  οξύτητας, ανατροφοδοτείται η  προοπτική της γενικευμένης χρήσης της στρατιωτικής ισχύος, ως μέσο επίλυσης διαφορών. Αναδεικνύονται τρείς γεωγραφικές εστίες στις οποίες θα δοκιμαστεί ο έλεγχος της διεθνούς κοινότητας και των διεθνών σχέσεων, είναι η περιοχή της Μέσης Ανατολής, το σύνολο της Ασίας και ο Αρκτικός κύκλος. Ο Αρκτικός κύκλος ενδεχόμενα θα είναι και το καταλυτικό πεδίο για μια πιθανή ανεξέλεγκτη ώθηση, επειδή μέχρι σήμερα στις διεθνείς σχέσεις δεν αναγνωρίζονται  αρχές αλλά μόνο εθνικά συμφέροντα, τα οποία διαμορφώνουν αντίστοιχους στρατηγικούς στόχους και δόγματα, ρυθμιζόμενα μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο ανταγωνισμού ισχύος αποκλείοντας τις αρχές από το επίκεντρο της πολιτικής.  Οι αρχές χρησιμοποιούνται μόνο ως διάκοσμο για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών δογμάτων και των τακτικών μεθόδων.

       Έτσι η ανθρωπότητα έχει ενεργοποιήσει τα αίτια εκείνα τα οποία την έχουν προσανατολίσει ήδη σε μια μεγάλη διαδικασία κρίσης, με όρους ευκαιρίας και ολοκλήρωσης της ιστορικής σύνεσης.

          Το πρόβλημα αναδεικνύεται πάνω σε αυτή την διπολικότητα του ύστερου στοχασμού του Τζέρεμυ Μπένθαμ, γι’ αυτό τον συνδυασμό μεταξύ συνετής ιδιοτέλειας, αγαθοβουλίας και καλής θέλησης. Οι στρατηγικές πλάνες – και δεν εννοούμε τις αποτυχημένες στρατηγικές αλλά τα στρατηγικά δόγματα και τους στρατηγικούς στόχους – έχουν παγιδεύσει την εξέλιξη της διεθνούς κοινότητας και λειτουργούν πλέον ως μπούμερανγκ για την Δύση.

           Αυτό η Δύση πρέπει να το καταλάβει έγκαιρα και πρέπει να αναπροσανατολίσει πολύ γενναία τόσο το οικονομικό της σύστημα το οποίο αναδείχθηκε σαν ο βασικός πολιορκητικός κλοιός της παγκοσμιοποίησης, όσο και την ανταγωνιστική εθνοτική θέσμιση των κρατών και την «ρεαλιστική» λεγόμενη γεωπολιτική και ανταγωνιστικότητα. Το κρίσιμο θέμα για το μέλλον και η βιωσιμότητα του μέλλοντος βρίσκεται στην εγκατάλειψη αυτών των δογματικών εμμονών και των συστημικών καθηλώσεων της Δύσης. 
         Η Δύση πρέπει να ανακαλύψει αυτό που θα εξισορροπήσει την υλιστικότητά της τόσο για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, όσο και για λόγους της βιωσιμότητας της διεθνούς κοινότητας και πρέπει να το ανακαλύψει πολύ γρήγορα, πρέπει να βρει συνθήκες ρύθμισης και αλλαγής γύρω από τα ζητήματα που αφορούν το Δυτικό μοντέλο και να αξιοποιήσει τις χαμένες κουλτούρες της Ανατολής και την χαμένη αθωότητα του Νότου.

 
Η αισιόδοξη και η απαισιόδοξη εκτίμηση των εξελίξεων
         Ο δρόμος για κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ανοιχτός καθώς ούτε η διανόηση και τα μέσα ενημέρωσης αλλά ούτε και τα αντανακλαστικά της διαχείρισης αφήνουν τέτοια περιθώρια ανάδρασης και μάθησης απέναντι στις αναδυόμενες προοπτικές και εξελίξεις. Αυτό είναι κάτι που καθιστά πλέον την κρίση ως οξυνόμενη και αδιέξοδη. Αν πιστέψουμε στο σενάριο των κλιματικών αλλαγών και στα αίτιά του, αν αναλογιστούμε την εμπειρία του παρελθόντος και το πόσο φτωχή υπήρξε η μάθηση και η ιστορική σύνεση της διεθνούς κοινότητας και των μεγάλων δυνάμεων, αν πιστέψουμε στην εκτίμηση των διανοητικών, ηθικών, συναισθηματικών και πολιτισμικών καταστάσεων που ζούμε, προκύπτει   αβίαστα ότι η παγκόσμια εξέλιξη τείνει προς μια αρνητική προοπτική.

         Παρότι η αισιοδοξία έχει με το μέρος της τις πιο πολλές επαληθεύσεις,  πολλές από τις μεγαλύτερες κρίσεις προκλήθηκαν διακόπτοντας εκείνη την αισιοδοξία που υπήρξε αφελής και αβάσιμη.
        Έτσι, ο μεσοπολεμικός πασιφισμός και τα αλλεπάλληλα σύμφωνα ειρήνης και μη επίθεσης διακόπτονται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κάτι που αντίστοιχα έχει συνέβη και στο παρελθόν στην παγκόσμια ιστορία. Ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή που είχε γίνει παγκόσμιο σύνθημα το «τέλος της ιστορίας»,  ακολούθησαν τέτοια γεγονότα, όπου ακόμη και ο δημιουργός της θεωρίας και του συνθήματος αυτού, αποκήρυξε όλα αυτά ως πλάνη, μετά την πλήρη διανοητική απομυθοποίηση που υπέστη από τις εξελίξεις.  

         Ας μην ξεχνάμε το γεγονός ότι η «αισιόδοξη παγκοσμιοποίηση» έχει πλέον αποδομηθεί αρκετά. Τι μας κάνει να πιστεύουμε, πέρα από τις επιθυμίες ανάκαμψης της οικονομίας, οι οποίες όμως κινούνται σε μετωπική τροχιά σύγκρουσης σε σχέση με την περιβαλλοντική κρίση, ότι θα κατορθώσουμε να ρυθμίσουμε την διαφαινόμενη κατάσταση; Πόσο μάλλον δεδομένης της συνεχιζόμενης δημογραφικής μεγέθυνσης, της ανάγκης του περιορισμού της κατανάλωσης και της ζήτησης, της αναδυόμενης περιβαλλοντικής στενότητας πέρα των ίδιων των κλιματικών αλλαγών και του οξυμένου ανταγωνισμού που η οικονομική του όξυνση φορτίζει την πολιτική και την στρατιωτική ισχύ με συσσωρευόμενη αψύτητα και ανταγωνιστική εμμονή.  

        Όσοι αισιοδοξούν λοιπόν, έχουν πολλούς λόγους να πρέπει να τεκμηριώνουν αναλυτικά την αισιοδοξία τους και όχι να επαφίενται στην στατιστική αναλογία κρίσεων και ήσυχων καιρών. Το μέλλον διαφοροποιείται από το παρελθόν, αλλά βλέπουμε επίσης πχ την ανάδυση του φονταμενταλισμού και των κοινωνικών εντάσεων, την διάλυση των μύθων που λειτουργούσαν ως καταπράϋνση, ως όπιο των λαών. Ταυτόχρονα παρατηρούμε την αδυσώπητη απληστία να ανακάμπτει, περισσότερο πολυκέφαλη από πριν, ως αναδιπλασιαζόμενη Λερναία Ύδρα, παρά το γεγονός ότι είναι αυτή υπεύθυνη και υπόλογη, τόσο για την οικονομική όσο και για την περιβαλλοντική κρίση.

        Υπάρχουν άραγε νησίδες, για αυτή την κατεύθυνση αναστοχασμού ή όχι; Αυτό είναι ένα ερώτημα για να εκτιμήσουμε την πορεία των εξελίξεων.

*OΛΙΒΕΡ Λ. ΡΑΪΖΕΡ, Τμήμα Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, Πίτσμπουργκ, Πενσυλβάνια Η.Π.Α


29 Μαΐου 2009

Γιάννης Ζήσης
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
ioanniszisis@solon.org.gr 

Σχετικά άρθρα