ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

pericles 2036507 1920 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

pericles 2036507 1920 - Σόλων ΜΚΟ(Μέρος 1)         

Γενικά

   Είναι γνωστό ότι στον χώρο της σκέψης (όπως εξάλλου και της επιστήμης) οι συγκρούσεις είναι εξαιρετικά έντονες και συχνά έχουν τόσο φανατισμό όσον είχαν και οι θρησκευτικές. Ακόμη και στην επιστήμη συμβαίνει το ίδιο, κι ας νομίζει η επιστήμη ότι έχει θέσει τον λίθο της ουδετερότητας και του ορθολογισμού στον κόσμο. Κανείς δεν είναι ουδέτερος, εκτός κι αν είναι αδιάφορος ή αγνοεί τελείως ένα θέμα και γι’ αυτό δεν μπορεί να έχει άποψη. Αλλά ακόμη και τότε μπορεί να ακολουθήσει μία άποψη μόνο και μόνο επειδή αυτή είναι η άποψη της πολιτικής του παράταξης, του κύκλου του, κάποιου οικείου προσώπου ή φορέα και αν ταιριάζει γενικά στα γούστα του χωρίς πραγματική γνώση των περιστατικών και της σκέψης του άλλου. Αυτός είναι και ο λόγος που η υπαρκτή πολιτική απευθύνεται προς το παρόν στη μαζικότητα και όχι προς σκεπτόμενους ανθρώπους. Το αποκαρδιωτικό είναι ότι ούτε οι σκεπτόμενοι κινούνται καθαρά στον χώρο της σκέψης, συλλαμβάνουν ορισμένα ψήγματα νοήματος αόριστα και γενικόλογα, αλλά στο τέλος υποκινούνται και αυτοί από τον φανατισμό και την περιρρέουσα άποψη του κύκλου τους ή των συμφερόντων τους, ή άλλων προκαταλήψεων, χωρίς περαιτέρω έρευνα και στοχασμό. Αυτό είναι μία μεγάλη ευθύνη των διανοούμενων, πολλοί από τους οποίους νομίζουν ότι η σκέψη είναι ένα ατομικό προσόν που μπορούν να το χειρίζονται όπως τους αρέσει, χωρίς ευθύνη για την αλήθεια και τις επιπτώσεις που έχει στην κοινωνία.

    Θα ήθελα να θίξω ένα ευαίσθητο θέμα, μια και αφορά την Ελλάδα και την μεγάλη ιστορία της. Ο Περικλής που κυβέρνησε την αρχαία Αθήνα επί δεκαετίες είναι ένα πρόσωπο θαυμαστό και σίγουρα κεντρικό για την ιστορία, της εποχής του, του τόπου του αλλά και πέραν αυτών. Γιατί και μικρές μόνον διαφορές στην πολιτική μιας εποχής θα μπορούσαν να έχουν δραματικές συνέπειες για το μέλλον και της Ελλάδας και του κόσμου.

   Δεν πρόκειται, φυσικά, να αμφισβητήσω την πολιτική του δεινότητα, που ήταν αναμφισβήτητη, ούτε το ότι ήθελε να ωφελήσει την Αθήνα, την πατρίδα του. Θέλω  όμως να αναφερθώ στην ηθική φύση των πολιτικών του απόψεων και αποφάσεων. Και η ηθική αποτελεί μιαν άλλη δεινότητα, πιο δύσκολη τόσο στη σύλληψη όσο και στην εφαρμογή της, γιατί έρχεται σε αντίθεση με τις δεσπόζουσες – προς το παρόν – τάσεις του ανθρώπου και της κοινωνίας, που είναι καθαρά ανταγωνιστικές. Είναι εύκολο να την παρακάμψει κανείς λέγοντας ότι αυτή αποτελεί μία αδυναμία, όπως έκανε ο Νίτσε και τόσοι άλλοι. Δεν μιλάω, βέβαια, για κάτι τέτοιο. Το ζητούμενο δεν είναι η αδυναμία, αλλά η ηθική δύναμη. Έχουμε όμως διαχωρίσει τη δύναμη από την ηθική λόγω της ηθικής αδυναμίας μας. Αυτό το εναπομείναν κομμάτι της πραγματικότητας (τη δύναμη) το έχουμε αποκαλέσει ρεαλισμό, το άλλο κομμάτι, της ηθικής, έχει αφεθεί στη φαντασία, σε αόριστα λόγια και σε ένα μέλλον που αργεί πολύ να έλθει. Το θέμα της σχέσης της δύναμης που είναι το επίκεντρο του ρεαλισμού και της ηθικής απαιτεί ιδιαίτερη ανάπτυξη και σκέψη, αλλά δεν είναι του παρόντος άρθρου. Ωστόσο, στην σύντομη ανάπτυξη παρακάτω θα φανεί καθαρά η λειτουργικότητα που έχει αυτή η σχέση στο πολιτικό πεδίο.

   Αρχικά, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι θεωρώ πως αυτό το ηθικό κριτήριο ήταν ενεργό στην εποχή της αρχαίας Αθήνας, γιατί η ελληνική κοινωνία δεν ήταν πρωτόγονη και τα ηθικά κριτήρια είχαν ήδη διατυπωθεί από μεγάλους φιλοσόφους και διανοητές. Ήδη είχαν αντίληψη της ενότητας (πολιτισμικής και άλλης) όλων των Ελλήνων. Υπήρχαν οι Αμφικτυονίες και οι Ολυμπιακοί Αγώνες με την Ολυμπιακή Εκεχειρία, είχε υπάρξει ο Τρωικός Πόλεμος όπου οι Έλληνες ήταν ενωμένοι. Είχε υπάρξει ο Σόλωνας και ο Αριστείδης, καθώς και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι, καθώς και η συμμαχία εναντίον του Περσών. Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά. Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η συγκεκριμένη εποχή ήταν τόσο μακριά από την ηθική οπτική, ώστε οτιδήποτε σχετικό λεγόταν θα έπεφτε στο κενό, σε ανθρώπους ανίκανους να αντιληφθούν κάτι καλύτερο. Να μνημονεύσω εδώ την εμπιστοσύνη που είχαν οι Αθηναίοι στην ηθική ακεραιότητα του Αριστείδη, όταν ο Θεμιστοκλής (μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας) ανέφερε στους Αθηναίους ότι είχε ένα σχέδιο που θα ωφελούσε πολύ την Αθήνα, αλλά δεν ήθελε να αποκαλύψει ποιο ήταν. Τότε οι Αθηναίοι του ζήτησαν να το εμπιστευτεί στον Αριστείδη για να κρίνει. Το σχέδιο του Θεμιστοκλή ήταν να κάψουν τα πλοία των άλλων Ελλήνων, για να γίνει η Αθήνα η μόνη και μεγαλύτερη δύναμη. Και ο Αριστείδης, χωρίς να αποκαλύψει το περιεχόμενο αυτής της πρότασης, είπε στους Αθηναίους ότι η πρόταση ήταν μεν προς όφελος της πόλης τους αλλά πολύ άδικη και με αυτό το κριτήριο έπρεπε να διαλέξουν. Τότε οι Αθηναίοι απέρριψαν την πρόταση του Θεμιστοκλή, χωρίς καν να γνωρίζουν το περιεχόμενό της, απλώς και μόνο επειδή ο Αριστείδης θεωρούσε πως ήταν πολύ άδικη – τέτοια ήταν η εμπιστοσύνη που είχαν στην ηθική του ακεραιότητα. Μάλλον, λοιπόν, συνέβαινε το αντίθετο και η ηθική ήταν μέρος του πολιτισμού τους – βέβαια, εννοείται ότι υπήρχε παράλληλα και η άλλη, μη ηθική, πλευρά των πραγμάτων. Το ότι η ηθική είναι αδυναμία είναι, απλώς, η κακόγουστη δικαιολογία ανθρώπων που είναι πνευματικώς τεμπέληδες και δεν θέλουν να κάνουν καμμία προσπάθεια για βελτίωση του εαυτού τους ή ανθρώπων που επιθυμούν διακαώς την κυριαρχία και ταυτίζονται με αυτήν και γι’ αυτό δεν θέλουν εμπόδια συνείδησης στον δρόμο τους. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν παντού και σε κάθε ιστορική εποχή.

   Αυτό το κοινωνικό υπόβαθρο είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί πάντοτε αποτελούσε και αποτελεί τον δέκτη των πολιτικών μηνυμάτων, η πολιτική προσπαθεί να προσαρμοστεί σε αυτό το υπόβαθρο. Δηλαδή έχουμε, από το ένα μέρος, την κοινωνία που πάντοτε έχει μεικτά κίνητρα και δυνατότητες, ηθικά και μη ηθικά στοιχεία, και, από το άλλο μέρος, την πολιτική ηγεσία και τους ισχυρούς κοινωνικούς παράγοντες που έχουν τους δικούς τους σκοπούς και προσπαθούν να τους προσαρμόσουν στο κοινωνικό σώμα, για να μπορούν να τους πετύχουν.

   Να διευκρινίσω, επίσης, ότι η ηθική έχει πάντοτε σχέση με το νόημα και τον σκοπό των επιλογών και των πράξεών μας, αποτελώντας τον συνεκτικό ιστό που είναι αναγκαίος για την εκδίπλωση του νοήματος, είτε αυτό το νόημα είναι η ειρήνη, είτε η δικαιοσύνη και όποιο άλλο, αλλά που πάντοτε αποβλέπει στο νόημα της ενότητας, επειδή το νόημα εκ φύσεως πάντοτε εκφράζει και ρυθμίζει σχέσεις. Έχοντας, λοιπόν, υπ’ όψη τέτοιες δυνατότητες στο ηθικό υπόβαθρο της αρχαίας Αθήνας, θα επιχειρήσω να διευκρινίσω και να κρίνω ορισμένες απόψεις διατυπωμένες στους λόγους και την πολιτική του Περικλή. Θα ξεκινήσω με τον περίφημο Επιτάφιο του Περικλή και έναν άλλο λόγο που εκφώνησε στη διάρκεια των πρώτων χρόνων του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως αυτοί διατυπώνονται στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Θα αναφερθώ επίσης στον λόγο που εκφώνησε ο πρέσβης της Αθήνας στην σύσκεψη των μελών της Πελοποννησιακής Συμμαχίας που έγινε στη Σπάρτη πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, που δεν φαίνεται να απέχει και πολύ από τον λόγο των Αθηναίων στους Μήλιους κάποια χρόνια αργότερα, μετά τον Περικλή.

   Μεγάλοι ηγέτες σαν τον Περικλή αξίζουν μία πιο ενδελεχή ματιά, όχι μόνο με τα συνηθισμένα κριτήρια δύναμης με τα οποία κρίνουμε τους ηγέτες, αλλά πιο ολιστικά, για να είμαστε δίκαιοι και με την ιστορία και με τις αρχές που λέμε πως πρέπει να την διέπουν. Μάλιστα, η ελληνική ιστορία έχει τόσους σπουδαίους ηγέτες σε κάθε τομέα, που δεν πρέπει να φοβόμαστε πως θα μείνουμε χωρίς κάτι αξιόλογο, αν μειώσουμε την αίγλη κάποιου από  αυτούς. Στην ουσία, μία τέτοια ματιά είναι αναγκαία για να διευκρινίσουμε τις έννοιες που διέπουν τη ζωή μας και να κάνουμε την αναγκαία ιεράρχησή τους.

 

Θα ξεκινήσω με σχόλια στον λόγο του Περικλή “Επιτάφιο”.

Σχόλια στον «Επιτάφιο» του Περικλή                                                                                                        

1.-Αρχικά, είναι φανερό ότι ο Περικλής φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά την ανθρώπινη ψυχολογία, γι’ αυτό ήταν ικανός να τους πείθει επί μακρόν. Για παράδειγμα, λέει στον Επιτάφιο: “Διότι οι έπαινοι, που λέγονται δι’ άλλους, επί τοσούτον μόνον είναι ανεκτοί, εφ’ όσον έκαστος νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώση όμοια ή ανάλογα των επαινουμένων. Ό,τι δήποτε υπερβαίνει τούτο προκαλεί αμέσως τον φθόνον και την δυσπιστίαν” (σελ. 67). Προσπαθώντας, λοιπόν, στον λόγο του αυτόν να αποφύγει αυτό το εμπόδιο, επαινεί όχι μόνον τους προγόνους αλλά και αυτούς τους συγχρόνους τους στους οποίους απευθύνει τον λόγο του, τους επαινεί για τη διατήρηση της ίδιας της πόλης και της ηγεμονίας της αλλά και για την άριστη κοινωνική τους συμπεριφορά. Απέφυγε με αυτόν τον τρόπο την δυσπιστία και τον φθόνο τους. Δηλαδή, επαινώντας τους, τούς αίρει στο επίπεδο του σωστού πολίτη και ανθρώπου, όμοιους ή σχεδόν όμοιους με τους μεγάλους προγόνους τους.

Θα ρωτήσει κανείς αν είναι λάθος η ικανότητα της πειθούς. Δεν είναι η ικανότητα καθεαυτήν που είναι καλή ή κακή, αλλά το κριτήριο πάνω στο οποίο βασίζεται αυτή. Και ο Αριστείδης είχε αυτή την ικανότητα όπως φάνηκε στο παραπάνω παράδειγμα, αλλά είχε διαφορετική κατεύθυνση. Ο Περικλής επιθυμούσε αυτό που ήταν ωφέλιμο για την πόλη (όπως την ευημερία) αδιαφορώντας όμως για τις άλλες πόλεις, ενώ ο Αριστείδης απευθυνόταν στην αίσθηση ηθικής του ανθρώπου, θέλοντας να μη βλάψει τους υπόλοιπους. Πιστεύω ότι αυτό πρέπει να είναι το τελικό κριτήριο με το οποίο θα πρέπει να κρίνουμε τους πολιτικούς.

Αν ο αθηναϊκός κόσμος δεν είχε ηθικά κριτήρια, τότε αυτή η επεκτατική πολιτική του Περικλή θα ήταν μονόδρομος γι’ αυτόν και οποιαδήποτε αντίθετη απαίτηση θα ήταν μαξιμαλιστική και μία φαντασίωση, γιατί ο συνεχής ανταγωνισμός (που υπάρχει ούτως ή άλλως στον κόσμο) δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον με το να μην κάνει κανείς τίποτε ή να είναι παθητικός και αδύναμος. Φαινόταν όμως πως τα ηθικά κριτήρια ήδη υπήρχαν σύμφωνα με τα παραπάνω. Επομένως, ο Αθηναίος ηγέτης μπορούσε να έχει διαφορετικά κριτήρια στην πολιτική του σκέψη, αντί να επιλέξει να απευθυνθεί στα ιδιοτελή ένστικτα των ανθρώπων για να διατηρηθεί η κυριαρχία της πόλης τους, θα μπορούσε να επιλέξει τα ηθικά τους ένστικτα, για να μη βλάψει τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.

Αποδεχόμενοι ότι μία τέτοια δυνατότητα υπήρχε, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Περικλής δεν έκανε, τελικά, τίποτε διαφορετικό από αυτό που αποτελούσε ανέκαθεν τον πυρήνα της πολιτικής σκέψης στον κόσμο: ο ισχυρός να κυριαρχεί, εμποδίζοντας την ελευθερία και την ευημερία των άλλων. Ωστόσο, ταυτόχρονα, υπήρχε και η άλλη πλευρά που έκανε ξεχωριστό τον Αθηναίο ηγέτη: ο Περικλής ήταν ανώτερος χρημάτων (όπως βεβαιώνει ο Θουκυδίδης) και πραγματικά ενδιαφερόταν για την ευμάρεια της Αθήνας, της δικής του πόλης. Αυτή ήταν μια σημαντική προσωπική διαφορά του προσώπου από τις συνήθεις περιπτώσεις ηγετών – αν και, κατά την γνώμη μου, αυτή η διαφορά δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να θεραπεύσει την ηθική έλλειψη της πολιτικής του σκέψης και των επιδιώξεων της πολιτικής του. Όπως και να έχει, το κριτήριο της πολιτικής του ήταν καθαρά κριτήριο δυνάμεως και ως τέτοιο οδηγεί τελικά πάντοτε σε καταστροφές, όταν με τον χρόνο αναδύονται οι φυσιολογικές αντιδράσεις από τους αδικούμενους και η δύναμη αναπόφευκτα αρχίζει να φθίνει.

Είναι βέβαια δύσκολο να κρίνει κανείς εποχές που δεν γνωρίζει ο ίδιος και είναι μακρινές. Αλλά και στον Πλούταρχο γίνονται ορισμένες ιστορικές αναφορές που συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης. Το ότι ο Πλούταρχος έζησε σχεδόν έξι αιώνες μετά τον Περικλή και δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας των τότε γεγονότων δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα, γιατί εμείς ζούμε εικοσιπέντε αιώνες αργότερα, οπότε βρισκόμαστε σε πολύ χειρότερη εποπτική θέση από εκείνον.

 

2.-Ο Αθηναίος ηγέτης θεωρεί την Αθήνα πόλη-πρότυπο για τον κόσμο. “Αλλά αφού πρώτον εξηγήσω από ποίας αρχάς εμπνεόμενοι εφθάσαμεν εις την σημερινήν περιωπήν και υπό ποίους θεσμούς και με ποίον τρόπον ζωής η ακμή μας έγινε τόσον μεγάλη…”. Το ότι ήταν πρότυπο πρέπει να ήταν και αληθινό και πρέπον. Αλλά θα πρέπει να διακρίνει κανείς αν οι αρχές που λέει πως θεμελίωσαν το μεγαλείο της πόλης συνέχισαν να τηρούνται στην εποχή του ή αν, απλώς, η συσσωρευμένη ισχύς (υλική και πνευματική) είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται πλέον με αντίθετη κατεύθυνση. Το μεγαλείο και η ακμή μπορεί να έχουν διάφορες ποιότητες και κατευθύνσεις. Υπάρχει η δύναμη που έχει και αυτή ένα είδος μεγαλείου, υπάρχει και το πνεύμα που έχει και αυτό ένα άλλου είδους μεγαλείο. Η αρχαία Αθήνα σε κάποια περίοδο συνδύασε και τα δύο. Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, όταν η ισχύς είναι συσσωρευμένη, γιατί τότε οι παρεκκλίσεις από τις μεγάλες αρχές μπορεί να μη γίνονται αισθητές και να καλύπτονται από την ισχύ. Για παράδειγμα, η ευημερία, σε όλες τις εποχές, σπάνια κάνει τους ανθρώπους να αναρωτιούνται για το ήθος των πολιτικών αποφάσεων και, ακόμη χειρότερα, τους κάνει να ταυτίζουν την ευημερία με το πολιτικό ήθος, δηλαδή θεωρούν πως, εφ’ όσον ευημερούν, τότε η πολιτική ασκείται με ήθος. Αυτό συμβαίνει γιατί ενδιαφέρονται μόνον για τη δική τους περιορισμένη κοινωνία. Αλλά μπορεί αυτή η ευημερία να οφείλεται στο ότι άλλοι, έξω από την συγκεκριμένη κοινωνία, χάνουν τη δική τους ευημερία. Έτσι συνέβη με τον αποκλεισμό των άλλων Ελλήνων από τα λιμάνια εκ μέρους της Αθήνας. Το ίδιο συμβαίνει και στην εποχή μας. Η ανισότητα και η εκμετάλλευση δεν υπάρχει μόνον μεταξύ των ατόμων, αλλά και μεταξύ των χωρών. Αυτό μπορεί να είναι σύνηθες στον κόσμο, αλλά σε αυτή την περίπτωση το μεγαλείο έχει πια εκπέσει στο πεδίο του ανταγωνισμού και της συνηθισμένης σύγκρουσης των δυνάμεων. Χάνει το ηθικό του πρόσημο και δεν μπορεί κανείς να το επικαλείται αναμεμειγμένο με ένα ηθικό κύρος που έχει πια απολέσει.

(Συνεχίζεται)

20/10/22

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ                                                                                                                                                 

 

Σχετικά άρθρα