ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΨΥΧΗ

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ: Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ

- Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

- Σόλων ΜΚΟΟι περισσότεροι απ’ όσους έχουν γράψει για τις σχέσεις της ψυχανάλυσης με την πολιτική στάθηκαν, μονόπλευρα, πάνω σε μεμονωμένες διατυπώσεις του Φρόιντ, ή πάνω στα γραπτά του που αποτελούν παρεκβάσεις και εμφιλοχωρήσεις στα πεδία της φιλοσοφίας, της κοινωνίας και της ιστορίας (Δυσφορία μες στον Πολιτισμό. Το μέλλον της αυταπάτης, Μωυσής). Και απ’ αυτά τα κείμενα συνήγαν, σχεδόν πάντα, «απαισιόδοξα» ή «αντιδραστικά» συμπεράσματα σχετικά με τις συνέπειες της ψυχανάλυσης ως προς τα προτάγματα κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού. Οι ίδιοι οι ψυχαναλυτές, στο – ελάχιστο – μέτρο που εκφράζουν μια γνώμη γι’ αυτά τα ζητήματα, φαίνονται να αρκούνται σ’ αυτά τα «συμπεράσματα», ύποπτα δε και οκνηρά κλείνουν εσπευσμένα το θέμα.

Πέρα απ’ αυτό, είναι πολύ πιο σοβαρό, το ότι χρειάστηκε να συγκαλυφθούν μερικά θεμελίωση και ουσιαστικά ερωτήματα, που βαραίνουν πολύ περισσότερο απ’ τις «γνώμες» του Φρόιντ. Ποια είναι η σημασία της ίδιας της ψυχανάλυσης, ως θεωρίας και ως πράξης; Ποιες είναι οι συνέπειές της, που ασφαλώς δεν ερευνήθηκαν όλες απ’ τον Φρόιντ; Η ψυχανάλυση δεν έχει καμία σχέση με το απελευθερωτικό κίνημα της Δύσης; Η προσπάθεια να γίνει γνωστό το ασυνείδητο, και να αλλοιωθεί το ανθρώπινο υποκείμενο, δεν έχει καμία σχέση με το ζήτημα της ελευθερίας και με τα ερωτήματα της φιλοσοφίας; Η ψυχανάλυση θα μπορούσε να υπάρξει έξω από τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες της Ευρώπης; Η γνώση του ασυνείδητου δεν μπορεί να μας διδάξει τίποτα σχετικά με την κοινωνικοποίηση του ατόμου, και άρα με τους κοινωνικούς θεσμούς; Γιατί ο πρακτικός στόχος της ψυχανάλυσης στο ατομικό πεδίο θα πρέπει να μηδενίζεται αυτομάτως όταν περνάμε στο συλλογικό πεδίο; Είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώνουμε ότι τα ερωτήματα αυτά ανακινούνται σπανιότατα, και ποτέ ικανοποιητικά. Στις σελίδες που ακολουθούν συνοψίζω, και διευρύνω, τα συμπεράσματα είκοσι πέντε χρόνων δουλειάς.

* * *

Θα αρχίσω από μια φράση του Φρόιντ που τη θεωρώ βαθιά και αληθινή. Ο Φρόιντ έγραψε κάποτε ότι η ψυχανάλυση, η παιδαγωγική και η πολιτική είναι τα τρία αδύνατα επαγγέλματα. Η φράση βρίσκεται στο κείμενο για την Περατή και απέραντη ανάλυση. Υπήρχε ήδη σε ένα προηγούμενο κείμενο του Φρόιντ, πρόλογο σε βιβλίο άλλου συγγραφέα. Ο Φρόιντ φαίνεται να τη θεωρεί σαν ένα είδος παραδοσιακής εκφράσεως.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Φρόιντ δε μιλάει για ψυχανάλυση, παιδαγωγική και πολιτική, αλλά για ψυχανάλυση, παιδαγωγική και κυβέρνηση (Regierung). Αλλά νομίζω ότι στην ουσία μιλάει για αυτό το πρόβλημα που μας ενδιαφέρει και εμάς. Αναφέρει μεν τα τρία αυτά επαγγέλματα, αλλά δεν λέει γιατί τα θεωρεί αδύνατα. Ο όρος αδύνατος πρέπει να ληφθεί, νομίζω, και κυριολεκτικά και μετά κόκκου άλατος, δεδομένου ότι εντέλει ο Φρόιντ δημιούργησε την ψυχανάλυση και την ασκούσε συνεχώς.

Αλλά νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε απάνω στη χρήση αυτού του όρου: αδύνατο. Ο Φρόιντ δε λέει ότι αυτά τα τρία επαγγέλματα είναι τρομερά δύσκολα, όπως π.χ., η νευροχειρουργική, ή το να είσαι πιανίστας και να δίνεις κοντσέρτα, ή να είσαι sharpa και να ανεβάζεις τους ανθρώπους πάνω στα Ιμαλάια. Είπε αδύνατα. Μήπως μπορούμε να σκεφτούμε ότι είναι αδύνατα γιατί έχουν να κάνουν με το πιο αδάμαστο από όλα τα υλικά, το ανθρώπινο ον;

Ούτε αυτό νομίζω ότι στέκεται, διότι τελικά και οι στρατηγοί και οι πολιτικάντηδες και οι πόρνες ασχολούνται με το ανθρώπινο υλικό, και δεν θα λέγαμε ότι το επάγγελμα της πόρνης ή του πολιτικού ή του στρατηγού είναι αδύνατο. Βέβαια μπορούμε να σκεφτούμε ένα λόγο για τον οποίο η ψυχανάλυση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδύνατη, το γεγονός ότι ο σκοπός της είναι να αλλάξει και όχι απλώς να μεταχειριστεί ή να χειριστεί τα ανθρώπινα όντα όπως είναι.

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Παράδειγμα, ένας ψυχίατρος ο οποίος ακολουθεί τη λεγόμενη μπεχαβιοριστική θεραπεία, ο οποίος νομίζει ότι θεραπεύει τους αρρώστους με ποινές και αμοιβές, ή ένας «παιδαγωγός», όπως ο πατέρας του προέδρου Σρέμπερ, ή οι φύλακες ενός ναζιστικού ή σταλινικού στρατοπέδου συγκεντρώσεως, είτε στο 1984 του Όργουελ οι πράκτορες του Μινιλάβ και ο ίδιος ο Ό ΄Μπράιεν. Όλοι αυτοί δρουν για να αλλάξουν τα ανθρώπινα όντα και συχνά το πετυχαίνουν.

Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ο σκοπός της δραστηριότητάς τους είναι ήδη πλήρως καθορισμένος στη σκέψη του δρώντος. Στα παραδείγματα που ανέφερα ο σκοπός αυτός είναι να ξεριζωθεί από τη σκέψη και από την ψυχή του πάσχοντος, ας πούμε, κάθε ίχνος βουλήσεως και κάθε ιδίας σκέψεως. Επίσης ο δρων χρησιμοποιεί καθορισμένα μέσα και υποτίθεται ότι ασκεί πλήρη έλεγχο και των μέσων και της όλης διαδικασίας. Ότι μπορεί φυσικά να αποτύχει και ότι όλες αυτές οι αποτυχίες δεν είναι καθόλου τυχαίες, δεδομένης της φύσεως του ανθρώπινου όντος, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Τέλος, σε αυτές τις περιπτώσεις, και οι σκοποί και τα μέσα υποτίθεται ότι βρίσκονται σε μιαν ορθολογική και, κατά τη δική μου ορολογία, συνολιστική-ταυτιστική σχέση. Δηλαδή: δεδομένων των συνθηκών και των όρων, συμπεριλαμβανομένης και όποιας γνώσης μπορεί να έχει αυτός που δρα, δεδομένων των σκοπών του, δεδομένου του τι γνωρίζει ή νομίζει ότι γνωρίζει για το αντικείμενό του, για τον άνθρωπο που έχει στα χέρια του, δρα ή θα έπρεπε να δρα με τον πιο ορθολογικά αποτελεσματικό τρόπο.

Φυσικά αυτή η γνώση που χρησιμοποιείται εργαλιακά, και χρησιμοποιείται ενδεχομένως για σκοπούς που τους θεωρούμε τρομερά απάνθρωπους, μπορεί να περιέχει, και συχνά περιέχει, γνώση βαθιών ψυχικών διαδικασιών. Αυτό το έδειξε π.χ. ο Μπρούνο Μπέτελχεμ αναλύοντας τη μεταχείριση των αιχμαλώτων στα ναζιστικά στρατόπεδα, όπου η κύρια μέθοδος ήταν η συντριβή της εικόνας που είχε ο αιχμάλωτος για τον εαυτό του, της αυτοεικόνας του φυλακισμένου, αν μπορώ να την ονομάσω έτσι. Πρόκειται για καταστροφή των στοιχείων που συγκροτούν την ταυτότητά του. Και ο Όργουελ άλλωστε, δείχνει με πολύ βάθος την ίδια διαδικασία στο 1984. Τώρα αν θεωρήσουμε την ψυχανάλυση, βλέπουμε ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Οποιαδήποτε και να είναι η απόληξη των συζητήσεων για τους σκοπούς ή το τέλος της αναλύσεως, ο αντικειμενικός σκοπός που προσπαθεί να φτάσει ο αναλυτής δεν μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα με καθορισμένους και συγκεκριμένους όρους.

Ο Ό ΄Μπράιεν, στο 1984 του Όργουελ, φτάνει στον σκοπό του όταν ο Σμίθ, ο οποίος είναι ο ήρωας και το θύμα της ιστορίας, όχι απλώς ομολογεί όλα όσα του ζητούσαν να ομολογήσει, αλλά παραδέχεται μέσα του ότι πραγματικά αγαπούσε τον Big Brother. Η τελευταία και βαθύτερη στιγμή του βιβλίου, είναι η τελευταία φράση (την οποία συνήθως οι κριτικοί την παραβλέπουν γιατί βλέπουν τα άλλα), όπου ο Σμίθ κλαίει ανακαλύπτοντας ότι αγαπάει τον Big Brother.

Το να κάνουμε τους ανθρώπους πραγματικά να αγαπάνε τον Στάλιν ή τον Χίτλερ ή οποιονδήποτε άλλον (εύκολο ή δύσκολο είναι άλλη υπόθεση), είναι μια κατάσταση του υποκειμένου την οποία μπορούμε να περιγράψουμε και να προσδιορίσουμε: ιδού ο σκοπός. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα το ανάλογο για την ψυχανάλυση.

Όπως ξέρουμε, ο Φρόιντ επέστρεψε συχνά στο ζήτημα του τέλους και των σκοπών της ανάλυσης, και του έδωσε διάφορες, και τουλάχιστον φαινομενικά, διαφορετικές απαντήσεις και διαφορετικούς ορισμούς.

Θα σταματήσω μια στιγμή σε μιαν από τις τελευταίες απαντήσεις που έδωσε, γιατί νομίζω ότι είναι η πιο περιεκτική, η πιο νόμιμη και η πιο επικίνδυνη. Είναι η περίφημη φράση στις Νέες διαλέξεις εισαγωγής στην ψυχανάλυση: «όπου ήταν Αυτό, πρέπει Εγώ να γίνω». Έχω συζητήσει αλλού (στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας) δια μακρών αυτήν τη διατύπωση, και θα δώσω εδώ μόνο τα συμπεράσματα της συζήτησης. Αν θεωρήσουμε, όπως δυστυχώς μας οδηγούν να εννοήσουμε οι αμέσως επόμενες διατυπώσεις του Φρόιντ, ότι η φράση αυτή σημαίνει: το Αυτό πρέπει να κατακτηθεί από το Εγώ, σαν να λέμε πρέπει να αποξηρανθεί και ενδεχομένως να καλλιεργηθεί όπως η Ζούιντερ-Ζεε, ο ολλανδικός κόλπος. Πράγματι, ένα μέρος της Ολλανδίας είναι αυτός ο αποξηραμένος και καλλιεργημένος κόλπος, και σε αυτό κυριολεκτικά αναφέρεται ο Φρόιντ· αν δώσουμε αυτό το νόημα στη φράση, τότε ορίζουμε στον εαυτό μας ένα σκοπό ο οποίος είναι και αδύνατος, δηλαδή ανεπίτευκτος, και τερατώδης. Αδύνατος και ανεπίτευκτος διότι δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινο ον του οποίου το ασυνείδητο έχει κατακτηθεί από το συνειδητό, του οποίου οι ενορμήσεις έχουν τελείως εμποτιστεί και ελέγχονται από τέτοιες λογικές θεωρήσεις, που έχει σταματήσει να φαντασιώνει και να ονειρεύεται.

Τερατώδης, διότι αν υπετίθετο ότι θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση, θα είχαμε ασφαλώς δολοφονήσει το στοιχείο που μας κάνει ανθρώπινα όντα και που δεν είναι, φυσικά, ούτε η λογική ούτε και η λογικότητα, με τη στενή έννοια, αλλά η ανεξέλεγκτη και ανελέγξιμη συνεχής ανάδυση της δημιουργικής ριζικής φαντασίας, μέσα στον ρου των παραστάσεων, των αισθημάτων και των επιθυμιών. (Όταν λέω αισθήματα δεν εννοώ τα αισθήματα του Ρομάντσου, εννοώ τα affects). Και πράγματι, ένας από τους σκοπούς της αναλύσεως είναι ακριβώς να απελευθερώσει αυτόν τον παραστατικό ρου από την απώθηση την οποία υφίσταται συνήθως εκ μέρους ενός Εγώ που είναι, κατά κανόνα, και κατά πρώτη προσέγγιση, άκαμπτο και, ουσιαστικά, κοινωνικό κατασκεύασμα.

Γι’ αυτό άλλωστε πρότεινα και προτείνω πάντα να συμπληρωθεί η φράση του Φρόιντ με ένα: εκεί που είμαι Εγώ πρέπει και Αυτό να αναδυθεί. Το αντικείμενο της ανάλυσης, ο σκοπός της ανάλυσης, δεν είναι να εκτοπίσει μια ψυχική αρχή (instance) προς όφελος μιας άλλης. Είναι να αλλάξει τη σχέση μεταξύ αρχών. Για να το πετύχει πρέπει να αλλοιωθεί ουσιαστικά μια από αυτές τις αρχές, το Εγώ ή το συνειδητό αν θέλετε. Εδώ δεν μας ενδιαφέρει η διαφορά της πρώτης και της δεύτερης τοπικής του Φρόιντ. Πως αλλοιώνεται αυτό το Εγώ; Δεχόμενο, προσδεχόμενο, αναλαμβάνον τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου, ανακαλώντας και στοχαζόμενο και αυτοστοχαζόμενο πάνω σε αυτά και καθιστάμενο ικανό να επιλέξει με σχετική διαύγεια ανάμεσα στις ενορμήσεις και στις ιδέες, για να αποφασίσει ποιες θα προσπαθήσει να πραγματοποιήσει.

Με άλλα λόγια, το Εγώ πρέπει να γίνει μια αυτοανακλαστική και αυτοστοχαστική υποκειμενικότητα, ικανή για στοχασμό και διαβούλευση. Ο σκοπός της ανάλυσης φυσικά δεν είναι κανενός είδους αγιότης. Όπως είπε άλλωστε ο Καντ έναν αιώνα πριν από τον Φρόιντ, κανένας δεν είναι ποτέ άγιος. Αυτό το σημείο, που μπορεί να φαίνεται κοινότοπο, έχει μεγάλη σημασία, γιατί δείχνει σε πιο βαθμό η ψυχανάλυση αντιτίθεται ρητά σε όλες τις ηθικές που στηρίζονται πάνω στην καταδίκη της επιθυμίας και συνεπώς πάνω στην ενοχή. Αν μπορώ όχι να συνοψίσω αλλά να παραστήσω την ηθική που είναι νομίζω η ηθική της ψυχανάλυσης, θα έλεγα: επιθυμώ να σας σκοτώσω ή να σας βιάσω αλλά δεν το κάνω. Συγκρίνετε αυτό με τον χριστιανικό λόγο. Εκ του κατά Ματθαίον Ιερού Ευαγγελίου το ανάγνωσμα: 5,27-28. «Ακούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου μοιχεύσεις. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού».

Πως θα μπορούσε ποτέ η ψυχανάλυση να ξεχάσει ότι το θεμελιακό γεγονός πάνω στο οποίο βασίζεται είναι το γεγονός ότι αρχίζουμε τη ζωή μας βλέποντας μια γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν, είτε είμαστε άντρες είτε είμαστε γυναίκες; Και συνεχίζουμε, είτε γυναίκες είμαστε είτε άντρες, βλέποντας και έναν άντρα προς το επιθυμήσαι αυτόν; Και ότι αυτή η επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να εκτοπιστεί, όπως το δείχνουν τα όνειρα ανθρώπων οποιασδήποτε ηλικίας, και, ακόμα πιο σημαντικό, ότι χωρίς αυτή την επιθυμία ποτέ δεν θα γινόμαστε ανθρώπινα όντα και, θα έλεγα, δεν θα μπορούσαμε καν να επιζήσουμε;

Αυτή την αλλοιωμένη σχέση ανάμεσα στις ψυχικές αρχές για την οποία μίλησα, μπορεί να την περιγράψει κανείς με τον εξής τρόπο: η απώθηση αντικαθίσταται από την αναγνώριση των περιεχομένων του ασυνειδήτου και από την ανάκλαση, αυτοανάκλαση και αυτοστοχασμό πάνω σε αυτά τα περιεχόμενα. Η ανάσχεση ή η καταναγκαστική αποφυγή ή η καταναγκαστική πράξη, υποχωρεί και ανοίγει τον δρόμο σε μια σχετικά διαυγασμένη διαβούλευση. Η σημασία αυτής της αλλαγής δεν έγκειται στο ότι με αυτόν τον τρόπο εκτοπίζουμε τις ψυχικές συγκρούσεις. Ουδείς ποτέ μας υπεσχέθη ότι έχουμε δικαίωμα, εκ γενετής, σε μια ψυχική ζωή άνευ συγκρούσεων. Η σημασία της έγκειται στην εγκαθίδρυση μιας αυτοστοχαστικής και διαβουλευτικής υποκειμενικότητας, η οποία δεν έχει γίνει ψευτολογική και κοινωνικά προσαρμοσμένη μηχανή, αλλά αντιθέτως έχει αναγνωρίσει και ελευθερώσει τη ριζική φαντασία που βρίσκεται στον πυρήνα της ψυχής. Επιμένω ότι στη φράση του Φρόιντ, αυτό το περίφημο werden πρέπει να μεταφραστεί «γίνομαι», όπου ήταν Αυτό πρέπει Εγώ να γίνω, ή να γίνομαι, διότι αυτή η υποκειμενικότητα που προσπαθώ να περιγράψω είναι μια διαδικασία και όχι μια κατάσταση στην οποία φτάνουμε μια για πάντα.

Γι’ αυτό επίσης θα έλεγα ότι μπορούμε απλώς να διαυγάσουμε τον σκοπό της ανάλυσης και όχι να τον ορίσουμε αυστηρά. Αυτό που ονομάζω πρόταγμα της αυτονομίας, στο πεδίο του ατομικού ανθρωπίνου όντος, είναι η αλλοίωση, η μεταμόρφωση του υποκειμένου, με τέτοιον τρόπο που να μπορέσει να μπει και να μείνει σε αυτήν τη διαδικασία.

Από αυτή την άποψη ο σκοπός της ψυχανάλυσης είναι ομοούσιος, αν μπορώ να πω, με το πρόταγμα της αυτονομίας. Αυτός ο σκοπός φυσικά δεν μπορεί να επιτευχθεί, και ούτε καν να πλησιαστεί, χωρίς την ενέργεια του αναλυομένου, δηλαδή την ανάμνηση, την επανάληψη, τη διεργασία των περιεχομένων του ασυνειδήτου. Ο αναλυόμενος είναι φυσικά ο κύριος δρων μέσα στην ψυχαναλυτική διαδικασία.

Συνεπώς εδώ δεν μπορούμε να βρούμε μέσα χωρισμένα από τους σκοπούς. Οι διάφορες όψεις του πλαισίου και της ρύθμισης της αναλυτικής διαδικασίας – το ντιβάνι, οι ώρες κ.λ.π. – δεν είναι τα μέσα της, είναι οι όροι κάτω από τους οποίους μπορεί η διαδικασία να εκτυλιχθεί. Η ίδια η διαδικασία είναι αναλυτική διαδικασία μόνο στο μέτρο που είναι ταυτόχρονα και μέσο και σκοπός. Π.χ. οι ελεύθεροι συνειρμοί του αναλυομένου δεν είναι ένα μέσο της αναλύσεως. Καθώς οι ελεύθεροι συνειρμοί εκτυλίσσονται, ήδη αυτό το ξετύλιγμα εκφράζει και πραγματοποιεί την αναπτυσσόμενη ικανότητα του αναλυομένου να ελευθερώσει τον παραστασιακό του ρου και συνεπώς, διότι αυτά τα πράγματα πηγαίνουν αδιάσπαστα μαζί, να αναγνωρίσει και τα αισθήματά του και τις επιθυμίες του. Και αυτή η ελευθέρωση του παραστασιακού ρου, που γίνεται στην ψυχαναλυτική συνεδρία, επάγει την είσοδο επί σκηνής, φυσικά με τη συγκεκριμένη στήριξη των ερμηνειών του αναλυτή, της στοχαστικής δραστηριότητας του αναλυομένου. Ο αναλυόμενος στοχάζεται, στοχάζεται τον εαυτό του και πάνω στον εαυτό του ανακλάται αν μπορώ να πω, επιστρέφει πάνω στο υλικό το επαναλαμβάνει ή το επαναδέχεται.

Για αυτούς ακριβώς τους λόγους η ψυχανάλυση δεν είναι μια τεχνική και νομίζω ότι είναι εσφαλμένο να μιλάμε για ψυχαναλυτική τεχνική. Η ψυχανάλυση είναι μια πρακτικο-ποιητική δραστηριότητα, όπου και οι δύο συμμετέχοντες είναι δρώντες, έστω και αν ο αναλυόμενος είναι ο κύριος δρων, διότι αυτός αναπτύσσει με την αυτενέργειά του τη διαδικασία.

Την ονομάζω ποιητική γιατί είναι δημιουργική. Το αποτέλεσμα της είναι, ή πρέπει να είναι, η αυτοαλλοίωση του αναλυόμενου, δηλαδή, αν σκεφτόμαστε αυστηρά, η ανάδυση ενός άλλου όντος. Την ονομάζω πρακτική, γιατί ονομάζω πράξη εν γένει τη διαυγασμένη δραστηριότητα, το αντικείμενο της οποίας είναι η ανθρώπινη αυτονομία και για την οποία το μόνο μέσο για να φτάσει αυτό το αντικείμενο είναι η ίδια η αυτονομία καθώς εκτυλίσσεται.

* * *

Από αυτή την άποψη, για να περάσουμε τώρα σε ένα δεύτερο σημείο, τα πράγματα είναι αρκετά ανάλογα στην παιδαγωγική. Η παιδαγωγική αρχίζει στην ηλικία μηδέν. Και κάνεις δεν ξέρει πότε τελειώνει. Εγώ νομίζω ότι εξακολουθώ και παιδαγωγούμαι, κατά κάποιον τρόπο, και από τον εαυτό μου και από τους άλλους. Ο σκοπός της παιδαγωγικής, μιλάω φυσικά de iure, δεοντολογικά, είναι να βοηθήσει αυτό το νεογέννητο εύελπι και τερατώδες ον, το hopeful και dreadful monster, να γίνει ένα ανθρώπινο ον.

Αυτός είναι ο σκοπός της παιδείας: να μεταμορφώσει, να αλλοιώσει αυτή τη δέσμη των ενορμήσεων και αυτή την αχαλίνωτη φαντασία, για να γίνει ένας άνθρωπος με την πλήρη έννοια του όρου. Άνθρωπος, όρος που τον χρησιμοποιώ εδώ όχι με τη βιολογική του σημασία αλλά με τη σημασία ενός αυτόνομου όντος, με την έννοια της αυτονομίας που έδωσα πιο πάνω, και θα μπορούσαμε να πούμε, για να θυμηθούμε και τον Αριστοτέλη, ενός όντος με την ικανότητα να κυβερνά και να κυβερνάται. Σε κάθε στιγμή η παιδαγωγική θα πρέπει να αναπτύξει την αυτενέργεια του υποκειμένου, χρησιμοποιώντας αυτή την ίδια την αυτενέργεια. Αυτό είναι όλο το πρόβλημα της παιδαγωγικής. Ο σκοπός της παιδαγωγικής δεν είναι να διδάξει ιδιαίτερα πράγματα, ιδιαίτερα μαθήματα αλλά να αναπτύξει στο υποκείμενο την ικανότητα να μαθαίνει, να μαθαίνει να ανακαλύπτει, να μαθαίνει να επινοεί. Φυσικά, αυτό η παιδαγωγική δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να διδάξει μερικά πράγματα, όπως και η ανάλυση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τις ερμηνείες του αναλυτή. Αλλά όπως και στην ανάλυση, τα θέματα ή τα στοιχεία που γίνονται αντικείμενο διδαχής, πρέπει πάντα να τα θεωρούμε σαν στηρίγματα πάνω στα οποία προχωράμε. Και δεν προχωράμε απλώς για να μπορέσουμε να διδάξουμε μια αυξανόμενη ποσότητα γνώσεων, αλλά για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τις ικανότητες του παιδιού – ή του οποιουδήποτε είναι το αντικείμενο της παιδαγωγικής δραστηριότητας – για μάθηση, επινόηση, εφεύρεση.

Ασφαλώς η παιδαγωγική πρέπει να διδάσκει πράγματα και, από αυτή την άποψη, πολλές υπερβολές ορισμένων μοντέρνων παιδαγωγικών σχολών είναι κατά τη γνώμη μου καταδικαστέες. Δυο αρχές μου φαίνονται όμως απολύτως αναμφισβήτητες. Κάθε παιδαγωγική διαδικασία που δεν αποσκοπεί στην κατά το μέγιστο δυνατόν ανάπτυξη της αυτενέργειας των παιδαγωγουμένων είναι κακή· και κάθε παιδαγωγικό σύστημα που δεν μπορεί να απαντήσει έλλογα στην ενδεχόμενη ερώτηση των παιδαγωγουμένων: γιατί θα έπρεπε να μαθαίνουμε αυτό το πράγμα; – κάθε τέτοιο παιδαγωγικό σύστημα είναι ελαττωματικό.

Δεν μπορώ εδώ να μπω στο τεράστιο θέμα των σχέσεων ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την παιδαγωγική, αλλά τουλάχιστον μια παρανόηση πρέπει να διαλυθεί. Φυσικά η ψυχανάλυση δεν υποθέτει, δεν βάζει σαν αξίωμα ή σαν αίτημα, ένα ενδογενώς καλό ανθρώπινο ον. Ούτε πιστεύει, όπως ο Ράιχ ή ο Μαρκούζε ή μερικοί Γάλλοι ιδεολόγοι της επιθυμίας, ότι το μόνο που θα είχαμε να κάνουμε θα ήταν να αφήσουμε τις επιθυμίες και τις ενορμήσεις να εκφραστούν ελεύθερα, για να δημιουργηθεί η παγκόσμια ευτυχία. Αν αφήναμε τις ενορμήσεις και τις επιθυμίες, όχι να εκφραστούν, να πραγματοποιηθούν ελεύθερα, δεν θα είχαμε την παγκόσμια ευτυχία αλλά την παγκόσμια σφαγή. Για την ψυχανάλυση, όπως άλλωστε και για τον κοινό νου και για όλους τους σημαντικούς στοχαστές, αρχίζοντας από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έως τον Ρουσσώ και τον Ντιντερό, ένα ενηλικιωμένο ανθρώπινο ον έχει κατ’ ανάγκην εσωτερικεύσει έναν τεράστιο αριθμό περιορισμών που του έχουν επιβληθεί εξωτερικά, και που αποτελούν εφεξής αναπόσπαστο τμήμα της ψυχής του. Από ψυχαναλυτική σκοπιά, αυτό το ενηλικιωμένο ον έχει κατ’ ανάγκη παραιτηθεί από την παντοδυναμία, έχει δεχτεί ότι οι λέξεις δεν σημαίνουν αυτό που θέλει να σημαίνουν, όπως λέει ο Χάμπτυ-Ντάμπτυ στην Αλίκη, αλλά σημαίνουν αυτό που η κοινότητα αποφάσισε ότι σημαίνουν, έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη άλλων ανθρωπίνων όντων των οποίων οι επιθυμίες συχνά, ή περίπου πάντα, είναι αντίθετες με τις δικές του επιθυμίες, και ούτω καθεξής.

Αυτή η ψυχαναλυτική περιγραφή μπορεί να μεταφραστεί κοινωνικο-ιστορικά, να βρει το αντίστοιχό της στο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο, αν πούμε ότι αυτό το ον έχει εσωτερικεύσει δυνάμει το σύνολο της υπάρχουσας θέσμισης της κοινωνίας, και ειδικότερα τις φαντασιακές σημασίες που σε κάθε ιδιαίτερη κοινωνία οργανώνουν τον ανθρώπινο και μη ανθρώπινο κόσμο και του δίνουν ένα νόημα.

Έτσι, από την ψυχαναλυτική άποψη η παιδαγωγική είναι η ανατροφή του νεογέννητου, που το φέρνει στην κατάσταση την οποία περιγράψαμε, με την ελάχιστη δυνατή αναστολή της ριζικής του φαντασίας και τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη της αυτοστοχαστικότητάς του.

Όμως από την κοινωνικο-ιστορική άποψη, αν πάρουμε τις κοινωνίες έτσι όπως υπάρχουν, η παιδαγωγική θα έπρεπε, και πρέπει, όπως και συμβαίνει στην πραγματικότητα, να αναθρέψει τον παιδαγωγούμενο με τέτοιον τρόπο ώστε να εσωτερικεύσει και συνεπώς να δεχθεί, και μάλιστα να αποδεχθεί, τους υπάρχοντες θεσμούς όποιοι και να είναι. Είναι σαφές ότι εδώ έχουμε φτάσει σε μια τουλάχιστον φαινομενική αντινομία, αλλά και σε μια βαθιά και δύσκολη ερώτηση. Αυτό μας φέρνει ακριβώς στο πρόβλημα του τρίτου αδύνατου επαγγέλματος, της πολιτικής, και στο πρόταγμα της αυτονομίας ως αναγκαστικά κοινωνικό και όχι απλώς ατομικό πρόταγμα. Πριν να περάσουμε σε αυτό το σημείο,θα ήθελα να σημειώσω κάτι επιπλέον για τον φροϋδικό όρο της αδυναμίας ή αδυνατότητας με το οποίο άρχισα.

Όπως βλέπουμε, αυτή η αδυνατότητα, τόσο της ψυχανάλυσης όσο και της παιδαγωγικής, έγκειται στο ότι και οι δυο πρέπει να χρησιμοποιούν μια αυτονομία, που δεν υπάρχει ακόμα, για να βοηθήσουν τη δημιουργία της αυτονομίας του αντικειμένου. Για τη συνηθισμένη λογική, την ταυτιστική συνολιστική, αυτό φαίνεται σαν μια λογική αδυνατότητα. Αλλά φυσικά η ανθρώπινη πραγματικότητα υπερβαίνει την ταυτιστική και συνολιστική λογική.

Η αδυνατότητα εμφανίζεται επίσης, τουλάχιστον έτσι φαίνεται, στην περίπτωση της παιδαγωγικής, με το γεγονός ότι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε αυτόνομα άτομα γίνεται μέσα στο πλαίσιο μιας ετερόνομης κοινωνίας, και, πέρα από αυτό, ίσως πολύ ριζικότερα, με την προσπάθεια να φτάσουμε στην αυτονομία ενώ, ή παρά το ότι, απορροφούμε και εσωτερικεύουμε δεδομένους θεσμούς.

Η λύση, ή τουλάχιστον η προσπάθεια της λύσης αυτού του τρομερού αινίγματος, είναι η πλέον αδύνατη δουλειά, το πλέον αδύνατο καθήκον, μπορώ να πω, της πολιτικής. (Φυσικά με τη λέξη πολιτική δεν εννοώ αυτά τα οποία διαβάζουμε στις εφημερίδες κάθε μέρα, ιδίως αυτόν τον καιρό). Τόσο περισσότερο αδύνατη, που και η ίδια η πολιτική, φυσικά, πρέπει να στηριχτεί σε μία μή υπάρχουσα ακόμη αυτονομία των ανθρώπων ως κοινωνικών ατόμων, προκειμένου να δημιουργήσει την αυτονομία.

Η ψυχανάλυση σκοπεύει να βοηθήσει το άτομο να γίνει αυτόνομο, δηλαδή, όπως είπα, ικανό για αυτοστοχαστική δραστηριότητα και διαβούλευση. Από αυτή την άποψη, η ψυχανάλυση ανήκει πλέον πλήρως στο τεράστιο κοινωνικο-ιστορικό ρεύμα και αγώνα για την αυτονομία, στο ελευθερωτικό πρόταγμα, στο οποίο ανήκουν επίσης η δημοκρατία και η φιλοσοφία.

Αλλά, όπως ήδη είπαμε και η παιδαγωγική και η ψυχανάλυση από την αρχή βρίσκονται αντιμέτωπες με το πρόβλημα των υπαρχόντων θεσμών της κοινωνίας. Στην παιδαγωγική αυτό φαίνεται άμεσα και αμέσως. Για την ψυχανάλυση αυτή η συνάντηση είναι πιο κρυμμένη, ίσως γιατί δεν βλέπουμε τα πράγματα αρκετά καθαρά, αλλά είναι κατ’ ουσίαν η συνάντηση με το συγκεκριμένο Εγώ του αναλυομένου. Διότι αυτό το εγώ είναι κατά ένα τεράστιο μέρος, ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. Είναι κατ’ αρχήν προσχεδιασμένο για να λειτουργεί μέσα σε μια δεδομένη κοινωνική ρύθμιση και για να τη συντηρεί, να τη συνεχίζει και να την αναπαράγει. Δηλαδή να αναπαράγει τους υπάρχοντες θεσμούς. Αυτοί οι θεσμοί δεν συντηρούνται και δεν αναπαράγονται τόσο με ανοιχτή βια και ρητό εξαναγκασμό εκτός από σπάνιες περιπτώσεις· συντηρούνται και αναπαράγονται διότι ρυθμίζουν και προβλέπουν και οργανώνουν την εσωτερίκευσή τους από τα άτομα τα οποία οι ίδιοι οι θεσμοί κατασκευάζουν.

Αυτό που έλεγε ο Σιμωνίδης θετικά, ισχύει και, αν θέλετε να αξιολογήσετε, αρνητικά, για όλες τις περιπτώσεις: πόλις άνδρα διδάσκει. Το «διδάσκει» εδώ δεν σημαίνει του μαθαίνει γράμματα. Η πόλις φτιάχνει τον άνδρα, και τη γυναίκα φυσικά. Τον άνθρωπο.

Τι είναι αυτοί οι οι θεσμοί και οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες; Είναι δημιουργίες του κοινωνικού φαντασιακού, του θεσμίζοντος ριζικού φαντασιακού. Αυτό το φαντασιακό είναι η δημιουργική ικανότητα της ανώνυμης κοινότητας, έτσι όπως αυτή εμφανίζεται καθαρά π.χ. μέσα στη δημιουργία και την εξέλιξη της γλώσσας, ή των μορφών οικογενειακής ζωής, των ηθών, των ιδεών. Αυτή η κοινότητα δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει παρά ως θεσμισμένη. Αλλά οι θεσμοί της κάθε φορά είναι δική της δημιουργία· αλλά επίσης κάθε φορά, μόλις δημιουργηθούν ή ήδη τη στιγμή της δημιουργίας, εμφανίζονται στην κοινότητα, ή η κοινότητα τους παριστάνει στον εαυτό της σαν δοσμένους. Δοσμένους από τους προγόνους, από τους θεούς, από τον Θεό, από τη φύση, από τον λόγο, από τους νόμους της ιστορίας, από τις διαδικασίες του οικονομικού συναγωνισμού, κ.λπ. Έτσι γίνονται στέρεοι, άκαμπτοι και, κατ’ ουσίαν, παντού και πάντοτε σχεδόν, αντικείμενο λατρείας. Και μέσα σε αυτούς τους θεσμούς υπάρχει πάντα ένα κεντρικό ισχυρό και αποτελεσματικό στοιχείο, αυτοδιαιώνισης ή επανάληψης όπως θα λέγαμε στην ψυχανάλυση. Φυσικά το κύριο όργανο αυτής της διαιώνισης είναι αυτά τα ίδια τα κοινωνικά διαμορφωμένα και συμμορφωμένα υποκείμενα.

Αυτή την κοινωνική κατάσταση την ονομάζω ετερόνομη. Ο έτερος εδώ, ο άλλος, αυτός που έδωσε το νόμο, δεν είναι παρά η ίδια η θεσμίζουσα κοινωνία, η οποία για βαθύτατους λόγους πρέπει να συγκαλύψει αυτό το γεγονός. Και ονομάζω αυτόνομη μια κοινωνία, η οποία όχι μόνο ξέρει ρητά ότι η ίδια δημιούργησε τους θεσμούς της, αλλά έχει θεσμίσει τον εαυτόν της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ελευθερώσει το ριζικό της φαντασιακό, και να είναι ικανή να αλλοιώσει τους θεσμούς της, με μια δραστηριότητα συλλογική αυτοανακλαστική ή αυτοστοχαστική, και διαβουλευτική.

Ονομάζω πολιτική τη διαυγασμένη δραστηριότητα, που έχει σαν αντικείμενο τη θέσμιση μιας αυτόνομης κοινωνίας και τις αποφάσεις που αφορούν τα συλλογικά εγχειρήματα μιας τέτοιας κοινωνίας. Είναι αμέσως προφανές ότι αυτό το πρόταγμα για μιαν αυτόνομη κοινωνία χάνει κάθε νόημα, γίνεται άτοπο, αν δεν είναι ταυτοχρόνως πρόταγμα που αποσκοπεί στο να δημιουργήσει αυτόνομα άτομα. Και αντιστρόφως.

Υπάρχει νομίζω, μια αρκετά διαφωτιστική αναλογία με κανένα τρόπο, φυσικά, ταυτότητα ούτε καν δομική ομολογία, ανάμεσα στα ζητήματα και στα καθήκοντα που αντιμετωπίζει το πρόταγμα της αυτονομίας στο ατομικό και στο κοινωνικό πεδίο. Στην περίπτωση της ετερονομίας, η άκαμπτη δομή του θεσμού και η συγκάλυψή του, η συγκάλυψη, του ριζικού κοινωνικού φαντασιακού, που επιτελεί ο θεσμός, αντιστοιχούν στην ακαμψία του κοινωνικά κατασκευασμένου ατόμου και στην απώθηση των έργων της ριζικής φαντασίας της ψυχής. Μέσα στην προοπτική του προτάγματος της αυτονομίας, προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε τον σκοπό της ψυχανάλυσης και της παιδαγωγικής, ως, πρώτον, την εγκαθίδρυση ενός άλλου τύπου σχέσεως ανάμεσα στο αυτοστοχαζόμενο υποκείμενο, υποκείμενο θελήσεως και σκέψης, και το ασυνείδητό του, δηλαδή τη ριζική του φαντασία, και, δεύτερον, ακριβώς την απελευθέρωση της ικανότητάς του να ποιεί και να πράττει, δηλαδή να σχηματίζει ένα ανοιχτό πρόταγμα για τη ζωή του και να δουλεύει μέσα σε αυτό το πρόταγμα.

Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να ορίσουμε τον σκοπό της πραγματικής, αληθινής πολιτικής, ως, πρώτον, την εγκαθίδρυση ενός άλλου τύπου σχέσεως ανάμεσα στη θεσμίζουσα και στη θεσμιζόμενη κοινωνία, δηλαδή ανάμεσα στους νόμους που είναι κάθε φορά δοσμένοι και στη στοχαστική και διαβουλευτική δραστηριότητα του πολιτικού σώματος, και, δεύτερον, ως την απελευθέρωση της συλλογικής δημιουργικότητας, που επιτρέπει στην κοινότητα να σχηματίσει συλλογικά προτάγματα για συλλογικά επιχειρήματα και να εργαστεί γι’ αυτά.

Και μπορούμε εδώ να σημειώσουμε ότι ο ουσιαστικός δεσμός ανάμεσα στα δυο βρίσκεται ακριβώς στην παιδαγωγική, δηλαδή στην παιδεία, όπως ασφαλώς οι αρχαίοι Έλληνες το ήξεραν. Γιατί πως θα μπορούσε να υπάρξει μια αυτοστοχαστική κοινότητα χωρίς αυτοστοχαστικά άτομα; Μια αυτόνομη κοινωνία, ως κοινότητα που αυτοθεσμίζεται και αυτοκυβερνάται, προϋποθέτει την ανάπτυξη της ικανότητας όλων των μελών της να συμμετέχουν στις δραστηριότητες του συλλογικού στοχασμού διαβούλευσης και απόφασης. Από αυτή την άποψη η δημοκρατία, με την πλήρη έννοια, μπορεί να οριστεί ως το καθεστώς της συλλογικής στοχαστικότητας. Και μπορεί κανείς να δείξει, δεν είναι το θέμα μας εδώ, ότι όλα τα άλλα απορρέουν από αυτήν. Και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς δημοκρατικά άτομα, ούτε μπορούν να υπάρξουν δημοκρατικά άτομα χωρίς δημοκρατία. Και ξαναερχόμαστε στον κύκλο της δημιουργίας.

Επίσης θα μπορούσε να δείξει κανείς, ακόμα πιο καθαρά, την βαθιά συνάφεια ανάμεσα στις κοινωνικές διαστάσεις του προτάγματος της αυτονομίας. Η κοινωνικοποίηση της ψυχής, και ακόμα και η απλή της επιβίωση, της επιβάλλουν να αναγνωρίσει και να παραδεχθεί ότι οι πυρηνικές πρωταρχικές της επιθυμίες δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν. Οι ετερόνομες κοινωνίες κατορθώνουν αυτό το αποτέλεσμα, που είναι βασικό για την κοινωνικοποίηση της ψυχής, όχι απλώς απαγορεύοντας τις πράξεις, αλλά απαγορεύοντας τις σκέψεις, δηλαδή δεσμεύοντας τον παραστασιακό ρου και καταδικάζοντας σε σιωπή τη ριζική φαντασία. Η ουσία της ετερόνομης κοινωνίας δεν είναι ότι απαγορεύονται οι πράξεις διότι υπάρχουν χωροφύλακες ή δικαστήρια ή φυλακές. Η ουσία είναι ότι απαγορεύονται οι σκέψεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στις πράξεις τις οποίες η κοινωνία δεν παραδέχεται.

Και εδώ συμβαίνει το εξής αξιοσημείωτο: φαίνεται τα πράγματα να συμβαίνουν σαν η κοινωνία να εφάρμοζε τις ίδιες μεθόδους με αντίστροφο τρόπο απ’ αυτόν που εφαρμόζει το ασυνείδητο και η απώθηση. Δηλαδή, στην παντοδυναμία της σκέψης, στην παντοδυναμία της ασυνείδητης σκέψης, και τελικά της σκέψης απλώς, ως εάν αυτή η πλήρης αδυναμία της σκέψης να ήταν ο μόνος τρόπος για να περιοριστούν οι πράξεις.

Αυτό πηγαίνει πολύ πιο μακριά από αυτό που ο Φρόιντ ονομάζει «αυστηρό και άγριο υπερεγώ». Η ιστορία δείχνει ότι η διαδικασία απώθησης και αποκλεισμού, που καθιστά αδύνατη για το υποκείμενο και τη σκέψη καν των απαγορευμένων πραγμάτων, συνεπιφέρει έναν ακρωτηριασμό ή έναν ευνουχισμό της ριζικής φαντασίας της ψυχής. Αυτό που θέλουμε είναι αυτόνομα υποκείμενα, δηλαδή υποκείμενα, άτομα ικανά για αυτή την αυτοστοχαστική δραστηριότητα, αλλά εκτός αν πρόκειται να μπούμε σε μια συνεχή επανάληψη, τα περιεχόμενα και τα αντικείμενα αυτής της δραστηριότητας, και η ανάπτυξη των μέσων της και των μεθόδων της, δεν μπορούν να δοθούν παρά από τη ριζική φαντασία της ψυχής.
Αυτή είναι η πηγή της συμβολής του ατόμου στην κοινωνικο-ιστορική δημιουργία. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια παιδαγωγική που δεν καθιστά τους ανθρώπους ανάπηρους, μια αληθινή παιδεία, έχει την τεράστια σημασία την οποία έχει.

* * *

Επανέρχομαι στο αίνιγμα της πολιτικής. Η αυτόνομη κοινωνία προϋποθέτει και συνεπάγεται αυτόνομα άτομα. Τα άτομα γίνονται αυτό που είναι απορροφώντας και εσωτερικεύοντας τους θεσμούς. Με μια έννοια, τα άτομα είναι η συγκεκριμένη ενσάρκωση των θεσμών. Ξέρουμε ότι αυτή η εσωτερίκευση είναι κάθε άλλο παρά επιφανειακή. Οι τρόποι σκέψης, οι τρόποι δράσης, οι κανόνες, οι αξίες, όλα εξαρτώνται από αυτή την εσωτερίκευση.

Σε μια ετερόνομη κοινωνία, η εσωτερίκευση των νόμων, με την ευρύτερη έννοια του όρου νόμος, όλων των θεσμών, θα ήταν άσκοπη εάν δεν συνοδευόταν από την εσωτερίκευση αυτού του μετα-νόμου, του υπέρτατου νόμου: δεν θα αμφισβητήσεις ποτέ τους νόμους. Αυτό δεν είναι γραμμένο πουθενά αλλά στηρίζει όλο το οικοδόμημα. Τώρα, σε μιαν αυτόνομη κοινωνία, ο μετα-νόμος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά: θα υπακούεις στους νόμους αλλά έχεις το δικαίωμα να επερωτήσεις τον νόμο και να τον αμφισβητήσεις. Μπορείς να εγείρεις το ερώτημα της δικαιοσύνης του νόμου ή, αν μου επιτρέπεται μια αρχαία λέξη, της επιτηδειότητάς του· δηλαδή, αν είναι ο πρέπων νόμος. Δεν θα μπω στο θέμα των τυπικών ρητρών που μπορούν και πρέπει να συνοδεύουν αυτόν τον μετα-νόμο.

Έτσι μπορούμε ίσως να διατυπώσουμε την απάντηση στο αίνιγμα που θέσαμε, και να διατυπώσουμε και το πρώτο αντικείμενο μιας πολιτικής της αυτονομίας, δηλαδή μιας δημοκρατικής πολιτικής: να βοηθηθεί η κοινότητα για να δημιουργήσει τους θεσμούς των οποίων η εσωτερίκευση από τα άτομα δεν περιορίζει αλλά διευρύνει την ικανότητά τους να γίνουν αυτόνομα.

Είναι φανερό, ήδη από αυτήν τη διατύπωση, αν τη θεωρήσουμε μαζί με την αρχή της ισότητας που εμπεριέχεται στον πληθυντικό όταν μιλάμε για άτομα, ότι μπορούμε να συνάγουμε τους κύριους κανόνες για μια πλήρως δημοκρατική θέσμιση της κοινωνίας. Αλλά δεν συζητάω περισσότερο το θέμα αυτό, διότι δεν μας αφορά σήμερα. Μόνο μια παρατήρηση. Είπα ότι αυτό είναι το πρώτο θέμα και το πρώτο αντικείμενο της πολιτικής, δηλαδή να βοηθηθεί η κοινότητα να δημιουργήσει θεσμούς τέτοιους που, όταν τα άτομα τους εσωτερικεύουν, οι ικανότητες αυτονομίας τους, αντί να στενεύουν, ευρύνονται. Αυτός είναι ο πρώτος από τους σκοπούς. Πρώτος γιατί είναι η προϋπόθεση όλων των άλλων, και διότι δυνάμει τα εμπεριέχει. Φυσικά υπάρχουν και άλλοι σκοποί και άλλα αντικείμενα τα οποία δεν είναι δευτερεύοντα· όπως, για παράδειγμα, η δημιουργία ειδικών θεσμών που ανταποκρίνονται σε αυτό το αξίωμα και το συγκεκριμενοποιούν μέσα στις δεδομένες συνθήκες, όπως είναι φυσικά και η αυτοκυβέρνηση, όπως και οι προτάσεις και οι αποφάσεις που αφορούν τα συλλογικά έργα και τα συλλογικά εγχειρήματα.

Γιατί η αυτονομία δεν είναι αυτοσκοπός· ούτε στο ατομικό ούτε στο κοινωνικό πεδίο· ή μάλλον και είναι αυτοσκοπός και είναι κάτι λιγότερο από αυτοσκοπός. Δηλαδή Θέλουμε την αυτονομία για την ίδια την αυτονομία, θέλουμε την ελευθερία διότι θέλουμε την ελευθερία, αλλά τη θέλουμε επίσης για να είμαστε ελεύθεροι να ποιούμε και να πράττουμε, και να ποιούμε και να πράττουμε συγκεκριμένα πράγματα.

Και σε όλες αυτές τις εργασίες, τα καθήκοντα, πρέπει να συμμετάσχει μια πραγματική, αληθινή πολιτική. Η πολιτική δεν είναι ούτε ο ψυχαναλυτής της κοινωνίας, ούτε ο παιδαγωγός της κοινωνίας, ούτε η συνείδηση της κοινωνίας. Είναι μια βασική και ουσιώδης διάσταση της αυτοστοχαστικότητας της και της αυτοανακλαστικότητάς της.

Και ως τέτοια είναι υποχρεωμένη να δρα πάνω στα ανθρώπινα όντα, θεωρώντας τα ως αυτόνομα και βοηθώντας τα να φτάσουν τα ίδια στην αυτονομία τους, χωρίς ποτέ να ξεχνάει ότι η τελευταία πηγή της ιστορικής δημιουργίας είναι η ριζική φαντασία της ανώνυμης κοινότητας. Με αυτή την έννοια νομίζω μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η πολιτική είναι ένα αδύνατο, ή μή δυνατό επάγγελμα, όπως η ψυχανάλυση, όπως η παιδαγωγική και ίσως ακόμα πιο αδύνατα αδύνατο, δεδομένης της φύσεως και των διαστάσεων του θέματός της.

* * *

Τελειώνω με μερικές παρατηρήσεις απάνω στο πιο σημαντικό από όλα τα ερωτήματα το οποίο είναι κοινό και στην ψυχανάλυση και στην πολιτική.

Οι κοινωνικοί θεσμοί κυριαρχούν πάνω στα άτομα απλώς διότι κατασκευάζουν τα άτομα και τα διαμορφώνουν. Τα κατασκευάζουν και τα διαμορφώνουν, πλήρως στις παραδοσιακές κοινωνίες και τα κατασκευάζουν και τα διαμορφώνουν, σε έναν πολύ σημαντικό βαθμό, στις φιλελεύθερες κοινωνίες στις οποίες ζούμε. Ακόμη μια φορά αυτή είναι η εσωτερίκευση των θεσμών από το άτομο που διαρκεί όλη του τη ζωή. Αυτό που έχει σημασία σε αυτή την εσωτερίκευση είναι η εσωτερίκευση των σημασιών, των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών οι οποίες ενσαρκώνονται μέσα σε αυτούς τους θεσμούς. Η κοινωνία αποσπά το συγκεκριμένο ανθρώπινο ον από το κλειστό σύμπαν της αρχικής ψυχικής μονάδας, το υποχρεώνει με μια έννοια πάντα βιαίως να μπει μέσα στον σκληρό κόσμο της κοινωνικής πραγματικότητας, δηλαδή απλώς της πραγματικότητας, γιατί η πραγματικότητα είναι πάντα κοινωνική πραγματικότητα· αλλά του προσφέρει κάτι σαν αντάλλαγμα.

Αυτό που του προσφέρει σαν αντάλλαγμα είναι, αν μπορώ να πω, ένα ημερινό νόημα, δηλαδή ένα νόημα που δεν είναι για τα όνειρα, ένα νόημα που στέκεται με το φως. Στον πραγματικό κόσμο, τέτοιον που κάθε φορά τον δημιουργεί η κοινωνία, τα πράγματα έχουν νόημα, οι σχέσεις έχουν νόημα, οι άλλοι άνθρωποι, η θέση μας στην κοινωνία, η σχέση με τους άλλους ανθρώπους έχει νόημα. Η ζωή έχει ένα νόημα, υποτίθεται ότι ακόμα και ο θάνατος έχει ένα νόημα. Σκεφθείτε όλες τις κοινωνίες σχεδόν πλην της σημερινής.

Το νόημα είναι ως προς το άτομο, το αντίστοιχο των κοινωνικών σημασιών ως προς το κοινωνικο-ιστορικό. Έτσι γίνεται από την κοινωνία μια Sinngebung, μια νοηματοδότηση, ή ακόμα καλύτερα μια Sinnschöpfung, μια δημιουργία νοημάτων και σημασιών, που είναι το καίριο και δύσκολο σημείο. Διότι προφανώς η ψυχανάλυση δεν δίνει, δεν προσφέρει και δεν διδάσκει κανένα νόημα για τη ζωή· μπορεί μόνο να βοηθήσει τον αναλυόμενο να βρει, να εφεύρει, να δημιουργήσει ο ίδιος ένα νόημα για τη ζωή του. Και αυτό το νόημα που θα μπορεί ο αναλυόμενος να δημιουργήσει για τη ζωή του, αποκλείεται να μπορέσει κανένας να το ορίσει εκ των προτέρων και με καθολικό τρόπο. Σε μιαν από τις πιο απαισιόδοξες ημέρες του, ο πατριάρχης, εννοώ ο Φρόιντ, έγραψε ότι η ανάλυση δεν επιφέρει την ευτυχία, αλλά μπορεί το πολύ να μεταμορφώσει τη νευρωτική μιζέρια σε κοινότυπη δυστυχία, σε συνηθισμένη δυστυχία, σε τετριμμένη δυστυχία. Νομίζω ότι σε αυτό ήταν υπεραπαισιόδοξος. Φυσικά η ψυχανάλυση δεν προσφέρει την ευτυχία αλλά βοηθάει τον αναλυόμενο όχι μόνο να απαλλαγεί από τη νευρωτική μιζέρια, αλλά να διαμορφώσει το δικό του πρόταγμα για τη ζωή του.

Αλλά αυτό δεν εξαντλεί το ζήτημα. Γιατί συχνά, για να μην πω πολύ συχνά, η ανάλυση αποτυγχάνει ή γιατί καθίσταται ατελείωτη-ή απέραντη; Ένα από τα τελευταία γραπτά του Φρόιντ είναι η Περατή και απέραντη ανάλυση, όπου ο Φρόιντ επικαλείται πολλούς λόγους για αυτήν τη σχετική αποτυχία, και τελειώνει επισημαίνοντας αυτό που ονομάζει βράχο, ο οποίος παραδόξως και στις δυο εκφράσεις που του δίνει, ανάγεται στο ίδιο. Ο βράχος είναι η αποκήρυξη της θηλυκότητας, στη γυναίκα με τη μορφή του φθόνου (σημείωση: με την αρχαία ελληνική σημασία: ζήλεια, επιθυμία απόκτησης) του πέους, στον άνδρα με τη μορφή της απόρριψης της παθητικής στάσης, ή «θηλυκής» στάσης, όταν την εκδηλώνει ένας άλλος αρσενικός. Επίσης, στο ίδιο κείμενο, αναφέρει τις καταστρεπτικές και επιθετικές ενορμήσεις και την επιθυμία θανάτου. Νομίζω ότι πράγματι ο θάνατος παίζει έναν τεράστιο ρόλο σε αυτή την ιστορία, αλλά, τολμώ να πω, όχι με τον τρόπο που το σκέφτεται ο Φρόιντ.

Αυτό που χαρακτηρίζει μιαν απέραντη ανάλυση είναι φυσικά η επανάληψη. Είναι σαν μια νεύρωση σε ανώτερο επίπεδο ή μάλλον σαν μια νεύρωση στο τετράγωνο. Γιατί αυτή η επανάληψη; Για να πω συνοπτικά, η επανάληψη με την έννοια που μας ενδιαφέρει εδώ, δηλαδή, the small change of death, τα ψιλά του θανάτου, είναι η μέθοδος την οποία χρησιμοποιεί ο αναλυόμενος για να αμυνθεί εναντίον της πραγματικότητας του πλήρους θανάτου. Εδώ έχουμε έναν κλασικό ψυχικό μηχανισμό, αλλά σε πολύ μεγάλη διάσταση.

Ο λόγος για τον οποίο η ανάλυση αποτυγχάνει, ή γίνεται απέραντη, είναι βέβαια πρώτα πρώτα η ανικανότητα του αναλυομένου και του αναλυτή, που δουλεύει μαζί του, να δεχθεί τον θάνατο με μια πρώτη μορφή, δηλαδή τον θάνατο αυτού που ήταν προκειμένου να γίνει κάποιος άλλος. Αυτό βέβαια ο Φρόιντ το ήξερε πολύ καλά και το λέει, το περιγράφει με άλλους όρους. Αλλά νομίζω ότι το δεύτερο και το πιο σημαντικό είναι η ανικανότητα του αναλυομένου, και σε αυτό κατ’ ανάγκην είναι αρχικά και τελικά μόνος του, να δεχθεί την πραγματικότητα του πραγματικού, πλήρους θανάτου.

Νομίζω ότι ο θάνατος είναι στην ουσία του ο έσχατος βράχος πάνω στον οποίο η ανάλυση μπορεί να εξοκείλει ή να συντριβεί. Όλοι μας ξέρουμε ότι η ζωή εμπεριέχει τη συνεχώς επικρεμάμενη προσκαιρότητα του νοήματος. Την προσκαιρότητα των επενδυμένων αντικειμένων, την προσκαιρότητα των επενδυμένων δραστηριοτήτων που έχουν νόημα. Αλλά ο θάνατος είναι, όπως το ξέρουμε όλοι μας επίσης, η ανοησία και η α-νοητότητα του ίδιου του νοήματος. Ο χρόνος μας δεν είναι χρόνος, ο χρόνος μας δεν είναι ο χρόνος, ο χρόνος μας δεν έχει κανένα χρόνο. Επάμεροι (εφήμεροι).

Η ανάλυση, όπως και η ωριμότητα, δεν φτάνει εκεί που πρέπει να φτάσει παρά μόνο όταν, και υπό τον όρο να, γίνει το αναλυόμενο άτομο ικανό να ζει συνεχώς στην όχθη της αβύσσου, μέσα σε αυτό το έσχατο και ανυπέρβλητο διπλό δεσμό, αν μπορούμε να μεταφράσουμε έτσι το double bind: ζήσε σαν θνητός, ζήσε σαν να ήσουν αθάνατος. Εδώ πάλι ο Αριστοτέλης είχε καταπληκτικά συνοψίσει την κατάσταση, με το «εφ’ όσον ενδέχεται αθανατίζειν» στα Ηθικά Νικομάχεια.

Αυτές οι θρυλικές κοινοτοπίες, όπως θα έλεγε ο Ζυλ Λαφόργκ, βρίσκουν ένα ουσιαστικότατο ισοδύναμο στο κοινωνικό πεδίο και συνεπώς στο πολιτικό πεδίο. Οι ετερόνομες κοινωνίες επιτελούν μια σηματοδότηση και μια σημασιοδημιουργία, αν μπορώ να πω, για όλους και υποχρεώνουν όλους να την εσωτερικεύσουν. Και αυτές οι ίδιες οι ετερόνομες κοινωνίες θεσμίζουν πραγματικούς ή συμβολικούς εκπροσώπους ενός αιώνιου νοήματος και μιας φανταστικής αθανασίας, λέω φανταστικής όχι φαντασιακή αθανασία, στο οποίο αιώνιο νόημα και στην οποία φαντασιακή αθανασία, όλος ο κόσμος με διάφορους τρόπους υποτίθεται ότι συμμετέχει. Αυτοί οι τρόποι μπορεί να είναι ο μύθος της προσωπικής αθανασίας, ή της μετεμψυχώσεως ή της αναστάσεως νεκρών, αλλά μπορεί επίσης να είναι ο μύθος της αιωνιότητας του θεσμισμένου τεχνουργήματος , π.χ. του βασιλιά, του κράτους, του έθνους, της φυλής, του κόμματος. Το θεσμισμένο τεχνούργημα με το οποίο ο καθένας μπορεί, όσο γίνεται, να ταυτιστεί.

Πιστεύω ότι μια αυτόνομη κοινωνία δεν θα μπορούσε να ανεχτεί τίποτα από όλα αυτά, εννοώ στο δημόσιο πεδίο, το τι καθένας μπορεί να πιστεύει είναι άλλη υπόθεση, και ότι μια από τις κύριες δυσκολίες, αν όχι η δυσκολία, που αντιμετωπίζει το πρόταγμα της αυτονομίας, είναι η δυσκολία για τα ανθρώπινα όντα να δεχθούν χωρίς φιλολογίες, χωρίς στολίσματα και παρηγοριές, τη θνητότητα του ατόμου, τη θνητότητα της κοινότητας και ακόμα και τη θνητότητα των έργων τους.

Ο Χομπς είχε δίκιο, αν και νομίζω όχι για τους σωστούς λόγους. Πράγματι το κύριο στήριγμα των θεσμών είναι ο φόβος του θανάτου, όχι ο φόβος ότι θα με σκοτώσει ο διπλανός, ο δικαιολογημένος φόβος ότι τα πάντα, ακόμα και το νόημα, τελικά θα διαλυθούν. Κανένας φυσικά δεν μπορεί να το λύσει αυτό το πρόβλημα· αυτό δεν θα μπορέσει να λυθεί, αν και όποτε λυθεί, παρά μέσα από μια καινούργια κοινωνικο-ιστορική δημιουργία και μια αντίστοιχη αλλοίωση του ανθρωπίνου όντος και της στάσης του απέναντι στη ζωή και στον θάνατο.

Για όποιον θέλει να σκεφτεί παραπέρα το ζήτημα θα ήταν καλό να στοχαστεί τις μερικές απαντήσεις στο πρόβλημα αυτό που δώσανε οι δυο κοινωνίες όπου το πρόταγμα της αυτονομίας δημιουργήθηκε και συνεχίστηκε, δηλαδή η αρχαία ελληνική και η δυτικοευρωπαϊκή. Και ειδικότερα κανείς δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από την τεράστια διαφορά των απαντήσεων. Τεράστιο θέμα μελέτης και σκέψης. Πως οι αρχαίοι Έλληνες συνεβήβασαν την απέραντη ζωτικότητα και δημιουργικότητά τους με τη βαθιά γνώση της θνητότητάς τους (όλες οι ιστορίες περί αθανασίας κ.λπ., αθανασίας «με ευτυχία», αρχίζουν μετά τον 5ο αιώνα· πριν, υπάρχουν οι φρικτές εκείνες σκιές που συναντάει ο Οδυσσέας στη Νέκυια)· και πως οι Δυτικοευρωπαίοι, όταν σιγά σιγά μισοβγήκαν από τον χριστιανισμό, προσπάθησαν να βρουν άλλα αντίβαρα και άλλες οικονομίες του θανάτου; μια έρευνα που θα προσπαθούσε να δει πως οι πολιτικές προσπάθειες και οι πολιτικοί θεσμοί και οι πολιτικές τύχες αυτών των δυο κοινωνιών είναι βαθιά συνδεδεμένες με τη στάση τους απέναντι στο πρόβλημα της θνητότητας, θα είχε πάρα πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Αλλά αυτό, όπως έλεγε ένας μυθιστοριογράφος, είναι μια άλλη ιστορία.

Βιβλιογραφικό σημείωμα
Τα ζητήματα του κειμένου τα έχω συζητήσει στη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, (σσ. 150-160 και 387-450) και σε δυο κείμενα, «Επιλεγόμενα σε μια θεωρία της ψυχής…» και «Η ψυχανάλυση: πρόταγμα και διαύγαση», που συμπεριλαμβάνονται στα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, στις εκδόσεις Ύψιλον.
Η φράση του Φρόιντ για την ψυχανάλυση ως «αδύνατο επάγγελμα» υπάρχει ήδη, πριν απ’ την Περατή και απέραντη ανάλυση (1973), στον πρόλογο που έγραψε ο Φρόυντ για το βιβλίο Verwahrioste Jugend του Aichhom (1925), όπου ο Φρόυντ την παρουσιάζει ως γνωστό ευφυολόγημα.

Από το βιβλίο: Οι ομιλίες στην Ελλάδα


Πηγή/φωτογραφία: respublica.gr

Σχετικά άρθρα