ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Η ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

- Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

- Σόλων ΜΚΟΟ παραπάνω τίτλος δεν υποδηλώνει ότι η Επιστήμη είναι αντικοινωνική, αλλά ότι η υπαρκτή επιστήμη (δηλαδή όπως αυτή έχει διαμορφωθεί και λειτουργεί) είναι κατά ένα μεγάλο μέρος της αντικοινωνική. Αυτό συμβαίνει, επειδή η γνώση γίνεται αντιληπτή και λειτουργεί ως πεδίο δυνάμεως. Τρόπον τινά η γνώση χρησιμοποιείται ως επιβεβαίωση της ύπαρξης και της ισχύος της αποτελώντας μέτρο σύγκρισης και επιβολής στους μη γνωρίζοντες και μέσο ιδιοποίησης και ελέγχου. Επειδή η γνώση είναι στενά συνυφασμένη με την πλάνη της δύναμης, ρέπει ευκολότερα σε τομείς που επιφέρουν άμεσα επωφελή αποτελέσματα είτε στην κοινωνική ένταξη του ανθρώπου είτε στον αυτοκαθορισμό του.

Γι’ αυτόν τον λόγο η γνώση έχει υποβαθμιστεί σημαντικά σε πληροφορία, δηλαδή σε ποσότητα δυνάμεως προς χρήση. Αυτό συμβαίνει σε όλη την κλίμακα των γνώσεων, από την καθημερινή γνώση των απλών πραγμάτων, των οποίων η ενσωματωμένη δύναμη δεν είναι πλέον αντιληπτή ως τέτοια λόγω της μεγάλης διάχυσής της, μέχρι την πιο αφηρημένη ή εξιδικευμένη γνώση, η οποία είναι προσεγγίσιμη μόνον από τους ειδικούς επιστήμονες. Στην επιστήμη είναι εμφανής η αντίληψη της γνώσης ως δύναμης, χρησιμοποιούμενης στην υπηρεσία συμφερόντων παντός είδους.
Εύστοχα αναφέρεται σε αυτή την αντίληψη της γνώσης σε άρθρο του ο Γιάννης Ζήσης αναφερόμενο στα σχόλια με αρ. 8 του παρόντος δοκιμίου, στο Β’ Μέρος.

Μερικά από τα εξόχως αντικοινωνικά στοιχεία της είναι ορατά και φυσικά αναφέρονται κυρίως (αν και όχι μόνον) στο επίπεδο επιστημονικής γνώσης που είναι για λίγους, εκεί όπου παράγεται η γνώση από μία επιστημονική ελίτ. Κατόπιν ορισμένα στοιχεία της γνώσης αυτής ενσωματώνονται στην παιδεία και στην κοινωνία με δύναμη αυθεντίας με αποτέλεσμα οι λοιποί να μη μπορούν να είναι ενεργοί στη σχέση τους με τη γνώση, πλην εξαιρέσεων.

Ενδεικτικά ας αναφέρουμε τα εξής:

Η αντικοινωνικότητα χρήσης και λειτουργίας της επιστήμης

1) Η χρήση της επιστήμης για πολεμικούς σκοπούς και για χάρη της εξουσίας

Πρακτικά και ηθικά είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η επιστήμη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ποτέ για πολεμικούς σκοπούς, γιατί θα ήταν παράλογο και ανήθικο να μη χρησιμοποιείται η γνώση, για να αντιμετωπίζεται ένας αληθινός εχθρός. Ταυτόχρονα όμως οφείλουμε να αποδεχθούμε το γεγονός ότι τα ορθά κίνητρα υπήρξαν σπάνια, συχνότερα υπήρχε συγκαλυμμένη ή εμφανής επιθετικότητα και κατάχρηση.

Όπως εύστοχα παρατηρεί η Χριστίνα Π. Φίλη στο βιβλίο της «Εξουσία και Μαθηματικά»(1) οι περισσότεροι «θεωρούν πως η επιστήμη των μαθηματικών βρίσκεται μακριά από κάθε μορφή εξουσίας, αφού τα αποτελέσματά της, αφηρημένα και συνήθως ακατανόητα για τους μη ειδικούς, ελάχιστη σχέση έχουν με την εξουσία. Ξεχνούν όμως πως για πάρα πολλούς αιώνες τα μαθηματικά ανήκαν στην πρωτοπορία είτε ως θεωρία είτε ως εφαρμογή και επομένως οι διάκονοι αυτής της επιστήμης ήταν σχεδόν πάντα κοντά στους άρχοντες και τους υπηρετούσαν πιστά ως φιλόσοφοι, γεωμέτρες, αστρονόμοι, μηχανικοί, αποκωδικογράφοι. … Σήμερα οι οι αυλές των ηγεμόνων έχουν αντικατασταθεί από τις πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες προσφέροντας αξιοσέβαστα οικονομικά ανταλλάγματα μπορούν να έχουν στην υπηρεσία τους τα πιο φωτεινά πνεύματα….».

Ταυτόχρονα ούτε οι ίδιοι οι επιστήμονες διαθέτουν το ηθικό ή κοινωνικό κριτικό πνεύμα, ώστε να επιλέξουν να προσφέρουν ή να μην προσφέρουν τη γνώση τους σε τομείς όπου θα μπορούσε αυτή να χρησιμοποιηθεί άδικα και καταστροφικά. Μια τέτοια επιλογή καθίσταται ολοένα και δυσκολότερη, όταν η έρευνα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Αλλά και τα κράτη στη θέση ιδιωτικών συμφερόντων δεν θα διαφοροποιούσαν την κατεύθυνση  της έρευνας σε τέτοιους τομείς όπως είναι τα οπλικά συστήματα, αν και σε ορισμένους άλλους, όπως είναι η υγεία, ενδεχομένως θα υπήρχε διαφοροποίηση.

Το παράδοξο με τις επιστήμες και όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης και δημιουργικότητας είναι ότι επιχειρούν να αντλήσουν αυθεντία και ελευθερία από κοινωνικούς και νομικούς περιορισμούς επικαλούμενες τον ιδεατό χαρακτήρα της γνώσης, την οποία προσπαθούν να εκπροσωπήσουν. Το κάνει η οικονομία, οι επιστήμες, η τέχνη, η θρησκεία! Άραγε τι απομένει για τη λειτουργία του νόμου; Η ύπαρξη του νόμου είναι τελικά απεχθής και αποφευκτέα με την αβάσιμη δικαιολογία ότι ένας τέτοιος περιορισμός θα ήταν λογοκρισία – προσπαθώντας να κάνουν αφελείς ή ενίοτε κακόβουλους συνειρμούς σχετικά με τον ολοκληρωτισμό. Όμως υπάρχει και η εμφανής υπέρβαση ορίων, που αυτή είναι που έχει φύση ολοκληρωτική, γιατί δημιουργεί κοινωνικές τερατογενέσεις. Και τελικά και πέραν όλων πρέπει να υπάρχει η αυτοεγκαινιαζόμενη ευθύνη απέναντι στην εξέλιξη και την ιστορία – και κανείς δεν εξαιρείται από αυτήν.

Υπήρξε από την εποχή της ατομικής βόμβας μέριμνα και αντίληψη των κινδύνων εκ μέρους ακόμη και των μεγάλων φυσικών που συμμετείχαν στην κατασκευή της, που εκφράστηκε το 1955 με μία διακήρυξη επιστημόνων γνωστή ως Russell–Einstein Manifesto,(2) αλλά και τη MainauDeclaration(3) τον ίδιο χρόνο από γερμανούς πυρηνικούς φυσικούς. Ο πρώτος όμως που έθεσε το θέμα και αποχώρησε από το πρόγραμμα κατασκευής της για λόγους συνείδησης ήταν ο Joseph Rotblat,(4) πυρηνικός φυσικός, με νόμπελ ειρήνης το 1995.

Έκτοτε έχει τεθεί το ζήτημα της ευθύνης των επιστημόνων για όλους τους επιστημονικούς τομείς και κυρίως για τομείς όπως η γενετική που αναπτύχθηκε κυρίως στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα.

2) Η επιστήμη αρωγός  της κερδοσκοπίας

Αλλά ακόμη και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, που ασχολούνται με τον ίδιο τον άνθρωπο,  βλέπουμε την οργανωμένη και ίσως παράνομη χρήση της επιστήμης για λόγους κερδοσκοπίας, όπως για χάρη διαφήμισης. Ένα σημαντικό και γνωστό παράδειγμα είναι ο Μπερναίζ (ανηψιός του Φρόυντ) που χρησιμοποίησε τα ψυχολογικά συμπεράσματα του Φρόυντ για τη δημιουργία διαφημιστικής καμπάνιας, ώστε να επηρεάσει τον πληθυσμό και να τον οδηγήσει να αγοράσει τα προϊόντα ορισμένης εταιρείας – επηρεάζοντας έκτοτε όλο το μοντέλο της διαφήμισης. Αυτή η χρήση της ψυχολογίας λειτουργεί μεν στην καθημερινότητα συνειδητά ή ασυνείδητα από το άτομο σε μικροκοινωνικό επίπεδο, αλλά γίνεται τρομερά επικίνδυνη, όταν χρησιμοποιείται εσκεμμένα, οργανωμένα και με επιστημονική μέθοδο για χειραγώγηση μεγάλων ομάδων πληθυσμού – έστω κι αν πρόκειται για έναν καταιγισμό απλής διαφήμισης. Αυτό ξεφεύγει από τα όρια της νομιμότητας και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το άρθρο του Συντάγματος περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.

Επιπρόσθετα, και μόνον το ότι χρηματοδοτούνται επιστημονικές έρευνες από ιδιωτικές εταιρείες δείχνει ότι η επιστημονική αμεροληψία έχει ήδη χαθεί. Κυρίως όμως έχει χαθεί η αμεροληψία στην επιλογή του τομέα έρευνας. Το νήμα ανάμεσα στην αληθινή ανάγκη (που πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, απολεσθείσα μέσα σε άγονες επιθυμίες) και στο προσφερόμενο μέσον ικανοποίησης της ανάγκης έχει θραυσθεί, υπάρχει χάσμα, επειδή η επιστήμη ως φορέας γνώσης έχει ήδη γίνει φορέας επιβολής.

3) Εγκαταλείπεται σε σημαντικό βαθμό η έρευνα του περιεχομένου ιδεών ή εννοιών σχετικών με την επιστήμη και τα ζητήματα επιλύονται κυρίως εργαλειακά

Δηλαδή κατασταλάζει στην έρευνα ό,τι και στον βαθμό που είναι εφαρμόσιμο. Ακόμη και ο David Hilbert, ο μεγάλος μαθηματικός, προσπαθώντας να αποφύγει τα εννοιακά αδιέξοδα κατέφυγε σε έναν φορμαλισμό που βοήθησε στην παράκαμψη των αδιεξόδων (αλλά χωρίς κατανόηση) και διευκόλυνε τις εφαρμογές.

Αυτό αποτελεί μια στρέβλωση στη χρήση της πληροφορίας και στην προσέγγιση της γνώσης. Σημαίνει πως διογκώνεται υπερβολικά το οργανωτικό μέρος της κοινωνικής δομής (που είναι πάντοτε φορέας εξουσίας) μέσω της συσσώρευσης γνώσης διατιθέμενης προς χρήση και συρρικνώνεται το συνειδησιακό μέρος στο οποίο εδράζεται και το στοιχείο της ελευθερίας – ο άνθρωπος παθητικοποιείται περισσότερο. Η σχέση συνείδησης και οργάνωσης είναι αντιστρόφως ανάλογη και αυξανομένης της μιας μειώνεται η άλλη. Αυτή η έλλειψη ισορροπίας ή ορθών αναλογιών ανάμεσα σε εφαρμογές και συνείδηση οδηγεί σε μήκος χρόνου σε διατάραξη του ανθρώπινου γίγνεσθαι, πράγμα που σήμερα είναι πλέον προφανές. Αυτό είναι ένα ζήτημα που απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση.

Γλαφυρά αναφέρεται σε αυτή τη στρέβλωση ο Γιάννης Ζήσης λέγοντας: «Η πρώτη μορφή της ειδικευμένης άγνοιας είναι η λειτουργική άγνοια που υπάρχει μέσα στις επιμέρους ειδικεύσεις. Ξεκινά από το γεγονός της απουσίας της εννοιολογικής παιδείας στο σύνολο των επιστημών, αναπτύσσοντας αποκλειστικά   μία επιμεριστική συστημική προσέγγιση και αποξενώνοντας από τον κεντρικό πυρήνα τής γνώσης της κάθε επιστήμη. Γι΄αυτό μόνον οι μεγάλες επιστημονικές μορφές είναι ικανές να αντλήσουν  δημιουργικό στοχασμό από τον πυρήνα των επιστημών τους. Αυτή είναι η πρώτη όψη της ειδικευμένης άγνοιας.
….Η δεύτερη μορφή της ειδικευμένης άγνοιας, έχει να κάνει με την άγνοια που υπάρχει στην ίδια την επιστήμη στο σύνολό της μέσα από τα είδωλα της ειδικότητας. Καμία ειδίκευση δεν μπορεί  να προσεγγίσει τα ζητήματά της ολοκληρωμένα, ολιστικά και επιστημονικά και η ειδίκευση απαιτεί την συνδρομή των άλλων μορφών. Η έκφραση του γνωστικού συνόλου της ανθρώπινης συνείδησης απαιτεί την συνδρομή μορφών που δεν είναι ακραιφνώς επιστημονικές και που εκφράζουν στο σύνολό τους την ανθρώπινη συνείδηση. Γιατί δεν υπάρχει γνώση χωρίς ανθρώπινη συνειδητότητα – και μάλιστα συνειδητότητα στό σύνολο της. Αυτή η συνεργασία των όψεων της ανθρώπινης συνείδησης είναι που απαιτείται, για να θεραπεύσουμε το σχισματικό πεδίο της ανθρώπινης εξέλιξης».
(5)

Επίσης: «Όμως αυτή η πρακτική του Χίλμπερτ και των σύγχρονων μαθηματικών αναπτύξεων δεν οδηγεί σε μία θεμελιακή προσέγγιση και συνάντηση με άλλες επιστήμες. Επιτρέπει στα μαθηματικά εργαλεία να έχουν μία μεγάλη αυτονομία από την αξιωματική τους ευπάθεια και αστάθεια, που είναι περισσότερο φιλοσοφική, επιτρέποντάς τους να λειτουργούν ως αρτιμελή εργαλεία των άλλων επιστημών. Οπωσδήποτε μία θεμελιακή αναγωγή των μαθηματικών στις δικές τους εννοιολογικές και αξιωματικές ρίζες θα έκανε τα μαθηματικά  να λειτουργούν σαν ένα σύστημα αναγωγικού ορισμού.

Η τάση του Χίλμπερτ να ολοκληρώσει τη μαθηματική σκέψη σε ένα κλειστό  άρτιο σύστημα, ανατρέπεται οριστικά από τον Κούρτ Γκέντελ.

Συγκεκριμένα, μετά από το πέρασμα από το σημείο σ’ αυτό που δεν έχει μέγεθος στην γραμμή και στο ευθύγραμμο τμήμα και από αυτό στην επιφάνεια και μετά από την επιφάνεια στον όγκο, έχουμε ποιοτικά και εννοιακά άλματα.Όπως είπαμε παραπάνω, ο Χίλμπερτ, ορίζοντας συμβολικά τα σημεία ΑBC και ορίζοντας τις ευθείες ως abc, και τα επίπεδα με ΑΒΓ, διαμορφώνει μία απολύτως τυπολογική, συμβολική, εικονική και ειδωλική τάξη ορισμών, όπου δεν χρειάζονται λειτουργικές αναφορές της γλώσσας σε περιεχόμενα. Το περιεχόμενο της έννοιας του σημείου εξαφανίζεται, όπως και το περιεχόμενο της έννοιας της ευθείας και του επιπέδου. Μεθοδολογικά, σε μία προσπάθεια κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας του εποικοδομήματος από τα αξιώματα,  αυτό είναι σωστό. Όμως δεν παρέχει μια οντολογική δυναμική».(6)

4) Η κυρίαρχη επιστημονική άποψη για την ύπαρξη Θεού

Η κυρίαρχη επιστημονική άποψη αρνείται την ύπαρξη Θεού και καταδιώκει την αντίθετη. Αυτό είναι ήδη ένας μεγάλος περιορισμός της επιστήμης, εφάμιλλος των θρησκευτικών περιορισμών που επέβαλε η θρησκευτική αυθεντία στην επιστημονική έρευνα. Υπονοείται δε με αυτό ότι ο μόνος τρόπος προσέγγισης της αλήθειας είναι ο επιστημονικός, όπως κάποτε εθεωρείτο ο θρησκευτικός.

Βέβαια κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την τοποθέτηση απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Αλλά ταυτόχρονα αληθεύει το ότι, όποια και να είναι η απάντηση σε αυτό, θα έχει θρησκευτική χροιά, γιατί αυτή είναι η φύση του ζητήματος. Αυτό το τελευταίο πρέπει να γίνει κατανοητό. Οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις έχουν μεταφερθεί και στον επιστημονικό τομέα.Το ζητούμενο επομένως είναι πώς μπορεί ο επιστήμονας να αρθεί σε ένα επίπεδο υγιούς αγνωστικισμού ή σε ένα επίπεδο πιθανολόγησης λάθους στον προσδιορισμό των όρων «πνεύμα» και «ύλη», ώστε να μπορεί να ανασυνθέτει την αντίληψή του, έστω και αν το βασικό ζητούμενο παραμένει το ίδιο γι’ αυτόν.

Εν ολίγοις, οι έννοιες Θεός, Ύλη και Γνώση και άλλες θεμελιώδεις πρέπει να αποσυνδεθούν από τα ιστορικά στοιχεία της θρησκείας και της επιστήμης, γιατί η αντίληψή μας επηρεάζεται από τον περιορισμό που μας επιβάλλουν τόσο οι αισθήσεις όσο και η ιστορικότητα των αντιλήψεων, αν και αυτή η ιστορικότητα μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη σε άλλα επίπεδα. Δεν είμαστε προς το παρόν σε θέση να κάνουμε μία σύνθεση θεμελιωδών εννοιών ούτε γνωρίζουμε αν αυτή η σύνθεση είναι δυνατή. Το καλύτερο δυνατόν είναι η αποδοχή της διενέργειας έρευνας οποιασδήποτε κατεύθυνσης και η διαυγής εξέταση των πειραματικών δεδομένων, εμπλουτίζοντας έτσι την αντίληψη όλων των πλευρών. Η απολυτότητα οδηγεί σε ακρότητες και οι ακρότητες σε αποσύνθεση και καταστροφή. Το πεπρωμένο της επιστήμης πρέπει όμως να είναι διαφορετικό.

Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων

Αναφορές: 
(1) Φίλη Χριστίνα, Εξουσία και Μαθηματικά, 2009, εκδ. Παπασωτηρίου, Προλογικό Σημείωμα.
(2) Russell-Einstein_Manifesto, en.wikipedia.org
(3) Mainau_Declaration, en.wikipedia.org
(4) Joseph_Rotblat, en.wikipedia.org
(5) Γιάννης Ζήσης, Η πλάνη της γνωσιολογίας και της επιστημολογίας, solon.org.gr
(6) Γιάννης Ζήσης, Η απάντηση στην ειδικευμένη άγνοια (Β’ Μέρος), solon.org.gr

Φωτό: wikipedia
Ημερομηνία ανάρτησης: 27-01-2014

Το παρόν κείμενο αποτελεί το Α΄ Μέρος του δοκιμίου: “Η αντικοινωνικότητα της Επιστήμης“.
Διαβάστε, επίσης, το Β΄ Μέρος, “Ο αντικοινωνικός ψυχολογικός χαρακτήρας της επιστήμης“.

Σχετικά άρθρα