ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ποίημα:·”Η Ραψωδία του Μονοπατιού”(της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Rapsodia - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Rapsodia - Σόλων ΜΚΟ

Από την ποιητική συλλογή 
«Ψυχές της Φύσης»
hxeio_mp3Ακούστε το ποίημα σε μορφή mp
πατώντας εδώ.

Απαγγελία: Σταυράκης Αλέξανδρος
 
Εκείνο το παλιό μονοπάτι
το χορταριασμένο απ’ τους καιρούς που πέρασαν
χωρίς πόδια να το περπατήσουν,
γιατί κανείς δεν γύρευε την άκρη του δάσους
στο ξέφωτο πάνω απ’ τους λόφους τους λιόλουστους,
αντίκρυ απ΄ τον κόσμο.
.—————.
Οι περικοκλάδες θάψανε στον ίσκιο τους
εκείνες τις μνήμες τις παλιές
μιας νεότητας που ανέμελη στα χέρια της κρατούσε
ένα μπουκέτο λουλουδιών πολύχρωμων στην όψη
από επιλογές που μεταξύ τους πάλευαν χαρούμενα,
με υποσχέσεις και ανέξοδες χαρές,
στο δρόμο της ζωής να μπουν, για να σκορπίσουν
των ονείρων τα ευτυχισμένα σημάδια.
Μονάχα μιά δεν έμοιαζε καθόλου με τις άλλες,
μια μαργαρίτα απέριττη τ’ αγρού, χαμένη ανάμεσά τους,
το μόνο που ‘δινε η λιτή σιωπή
ένας γαλάζιος ήταν ουρανός, τόσο μεγάλος κι αχανής
που μια γύμνια ένοιωθες βαθιά μες στην καρδιά σου.
Παράξενο να ‘σαι μόνος σου χωρίς της ζωής τη χάρη,
τόση ευθύνη αβάσταχτη φαίνεται στα όντα,
τόση ελαφράδα χωρίς της γης τα ένθερμα σημάδια,
χωρίς δεσμά να κρατηθείς στο πουθενά,
σα θάνατος έμοιαζε για τα όνειρα της νιότης,
αν και ένα βέλος σιωπής, αόρατο μέσα στην ψυχή,
για ένα φως αλλοιώτικο μιλούσε.
.—————-.
Τώρα τα χρόνια των επιλογών περάσαν πια.
Μονάχα στάχτες μάζεψα στης ζωής τους δρόμους.
Η ψυχή των ονείρων στάχτινη ήτανε κι αυτή,
μια αυταπάτη που τυλίχτηκε σε πέπλα φωτεινά
το σκότος το ενδόμυχο να κρύψει,
όχι επειδή τα όνειρα δεν γίνανε εγκόσμια αλήθεια,
μα επειδή μέσα τους κρύβανε το μισητό σκοτάδι.
Κι οι επιλογές δεν ήτανε πολλές,
σα σταυροδρόμι τόσο πλατύ όσο κι ο κόσμος όλος!-
μ’ απ’ την αρχή ήταν μονάχα δυο μοναδικές
κι η ανοησία δεν άντεχε τόσο εύκολα να χάσει.
.—————.
Κι ο εαυτός εχάθηκε κι αυτός
κάπου στα βάθη τ’ ουρανού τα σιωπηλά,
μακριά απ΄ του κόσμου τους κυβερνήτες.
Η κατοικία του όμως ήτανε εδώ, αδειανή και κρύα,
πάνω στις στάχτες του θεάματος που τέλειωσε.
Μα οι δρόμοι τ’ ουρανού είν’ ευσπλαχνικοί.
Μια ευκαιρία δεύτερη ρίξανε σα σκέψη όμορφη
για μια μαργαρίτα που σιωπηλά στον ουρανό κοιτούσε,
μονάχη κι άτρομη σ’ εκείνο τον κόσμο τον αόρατο,
όπου η ψυχή κι η γη αρμονικά μιλούσαν.
.—————.
Πάλι στο σταυροδρόμι στέκομαι,
μα είναι γκρίζο και στενό, σα θάνατος μου μοιάζει.
Η δεύτερη φορά σα μοίρα φαίνεται αυστηρή,
πάλι τους δρόμους δείχνει,
μα δεν κοιτάζω πια του ψεύδους τα στολίδια.
Μονάχα ο δρόμος ο στενός είναι μπροστά,
ωσάν την κόψη ξυραφιού που λάμπει στο σκοτάδι.
Τυφλώθηκα για τ’ άλλα.
.—————-.
Μια περιπέτεια στο σώμα τούτο το παλιό αρχίζει,
μα η νεότητα παντού καραδοκεί, απ’ τ’ άχρονο δοσμένη,
μια σκέψη είναι, ζωηρή σαν όμορφη ηλιαχτίδα,
μια πίστη τόσο ελαφριά, που άγγιγμα δεν νοιώθεις,
για έναν κόσμο που ο εαυτός δεν είναι πια κρυμμένος.
Και η σιωπή δεν ήτανε χωρίς φωνή στ’ αλήθεια,
μα όλοι οι ήχοι σμίξανε αρμονικά σε έναν.
.—————.
Τι κρύβει άραγε το μονοπάτι το παλιό;
Ποτέ δεν το διάβηκα
τότε που όλους τους δρόμους γύρευα.
Ένα ταξίδι άσκοπο κι ανέμελο
για της ψυχής την άδολη χαρά δοσμένο,
χωρίς φορτία περιττά τον κόσμο να γνωρίσει,
τον αγνοημένο.

Να η παλιά περικοκλάδα
που ντροπαλά την εγκατάλειψη σκεπάζει,
τ’ αγριόχορτα κι οι θάμνοι της άνοιξης
μακριά απ’ τον κόσμο απλώνονται,
να κρύψουνε απ’ τους ανθρώπινους ίσκιους
τη χάρη εκείνη την αταίριαστη
στον κόσμο των ανθρώπων,
την παρηγοριά στη μοναξιά της ομορφιάς του κόσμου
που η απλότητα καλύτερα της πάει.

—————

Γέμισα ίσκιους και φως,
φωνές της φύσης έσπασαν το λήθαργο μεμιάς
και η εσώτερη σιωπή φάνηκε ακόμη πιο βαθιά,
οι στοχασμοί της ύπαρξης ενώσανε τους κόσμους
και η ειρήνη θάμπωσε την πόλη με τα φώτα.
Πάνω απ’ τους λόφους έφτανε το μονοπάτι τούτο,
λες κι ήταν άγγελος φωτός που πέταγε στον ήλιο
με τ’ ασημένιο το κορμί και τα φτερά από φύλλα,
κι εκεί στο τέλος του ήτανε το ξέφωτο της μοναξιάς
με τα σημάδια της ζωής κατάχαμα απλωμένα,
σα ραψωδία της χαράς στο φως τελειωμένη,
όταν ο άνθρωπος ειρήνεψε με της ψυχής τους τόπους.