ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ & ΝΟΜΟΣ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Η ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΥΣΙΑ ΝΟΜΩΝ. Η ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Greek Constitution of 1911 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print
Greek Constitution of 1911 - Σόλων ΜΚΟ

Το Σύνταγμα της Ελλάδος του 1911.

(Μέρος 2 του άρθρου “Νόμος και αυθαιρεσία”) 

  Πιστεύω ότι σε όλες τις φάσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι υπάρχουν δύο στοιχεία: το υποκειμενικό (το υποκείμενο με τη βούλησή του και τους στόχους του) και το αντικειμενικό (η οργάνωση της δράσης του υποκειμένου, οι διαδικασίες). Πού ακριβώς έγκειται η αυθαιρεσία στην κοινωνία και το πολιτικό γίγνεσθαι; Θα έλεγα ότι η ολοκληρωμένη και πλήρης αυθαιρεσία βρίσκεται στην καταπάτηση και των δύο. Υποκαθίσταται το υποκείμενο, δηλαδή εν προκειμένω ο λαός από έναν άλλον παράγοντα, και η λαϊκή κυριαρχία και  οι σκοποί που την εκπληρώνουν διαστρέφονται, ενώ ταυτόχρονα αγνοούνται οι θεσμισμένες διαδικασίες. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο (υποκειμενικό και αντικειμενικό) μπορεί να εκτυλίσσονται διάφορες φάσεις της αυθαιρεσίας. Μπορεί ο σκοπός να συνάδει με το κοινό καλό (βέβαια, πολύ σπάνια), αλλά να μην τηρούνται οι διαδικασίες, ή να τηρούνται μεν οι διαδικασίες, αλλά να αγνοείται το κοινό καλό με τους σκοπούς του. Πολύ χειρότερη βέβαια είναι η δεύτερη περίπτωση, γιατί ενδύεται τον μανδύα της νομιμότητας, ενώ διαπράττει αδίκημα ουσιαστικό και βλάπτει την κοινωνία. Αλλά και η πρώτη περίπτωση, αν επαναλαμβάνεται, δημιουργεί συνήθεια παθητικής εξάρτησης, προσωποπαγές καθεστώς και άγνοια της ευθύνης και της αναγκαίας θετικής συμμετοχής του πολίτη.

   Η αυθαιρεσία, λοιπόν, γίνεται ο νέος νόμος, όπου η προσωπική βούληση κάποιου ή κάποιων υποκαθιστά το αληθινό υποκείμενο, διαστρέφοντας το πνεύμα του νόμου και, συνήθως, με τρόπο που να ωφελεί αυτόν και όχι την κοινωνία, ή, και αν την ωφελεί, αυτό θα συμβαίνει και πάλι για να εξυπηρετήσει τον εαυτό του και όχι για πολύ και ουσιαστικά. Και αυτό μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλούς τομείς της ζωής και όχι μόνον στην πολιτική, αλλά εκεί παίρνει την πιο έντονη και δραματική μορφή της.

   Εν κατακλείδι, η αυθαιρεσία δεν σημαίνει ανυπαρξία νόμων, γιατί και αυτή θέτει κανόνες, εφ’ όσον επιβάλλει κάτι που να αποτελεί κανόνα για τους άλλους, αλλά το κάνει για τα δικά της συμφέροντα και χωρίς συνεργασία ή μέριμνα για το κοινό καλό. Εν ολίγοις, ακόμη και η έννοια του κοινού καλού υποτάσσεται και προσαρμόζεται με τρόπο που να εξυπηρετεί τον στόχο των προσωπικών συμφερόντων. Αποτελεί και αυτή ένα είδος νόμου αλλά με αντίθετη κατεύθυνση. Ο ορθός νόμος όντως περιορίζει, αλλά αυτό που περιορίζει είναι η αυθαιρεσία και η κοινωνική δυσαρμονία. Ενώ η αυθαιρεσία περιορίζει κάθε ελευθερία, για να προσαρμόσει τα πάντα σε κάτι πολύ μικρό και προσωπικό, είτε πρόκειται για συμφέροντα είτε για φανατισμό άποψης. 

Θα έλεγα ότι η αυθαιρεσία και ο ολοκληρωτισμός είναι όροι συνώνυμοι.

   Σε αυτό το σημείο της φύσης του νόμου έχω γράψει δύο σχετικά άρθρα: Η αξία των θεμελιωδών εννοιών στο Δίκαιο και στη ζωή του έτους 2021 (https://www.solon.org.gr/2021/09/08/i-aksia-ton-themeliodon-ennoion-sto-dikaio-kai-sti-zoi-tis-ioannas-moutsopoulou/) και «Δικαιοσύνη και Δίκαιο» του έτους 2015, (https://solon.org.gr/2015/05/14/dikaiosyni-kai-dikaio/). Εν συντομία, στη νομική επιστήμη δόθηκε υπερβολική έμφαση στο λεγόμενο θετό δίκαιο (δηλαδή αυτό που θεσπίζουν οι αρχές της πολιτείας), παρακάμπτοντας το πιο αφηρημένο τμήμα της φύσης του, για να αποφευχθούν οι καταχρήσεις που είχε κάνει κυρίως η θρησκευτική εξουσία επικαλούμενη τους θείους νόμους ως υπέρτερους όλων. Επειδή τότε η τάση ήταν να θεσπίζονται νόμοι σύμφωνοι με αυτές τις μεγάλες αφηρημένες αρχές και να ενσωματώνονται στο θεσπισμένο δίκαιο, υπήρχε ένας εφησυχασμός θεωρητικός και ψυχολογικός. Τι θα έλεγαν όμως σήμερα που τέτοιοι δημοκρατικοί νόμοι καταργούνται άμεσα ή έμμεσα; Θα έλεγαν ότι είναι αποδεκτή επειδή ούτως ή άλλως ο νόμος είναι κατασκευή του ανθρώπου και οι εκάστοτε νόμοι είναι αυτό που κατόρθωσε η κοινωνία να έχει; Ότι η αξία του ανθρώπου εξαρτάται από τη βούληση των ισχυρότερων ή ακόμη και των πολλών, επειδή αυτό νομοθετείται στην πράξη; Και θα αυξομειώνεται ανάλογα με το τι ψηφίζεται κάθε φορά;

   Η συνέπεια, λοιπόν, ήταν ότι κατέληξαν στο άλλο άκρο, να εγκλωβιστούν εννοιολογικά τελείως στους νόμους όπως θεσπίζονται κάθε φορά από την πολιτεία και, έτσι, τελικά οι ερμηνείες περιορίζονται από κάθε συγκεκριμένο νόμο και όχι από την έννοια της δικαιοσύνης και των μεγάλων αρχών. Ακόμη και όταν αυτή η δικαιοσύνη αποτυπώνεται στα συντάγματα, στην πράξη αυτή δεν τηρείται με το υπόλοιπο νομικό πλαίσιο ούτε καν με το ίδιο το σύνταγμα, που περιέχει αντιφάσεις. Το αποτέλεσμα είναι κάθε νόμος να είναι σχεδόν αναμφισβήτητος από τα δικαστήρια και να μην τίθεται σε αμφιβολία εφ’ όσον είναι ψηφισμένος – εκτός από σπάνιες περιπτώσεις. Μόνον κοινωνικές εντάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπή τέτοιων νόμων που, τελικά, αυξάνουν πάντοτε την ανισότητα. Έτσι, βλέπουμε το ελληνικό σύνταγμα να επιβάλλει γενικά μεν την ισότητα με το άρθρο 4, αλλά ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει με εύνοια τις παρανομίες των υπουργών με το άρθρο 86 και, έτσι, να επιβάλλει τελικά την ανισότητα. Όλο το πολιτικό γίγνεσθαι είναι μία συνεχής διαμάχη για την ανισότητα.

   Φυσιολογικό αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης (ότι το δίκαιο είναι  μόνο το θεσπισμένο δίκαιο) είναι αυτές οι δύο αντίθετες διατάξεις να θεωρούνται ισότιμες και η γενική ισότητα που καθιερώνει το άρθρο 4 να μην μπορεί να θεωρηθεί υπέρτερη αρχή ώστε να εξαφανίσει ή να εμποδίσει την εφαρμογή αυτής της ειδικής εύνοιας του άρθρου 86, απλώς και μόνον επειδή αυτή η εύνοια έχει διατυπωθεί και αυτή ρητά στο σύνταγμα. Τι έκανε εδώ η πολιτειακή εξουσία; Χρησιμοποίησε μία δημοκρατική διαδικασία στη Βουλή, για να ψηφίσει και να κατοχυρώσει μία αντιδημοκρατική ρύθμιση. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι διαδικασίες δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε τη δημοκρατία, την ισότητα, την ελευθερία ούτε οτιδήποτε αποτελεί τη βάση του δυτικού πολιτισμού. Είναι χρήσιμες μόνον στον βαθμό που το πολιτικό υποκείμενο (λαός, άτομα) ενδιαφέρεται να τις προστατεύσει, αλλιώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αντίθετους σκοπούς και να γίνουν φορείς ανισότητας.

   Ποια όμως θα ήταν η διαφορά αν βάζαμε ως θεμελιώδη ερμηνευτική βάση για το νομικό πλαίσιο της πολιτείας τις μεγάλες αφηρημένες αρχές; Τότε, θα κάναμε μία διάκριση μεταξύ των συνταγματικών αρχών, μία αναγκαία ιεράρχηση, όπως έχει ήδη διατυπωθεί μετά τον δεύτερο παγκόσμο πόλεμο από νομικούς λόγω της οδυνηρής εμπειρίας του ναζισμού. Με αυτόν τον τρόπο η γενική αρχή της ισότητας θα υπερίσχυε έναντι της ευνοϊκής διάταξης περί υπουργικής ευθύνης, που είναι δευτερεύουσα, εξατομικευμένη και εισάγει εξαίρεση. Αυτό το κριτήριο θα αποτελούσε το πεδίο διαμόρφωσης της δικαστικής κρίσης και θα άφηνε περιθώρια ελευθερίας στην δικαστική εξουσία. Ενώ τώρα αυτά τα περιθώρια (που στην ουσία ενισχύουν τη διάκριση των εξουσιών) δεν υφίστανται. Η εκτελεστική εξουσία ελέγχει και καθορίζει όλες τις εξουσίες. Η γενική τάση της εξουσίας είναι να καθορίζει τα πάντα και να μην περιορίζεται μόνον στο εκτελεστικό κομμάτι.

   Τελικά, η αποκοπή από τις μεγάλες αφαιρέσεις είναι πάντοτε προάγγελος της αυθαιρεσίας. Όταν λείπει το στοιχείο που υπερβαίνει αυτόν που θέτει τον νόμο, τότε η αυθαιρεσία είναι εφικτή. Και αυτό το στοιχείο είναι το νόημα, γιατί οι μεγάλες αρχές αποτελούν νοήματα. Το αληθινό πρόβλημα βρίσκεται όχι στις ίδιες τις αρχές, αλλά στο ποιος τις επικαλείται, για ποιον λόγο και πώς τις ερμηνεύει. Από αυτό το σημείο παρεισφρέει η αυθαιρεσία, και όχι από τις ίδιες τις αρχές. Ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται ότι γνωρίζει το νόημα της ελευθερίας, ή παλιότερα της θείας βούλησης, ή οποιασδήποτε άλλης αρχής. Αλλά θα είναι δική του αυθαιρεσία και όχι ελάττωμα των ίδιων των αρχών. Τις ερμηνείες δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε, αλλά μπορούμε να βελτιώσουμε τον τρόπο, τους όρους και τα μέσα γι’ αυτές. Να κλείσω με ένα παράδειγμα. Επιτρέπεται σε μία Βουλή, με απόλυτα νόμιμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, έστω διαφανείς και ειλικρινείς, να ψηφίσει τη θέσπιση της δουλείας συνταγματικά; Από πρακτική άποψη ενδεχομένως να μπορεί ή να μη μπορεί να το κάνει, αλλά το ζήτημά μας εδώ είναι το δέον και το πώς ο δικαστής θα έπρεπε να ερμηνεύσει τον σχετικό κανόνα δικαίου, έναν τέτοιον θεσπισμένο νόμο. Μπορεί αυτό να μας φαίνεται αδύνατον να συμβεί και γι’ αυτό να μη μας απασχολεί, αλλά στην πραγματικότητα κρύβει την ουσία, το νόημα του πράγματος και τον τρόπο που μαθαίνει η κοινωνία και η πολιτική να χειρίζονται τα κοινά πράγματα. Η γενική κοινωνική νοοτροπία και τρόπος σκέψης παίζει καθοριστικό ρόλο στο να περιορίσει την αυθαιρεσία της δύναμης. Εξάλλου, για να μην ξεχνάμε, η δουλεία ίσχυε μέχρι πολύ πρόσφατα στις ίδιες τις ΗΠΑ, αλλά δεν είναι καν μόνον η δουλεία που θα μπορούσε να τεθεί ως πιθανότητα.

   Δεν θα επεκταθώ περισσότερο στο θέμα. Απλώς, ήθελα να εξηγήσω πόσο η κοσμοθεωρητική άποψη ή ο στοχασμός επάνω στις βασικές έννοιες μπορούν να οδηγήσουν σε αντικοινωνικές ατραπούς, παρά τις αντίθετες προθέσεις που επικαλούνται αυτοί που τις προτείνουν. Η αυθαιρεσία (ή με άλλα λόγια ο ολοκληρωτισμός) μπορεί να παρεισφρήσει από παντού. Οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιδικίες δεν προστατεύουν, γιατί, συνήθως, λειτουργούν αντανακλαστικά ως αντίδραση στο αντίθετό τους, αλλά δεν μπορούν να κάνουν την αναγκαία σύνθεση για να βρεθεί η αληθινή ισορροπία.

   Ο νόμος και η φύση του είναι ένα τεράστιο θέμα και απαιτεί μεγάλη προσοχή. Ως τέτοιο μάλιστα θέμα δεν μπορεί να αποτελέσει κλειστό σύστημα, γιατί, όσο αυξάνεται η κατανόησή μας για τη φύση του ανθρώπου (επομένως, και για τις ανάγκες του), τόσο θα πρέπει να επαναπροσδιορίζουμε και τη φύση του νόμου, τη λειτουργία του και το περιεχόμενό του. Δεν είναι ότι αυτή η φύση θα αλλάζει, αλλά θα αλλάζει η ερμηνεία μας γι’ αυτήν.

   Για το θέμα του νόμου μπορούν να ειπωθούν πολλά περισσότερα, αλλά δεν είναι του παρόντος άρθρου. Αυτά τα περισσότερα δεν σχετίζονται με τους πολιτειακούς νόμους, αλλά με το νόημα του νόμου ως θεμελιώδους αρχής της ζωής. Αυτή η φύση σχετίζεται βέβαια και με την καθημερινότητά μας, αλλά έμμεσα, ως μία φύση των πραγμάτων που μας οδηγεί αναγκαστικά σε ορισμένες κατευθύνσεις σε μεγάλο μήκος χρόνου.

29/8/22

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

 

Σχετικά άρθρα