ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΟΔΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤON ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟ (του Γιάννη Ζήση)

- Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

fire explosion global - Σόλων ΜΚΟΥπάρχει ένας «οδικός χάρτης» εξόδου από την αυθεντία των οικονομικών θεωριών και των επιπτώσεών τους στην προσωπική ζωή του καθενός, αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Στο παρόν άρθρο, θα δούμε, μεταξύ άλλων, το πως ο Κέυνς δεν μπόρεσε –παρά τον υβριδικό χαρακτήρα της θεωρίας του– να αποφύγει την εξιδανίκευση του μοντέλου του. Θα δούμε, επίσης, τη στρέβλωση των αγορών κάθε τύπου από το πολιτικό-στρατιωτικό σύμπλεγμα και το πανανθρώπινο φαινόμενο διαφθοράς, τη σχέση του δόγματος με τις κλιματικές αλλαγές, και την ολοκληρωτική φύση των μεγάλων συγκεντρώσεων χρήματος.

Η εξιδανίκευση στην υβριδική θεωρία του Κέυνς
Στο “Kρυφό έλλειμμα των οικονομικών θεωριών”[1] σχολιάσαμε το γεγονός ότι τόσο η θεωρία των «ελεύθερων αγορών» όσο και του Μαρξισμού εξιδανίκευσαν την πλευρά πάνω στην οποία έδωσαν έμφαση. Η μία εξιδανίκευσε τη σημασία της αρχής της «ρύθμισης» και η άλλη τη σημασία της αρχής του «ανταγωνισμού» για μια βιώσιμη οικονομία.[2]  Η δογματική μονομέρειά τους αποδεικνύεται καταστροφική στο πεδίο της ζωής.

Η εξιδανίκευση στη θεωρία του Κέυνς ήταν πιο μετριοπαθής από εκείνη των θεωριών του Άνταμ Σμιθ και του Καρλ Μαρξ, αλλά αποδείχθηκε δίκοπη. Αυτό το βλέπουμε στη λογική ενός λαϊκισμού που μπορεί να λειτουργήσει και κορπορατικά. Έχει συνάφειες με το φασιστικό πρότυπο ως ενδιάμεσο πρότυπο. 
Βέβαια, το φασιστικό πρότυπο βασίζεται στην καθαρά πολιτική ηγεμονία –εκτός του κοινοβουλευτισμού– και, συνεπώς, στη συμφωνία «κυρίων» μεταξύ πολιτικής και οικονομικών παραγόντων, σε διακριτούς ρόλους. Αυτό παρατηρείται –υπό μία έννοια–  ως μοντέλο  και στις υβριδικές καταστάσεις αναδυόμενων οικονομιών, όπως ισχύει με τη σύμπλευση του κομμουνιστικού κόμματος και της επιχειρηματικής οργάνωσης στην Κίνα. Το ίδιο μπορούμε να δούμε, κατά το παρελθόν, και σε άλλες υβριδικές καταστάσεις, όπως, επί παραδείγματι, στη χούντα του Πινοσέτ, με την παράλληλη ανάπτυξη μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής όπου, στην ουσία, η λέξη και η έννοια «φιλελεύθερη» απαξιώνεται μέσα από την άσκηση μιας πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων ενός ιδιωτικοποιημένου ολοκληρωτισμού.

Ο Κέυνς λειτούργησε μέσα σε ένα πλαίσιο κοινοβουλευτικής ωρίμανσης και ορθολογικής ανάδειξης παραμέτρων που –θα έλεγε κανείς–  θα έπρεπε να είναι αυτονόητοι για την άσκηση μιας ρύθμισης. Υιοθέτησε την προσέγγιση της αποφυγής της παγίδευσης από τα δόγματα εκείνα που αφορούν τη στενότητα του χρήματος, του μέσου αλλά και της κατεύθυνσής του, της στήριξης της απασχόλησης, της ανάπτυξης και της αναδιανομής της ανθρώπινης ανάγκης.

Διαφθορά: παρούσα σε όλα τα συστήματα
Το πρόβλημα, ωστόσο, βρίσκεται στην πολιτική της διαφθοράς [3] του συστήματος: η ανθρώπινη ζήτηση δεν αναπτύσσει υπευθυνότητα στη διαχείριση αυτών των κοινωνικών κονδυλίων των κοινωνικών πόρων και τους αξιοποιεί με έναν τρόπο φθίνουσας απόδοσης, τόσο ποιοτικά, σε στόχους ποιότητας ζωής και κοινωνικής οργάνωσης και πολιτισμού, όσο και οικονομικά. Παράλληλα, μπορεί να αναπτύσσεται μια διαφθορά μέσα από το καθεστώς των δημόσιων κρατικών προμηθειών και τη διαπλοκή, που –ούτως ή άλλως– δεν τη χρειάζεται ο κευνσιανισμός για να αναπτυχθεί, εφόσον αναπτύσσεται μέσα από την ευθεία σχέση του ιδιωτικού και του πολιτικού ολοκληρωτισμού, επειδή ακριβώς και οι δύο αυτές ομάδες κινούνται με ομοθυμία και με σκοπό την εξουσία των πόρων και της εξουσίας εν γένει  – και η διαφθορά είναι αρκετός παράγοντας.

Εν πάση περιπτώσει, οι επικεντρώσεις αυτές, οι θεωρητικοί εξωραϊσμοί, η ανικανότητα αυτοσυμπλήρωσης και αυτογνωσιακής παρατήρησης των αδυναμιών και των ατελειών –ιδιαιτέρως με το πέρασμά τους στο εμπράγματο πεδίο– ήταν ένα έλλειμμα θεωρητικό, αρχικά, το οποίο μεταβιβάστηκε και στην πολιτική, με θεμελιώδεις παρενέργειες και καθοριστικές στρεβλώσεις.

Οικονομία και πολιτικό – στρατιωτικό σύμπλεγμα
Ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας του λεγόμενου υπαρκτού Σοσιαλισμού δεσμεύτηκε στην ανάπτυξη των οπλικών συστημάτων, με αποτέλεσμα οι πόροι και οι υπηρεσίες του να παγιδευτούν σε ένα πολιτικό – στρατιωτικό σύμπλεγμα. Κατά αντίστοιχο τρόπο, σε μεγαλύτερη κλίμακα, ίσχυσε η ίδια διαφθορά τόσο στην ναζιστική, φασιστική ιδεολογική επικράτεια, όσο και σε αυτήν των λεγόμενων δημοκρατικών κοινοβουλευτικών κρατών.

Σε αυτήν την εκτίμηση συνηγορεί η γνωστή κριτική προσέγγιση του οικονομολόγου και συμβούλου των προέδρων των ΗΠΑ Ρούσβελτ, Κέννεντι και Τζόνσον, Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. [4] Γνωστή και εκφρασμένη δημόσια είναι και η θέση του τέως προέδρου των ΗΠΑ και πρώην στρατιωτικού Αϊζενχάουερ, ο οποίος ανησυχούσε για τις αρνητικές συνέπειες  του αυξανόμενου ρόλου των αμυντικών βιομηχανιών στην Αμερική. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τι δήλωσε ως Πρόεδρος των ΗΠΑ: «Το σύμπλεγμα του στρατιωτικού κατεστημένου με μια μεγάλη βιομηχανία όπλων είναι πρωτόγνωρο για τις ΗΠΑ. Η επιρροή του γίνεται αισθητή σε κάθε πόλη, σε κάθε σπίτι, σε κάθε γραφείο της κυβέρνησης». [5]

Ο ιστορικός Τζον Κίγκαν είχε εντυπωσιαστεί από αυτή τη στάση ενός πρώην ανώτατου στρατιωτικού, λέγοντας ότι: «ανησυχούσε γιατί οι κατασκευαστές όπλων άρχιζαν να ασκούν πιέσεις στους γερουσιαστές ώστε να δαπανήσουν χρήματα στον συγκεκριμένο κλάδο και συχνά σε συγκεκριμένες βιομηχανίες». [5]

Στην πραγματικότητα, αυτό το πρόβλημα είναι διαχρονικό. Το βλέπουμε, επίσης, στον εκφυλισμό της μεταρρύθμισης του Ατατούρκ σε ένα πολιτικό-στρατιωτικό οικονομικό σύμπλεγμα που ναι, μεν, εκφράζει κοινωνικά προοδευτικές θέσεις, αλλά, από την άλλη, λειτουργεί ως ένας παράγοντας θεσμικού ολιγαρχικού ολοκληρωτισμού και διαφθοράς στο γίγνεσθαι της ολότητας της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, δίνοντας άλλοθι στον φονταμενταλισμό, που, επίσης, επιδιώκει τον δικό του ολοκληρωτισμό.

Η ανάπτυξη των διεθνών οικονομικών ομίλων και αυτά τα προβλήματα  ολοκληρωτισμού λειτουργούσαν ωσμωτικά ως συγκοινωνούντα δοχεία. Μπορούμε να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1. την κεφαλαιακή στήριξη της αρχικής βάσης της Μπολσεβικικής Επανάστασης
2.
 την επιχειρηματική ώσμωση μεταξύ των κεφαλαίων των δημοκρατιών της Δύσης με τις χώρες του Άξονα, κατά την διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οικονομικός δογματισμός και ολοκληρωτισμός
Όλο αυτό το πλέγμα είναι ανάγκη, πλέον, να απογυμνωθεί γνωστικά, επικοινωνιακά και ηθικά. Η γνώση είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο για υγιή συστήματα, τόσο της αγοράς όσο και της πολιτικής διακυβέρνησης.  Αυτή, όμως, δεν διαχέεται ικανοποιητικά, επειδή και τα μέσα ενημέρωσης διακατέχονται από συνεργούς ή από ταυτόσημους εταιρικούς παράγοντες.
Α.
 Υπάρχει, δηλαδή, ένας ιδιωτικός ολοκληρωτισμός, αντί για την ελεύθερη αγορά.
Β.
 Ταυτόχρονα γίναμε μάρτυρες και του κρατικού ολοκληρωτισμού.
Γ.
 Υπάρχουν  πολλές εκδοχές του κρατικού ολοκληρωτισμού, μερικές εκ των οποίων μπορούν να αναπτυχθούν κευνσιανά και να λειτουργήσουν ως συνέργειες μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού ολοκληρωτισμού.

Στην πραγματικότητα, ο οικονομικός ολοκληρωτισμός μπορεί να βαπτίζεται «ελεύθερη αγορά», να παρουσιάζεται ως «ανάπτυξη», να φαίνεται ως «λαϊκός καπιταλισμός» και, εντούτοις, να είναι ένα τερατώδες κακέκτυπο της σύλληψης του Άνταμ Σμιθ και των προϋποθέσεων που θέτει η μικροοικονομική θεωρία για την αγορά, την ανταγωνιστικότητα, τον φιλελευθερισμό και την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Οικονομικός δογματισμός και διαφήμιση
Θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει καθόλου η διαφήμιση και, όμως, δεν έχουμε δει κανέναν θεωρητικό να την καταγγέλλει και τη συνδέει με τις στρεβλώσεις της αγοράς. Αυτές οι στρεβλώσεις συνδέονται με τον κύκλο της επικοινωνιακής επιχειρηματικότητας και της κοινωνίας του θεάματος, με τους οποίους έχουν πολιτικές συνέργειες. Συνδέονται, ακόμη, και με χώρους όπως το κοινωνικό σωματείο, που, βεβαίως, γίνεται επιχειρηματικό ή γίνεται προσωπείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος που λειτουργεί η παγκόσμια οργάνωση της αθλητικής κοινότητας. 
Στην ουσία, έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική εξαθλίωση των θεωριών και είναι να απορεί κανείς που όλοι αυτοί οι θεωρητικοί και οι πανεπιστημιακοί δέχτηκαν τόσο αδιαμαρτύρητα να καταπέσει σε τέτοιο βάθος η θεωρία του φιλελευθερισμού –και όχι μόνο αυτή– και να γίνει ένα νέο «όνομα του ρόδου».

Είμαστε, δυστυχώς, σε ένα σημείο όπου η γνώση –όπου υπάρχει και αν υπάρχει– πρέπει να ντρέπεται για τη μη ανάληψη της ευθύνης της και για τη μη έκφραση της γνώμης της, για την μη συμμετοχή της στον αποκαλυπτικό διάλογο και την υποκριτική ενσωμάτωσή της.

Οικονομία: επιστήμη ή μια διαφορετική θρησκεία;
Όσον αφορά την αξιολόγηση των οικονομικών θεωριών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι καιρός να εφαρμόσουμε πολύ πιο αυστηρά κριτήρια επιστημονικής αξιολόγησης και παρατήρησης. Έχουμε, πλέον, τα εργαλεία και μια -μεγάλου χρονικού βάθους- ιστορική αποτίμηση των επιδράσεων, των ιδεών και των πολιτικών σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο.  Πρέπει, επιτέλους, να εφαρμόσουμε το κριτήριο της αξιολόγησης του δόγματος στο εφαρμοσμένο πεδίο, στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, της εφαρμοσμένης οικονομίας – κάτι που εισηγηθήκαμε και για τον τομέα της θρησκείας.

Δεν είναι σωστό να εξαιρούμε την οικονομία από την επιστημονική ματιά, όταν αυτή, μάλιστα, θέλει να λέγεται επιστήμη. Η ολοκλήρωσή της και η προοπτική της μπορεί και πρέπει να μετρηθεί με μαθηματικά. Αν μια επιστημονική θεωρία θέλει πραγματικά να αξιολογηθεί, αυτό πρέπει να γίνει ανοικτά χωρίς «δημιουργικές» νομενκλατούρες και «λεύκες» δογματικού πατερναλισμού στις πολιτικές.

Τελικά, είμαστε αντιμέτωποι με ένα έλλειμμα πολιτικής στο πλαίσιο της οικονομίας, της ειρήνης και της διεθνούς ενότητας, όπως και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έχει χρησιμοποιηθεί σε αυτό, σαν ένα δόγμα επιβολής, ένας ολοκληρωτισμός, μια οικονομική μοντελοποίηση.

Μέχρι σήμερα, χρησιμοποιήθηκε ένα δόγμα που βαπτίζεται επιστήμη της ανάπτυξης, μέσω της ανταγωνιστικότητας και του «αόρατου χεριού»,[6] που ωφελεί τον καταναλωτή και τον πολίτη. Στην πραγματικότητα, όμως, το «αόρατο χέρι» δεν διένειμε το καλό που ανέμεναν οι οπαδοί της θεωρίας. Αυτό που αναδιανεμήθηκε μέσα από την αγορά δεν ήταν άλλο από το τεχνολογικό μέρισμα, δηλαδή οι ανακαλύψεις της επιστήμης, της γνώσης, της καινοτομίας και της έρευνας, που γινόταν, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, μέσα από τα πανεπιστήμια και το εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή μέσα από το δημόσιο αγαθό της παιδείας, της γνώσης και της ελευθερίας της σκέψης. Αυτό, όμως, δεν ήταν ένα μέρισμα του αόρατου χεριού.

Ως αποτέλεσμα αυτού, υποκαταστάθηκε η ευθύνη των κυβερνήσεων και των κρατών να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα της οικονομίας, της ειρήνης και της διεθνούς ενότητας σε μια πιο θεμελιώδη βάση. Με τον ίδιο τρόπο, απωλέσθη, εν τέλει, και ο δρόμος για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών.

Οικονομικός δογματισμός και κλιματικές αλλαγές
Το πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών θα μπορούσε να μην είχε καν υπάρξει –και να μην πάρει αυτή την δραματική πορεία που πήρε, και η οποία θα είναι μακροχρόνια– αν είχαν συνεργήσει αφενός μεν οι πολιτικές ορθής διανομής και ρύθμισης των συμφερόντων. Τα ανεξέλεγκτα οικονομικά συμφέροντα συνδέονται με:
Α. 
την αυξανόμενη ζήτηση και κατανάλωση
Β.
 τη ζωογόνηση της ανθρώπινης επιθυμίας για πράγματα που δεν έχει πραγματική ανάγκη, υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής,
Γ.
 με την ηγεμονία της παραγωγής και της συγκέντρωσης του πλούτου.

Προκειμένου να επιβιώσει, η ηγεμονία της παραγωγής και της συγκέντρωσης του πλούτου αξιοποιεί κάθε γνώση και ικανότητα, στοχεύοντας στο να κάνει κυρίαρχη παρόρμηση την επιθυμία για το άχρηστο, το περιττό, το βλαβερό και το καταναλωτικό πρότυπο ζωής, το οποίο δεν απηχεί τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου και δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και ποιότητας, πολιτισμού και πνευματικότητας.

Το εργατικό κίνημα, [7] σαφώς επηρεασμένο από την κυρίαρχη αίγλη της επιθυμίας, αλλά και την αίγλη της «αργόσχολης τάξης» [8] – κινήθηκε σε εσφαλμένες κατευθύνσεις και αλλοτριώθηκε, ενώ ταυτόχρονα δεν αμφισβήτησε την ηγεμονία της ολιγαρχίας του πλούτου.

Η ολιγαρχία του πλούτου χρησιμοποίησε αποτελεσματικά κάποια μεθοδολογικά εργαλεία με τον ίδιο τρόπο που ο σχολακιστικισμός στον Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε ως διανοητική και, τελικά, πολιτική ηγεμονία του θρησκευτικού σκοταδισμού πάνω στις ιστορικές εξελίξεις, στον ανθρώπινο πολιτισμό και στις ανθρώπινες σχέσεις. Η σημερινή κυρίαρχη γοητεία, αυθεντία και απάτη της οικονομικής θεώρησης είναι ανάγκη να εγκαταλειφθεί και να απογυμνωθεί τελείως.

Εάν διαθέταμε το τεχνολογικό μέρισμα με όρους μείωσης της κατανάλωσης και καλύτερου μερισμού της, αναδιανομής του συστήματος των πλουτοπαραγωγικών πόρων, πέρα από την ιδιωτική απληστία και τον ιδιωτικό ολοκληρωτισμό, εάν λειτουργούσαμε με την αρχή του μερισμού απελευθερωτικά, δημιουργικά και συνεργατικά και εάν υιοθετούσαμε ένα άλλο πολιτισμικό πρότυπο ζωής, τότε δεν θα ήμαστε αυτή τη στιγμή αντιμέτωποι με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.

Μπορούσαμε ήδη να είχαμε αντιμετωπίσει το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, θέτοντας, μάλιστα, τις βάσεις του μεταπολεμικού κόσμου. Δεν το κάναμε. Χάσαμε πολύ χρόνο σε αυτό και όχι μόνον σε αυτό. Χάσαμε χρόνο εις βάρος της ειρήνης και  της ευημερίας, που, σε έναν βαθμό, εξαρτώνται από τα αριθμητικά δεδομένα της οικονομίας. Η ειρήνη και η ευημερία θα μπορούσε να υπάρχουν σήμερα μέσα από καλύτερη οικονομία και από άλλα πρότυπα ζωής και διαχείρισης των πόρων.

Ένας οδικός χάρτης
Η φυσιολογική κατάληξη αυτών των  συλλογισμών οδηγεί στο ερώτημα «τι κάνουμε τώρα»; Θα μπορούσαμε να πούμε, με βάση την εμπειρία των οικονομικών θεωριών που υπάρχουν, ότι το ζήτημα δεν επιλύεται αποκλειστικά με τη συγκρότηση μιας νέας οικονομικής θεωρίας. Ένας κοινά αποδεκτός «οδικός χάρτης απελευθέρωσης» από τους βαρυτικούς περιορισμούς του ανθρωπολογικού παράγοντα, ο οποίος θα διανύονταν εθελοντικά από τους πολίτες, θα αποτελούσε ένα κρίσιμο βήμα προς τα εμπρός όχι μόνο της οικονομίας αλλά και του πολιτισμού.  Για τη ζωογόνηση του θετικού ανθρώπινου δυναμικού και τη μετουσίωση του αρνητικού – κάτι που θα διαμορφώσει την κατάλληλη ψυχολογική ατμόσφαιρα για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων – προτείνονται τα παρακάτω βήματα:

1. Να συγκροτηθούν επιχειρησιακά πλαίσια που να αντιμετωπίζουν τον κρατικό, τον κοινωνικό-πολιτισμικό και τον ιδιωτικό ολοκληρωτισμό. Ο ιδιωτικός ολοκληρωτισμός περιλαμβάνει τις –ψευδεπίγραφα– αποκαλούμενες «ελεύθερες αγορές» ή «αγορές της ανταγωνιστικότητας».  Βέβαια, όπως σε οποιοδήποτε εγχείρημα, και αυτά τα επιχειρησιακά σχέδια θα έχουν να αντιμετωπίσουν και αυτά τα δικά τους μειονεκτήματα.

2. Να υπάρξει εκπαίδευση του ανθρώπινου παράγοντα με στόχο να ελαττωθεί η μανία του προς την κατανάλωση, να απελευθερωθεί από τον ψυχισμό του «καταναλώνω, άρα υπάρχω» που έχει πλασαριστεί και λειτουργεί ως ένας ζωικός ψυχολογικός αταβισμός. Η μανία της κατανάλωσης λειτουργεί ως ένας ναρκισσισμός που οδηγεί στην εκτροπή από τη λογική και από την πραγματική ανάγκη και πλήττει θανάσιμα τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος αλλά και των αξιών μέσα στο οικονομικό και το κοινωνικό σύστημα.

3. Να αναπτυχθεί μια κουλτούρα μετάθεσης και αποσύνδεσης από το πεδίο της πολιτισμικής καθήλωσης στο χρήμα.  Αυτό θα επιτρέψει την πραγματική αναδιανομή του, θα καλύψει την πραγματική ανάγκη και θα αποτρέψει τα φαινόμενα υπερσυγκέντρωσής του στα χέρια λίγων, οι οποίοι, εκ των πραγμάτων, λειτουργούν ως μηχανισμοί ολοκληρωτισμού. Αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει τον κύκλο ζωής της καθημερινότητας, τη σχολική εκπαιδευτική διαδικασία, την ανάδειξη των νέων προτύπων ποιότητας ζωής, τα οποία πρέπει να είναι αειφορικά τόσο για το περιβάλλον όσο και για τον πνευματικό πολιτισμό. Αυτή  η εκπαιδευτική παρέμβαση είναι, φυσικά, μακράς πνοής.

4. Να διαμορφωθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος. Η εκπαιδευτική παρέμβαση, που αναφέρθηκε παραπάνω, είναι φυσικά μακράς πνοής και γι’ αυτό θα πρέπει να τοποθετηθούμε επικοινωνιακά και να αξιοποιήσουμε τις  αναπόφευκτες –από ανθρωπολογικής σκοπιάς– φάσεις κρίσης, οι οποίες αποτελούν πάντα ευκαιρίες διαμόρφωσης νέων προτύπων και νέου θεσμικού πεδίου. Η νέα θέσμιση θα πρέπει να είναι μια συνεχής διαδικασία, καθώς η εκτροπή του πολιτισμού σε σχέση με το περιβάλλον αλλά και το πεδίο των πολιτισμικών αξιών έχει βαθειές ρίζες. Η συνεχής θέσμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα προϊόντα, τα αγαθά, τις υπηρεσίες της οικονομίας, τη διαφάνεια της οικονομίας, τον μερισμό της, τη δικαιϊκότητα και την ουσιαστική της νομιμότητα.

5. Να δημιουργηθεί ένα νέο όργανο διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, το οποίο να κινείται, καθαρά, από την αρχή του μερισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αειφορίας και να εκφράζει, τελικά, τη δυνατότητα μιας κοινωνικής διαχείρισης των πλουτοπαραγωγικών πόρων, αλλά και να λειτουργεί με θεσμικό και αποτελεσματικό τρόπο αναδιανεμητικά. Στα πρώτα του  βήματα, ένα τέτοιο διεθνές όργανο θα είναι φορέας ιδεών, προτάσεων και δράσεων για την αλλαγή όλου του παγκόσμιου σκηνικού στον τομέα της διεθνούς ενότητας και δικαιοσύνης.

6. Να δημιουργηθεί ένας διεθνής όμιλος από ανθρώπους που διαπνέονται από πνεύμα καλής θέλησης για την προώθηση της οικονομικής συνεργασίας, του μερισμού, της δικαιοσύνης, της πολιτικής διαφάνειας, της ελευθερίας και της διεθνούς ενότητας.

7. Να ενισχυθεί μια συνακόλουθη θετική κοινή γνώμη, η οποία να αναδεικνύει τη δημοκρατική και δημογραφική της υπεροχή απέναντι στις ηγεσίες και να εκδηλώνει την ισχύ της, όχι ολοκληρωτικά, αλλά μέσα από τη διαλογική διαμάχη, μέσα από τη νοημοσύνη, την καλή θέληση και τη δημιουργική συνεργασία.

Βέβαια, θα πρέπει να λειτουργήσουμε με όρους πραγματισμού, φασματικά, στη θρησκεία, στην πολιτική, στην επιστήμη, όπως και γίνεται και σε άλλους τομείς. Ο πραγματισμός είναι ένα κρίσιμο σημείο. Είναι, δε, πάντα ουσιαστικά προοδευτικός στον βαθμό που συνυπάρχει με αξίες, με όραμα, με πεδίο ιδεών, αλλά, ταυτόχρονα, με διαδικασίες λειτουργικές, φυσικές, που αποτελούν συνήθειες και έλξεις που πρέπει να μετουσιωθούν και να μετεξελιχτούν.

Συμπέρασμα
Αν δεν θέλουμε να θεωρούμαστε ηλίθιο είδος, θα πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς να συνδυάσουμε ένα κοινοτικό σύστημα μερισμού, με διαδικασίες αγοράς ελεγχόμενης με όρους διαφάνειας στην κατεύθυνση της κοινής ωφέλειας, με λόγο και με δημοκρατική διακυβέρνηση. Δεν το κάναμε και σε αυτό συνήργησε βέβαια η αθλιότητα της πολιτικής σκηνής, η αδυσώπητη ολιγαρχία στον τομέα της οικονομίας, η αλλοτρίωση των μαζών και τα μαζικά πρότυπα του κοινωνικο-πολιτιστικού ολοκληρωτισμού της κοινωνίας του θεάματος  και της υπερκατανάλωσης. Οι θρησκείες συνηγόρησαν επί μακρόν στη λογική της καλλιέργειας της αυθεντίας και της παθητικότητας που δεν έθετε, με ουσιαστικό τρόπο, ζητήματα λογικής και ηθικής.
Η γνώση σε συνδυασμό με τη λογική και τη δικαιοσύνη μπορούν να ρυθμίσουν ουσιαστικά την αγορά – η γνώση είναι πλέον επαρκής για να μας επιτρέψει να ρυθμίσουμε την αγορά. Αυτό δεν ίσχυε στο παρελθόν, καθώς ούτε η επιστήμη είχε αρκετά εργαλεία, ούτε υπήρχαν οι τεράστιες βάσεις δεδομένων.
Αυτό σημαίνει ότι η βιώσιμη ρύθμιση της αγοράς είναι πλέον ζήτημα πρόθεσης και λογικής,  ειδικά στη σημερινή εποχή όπου η γνώση, η τεχνολογία και η επικοινωνία μπορούν να μας εξυπη%