ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ & ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ

- Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

- Σόλων ΜΚΟΗ ύπαρξη και η κυκλοφορία του πολιτικού χρήματος, αλλά και του χρήματος της αγοράς, διαμορφώνει στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών μια νέα δυναμική που μας κατευθύνει σε νέα κοινωνικά πεδία, πέραν αυτών της αγοράς. Αυτά τα πεδία υπήρχαν πάντα μέσα στην ιστορία, απλώς τώρα, για πρώτη φορά, ορίζονται και τοποθετούνται σε ένα θεσμικό πλαίσιο.

Στο παρελθόν, τα πεδία αυτά επικοινωνούσαν ωσμωτικά με την πολιτική και την εξουσία, διαμόρφωναν και ρύθμιζαν καταστάσεις προς την κατεύθυνση άλλοτε της δημοκρατικής ανάπτυξης και άλλοτε του ολοκληρωτισμού.

Επιπλέον, λειτουργούσαν καταλυτικά μέσα από τη δράση των ιδεών  στη διαχείριση των οικονομικών εξελίξεων.

Η δυναμική που αναπτύσσει ο πλουραλισμός του «τρίτου πυλώνα» , δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών και η παραχώρηση εξουσίας σε αυτήν, κατέχει έναν καθοριστικό ρόλο. Πέρα από τη σύγκρουση των κοινωνιών, των κρατών και τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, διακρίνεται πλέον και ένας ανταγωνισμός που δομείται μέσα στις τάξεις και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών.

Έχουμε συνηθίσει να αποδίδουμε μόνο τις θετικές όψεις της εισερχόμενης πολιτικής ορολογίας. Ο όρος «κοινωνία των πολιτών» μπορεί να είναι σχετικά νέος, όμως η έννοιά του ήταν διάχυτη σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης και δράσης ακόμα και κατά το αρχαίο παρελθόν. Θα λέγαμε ότι υπάρχουν νέα στοιχεία τα οποία όμως κάνουν τον όρο αυτό πιο πολύπλοκο και πιο δύσκολο στην ενσωμάτωσή του μέσα στην πολιτική ανάλυση.

Ο όρος «κοινωνία των πολιτών», σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να ερμηνεύεται αποκλειστικά και μόνο με όρους θετικής δημοκρατικής εποικοδομητικής έκφρασης. Η κοινωνία των πολιτών – όπως κάθε τι σε μια ανθρώπινη κοινωνία – μπορεί να εξελιχθεί σε έναν παράγοντα που μπορεί, κάποια στιγμή, να ναρκοθετήσει τη δημοκρατική εξέλιξη. Αυτή η εκτροπή θα μπορούσε να συμβεί είτε εάν έμενε μακριά από την ανθρωπολογική αυτοκριτική ματιά, είτε εάν αποτύχαινε να διαμορφώσει έναν σωστό τρόπο επικοινωνίας και ωσμωτικής επαφής μέσα στην πολιτική κοινωνία και ανάμεσα στους πολίτες και τους πολιτικούς. Όπως παρατηρεί ο Καρλ Γιουνγκ για τους κινδύνους των περιόδων κοινωνικών και άλλων κρίσεων:
«Αν η συγκινησιακή “θερμοκρασία” ξεπεράσει (ένα) επίπεδο, η πιθανότητα της αποτελεσματικότητας της λογικής ελαττώνεται και τη θέση της παίρνει η προπαγάνδα και οι χιμαιρικές φαντασιώσεις[…] που εξελίσσεται ραγδαία σε ψυχική επιδημία. Σε μια τέτοια κατάσταση αναδύονται στην επιφάνεια όλα τα αντικοινωνικά στοιχεία. […] είναι οι ενδεδειγμένοι χαρακτήρες και συνεπώς μέσα της αισθάνονται οικεία[…] γνωρίζουν καλά τη γλώσσα αυτών των συνθηκών και ξέρουν πώς να τις χειριστούν […]βρίσκουν απήχηση και στους πλέον φυσιολογικούς ανθρώπους κάτω από το ένδυμα της λογικής ».[1]

Όπως σε καθετί ανθρώπινο, έτσι και εδώ ενεδρεύει ο κίνδυνος αναβίωσης του ολοκληρωτισμού μέσα από τη χαοτική δυναμική που σήμερα συναντάμε στην κοινωνία των πολιτών. Αυτή η δυναμική μπορεί, σε πρώτη προσέγγιση, να φαίνεται ελκυστική και γόνιμη, αλλά, όταν, κάποτε, διαμορφώσει «συνθήκες μαζικοποίησης», υπάρχει ο κίνδυνος να μετεξελιχθεί και να παρουσιάσει ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. Και αυτή είναι μια νέα παράμετρος στην ανάλυση της κοινωνίας των πολιτών και στην εκτίμηση των προοπτικών της, με δεδομένη την υπεραισιοδοξία που έχει καλλιεργηθεί ως προς τον ρόλο της. Αυτό δεν μπορεί ασφαλώς να δικαιώσει μια «αναγκαιότητα» υπερσυντηρητικής δυναμικής και συσσώρευσης δικαιώματος εξουσίας στα υπάρχοντα κόμματα και στο κομματικό σύστημα.

Μέσα, λοιπόν, στο πλαίσιο της επικοινωνίας (των τριών πυλώνων, και ενός τέταρτου που θα πρέπει να αρχίσει να εμφανίζεται) που στοχεύει στην πολιτική, οικονομική και αειφορική ανάπτυξη, προκύπτει η ανάγκη για ένα νέο συμβόλαιο, ένα νέο μνημόνιο συνεργασίας και τρόπου επικοινωνίας που να ρυθμίζει τις εξελίξεις εποικοδομητικά, να δεσμεύει τον διάλογο και να διαμορφώνει ένα νέο θεσμικό πεδίο δημοκρατικής και ανοικτής κοινωνίας.

Το πρόβλημά μας βρίσκεται στο ότι, στην κοινωνία των πολιτών, μπορούν να εμφανιστούν ανορθολογικές και αναχρονιστικές τάσεις, διότι δεν κάνουν την εμφάνισή τους μόνο οι τάσεις της προόδου, και πώς θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς, άλλωστε. Συχνά, μάλιστα, αυτές οι τάσεις προόδου μπορεί να είναι και ισχνές. Απλώς, μέχρι σήμερα, έτυχε να  χαρτογραφήσουμε ως κοινωνία των πολιτών (στο πρώτο κύμα της χρήσης του όρου) αυτές τις τάσεις που υπήρξαν προοδευτικές.
Όμως, η πραγματική ευρύτητα του όρου καλύπτει το γεγονός ότι πολίτες είναι οι πάντες και η κοινωνία είναι οιοδήποτε σχήμα σχέσεων του πλήθους. Με την έννοια αυτή, ενυπάρχουν μέσα στην κοινωνία των πολιτών και όλες οι υπόλοιπες τάσεις. Γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο, είναι αναγκαία η ανάδειξη ενός τέταρτου πυλώνα, αυτού της ολοκληρωμένης ποιότητας του πνεύματος και της σύνθεσης.

Αυτό που αποκαλούμε πρώτο πυλώνα – και είναι ένας σύγχρονος τίτλος της καθ’εαυτήν πολιτικής ρύθμισης, της θεσμικής εξουσίας και του κοινοβουλευτικού κράτους– εμπεριέχει μέσα του τη δυναμική της οριοθέτησης των εξουσιών μεταξύ τους και της οριοθέτησης μεταξύ του ανθρώπινου δικαιώματος και του νόμου. 
Θα έπρεπε να είναι αυτό που περιγράφει ο βασικότερος –κατά πολλούς– εισηγητής του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού, ο Ζαν – Ζακ Ρουσσώ, ως αυτήν την «οργάνωση των πολιτικών πραγμάτων (στην οποία να) μπορεί να υπάρξει ένας νόμιμος και ασφαλής κανόνας διακυβέρνησης εκλαμβάνοντας τους ανθρώπους όπως είναι και τους νόμους όπως μπορούν να γίνουν. […] συνδυάζοντας όσα επιτρέπει το δίκαιο με ό,τι υπαγορεύει το συμφέρον ώστε η δικαιοσύνη και η ωφελιμότητα να μην βρίσκονται καθόλου σε διάσταση». [2]

Σε αυτό το πεδίο, η νοοτροπία είναι ενεργός παράγων και μπορεί να γίνει ισχυρότατα καθοριστικός μέσα στο πλαίσιο των εξελίξεων και να προκαλέσει μια «εσωτερική απώλεια» –θα λέγαμε– της δημοκρατίας, μια εσωτερική καταστρατήγησή της μέσα και από τις ίδιες τις διαδικασίες της δημοκρατίας.

Ο δεύτερος πυλώναςαυτός της αγοράς, αντιπροσωπεύει την αυτονομία της οικονομικής ανάπτυξης. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι και θεμέλιο και πεδίο ανάδρασης των πολιτικών ρυθμίσεων, μπορεί να αποτελέσει μια εγγύηση για τη δημοκρατική εξέλιξη ενός συστήματος. 
Ο μηχανισμός που παρωθεί τη λειτουργία της αγοράς περιγράφεται με λίγες λέξεις από τον Άνταμ Σμιθ ως εξής: «Δεν θα εξασφαλίσουμε το βραδινό μας από την φιλανθρωπία του φούρναρη, αλλά από την έγνοια που έχει αυτός για το (άπληστο) συμφέρον του». [3]

Και αυτός ο πυλώνας, εφόσον έχει εντός του στοιχεία ισχύος τόσο μέσα από τη διαπλοκή όσο και μέσα από τη χρήση των ειδώλων της εξουσίας, μπορεί να επενεργήσει καθοριστικά σε ένα επικίνδυνο «σφιχταγκάλιασμα» της δημοκρατικής διαδικασίας. Και από εδώ μπορούν να προκύψουν φαινόμενα κατάχρησης δύναμης, από τα οποία διαμορφώνονται συνθήκες ανισότητας. 
Το παράδειγμα των ΗΠΑ, της χώρας του κεφαλαίου και των ισχυρών δημοκρατικών θεσμών, είναι χαρακτηριστικό και περιγράφεται από τον πρώην αντιπρόεδρό της, Αλ Γκορ, ως εξής: «Υπάρχουν σήμερα στις ΗΠΑ κλάδοι στους οποίους ο ανταγωνισμός περιορίζεται ουσιαστικά στις εταιρίες εκείνες που έχουν αρκετά κεφάλαια ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες. […] Επακόλουθο όλων αυτών είναι η συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος και του πλούτου στα χέρια λίγων μεγάλων ομίλων και επιχειρήσεων, παράλληλα με την συγκέντρωση της πολιτικής ισχύος στα χέρια όλο και μικρότερων ομάδων του πληθυσμού». [4]

Το παραπάνω απόσπασμα συνεπικουρεί στη γενικότερη αίσθηση ότι, μέσα στη αγορά και στις κατανομές ισχύος που αυτή περιέχει, υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια «δημοκρατική οργάνωση της αντι-δημοκρατικότητας». Και τούτο διότι δεν δυνάμεθα να επινοήσουμε μέσα στο πλαίσιο της αγοράς έναν τρόπο που να εξασφαλίζει μια δημοκρατική οργάνωση της δημοκρατικότητας, με στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη· μπορούμε, εντούτοις, να λειτουργήσουμε ρυθμιστικά, εξομαλυντικά, προς πιο δημοκρατικές λύσεις του παραγόμενου προϊόντος –και στα ΜΜΕ– και του τρόπου ( προσοχή σε αυτό το σημείο ) και της ποιότητας κατανάλωσής του. Η παρέμβαση πλέον δεν μπορεί να είναι μόνο στην παραγωγή, στη δημιουργία του προϊόντος, αλλά και στον τρόπο προβολής του, στον τρόπο με τον οποίο το προϊόν γίνεται ελκυστικό, πέρα από την εμπορική διαμεσολάβηση για τη διανομή και την κατανάλωσή του στην αγορά.

Το αίτημα για έναν πυλώνα ποιότητας

Τόσο ο πρώτος πυλώνας, αυτός της θεσμικής εξουσίας, όσο και αυτός της αγοράς δεν επαρκούν, από μόνοι τους, να καταστήσουν τον πολιτισμό βιώσιμο και δίκαιο. Όσον αφορά στην ανεπάρκεια του τρίτου πυλώνα, της κοινωνίας των πολιτών –μιας κοινωνίας που είναι απολύτως αναγκαία καθώς παρεμβάλλει το ανθρώπινο στοιχείο με πολύ πιο άμεσο τρόπο, αξιοποιώντας τη δυναμική της δημοκρατικής επικουρικότητας και εγγύτητας – εδώ έχουμε να κάνουμε με πρακτικές «εξομάλυνσης» και «οικειότητας» με την εξουσία.

Η εξουσία δεν μπορεί να αποξενωθεί από την κοινωνία των πολιτών. Ούτε και η αγορά. Έτσι, πρέπει να ανευρεθεί ένα σημείο «εσωτερικής επιστροφής» τόσο της εξουσίας όσο και της αγοράς στον άνθρωπο. Είναι ένα πεδίο αναφοράς των δύο πυλώνων στη βάση της κοινωνίας, στη βάση των πολιτών και των φορέων τους, αλλά και το σημείο μέσα από το οποίο εκφράζεται καθοριστικά και η νοοτροπία των ανθρώπων και των φορέων.

Εδώ ακριβώς ερχόμαστε σε επαφή, από τη μία, με τη λειτουργία του εποικοδομήματος της συνείδησης και, από την άλλη, με το βιωτικό θεμέλιο του συστήματος της πολιτικής διαχείρισης και της αγοράς. Με την έννοια αυτή, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ένα πεδίο το οποίο είναι κατ’εξοχήν ανθρωπολογικό
Αν εδώ είχε πραγματικά στρέψει την προσοχή του ο Μαρξ, θα είχε καινοτομήσει και ανθρωπολογικά, όπως περίπου θα το ήθελε ο Μπερντιάγιεφ, ένας ενορατικός στοχαστής.

Η κοινωνία των πολιτών είναι το κατ’εξοχήν πεδίο στο οποίο θα αναμέναμε ο διαφωτισμός να αποκτήσει σάρκα και  οστά. Αλλά, αυτό είναι και το πιο δύσκολο εγχείρημα και καθίσταται ακόμη δυσκολότερο αν σκεφτούμε ότι, στην κοινωνία των πολιτών, (εκτός των αναμφισβήτητα εποικοδομητικών όψεών του), μπορεί να δομηθεί –και αυτό συμβαίνει– τόσο ο λαϊκισμός της εξουσίας, όσο και το καταναλωτικό πρότυπο της αγοράς. Αυτό είναι αναπόφευκτο, λόγω του δεδομένου ανθρωπολογικού υποβάθρου του πολιτισμού.

Τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνία των πολιτών πρέπει να εκτιμηθούν σε βάθος χρόνου και όχι με μια μικρής διάρκειας και βιωσιμότητας πολιτογράφηση του όρου «κοινωνία των πολιτών». Η «κοινωνία των πολιτών» είναι ένας όρος που πρέπει να ιδωθεί διαχρονικά, με την έννοια που έχει ένα συμβόλαιο εξουσίας, κοινωνικό ή όχι. Γενικά, πρέπει να προχωρήσουμε με πολιτικές έννοιες που έχουν μεγάλη χρονική και ποιοτική θεματική διασπορά. Και τώρα, όπως παρατηρεί ο Εντγκάρ Μορέν: «Η βαρβαρότητα δεν είναι ποτέ ένα απλό στοιχείο που συνοδεύει τον πολιτισμό, αλλά αποτελεί οργανική συνιστώσα του» καθώς επίσης συχνά «ο ολοκληρωτισμός αναδύθηκε πέρα από κάθε πρόβλεψη» και ένας επερχόμενος «πόλεμος θρησκειών ή ένας πολιτισμικός πόλεμος, ένας πόλεμος δηλαδή πολιτισμών είναι πιθανός»,[5] είναι ώριμος ο καιρός να αναζητηθεί ένας τέταρτος πυλώνας, ένας συνθετικός παράγοντας, ένα εξελικτικό κεφάλαιο που θα ολοκληρώνει συνεχώς τα καλύτερα στοιχεία του παρελθόντος και του παρόντος σε ένα βιώσιμο μέλλον.

Γι’ αυτόν τον καθοριστικό ρυθμιστικό πυλώνα της ποιότητας θα μιλήσουμε στο Γ′ μέρος.

Αναφορές: 
[1] Γιουνγκ,  Καρλ, “Ο Ανεξερεύνητος Εαυτός”, εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1988, σελ.: 10:
«Τα λογικά επιχειρήματα συνοδεύονται από κάποια επιτυχία όσο η συναισθηματικότητα μιας δεδομένης κατάστασης δεν υπερβαίνει το κρίσιμο σημείο. Αν η συγκινησιακή «θερμοκρασία» ξεπεράσει αυτό το επίπεδο, η πιθανότητα της αποτελεσματικότητας της λογικής ελαττώνεται και τη θέση της παίρνει η προπαγάνδα και οι χιμαιρικές φαντασιώσεις. Αυτό σημαίνει πως εκλύεται ένα είδος συλλογικής καταληψίας που εξελίσσεται ραγδαία σε ψυχική επιδημία. Σε μια τέτοια κατάσταση αναδύονται στην επιφάνεια όλα τα αντικοινωνικά στοιχεία. […] είναι οι ενδεδειγμένοι χαρακτήρες και συνεπώς μέσα της αισθάνονται οικεία. Από προσωπική τους πείρα γνωρίζουν καλά τη γλώσσα αυτών των συνθηκών και ξέρουν πώς να τις χειριστούν[ …] βρίσκουν απήχηση και στους πλέον φυσιολογικούς ανθρώπους κάτω από το ένδυμα της λογικής[ …]. Γι’ αυτό το λόγο, παρ’ όλη την ολιγαριθμία τους σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό, θεωρούνται επικίνδυνες πηγές μόλυνσης, επειδή ο λεγόμενος φυσιολογικός άνθρωπος γνωρίζει πολύ λίγο τον εαυτό του. Οι περισσότεροι άνθρωποι συγχέουν την «αυτογνωσία» με τη γνώση της συνειδητής προσωπικότητας». 
[2]  Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, “Το Κοινωνικό Συμβόλαιο”, εκδόσεις Πόλις, 2004, σελ.: 47.
[3] Κοέν, Ντανιέλ, “Η Ευημερία του Κακού, μια Ανήσυχη Εισαγωγή στην Οικονομία”, εκδόσεις Πόλις, 2010, σελ.:100.
[4] Γκορ, Αλ, “Προσβολή στη Λογική”, εκδόσεις Καθημερινή, εκδόσεις Καθημερινή, 2008, σελ.: 121.
[5] Μορέν, Εντγκάρ, “Ευρώπη, Πολιτισμός και Βαρβαρότητα”, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2006, σελ.: 17.

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Πρώτη δημοσίευση: 22 Φεβρουαρίου 2010
Φωτογραφία: commons.wikimedia.org

Ο Νέος Κέυνς:
 Ι. “Ο Νέος Κέυνς”
ΙΙΙ. Ο διαρκής τροφοδοτικός παράγοντας της πραγματικής ανάπτυξης
IV. Tο περίγραμμα του νέου Κεϋνσιανισμού

Σχετικά άρθρα