ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ & ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ (του Γιάννη Ζήση)

koultoures250 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

koultoures250 - Σόλων ΜΚΟΑντίθετα με ότι συχνά πιστεύεται, η προσδοκία σε μια Νέα Εποχή θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά παλιά. Γενικά, η προσδοκία σε μια Νέα Εποχή μπορεί να αποδοθεί με όρους οριοθέτησης που προηγούνται η έπονται των ιστορικών σταθμών της ιστορίας, του ανθρώπου και του πολιτισμού. Για παράδειγμα, η Προσωκρατική περίοδος αποτελεί ένα τέτοιο ορόσημο τόσο υπό την έννοια της Δυτικής όσο και της Ανατολικής σκέψης και κοσμοθεώρησης.

Οι «κρυμμένοι» Χρυσοί Αιώνες

Ο «Χρυσός Αιώνας» του Σόλωνα και των υπόλοιπων επτά σοφών – πλην του Περίανδρου, για να συμφωνήσουμε με τον Πλάτωνα και όχι μόνο – είναι σύγχρονος του Χρυσού Αιώνα της Ανατολής, λόγω της παρουσίας των Γκοτάμα Βούδα, Κομφούκιου, Λάο Τσε και άλλων.

Ο 13ος αιώνας μ.Χ. είναι ένας αιώνας γεμάτος από σημαντικές φυσιογνωμίες. Πέρα από τους Μογγόλους, οι οποίοι διευθέτησαν γεωστρατηγικά πολλά ζητήματα, αναδείχθηκαν: ο Σεμς και ο Ρούμι στη Μέση Ανατολή,  ο Φραγκίσκος της Ασίζης στην Ιταλία, ο Αλμπέρτος ο Μέγας, ο Ρογήρος Βάκωνας και άλλοι.

Αντίστοιχα, μετά το 1400 μ.Χ. εκφράστηκαν πολλοί δημιουργοί – κατά κύματα και ως όμιλοι – του νεώτερου πολιτισμού που άφησαν τη σφραγίδα τους με την Αναγέννηση, τον Ουμανισμό, με τη Μεταρρύθμιση, τη Νέα τέχνη και τη Νέα επιστήμη.

Στη φιλοσοφία και στην πολιτική, είδαμε τον Διαφωτισμό, την Εγκυκλοπαίδεια, τον φιλελευθερισμό, τον ωφελιμισμό, τη Γαλλική και την Αμερικάνικη Επανάσταση. Μετά τον ρομαντισμό, είδαμε τη βιομηχανική επανάσταση, τον σοσιαλισμό, τα εναλλακτικά ρεύματα σκέψης στον χώρο της θρησκείας και του αποκρυφισμού, τα κοινωνικά κινήματα, τον φεμινισμό και τα κινήματα αρωγής, όπως ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός κ.λπ.

Για την εναλλαγή προόδου και οπισθοδρόμησης

Ενώ, συχνά, κάποιες περίοδοι πρόβαλλαν με περισσή δόξα, αυτές, στην πραγματικότητα, ήταν περίοδοι παρακμής. Εκεί όπου θα έλεγε κανείς ότι συνυπάρχει η ακμή με την παρακμή είναι η περίοδος μετά από τους Μηδικούς Πολέμους ή, αντίστοιχα, η βασιλεία του Ιουστινιανού ή του Λουδοβίκου του 14ου. Κάποια ρεύματα ιδιοτελούς υλισμού δεν αντιμετωπίστηκαν με την αρμόζουσα –για την εισαγόμενη από αυτά δυναμική βαρβαρότητας– ιστορική διακριτικότητα, και δεν εννοούμε μόνο τον Μεσαίωνα ή τον Σχολαστικισμό.

Επίσης, είδαμε να λειτουργούν οι αντινομίες των Μογγολικών Βασιλείων, των επιγόνων του Τσέγκινς Χαν. Είδαμε όλα αυτά να εξελίσσονται σε πεδία ακμής νέων πολιτισμών. Είδαμε τη μεταπτωτικότητα να είναι καθοριστική, εσωτερικά και στις σχέσεις, ανάμεσα στον αρχικό Αραβικό Ισλαμικό επεκτατισμό, στον Αραβικό Διαφωτισμό και, μεταγενέστερα, σε όλη τη δίνη της εξαντλητικής βαρβαρότητας των Σταυροφοριών των θρησκευτικών πολέμων και στη φονταμενταλιστική Αναγέννηση του Ισλαμισμού στη Σαουδική Αραβία και του Σουδάν. Η εναλλαγή της οπισθοδρομικότητας και της προόδου ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική και αυτό  είναι κάτι που παρατηρείται και στη νεωτερικότητα. Οι διαστάσεις αυτής της εναλλαγής συνηγορούν σε αυτό που έλεγε ο Καρλάυλ ότι ο πολιτισμός είναι έτοιμος να κατασπαράξει ως  βαρβαρότητα τα όντα. Η εποχή της νεωτερικότητας, στην οποία ανήκουν η περίοδος του Μεσοπολέμου, η εποχή του Β′ Παγκόσμιου Πολέμου και η αποκαλούμενη Μεταπολεμική, έχει και αυτή τα σκοτεινά της σημεία, τα οποία δεν είναι τόσο ευδιάκριτα. Πολύ συχνά, στην καταγραφή της ιστορίας, εκείνο που κυριαρχεί είναι ένα θέατρο εντυπώσεων.

Κουλτούρες συγκρητισμού

Ας σταθούμε τώρα στις κουλτούρες συγκρητισμού, οι οποίες παίζουν έναν προοδευτικό ρόλο, αλλά που, ενίοτε, είναι βαθιά αγοραίες ή μεταβατικά ασήμαντες. Στον καιρό του Χριστιανισμού, υπήρχε μια θρησκευτική πολλαπλότητα υπό τέσσερεις βασικούς πόλους:

• ο ένας πόλος ήταν η ελληνορωμαϊκή θεολογία και θρησκεία·

• ο δεύτερος πόλος ήταν οι θρησκείες της Μέσης Ανατολής, από την Αίγυπτο ως τη Μεσοποταμία·  

• ο τρίτος πόλος ήταν ο Ιουδαϊσμός με διαφοροποιημένα μονοθεϊστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά·

• ο τέταρτος πόλος βρισκόταν στα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα που, από την αρχαία Ελλάδα, είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται από την ταύτισή τους με τη θρησκεία. Τέτοια μεγάλα ρεύματα, όπως ο Πλατωνισμός και ο Στωικισμός, ήταν αρκετά ισχυρά στην επιρροή τους μέσα από την επίδραση που είχαν σε ελίτ της εποχής, κυρίως βέβαια στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, των Πατρικίων και της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, υπήρχε το ζήτημα της ανάγκης για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό, ο οποίος δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί με τη γεωπολιτική αλλαγή, μετά την αποτυχία της Επανάστασης του Σπάρτακου και τις αλλεπάλληλες εσωτερικές αποτυχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με τους Ρωμαϊκούς Εμφύλιους Πόλεμους και  της κρίσης διακυβέρνησής της. Η ανάγκη για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό υπονομευόταν, μάλιστα, από την κουλτούρα του «άρτου και των θεαμάτων» του Κολοσσαίου, η οποία καλλιεργήθηκε ως μέσο κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η κουλτούρα είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, εν μέρει, από την εποχή του Ταρκύνιου και έλκει την καταγωγή της στις πρακτικές της αρχαίας Κορίνθου και των ελληνιστικών βασιλείων, κυρίως των Σελευκιδών.

Έτσι, εμφανιζόταν μια κοινωνική κατάσταση η οποία δεν μπορούσε να αλλάξει ιστορικά, εξωτερικά, παρά τις όποιες εξωτερικές πιέσεις των γερμανικών και των μογγολικών –σταδιακά εισερχόμενων– φυλών. Μπορούσε, όμως, να αρχίσει να αλλάζει ψυχολογικά και ανθρωπολογικά· κάποια στιγμή, μια καινοτομία ήταν αρκετή για να λειτουργήσει συνδυαστικά τόσο σε σχέση με τη μετατόπιση και την αλλαγή του Ιουδαϊσμού, όσο και με την απορρόφηση στοιχείων της ελληνιστικής φιλοσοφίας και του συγκρητικού θρησκευτικού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικοί κύκλοι της καινοτομίας του Χριστιανισμού ήταν ο Πατερικός Αλεξανδρινός κύκλος της Εγγύς και Μέσης Ανατολής που, μεταγενέστερα, αναδείχθηκε σε έναν Δυτικό κύκλο.

Στη σύγχρονη εποχή που ζούμε, εμφανίστηκε μια ανάλογη εξέλιξη – σε πλανητική πλέον κλίμακα – με τη μορφή μας πολιτισμικής και γεωγραφικής ολοκλήρωσης της ανθρωπότητας, με  αναπτυγμένο το οικονομικό και τεχνολογικό σύστημά της, με επιταχυνόμενη επιστημονική θεωρητική προσέγγιση και πολιτισμική τεχνολογική πολιτική και άλλη ωρίμανση, διατηρώντας ένα ευρύτερο πεδίο αναφορικότητας στο παρελθόν μέσα από θρησκείες και εθνότητες στον σύγχρονο κόσμο.

Για τα συγκρητικά ρεύματα του 18 και 19ουαιώνα 

Στον 18ο και 19οαιώνα, ξεκίνησαν τα πιο εστιασμένα κινήματα (μετά τη Μεταρρύθμιση) επαναπροσέγγισης του θρησκευτικού πεδίου. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν η εμφάνιση του Τεκτονισμού, με ρίζες χαμένες στον χρόνο, στις διάφορες εκδοχές του, υπό την έννοια ενός αποκρυφισμού, του Ροδοσταυρισμού, και καθώς και άλλων οργανώσεων που αποτέλεσαν μια –οριακά–  νέα προσέγγιση, όπως αυτές:

1. του μυστικισμού, ο οποίος ήταν χαρακτηριστικό του ύστερου Μεσαίωνα και της ανάδυσης της Αναγέννησης· 

2. της φιλοσοφίας·

3. της αμφισβήτησης της αυθεντίας, που είχε αρχίσει να λειτουργεί επίσης ως καθήλωση σε μια γεωπολιτική παγίωση – της Μεταρρύθμισης συμπεριλαμβανομένης.

Ο αποκρυφισμός εμφανίστηκε, υπό την εναλλακτικότητά του, βεβαίως, και που τότε υπείχε θέση της επιστημονικότητας ως αλχημεία και αστρολογία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κέπλερ ήταν αστρολόγος και ότι ο Νεύτωνας ήταν πολυγραφότερος ως αλχημιστής παρά ως φυσικός.

Τα κινήματα αυτά λειτούργησαν και ως αντιλήπτορες ενός νέου προτάγματος αναστοχασμού και ανασχεδιασμού του κόσμου· διεκδίκησαν την ανεξιθρησκία και προς τον εαυτό τους· πολλοί ιδεολόγοι τους συμμετείχαν στα κινήματα της πολιτικής εξέλιξης, όπως στις διεργασίες της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ άλλοι κινήθηκαν στην παραγωγή ενσωματωμένων πολιτικά μεταβατικών κοσμοειδώλων. Παραδείγματα αυτής της δυναμικής αποτελούν η «ουτοπία» του Τόμας Μορ, η Νέα Ατλαντίδα του Φράνσις Μπέηκον και η –υπό άλλη όψη– «Πολιτεία του Ήλιου» του Θωμά Καμπανέλα. Όλα τα παραπάνω παρέμειναν, όμως, εγχειρήματα πνευματικών ελίτ και ολιγάριθμων μειοψηφιών.

Παράλληλα, την ίδια χρονική περίοδο, αναδύθηκε ο αθεϊσμός και ο υλισμός ως μια ευθεία αμφισβήτηση του κατεστημένου, του διασυνδεδεμένου με το οικονομικό και το πολιτικό μοντέλο κοσμοθρησκευτικού κοσμοειδώλου.

Οι επιρροές αυτών των ρευμάτων ξεκίνησαν ήδη από την Αναγέννηση με την επιστροφή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μέσω των Πίκο Ντε Μιράντολα, Μαρσίλιο Φιτσίνο και άλλους.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι ήδη υφιστάμενες θρησκείες που αδυνατούσαν να προσαρμοστούν σε έναν νέο ρόλο, εξαιτίας της εμμονής τους στη διατήρηση των προνομίων εξουσίας και εξαιτίας της διασύνδεσή τους με την οικονομική και πολιτισμική τάξη του παρελθόντος, βρέθηκαν  σε μεγαλύτερη κρίση. Ταυτόχρονα, οι αποικίες άνοιξαν τον πνευματικό διάλογο μεταξύ Ανατολής – Δύσης μέσω του κύματος των Ανατολιστών, των μελετητών των αρχαίων ασιατικών γλωσσών και επιστημών και με το κίνημα της εναλλακτικής αναζήτησης της πνευματικότητας και της ερμηνείας του ανθρώπου και της ιστορίας, σε συνάρτηση, βεβαίως, με το πεδίο της θρησκείας.

Τόσο η «αιρετική» διαδικασία  όσο και αυτή που κινήθηκε εντός των ήδη υφισταμένων θρησκειών πάντοτε δημιουργούσαν τους δικούς τους κύκλους. Η αλλαγή των καιρών πάντοτε έφερε προφητειολογικά σύνδρομα, αλλά δεν μπορούσε να παράσχει κάτι καινούριο από κοσμοθεωρητική άποψη. Τα διάφορα εγχειρήματα αποτελούσαν, συνήθως, μια ανακύκλωση του παρελθόντος, με το οποίο συνυπήρχαν και τα κατεστημένα δόγματα που είχαν συμβιβαστεί με τα εποχικά φαινόμενα και τις εποχικές γραφικότητες που κινούνταν εντός ορισμένων ορίων.

Το γεγονός ότι τα πολιτισμικά δικαιώματα του ανθρώπου γεννήθηκαν μέσα από την πολιτική διαδικασία διαμόρφωσε έναν νέο παράγοντα. Έτσι, μετά από τη διαδικασία της ανεξιθρησκίας που δρομολογήθηκε από τα διατάγματα της Νάντης (1598) και που υπέγραψε ο βασιλιάς Ερρίκος Δ′ της Γαλλίας, παραχωρώντας τα ίδια θρησκευτικά δικαιώματα στους Προτεστάντες με αυτά των Καθολικών, μετά από τη Μεταρρύθμιση  στις Κάτω Χώρες και τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Ερρίκου Η′  (1534) με την απόσχιση της Αγγλικανικής Εκκλησίας από τη Ρώμη και της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄ στη Μεγάλη Βρετανία (συνθήκη της Βεστφαλίας),  ακολούθησε το κίνημα των Πατέρων της Αμερικής και το Αμερικανικό Σύνταγμα και, κατόπιν, η Γαλλική Επανάσταση.

Κατόπιν, εμφανίστηκαν ρεύματα επαφής Ανατολής – Δύσης, με περισσότερο χαρακτηριστικό όλων το διαθρησκευτικό Συνέδριο του Σικάγο στο τέλος του 19ου αιώνα και το κίνημα της Θεοσοφικής Εταιρείας –υπό τη διττότητά της– με έδρα στην Ανατολή και δραστηριότητα στη Δύση.

Το θεοσοφικό κίνημα

Το κίνημα της Θεοσοφικής Εταιρείας εκδήλωσε μια εναλλακτική κοσμοθεωρητικότητα, μια απόπειρα σύνθεσης με πολλές αντιφάσεις, συχνά με  αδιακρισία ηθικής ως προς το εξελικτικό ζήτημα. Αδιακρισία υπήρξε, επίσης, και στον στοχασμό, με θρησκευτικές ή μη-θρησκευτικές αποχρώσεις, ανάλογα με το βάθος προσωπικότητάς των εκφραστών του.  Τελικά, μέσα από μια διαδικασία απομυθοποίησής της, που πήρε δεκαετίες, περιορίστηκε και ενδογενώς η πειστικότητα αυτού του εγχειρήματος.

Στο εγχείρημα αυτό, δέσποζαν πρόσωπα, όπως η Μπλαβάτσκυ, ο Όλκοτ, η Μπέζαντ, ο Λεντμπίτερ, ο Σίνετ και άλλοι με διαφορετική –θα έλεγε κανείς– τονικότητα ο καθένας. Αρκετά πιο ισορροπημένη παρουσίαση του εγχειρήματος υπήρχε από πλευράς της Μπέζαντ, δεδομένης και της σοσιαλιστικής και κοινωνικής της παιδείας, του δυτικού προσανατολισμού της στα θέματα των κοινωνικών κινημάτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, γενικότερα, της συστημικότητας της σκέψης της.

Κηρύχθηκε, ουσιαστικά, ένα εγχείρημα σύνθεσης μεταξύ των αρχαίων θρησκειών και διδασκαλιών,  μεταξύ των σύγχρονων θρησκειών και της φιλοσοφίας και της σύγχρονης κοσμοθεώρησης, σε αντιδικία με τις φονταμενταλιστικές θεωρίες και  την υλιστική και επιστημονικοτεχνική κοσμοθεώρηση. Όλο αυτό το εγχείρημα αποτελούσε μια εναλλακτική πρόταση. Εξουθενώθηκε, ωστόσο, λόγω του ότι περιορίστηκε τόσο μέσα από την απόδοση υπερβολικής σημασίας στις προσωπικές σχέσεις της ηγετικής ομάδας, όσο και λόγω του ότι χαρακτηρίστηκε από μια συνέχεια προηγούμενων στρεβλών προσεγγίσεων του 18ου και του 19ουαιώνα, σε μια απόπειρα σύνθεσής τους. Έτσι, η έμφαση μετατοπίστηκε από το πρωτεύον, που ήταν η πρόκληση μιας δημόσιας συζήτησης πάνω στην ιδρυτικά προτεινόμενη κοσμοθεωρητική εναλλακτικότητα σε σχέση με την ερμηνεία της ανθρώπινης εξέλιξης και του πολιτισμού, σε άλλα προσωπικού ενδιαφέροντος και κινήτρων ζητήματα.

Η επιδίωξη του εντυπωσιασμού, της διεύρυνσης του κοινού, η επιθυμία για άμεση συναισθηματική ανταπόκριση από ένα μαζικό κοινό και οι συνθήκες μαζικής ψυχολογίας διαμόρφωσαν τις συνθήκες που οδήγησαν σε μια περαιτέρω επιδείνωση το εγχείρημα της πρόκλησης μιας ευρύτερης δημόσιας συζήτησης  για την εναλλακτική κοσμοθεώρηση του εναλλακτικού κινήματος. 

Εκείνο που έμεινε από αυτή την κινηματικότητα –που διαμόρφωνε μια νέα ορολογία– είναι η ύπαρξη ενός τρίτου πόλου μεταξύ επιστήμης και θρησκείας ή ενός τετάρτου πόλου μεταξύ φιλοσοφίας, επιστήμης και θρησκείας.  Είναι το ξεπήδημα, μέσα από αυτό τον χώρο, νέων προσώπων και διαδικασιών κοσμοθεωρητικής προσέγγισης.

Η φιλοσοφία έχασε την εννοιολογική της αναφορά προς το  πνεύμα, η θρησκεία την τελετουργική αυθεντία, η θεολογία τη θεογονική και κοσμογονική διάστασή της, και η επιστήμη το παρελθόν της, που ήταν η αλχημεία, η αστρολογία και ο αποκρυφιστικός ανιμισμός. Ο αποκρυφισμός επιχείρησε να συνθέσει αυτά τα στοιχεία σε ένα νέο συνεκτικό πεδίο, αλλά έκανε το λάθος να δώσει έμφαση σε ένα πνεύμα αντιδικίας και να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα της αλήθειας.

Από μια άποψη, αυτός ήταν ένας δύσβατος δρόμος, γιατί οδηγούσε σε συγκρούσεις. Τελικά, όμως, από πλευράς συνειδησιακής βιωματικής και διανοητικής προσέγγισης, ήταν ένας απλοϊκός δρόμος – ήταν ο εύκολος δρόμος.

Διάδοχες εναλλακτικές προσεγγίσεις

Από αυτή τη διάδοχη κατάσταση του αποκρυφισμού, εμφανίστηκε ένας άλλος εναλλακτικός πολλαπλός δρόμος – ήταν ο δρόμος αυτών που βίωσαν μια μυθοποιητική ειδωλοποιητική ομοιότητα μεταξύ της θρησκείας, της συνείδησης του καθημερινού ανθρώπου, της μαζικής ψυχολογίας και των αποκρυφιστικών ομάδων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από ανθρώπους, όπως ο Κρισναμούρτι.

Με έναν τρόπο, έκανε ενδιάμεσα την εμφάνισή του και ο λεγόμενος «τέταρτος δρόμος» των Γκουρτζίεφ και Ουσπένσκι που δούλευαν, αφενός μεν, μια κοσμοθεωρία και, από την άλλη, τη διαδικασία της αυτοπαρατήρησης του ανθρώπου. Αυτή η βιωματική, που αποτελούσε και την επίμονη προσέγγιση από πλευράς του Κρισναμούρτι γινόταν αρνητικά· ήταν μια επίμονη προσέγγση με όρους που υποδήλωναν μια διαδικασία – είτε φυσική, είτε διανοητική – σε σημείο υπερβολής.

Η ηγετικότητα και η ιδιαίτερη κουλτούρα των προσώπων έπαιζε πάντα έναν ρόλο εξαιρετικά καθοριστικό. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Ρούντολφ Στάϊνερ, ιδρυτή της ανθρωποσοφίας, ενός επίγονου του θεοσοφικού κινήματος.
Από εκεί και πέρα, υπήρξε μια δυναμική οργανώσεων οπαδών και ένα ψυχολογικό και κοσμοθεωρητικό franchising.

Στη συγκρότηση αυτών των οργανώσεων συνυπήρχαν τελείως ετερόκλητες προσωπικότητες. Οι οργανώσεις αυτές συγκροτήθηκαν από ανθρώπους με φιλοσοφική παιδεία ή καλλιτεχνική δημιουργικότητα, όπως ο Yeats στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, μέχρι ανθρώπους εξαιρετικά εκκεντρικούς φουτουριστές που βίωναν τη σχισματικότητα του ψυχισμού τους ή που έπαιζαν τον ρόλο του εντυπωσιαστή, του γητευτή της εποχή τους.

Το ρεύμα αυτό δεν καταλάβαινε την αναγκαιότητα της αφομοίωσης του κλασικού. Αυτό, βέβαια, ίσχυε για όλα τα ιδεολογικά και κοσμοθεωρητικά ρεύματα, τα οποία εξελίσσονταν σχισματικά στις προϋποθέσεις που έθετε διαχρονικά το κλασικό και κινούνταν ματεριαλιστικά ως μορφές πολιτισμικ