ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΕΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ (του Γιάννη Ζήση)

image_pdfimage_print
Εργατικό Κίνημα Οικονομία

1) Θα ισχυριστούν αρκετοί ότι υπάρχει σαφής ανταγωνιστικότητα μεταξύ των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων. Αλλά αυτό που πραγματικά συμβαίνει,  μοιάζει μ’ ένα θέατρο εμπορικότητας που δημιουργεί εντυπώσεις ανταγωνιστικότητας, το οποίο συνδέεται βέβαια περισσότερο με την πληθώρα των προϊόντων, με την διαφορά των ποιοτήτων, με την εναλλαγή προσφορών και άλλων στρατηγικών που χρησιμοποιεί το κάθε, για παράδειγμα super-market παρά με την ανταγωνιστικότητα στο επίπεδο των τιμών.

   Δηλαδή, η ανταγωνιστικότητα έχει περιοριστεί στο marketing, στην εμπορική εικόνα. Εδώ πλέον πέραν όμως τούτου, δεν υπάρχει πολιτική ανταγωνιστικότητας τιμών γιατί δεν συμφέρει κανένα από τους ισχυρούς παίκτες. Υπάρχει μόνο η πίεση του μεγαλύτερου κέρδους προς τους προμηθευτές που δεν αποδίδεται ουσιαστικά στους καταναλωτές.  

2)  Το ενδιαφέρον στη θεωρία της ανταγωνιστικότητας και της ελεύθερης αγοράς βρίσκεται στο γεγονός ότι προϋποθέτει έναν τέλειο έλλογα άνθρωπο. Ταυτόχρονα όμως και έναν άνθρωπο ο οποίος δε μπορεί να συμμετάσχει σε μια συλλογικότητα και έναν σχεδιασμό. Από τη μία πρέπει να αφήσει την ευφυΐα του κατά μέρος και να θεωρήσει ότι η αγορά δουλεύει τέλεια κι απ’ την άλλη (ταυτόχρονα)να τον θεωρούν επαρκή, έτσι ώστε  να μπορεί ν’ αντισταθεί στα παραπλανητικά σήματα της ίδιας πάντα αγοράς. Και δεν έκαναν τη στοιχειώδη έρευνα για το πόσο καθαρά είναι τα οικονομικά σήματα.  

3)  Η έννοια των οικονομικών σημάτων είναι κεντρική έννοια για την λήψη των αποφάσεων, για την συμμετοχή- ρόλο της ζήτησης στη διαμόρφωση των τιμών και τέλος στην ανταγωνιστικότητα. Από τη στιγμή όμως που δεν ερευνούν και μελετούν το στοιχειώδες, δηλαδή την ανθρώπινη λειτουργία και τα καθαρά οικονομικά σήματα, δείχνουν μάλλον ότι υπάρχει πρόθεση από πίσω ώστε αυτό να κρυφτεί. Πρέπει να ξαναδούμε το θέμα της οικοδόμησης ενός πλαισίου καθαρών οικονομικών σημάτων.  

4)  Μέχρι τώρα δεν έχει μελετηθεί η διαδικασία κάθετης ολιγοπωλιακής επίδρασης, σε σχέση με την λειτουργία-ρυθμιστικότητα που μπορεί να έχει η ζήτηση για την ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή, η ζήτηση δεν επιδρά στην διαμόρφωση των τιμών της προσφοράς σε επίπεδο πολλών μικρών επιχειρήσεων, γιατί η τιμή των προϊόντων και τα όρια διακύμανσης που μπορούν να έχουν, ρυθμίζονται στην ουσία από καρτέλ πχ στον τομέα των καυσίμων και ολιγοπώλια. Η διαδικασία των τιμών των καυσίμων δε ρυθμίζεται από τους πρατηριούχους ούτε από τους καταναλωτές. 
        Εδώ είναι φανερό ότι σε επίπεδο διασταύρωσης προσφοράς και ζήτησης αυτή είναι τελείως εμμεσοποιημένη. Διερμηνεύεται χρηματιστηριακά στα παγκόσμια χρηματιστήρια, διερμηνεύεται στην πραγματικότητα, στο επίπεδο των κρατικών ρυθμίσεων και δε λειτουργεί σαν άμεση σχέση ρύθμισης της αγοράς, δηλαδή μέσα από την άμεση σχέση προσφοράς – ζήτησης.         
        Συνεπώς σε καμία περίπτωση η ζήτηση από πλευράς του καταναλωτή δε λειτουργεί ως παράγοντας ανταγωνιστικότητας. Με αντίστοιχο τρόπο δεν λειτουργεί ως παράγοντας ρύθμισης αγοράς και προτίμησης η συμπεριφορά του πρατηριούχου. Η τιμή διαμορφώνεται και από άλλες παραμέτρους σε διεθνές επίπεδο όπως εκεί όπου υπάρχει στέρηση και υστέρηση ή περιθώρια αυτονομίας (χρονικά περιορισμένα βέβαια) απέναντι στις διεθνείς συγκυρίες ή στο επίπεδο διυλιστηρίων ή στο επίπεδο των εμπόρων υγρών καυσίμων και των μεταφορέων. Από κει και πέρα οι συνθήκες της αγοράς δε λειτουργούν σαν συνθήκες αγοράς ώστε να δύνανται να συμπιέζουν το κέρδος. Η στρατηγική ισχύς είναι στην μεγιστοποίηση του κέρδους και δε δουλεύει ο ανταγωνισμός υπέρ του καταναλωτή ούτε λειτουργεί σαν προτίμηση σε σχέση με το μικρό έμπορο, εν προκειμένω με τον πρατηριούχο.         

        Αντίστοιχες μορφές καρτελοποίησης (δημιουργίας δηλαδή καρτέλ) εμφανίζονται και στον παραγωγικό τομέα (όπως οι βιομηχανίες τροφίμων γάλακτος) ενώ ολιγοπωλιακές συνθήκες υπάρχουν και στο πεδίο του εμπορίου όπως οι μεγάλες αλυσίδες super-market.         
        Το συμπέρασμα λοιπόν που εξάγεται είναι ότι δεν είναι οι συνθήκες προσφοράς-ζήτησης που διαμορφώνουν τις τιμές. Οι συνθήκες προσφοράς- ζήτησης τελικά λειτουργούν πολύ ατελώς. Η στρατηγική ισχύος ή οι βραχυχρόνιες στρατηγικές που διαθέτει η αγορά για την προστασία του καταναλωτή καθώς η υστέρηση του καταναλωτή από διαδικασίες ορθολογικών λήψεων αποφάσεως-επιλογών ή μέσα από εναλλακτικές λύσεις σε υποκατάστατα προϊόντα  για παράδειγμα, είναι αμελητέες. Υπάρχει δηλαδή ένα παραμύθι γύρω από την ανταγωνιστικότητα ότι δήθεν εξυπηρετεί τον καταναλωτή μακροχρόνια,  και μάλιστα ότι στο τέλος (μέσα από την ανταγωνιστικότητα) στρέφεται η αγοραστική προτίμησή του προς το μικρό έμπορο, εξυπηρετεί δηλαδή και αυτόν. Τα περιθώρια όμως που έχει είναι αμελητέα στις συνθλιπτικές συνθήκες που σημειωτέον, επικρατούν σε όλους τους κλάδους. Όλοι οι κλάδοι αφετηριακά λειτουργούν είτε σε επίπεδο εθνικής οικονομίας είτε παγκόσμιας, με ολιγοπωλιακή και καρτελοποιημένη δομή. 

5)  Με άλλα λόγια δεν υπάρχει καμία διαφάνεια της αγοράς ούτε στο επίπεδο της θεωρίας. Η θεωρία είναι παράγοντας που μειώνει τη διαφάνεια της αγοράς και τη λειτουργία της οικονομίας και έτσι δε συμβάλλει στην σωστή οργάνωση και αντίδραση των καταναλωτών, και ούτε υπάρχει βέβαια αυτή η πληροφορία που απαιτείται για τον καταναλωτή γύρω από την ίδια την κατάσταση της αγοράς ανά τομέα, ανά προϊόν κλπ.  

6)   Άρα λοιπόν ο καταναλωτής και ατομικά και συλλογικά είναι ασθενής πλέον. Είναι επίσης υπερβολικά εξαρτημένος από πρότυπα ώστε να μην απαγκιστρώνεται, να μην παίζουνε ρόλο οι διαφοροποιήσεις των τιμών και τέλος έτσι είναι ελεγχόμενος και κατευθυνόμενος.  

7)  Όμως και ο μικρός επιχειρηματίας ή ο μικρός παραγωγός αντίστοιχα δεν έχει ούτε την πρόσβαση, ούτε την ευχέρεια να έρθει σε επαφή με την πραγματική ζήτηση και να λειτουργήσει έτσι η αγορά, ούτε έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως παράγοντας ρύθμισης της διαδικασίας των τιμών από τους αγοραστές. Για παράδειγμα, σε κάποιους τομείς  που απαιτούνται μεγάλες οικονομίες κλίμακας όπως στον πρωτογενή αγροτικό τομέα, υπάρχει ένα ισχυρό ολιγοπωλιακό καρτελοποιημένο σύστημα. Αυτές οι οικονομίες κλίμακας δε μπορούν να εφαρμοσθούν από τους μικρούς παραγωγούς, καθώς έχουμε την κυριαρχία του βιομηχανικού – μεταποιητικού και του εμπορικού τομέα, οπότε οι τιμές δεν ελέγχονται ούτε από τον καταναλωτή ούτε από τον παραγωγό. Ελέγχονται από την βιομηχανία και το εμπόριο. Το μεγάλης κλίμακας εμπόριο.         Πρέπει λοιπόν να αντιληφθούμε αυτή την πραγματικότητα και τελικά να ρωτήσουμε τους θεωρητικούς γιατί αποκρύπτουν αυτή την εικόνα. Γιατί την αποκρύπτουν; Αφού είναι φανερό ότι έτσι λειτουργεί, αυτός είναι ο ρεαλισμός της αγοράς. Γιατί πρέπει να μιλήσουμε και για ρεαλισμό της αγοράς. Στην πράξη αυτή η αφελής θεωρία του οικονομικού φιλελευθερισμού, της προσφοράς και της ζήτησης είναι ανέφικτη. Το ξέρουμε. Άρα λοιπόν γιατί δεν μιλάμε την αλήθεια;  

8)  Ασφαλώς πρέπει να αποδεχθούμε ότι και ο σχεδιασμός έχει και αυτός τα δικά του παθολογικά στοιχεία, αλλά να κάνουμε συγκερασμούς σε τελική ανάλυση και να παρεμβάλλουμε όσο το δυνατόν περισσότερη λογική. Η λογική είναι ο πιο δημοκρατικός κανόνας, δεν είναι η αγορά, όταν μάλιστα δε λειτουργεί ή έστω δε μπορεί να λειτουργήσει.         Απλώς χανόμαστε στα μεγάλα στατιστικά σύνολα, τα οποία σε τελική ανάλυση, το γνωρίζουμε πια και από την θεωρία του χάους και των πολύπλοκων συστημάτων, δε λειτουργούν σαν απλές στατιστικές ισοκατανομές. Έχει προτιμήσεις, έχει μια ιστορικότητα, έχει μια ιστορική δυναμική αυτή η πολυπλοκότητα. Δεν είναι η δημοκρατία των μεγάλων αριθμών. Γιατί σε τελική ανάλυση παραμυθιάζεται η οικονομική επιστήμη και παραμυθιάζει και τους πολιτικούς; Ή μάλλον γιατί θέλουν να παραμυθιάζονται και οι πολιτικοί ώστε και τελικά να εξαπατάται ο πολίτης, ο καταναλωτής και ο παραγωγός; Αυτός που έπρεπε να ‘ναι το στήριγμα της αγοράς, η αφετηρία και το τέλος της αγοράς και χάριν του οποίου στο τέλος, υπάρχει η αγορά.  
        Σε τελική ανάλυση όμως αν θέλουμε να ρίξουμε φως στο θέμα της παθολογίας του κεντρικού σχεδιασμού και παρεμβατισμού στην οικονομία, διαπιστώνουμε πάλι ότι έχει σχέση με τις καρτελοποιημένες και ολιγοπωλιακές δομές, οι οποίες κατά παράξενο τρόπο είναι οι βασικοί προμηθευτές του δημοσίου ή αποδέκτες συμβολαίων του.

        Δεν είναι ο μικρός παραγωγός προμηθευτής πχ του τάδε στρατεύματος με τρόφιμα. Και εκεί «θέλουμε» το κράτος να συναλλάσσεται με ανώνυμες εταιρείες οι οποίες διαμεσολαβούν και να υπάρχει η λογική του προμηθευτή.         
        Μα επιτέλους αυτή η οικονομία είναι για να ληστεύεται η παραγωγική εργασία; Να ληστεύεται η μικρή ιδιοκτησία; Να ληστεύεται ο δημόσιος πλούτος;          
        Κι εδώ πλέον το ερώτημα που τίθεται είναι τι μπορεί να υπάρξει ενδιάμεσα και το οποίο να είναι παραγωγικό; Και γιατί σε τελική ανάλυση υπήρξε παραγωγικό αυτό το σύστημα;  

9)  Καταρχήν, δεν υπήρξε πάντα ακριβώς παραγωγικό και να μην παραγνωρίζουμε ότι η Αμερική όταν χρηματοδοτούσε το σχέδιο Μάρσαλ (μέσα απ’ το οποίο βέβαια οι δημόσιες προμήθειες ενίσχυαν τον ιδιωτικό τομέα) εφάρμοζε φορολογία 91%. Συνεπώς, αυτό λειτούργησε ως κίνητρο για πλήρη επένδυση των κερδών. Και αυτό ανατροφοδοτούσε πάρα πολύ την ανάπτυξη. Τώρα έχουμε μια γιγάντωση της συγκέντρωσης του πλούτου και ταυτόχρονα έχουμε όλη αυτή την αντιφατικότητα. Οι προστιθέμενες αξίες πλέον που μπαίνουν είναι από τις τεχνολογικές οικονομίες κλίμακας και όχι από το καθεστώς της αγοράς και της επιχειρηματικότητας.  Και αυτό δεν έχει αναλυθεί στην κατανομή του.  

10)  Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα χρηματιστήρια είναι πεδίο στρέβλωσης του ανταγωνισμού, όπως και κάτι άλλο επίσης: τα καθετοποιημένα, τα πυραμιδοποιημένα οικονομικά προϊόντα, λειτουργούν σαν παράγοντες ολιστικότητας όπου πλέον η απλοϊκή αναγωγικότητα που έχει η θεωρία της ανταγωνιστικότητας και των παιγνίων (βλ. Νας), εξελίσσεται σε πλήρη ανατροπή των δεδομένων, των προϋποθέσεων για τη λειτουργία την οποία προβλέπουν.         
        Δηλαδή, είναι πλέον αφελής η απλοϊκή αναγωγικότητα πάνω στην οποία βασίστηκε όλη η θεωρία του ανταγωνισμού και του φιλελευθερισμού μέσα από την διασταύρωση προσφοράς και ζήτησης. Έχει ολιστικά χαρακτηριστικά αυτή η διασταύρωση. Περιέχει οικονομίες κλίμακας μέσα απ’ τις οποίες διαμορφώνεται και δε λειτουργεί στην ουσία παρά μόνο ως μια απλοϊκή αφαίρεση. 

11)  Πρέπει να σημειώσουμε ότι τελικά ένα θεμελιώδες υποστασιακό λάθος της θεωρίας του φιλελευθερισμού και της ανταγωνιστικότητας, είναι ότι προϋποθέτει μέσα στον ίδιο άνθρωπο, την ίση προτίμηση μεταξύ της λειτουργίας του κέρδους μέσα από το προϊόν που πουλάει    και μεταξύ της λειτουργίας της εξοικονόμησης (της μείωσης του κέρδους δηλαδή) σε αυτό που αγοράζει. Είναι προφανές, ότι η προτίμηση αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ στην λογική του παραγωγικού κέρδους. Ο καθένας δηλαδή είναι προσανατολισμένος εκεί, και δεν προσέχει το καταναλωτικό του μετόπισθεν. Δηλαδή δε λειτουργεί ισότιμα σαν παραγωγός και καταναλωτής. Αντίθετα ως καταναλωτές και αγοραστές κάνουν πολύ μεγαλύτερη εξοικονόμηση αυτοί που μπορούν να ασκούν και να λειτουργούν με οικονομίες κλίμακας στην αγορά, όπου εκεί πέρα υπολογίζεται υπερβολικά η λειτουργία της εξοικονόμησης κεφαλαίων και συνδυάζεται πολύ πιο ολοκληρωμένα και άμεσα με την επιδίωξη συνολικών οικονομικών κερδών, μέσα από το συνδυασμό τιμών εισροών και τιμών εκροών.  

12)  Αυτό παραπέμπει στην θεωρία για μια ολοκληρωμένη οικονομική και πολιτιστική συνέργεια. Ο πολιτισμός είναι βασικός διαμορφωτής ζήτησης και αυτή η διαμόρφωση της ζήτησης τελικά προσανατολίζει την οικονομία, είναι βασικός κατευθυντήριος παράγων της. Ο προσανατολισμός της οικονομίας σε ήδη διαμορφωμένη ζήτηση, πολλές φορές στρέφει την ίδια την οικονομία σε πεδία που έχουν υψηλό κοινωνικό ή και περιβαλλοντικό κόστος, ενώ μακροχρόνια (για το συνολικά παραγόμενο προϊόν) μπορεί να έχει και αρνητικές οικονομικές επιδόσεις. Δηλαδή, να έχει ένα μακροοικονομικό κόστος. Μια τέτοια επιλογή είναι πχ η επιλογή του επαγγελματικού αθλητισμού.  

Απαιτείται συνεπώς να γίνουν τα ακόλουθα βήματα:
Πρώτον, η ανάγκη για μια κατανόηση και αποκάλυψη των θεωρητικών σφαλμάτων του οικονομικού δόγματος και της οικονομικής θεωρίας και επιστήμης. 
Δεύτερον, να αναγνωριστεί η σχέση της διακυβέρνησης με το ταξικό πρόσημο του κράτους.

 
28 Ιανουαρίου 2008, 

Γιάννης Ζήσης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας,
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων