ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΖΩΗ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ (του Γιάννη Ζήση)

almond flowers eirini syneidisi yiannis zisis2 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

almond flowers eirini syneidisi yiannis zisis2 - Σόλων ΜΚΟ(Μέρος 1ο του δοκιμίου «Η ψυχολογική βάση της ειρήνης»)
Το όλο ζήτημα της ειρήνης και της λογικής θεμελιακά ανάγεται στις συνθήκες ανάπτυξης της ανθρώπινης εξατομίκευσης του εαυτού ή ατομικοποίησης και νοητικοποίησης παράλληλα με την κοινωνική εποικοδόμηση, η οποία εποικοδόμηση επέρχεται στον ανθρώπινο κόσμο ως συνέπεια της ικανότητας για νέες δημιουργικές διαστάσεις και σχέσεις πέρα από τις στενές ζωικές.
Σε ένα βαθμό μπορούμε να πούμε πως η διαδικασία ατομικοποίησης ή προσωποποίησης διαχέεται σε όλες τις μορφές ζωής, ότι δηλαδή υφίσταται μια διάχυτη ενστικτώδης νόηση σε όλες τις μορφές της φύσης.


Στην πραγματικότητα, στην ανθρωπογένεση κορυφώθηκε μια ήδη υφιστάμενη διαδικασία εξέλιξης και έτσι διασφαλίστηκαν οριστικά νέες διαστάσεις, νέοι ορίζοντες εξέλιξης.

Η ατομικοποίηση ή ακεραιοποίηση πέρασε σε μια νέα φάση, στη γέννηση όχι απλά της συνείδησης, που μπορεί να είναι και ενστικτώδης, αλλά και στη ζωή της αυτοσυνείδησης, στην εσωτερικοποίησή της ως εποπτεύουσας ολότητας. Αυτή η εσωτερική πληρότητα της ταυτότητας, όσο υποτυπώδης και αν ήταν, έφερε μια νέα ποιοτική δυναμική στη συνέχεια της εξέλιξης.  

Αυτή η εντατικοποίηση και η ποιοτική αναβάθμιση της ατομικότητας σε επίπεδο συνείδησης, αυτοσυνείδησης, ταυτοποίησης και αυτοκατεύθυνσης συνδέθηκε και με εντατικοποίηση της νοητικότητας και όχι μόνον των επιθυμιών και της αισθαντικότητας. Η νόηση διαμορφώνει όρια. Η γέννηση της σκέψης ήταν μια μακρόχρονη και σχετικά ασυνείδητη διαδικασία άντλησής της από τη νόηση τη διάχυτη στο ενστικτώδες επίπεδο συνείδησης.

Μπορούμε να εικάσουμε ότι ένα ιδιαίτερο στοιχείο που επηρέασε την ανάπτυξή της είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος της μεταβατικής φάσης, ως άτομο και ως κοινωνία είδους, έπασχε από μειονεξία φυσικής προσαρμογής και πως το στρες επιβίωσης του ζωανθρώπου ήταν ο ρυθμιστής της νοητικοποίησης και της ατομικοποίησης. Αυτό προκύπτει λογικά και από το ότι παράλληλα με τη γέννηση αυτοσυνείδησης και σκέψης εξακολούθησαν, σε όλο το μήκος του οικολογικού χρόνου του είδους μας, να είναι ίδιες οι συνθήκες και οι όροι επιβίωσης των έμβιων όντων (συνθήκες όπως η ανταγωνιστικότητα, ο θάνατος και η στενότητα στη διαθεσιμότητα των αγαθών).

Στον άνθρωπο εγκαινιάζεται η υποκειμενικοποίηση, η εσωτερίκευση, ως πεδίο επεξεργασίας των οικολογικών όρων διαβίωσης και επιβίωσης. Δηλαδή, φαίνεται ότι, εκτός από τη στενότητα των διαδρομών και την απαιτητικότητα των διαδικασιών επιβίωσης, υπήρξαν οι όροι για μια εσωτερική αυτορρύθμιση που διέφευγε από τα όρια του απόλυτου ενστίκτου και εμπεριείχε αφ’ ενός μεν μια έμφαση ευαισθησίας στο στρες και αφ’ ετέρου επίκληση ενός νέου ψυχολογικού επιπέδου σε συνθήκες αγωνίας, επιθυμίας και ανεπαίσθητης σκέψης.

Ο μακροχρόνιος δρόμος συνύπαρξης των εσωτερικών συντελεστών ευαισθητοποιημένης αδυναμίας και ευφυέστερης επιλογής επιβίωσης, μαζί με το οικολογικό ή εξωτερικό στρες στην κοινωνία του ζωανθρώπινου είδους και των μονάδων του, διαμόρφωσε υποστασιακές τάσεις και διαθέσεις συνειδητότητας. Κίνητρο, για παράδειγμα, στην ανάπτυξη της συνείδησης και του νου ήταν η μειονεξία στη φυσική επιβίωση και η αντιστάθμισή της με επινόηση και πληροφοριακή αντίληψη του κόσμου.  

Η μειονεξία προκάλεσε δύο συμβατές μεταξύ τους αντιδράσεις, εκ των οποίων η πρώτη ήταν η σεξουαλική αντιστάθμιση της θνησιμότητας και η μαζικοποίηση του είδους, ώστε να υπάρχει συλλογικότερη άμυνα, και η δεύτερη ήταν η υποκειμενική εποικοδόμηση, που όμως μόνον αχνά έφθανε να εμπεριέχει υποψία νόησης πέραν της αντανακλαστικής συμπεριφοράς.

Παρά τη βραδύτητα και την ισχνότητα των διαδικασιών εσωτερικής, μαζικής και σεξουαλικής επιγένεσης ή εποικοδόμησης, παρέμειναν καθοριστικές σε όλο το μήκος χρόνου οι ιδρυτικές εντυπώσεις και αρχές που προκάλεσαν αυτή την αντίδραση του ζωανθρώπου και της κοινωνίας του. Έτσι, μπορούμε να εικάσουμε πως το βίωμα της μειονεξίας και το ανταγωνιστικό κίνητρο συνδέθηκαν και υπήρξαν ιδρυτικοί πυρήνες της διαδικασίας αυτής.

 

Σε ένα βαθμό η καταγωγή της συνείδησης εμπεριέχει μια αντίθεση ή αντίδραση στην πραγματικότητα. Αυτή η αντίθεση είναι το κύριο χαρακτηριστικό παράλληλα με την ικανότητα μίμησης, αναπαράστασης και ανάλυσης. Το γενικό αυτό χαρακτηριστικό της συνείδησης, ως σύγκρουση με την αδρανειακή αυτονομία της πραγματικότητας, μαζί με την οικολογική διαδρομή του ανθρώπου διαμόρφωσαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής κατ’ άνθρωπον συνείδησης. Η αντίθεση και η αναπαράσταση, με όλη την εποικοδόμησή της, είναι αυτά που διαμόρφωσαν τις συνειδήσεις ως παράγοντα σχέσης με τον κόσμο. Και τα δύο, όμως, διαμορφώνουν μια συνείδηση που συσκοτίζει τον δρόμο της γνώσης και της αυτογνωσίας.

Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια υστέρηση, μια βραδύτητα της συνείδησης απέναντι στην πληροφορία και την υποστασιακή βαθύτητα του υπαρκτού. Έτσι ίσως αιτιολογείται το ότι, παρ’ όλη την ωφελιμότητά της, δεν είναι συμπαθής η αυτογνωσία, η ειλικρίνεια, η πραγμάτωση, η ευθύτητα του πραγματισμού και η συνεργασία – επειδή η αυτογνωσία είναι το τέλος της βραδύτητας και του πάθους της υποκρισίας και η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της πραγματικότητας από τη χωριστικότητα της συνείδησης.

Παρ’ όλη, λοιπόν, την πίεση της ανάγκης και τις εμπειρίες της ζωής, ελάχιστα αποτυπώνονται συνειδησιακά και ακόμη πιο ελάχιστα αλλάζουν την υφή και τον χαρακτήρα της συνείδησης. Σίγουρα, αυτοί οι μηχανισμοί βραδύτητας έχουν και το βιοχημικό τους ισοδύναμο. Αυτή η βραδύτητα, αυτός ο ναρκισσισμός της συνείδησης, εκφράζει μια αποξένωση από τη ζωή και την πραγματικότητά της, παρότι είναι γέννημά της.

Η ψυχανάλυση, οι σχολές ψυχολογίας και ψυχολογικής επιστήμης μας δίδαξαν να μην είμαστε αφελείς απέναντι στις μορφές της συνείδησης και τους χαρακτήρες, όπως αντίστοιχα η θεωρία της εξέλιξης μας δίδαξε το ανάλογο για τις μορφές της ζωής.

Το ανταγωνιστικό κίνητρο της συνείδησης, ο ατομικιστικός χαρακτήρας της (και αυτό δεν είναι ηθική μομφή) και η μειονεκτική «αίσθησή» της απέναντι στην πραγματικότητα διαμόρφωσαν τις ενστικτώδεις, συγκινησιακές και νοητικές της συμπεριφορές.

Για την ώρα αναλύουμε και προσεγγίζουμε τα συντηρητικά και κυρίως τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά της συνείδησης.

Το ανταγωνιστικό κίνητρο έκανε τη σκέψη όχι μόνον παράγοντα βιολογικού ιμπεριαλισμού του είδους απέναντι στα άλλα είδη αλλά και παράγοντα ανταγωνισμού και μεταξύ των ανθρώπων. Οι δομές των κινήτρων και των προθέσεων της συνείδησης την κατέστησαν επιθετική και γι’ αυτό επιδιώκει μεν την ειρήνη αλλά ως εγγύηση ασφάλειας, αφαιρώντας από αυτήν το εσωτερικό της περιεχόμενο και μπολιάζοντάς το γι’ αυτόν τον σκοπό με συγκρουσιακά κίνητρα «ζωτικών χώρων».

Μόνον μετά από ένα διάστημα συνειδησιακής ολοκλήρωσης, όταν ο Λόγος είναι πλέον άρτιος στην έκφρασή του, παύει αυτό το θέατρο αντιστροφής και η συνείδηση χάνει το ενελικτικό της περιεχόμενο. Για την ώρα, όμως, αυτό το στάδιο επιτυγχάνεται μόνον από ελάχιστες προσωπικότητες, που αφήνονται σε μια επίσπευση της επίγνωσης και της εναίσθησης αναίρεσης της συμβατικής εχθρότητας. Τότε οι συνειδήσεις λειτουργούν, σχετικά πάντα, χωρίς συνειδητές ή υποσυνείδητες εικόνες εχθρού.

Η ανταγωνιστικότητα της συνείδησης απέναντι στην πραγματικότητα την κάνει να νοιώθει μειονεκτικά και συνεπώς επιθετικά, ως εάν η πραγματικότητα είναι ένας πολεμικός παράγοντας. Η ανταγωνιστική συνείδηση απωθεί τη σκέψη ως παράγοντα αυτογνωσίας, για να μη γίνει αισθητή η μειονεξία.(1) Μετά από αυτή την πρώτη απώθηση η ίδια η σκέψη αναπτύσσεται ως παράγοντας πλεονεξίας, γιατί, μη πραγματώνοντας τον σκοπό της για την αυτογνωσία, μεταβάλλεται στο υποκατάστατό της. Η πλεονεξία είναι αυτή που αρμόζει στο ανταγωνιστικό κίνητρο, η αυτοπραγμάτωση της συνείδησης γίνεται πλέον μόνον εξωστρεφής και η επιβίωσή της απαιτεί την εξαφάνιση του «άλλου» – ακόμη και της ίδιας της αυτοσυνείδησης – μέσω επεκτατικότητας,(2) πράγμα που την ωθεί στην πλεονεξία.

Βλέπουμε, δηλαδή, μια απώθηση της αυτογνωσίας και μια εδραίωση της μη αυτογνωσίας. Αυτή η απώθηση γίνεται γόνιμο πεδίο σχίσματος θεωρίας και πράξης, όπου η συνείδηση κινείται προσχηματικά, δηλαδή βρίσκει προσχήματα και άλλοθι με μια δόση μειονεκτικής υπεροψίας, για να μην εκτεθεί στην πραγμάτωση και στο πεδίο των πράξεων.  Γι’ αυτό και η διαλογική ειρήνευση, μεταξύ των άλλων λόγων, διαπνέεται από μια πραξιακή βραδύτητα τόσο μεταξύ δύο ανθρώπων όπως και μεταξύ μικρών ή μεγάλων ομάδων.

Πρέπει, συνεπώς, να μείνουμε σε αυτή την πρώτη διαπίστωση, ότι δηλαδή η φύση της έμβιας συνείδησης κινείται με αντιπάθεια για την αυτογνωσία, για να κερδίσουμε μια πρώτη μάχη αυτογνωσίας.

Η συνείδηση, τελικά, επινοεί μια αυταπάτη, για να αποφύγει την πραγματικότητα και να δημιουργήσει ένα δικό της σύμπαν. Έτσι εχθρεύεται και την αυτογνωσία της, για να μη φέρει στο φως τη νόθα καταγωγή της σκέψης και των επινοήσεών της. Κινείται περίπου σαν ένας Εδμόνδος στην υπόθεση της τραγωδίας του Βασιλιά Ληρ, όπως την περιγράφει εξαίσια ο Σαίξπηρ.

Το βασικό στοιχείο μιας τέτοιας συνείδησης που σφάλλει, πέραν του ότι θέλει να είναι «φονέας του πραγματικού», είναι το ότι παράγει την οδό της επιθυμίας που οδηγεί σε μια απύθμενη, αβυσσαλέα και ακόρεστη απληστία, μια επιθυμία που βρίσκει την περιγραφή της στα λόγια του Μπλέηκ: «Όταν τα πολλά απαιτηθούν, γίνονται ένα με τα λίγα, και τότε η ψυχή που σφάλλει ζητάει κι Άλλα, κι Άλλα! Τίποτε λιγότερο από το παν δεν ικανοποιεί τον Άνθρωπο».

Ο άνθρωπος πολεμάει την αλήθεια και για αυτό επιλέγει τη φαντασία και την ιδιωτική ζωή.

 

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Φωτό: Wikipaintings 
Ημερομηνία δημοσίευσης κειμένου: 24 Φεβρουαρίου 2014

Μπορείτε εδώ να δείτε τα άρθρα που δημοσιεύουμε σχετικά με το θέμα της Ειρήνης.