ΙΔΕΕΣ & ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΜΑΞ ΣΕΛΕΡ: ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ

mseler - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

mseler - Σόλων ΜΚΟΒέρος γερμανός και με σημαντική διδακτική θητεία (Ιένα, Μόναχο, Κολωνία) ο Μάξ Σέλερ εκτός από τη φιλοσοφική ιδιότητα είχε να επιδείξει και εκείνη του διπλωμάτη (υπηρέτησε στη Γενεύη και στη Χάγη).  Δέχθηκε την ισχυρή επίδραση της φαινομενολογίας του Χούσερλ και όλο του το συγγραφικό έργο ήταν μια μακρά πορεία φαινομενολογικών αποκλίσεων (στις οποίες πρέπει να περιλάβουμε και την προσχώρησή του στο ρωμαιοκαθολικισμό).

Η βασική φιλοσοφική του θέση αναπτύχθηκε στο έργο του «ο φορμαλισμός στην ηθική»  όπου η καντιανή ηθική υποβάλλεται σε κριτική με βάση τη σκέψη του Πασκάλ.
Η θεμελίωση και η ιεράρχηση των αξιών (υλοζωϊκές αξίες που δεν αποκλείουν τη θρησκευτική ανάβαση στην αγιότητα και στο ιερό) αποτέλεσαν την έμμονη φιλοσοφική του μέριμνα.

Τα προβλήματα του θανάτου, του τραγικού, του αιώνιου μέσα στον άνθρωπο, της συμπάθειας, της γνώσης και της θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, συνιστούν έναν αστερισμό ερευνών με επίκεντρο πάντα την ηθική.

Γεννήθηκε στο Μόναχο το 1874 και ετελεύτησε στη Φραγκφούρτη του Μαν το 1928. 

Θάνατος και Δυτικοευρωπαίος
Τη φυσιολογική απώθηση της ενόρασης του θανάτου πρέπει να τη διακρίνουμε ξεκάθαρα  από την απώθηση που χαρακτηρίζει το σύγχρονο Δυτικοευρωπαίο ως συλλογικό τύπο.

Αυτός ο τύπος ανθρώπου που προοδεύοντας βραδέως από τα τέλη του 18ου αιώνα, έφτασε σιγά σιγά δια της εργασίας του στο μεγάλο καπιταλισμό, συνιστά, παρά τις εθνικές και άλλες παραλλαγές, έναν μοναδικό τύπο, που οριοθετείται από τη δομή της βιωμένης του εμπειρίας.

Συγκρατώ ένα μόνο στοιχείο από την τελευταία: η εργασία και το κέρδος, που για τον παλιό τύπο ανθρώπου αντιπροσώπευαν εσκεμμένες δραστηριότητες οι οποίες λίγο πολύ υπαγορεύονταν από την ανάγκη, αποβαίνουν για το σύγχρονο άνθρωπο ενορμητικές και συνακόλουθα ξέφρενες δραστηριότητες.

Η θέαση και η ιδέα που κατά μέσο όρο έχει για τα πράγματα εξαρτώνται από το αντικείμενο και τον τρόπο πρακτικής συμπεριφοράς του απέναντί τους.

Μέσα στο ιστορικό σύνολο όπου κυριαρχεί αυτός ο τύπος, η δύναμη απορρέει ολοένα και περισσότερο από τον πλούτο, και όχι ο πλούτος από την πολιτική ισχύ, όπως την εποχή που ανθούσε η δεσποτεία της κάστας.

Η ενότητα της κάστας χάνει προοδευτικά τα προνόμιά της από την «ενότητα της τάξης» και οι μορφές πολιτικοκοινωνικής οργάνωσης αρχίζουν να μετατρέπονται σε συνάρτηση προς τις οικονομικές δομές, ενώ στις παλαιότερες περιόδους ίσχυε το αντίθετο.  Αυτός ο τύπος τεκνοποιεί ανάλογα με τη φτώχεια του, τουτέστιν ανάλογα με την «απουσία ελπίδας», οπότε η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι πια γι αυτόν η εορτή των εορτών.

Ο αριθμός των τέκνων και η δύναμη του ενστίκτου αναπαραγωγής υποκύπτουν στην εξάρτηση της οικονομικής δομής.

Μεταξύ Θεού και κόσμου, μεταξύ βασιλέως και λαού, μεταξύ ψυχής και αισθήσεων (Καρτέσιος) διερρήχθησαν και απερρίφθησαν οι ενδιάμεσες δυνάμεις, οι αρμονικές μεταβάσεις- οι ιεραρχίες, η κοινωνική διάταξη, οι ψυχικές δομές.

Οι αρχαίες σχέσεις πιστότητας και εμπιστοσύνης  βασίζονται πια σε συμβόλαια. Και κάθε κοινότητα ζωής που άλλοτε ήταν αυθόρμητη, βασίζεται πια σε μια κοινωνία όπου οι ενδιαφερόμενοι υπολογίζουν τα οφέλη τους.

Το «σκέπτεσθαι» απέβη για το μέσο άνθρωπο «υπολογισμός» και το ζωντανό σώμα (Leib) έγινε ένα Korper ανάμεσα στα άλλα, ένα τμήμα του καθολικού φυσικού μηχανισμού.

Η ζωή εμφανίζεται σαν μια οριακή περίπτωση των συνδυασμών της άμορφης ύλης, και τείνουμε να υποτάξουμε, σε ό,τι αφορά στο χώρο της ηθικής και του δικαίου, όλες τις ζωϊκές αξίες στη χρησιμοθηρία και στη μηχανική.

Εφόσον οι ποιότητες, οι μορφές, οι αξίες δεν μπορεί να είναι αντικείμενα υπολογισμών και, δια της δομής της βιωμένης του εμπειρίας, αυτός ο τύπος ωθείται να ορίσει το πραγματικό δια του «υπολογισμού», λογαριάζοντας την ασφάλεια και την εγγύηση, αυτός ο νέος άνθρωπος διακηρύττει:  οι ποιότητες, οι μορφές και οι αξίες είναι «απραγματικές», «υποκειμενικές» και αυθαίρετες.. Εφεξής ο κόσμος είναι ένα αιώνιο αντικείμενο τρόμου, δεν είναι πια η «τύχη» την οποία αντιμετωπίζουμε με τόλμη και χαρά.

Ο τρόμος γεννά έναν τρόπο ζωής διαποτισμένο από το πνεύμα του υπολογισμού και αποτελεί το θυμικό a priori του μεγαλόσχημου «σκέφτομαι, άρα υπάρχω».

Η παρακινδυνευμένη ζωή, άλλοτε πάγιο γνώρισμα των κυρίαρχων, τώρα αποβαίνει ιδιότητα των τυχοδιωκτών.

Σύμφωνα με το αίσθημα αυτού του ανθρώπου για τη ζωή, ο κόσμος δεν είναι πια η «θερμή», οργανική πατρίδα, αλλά καταντά ένα ψυχρό αντικείμενο ακριβούς υπολογισμού και απλό σημείο εργασιακής εφαρμογής. Δεν τον αγαπάμε πια ούτε τον ατενίζουμε, αλλά πρέπει να τον «αποτιμήσουμε» και να τον διαμορφώσουμε.
Το εμπόρευμα είναι μέσο ανταλλαγής με σκοπό το χρήμα και το χρήμα δεν είναι πια ένα μέσο ανταλλαγής που επιτρέπει να αγοράσουμε ένα ανώτερο εμπόρευμα.

Η σχέση, ο «νόμος» ως πάγια σχέση ανάμεσα σε μεγέθη υπερέχει, μέσα στην παράσταση του σύμπαντος, απέναντι στην ουσία, στις μορφές και τα πράγματα.

Το Κράτος, η ψυχή (στη συνειρμική ψυχολογία), ο οργανισμός γίνεται προσπάθεια να εξηγηθούν σαν μηχανισμοί και σκοπός της ευρωπαϊκής πολιτικής γίνεται η «ευρωπαϊκή ισορροπία», χωρίς ανώτερη κατευθυντήρια οργάνωση.

Αυτές οι νέες τάσεις– που απέβησαν ενστιγματικές- για το κέρδος και τον ξέφρενο μόχθο ευθύνονται για τη γενική μεταβολή της στάσης και για μια καινοφανή εσωτερική διάθεση απέναντι στο θάνατο.

Από εδώ επίσης απορρέει, αλλά σαν δευτερεύουσα συνέπεια, η ιδέα που σχημάτισε για το θάνατο η επιστήμη, η οποία ιδιάζει σ αυτόν τον ανθρώπινο τύπο. Αυτός ο σύγχρονος άνθρωπος δεν φοβάται το θάνατο όπως ο αρχαίος, αλλά καθώς η ξέφρενη εργασία και το ξέφρενο κέρδος τον απομακρύνουν από κάθε ενατένιση και απόλαυση του Θεού και του κόσμου, παρομοίως τον αναισθητοποιούν ιδιαίτερα απέναντι στην ιδέα του θανάτου.

Η καταβύθιση στη δίνη των επιχειρήσεων με σκοπό την ίδια την απασχόληση αποτελεί- όπως σημείωσε ο Πασκάλ- το νέο, εξόχως αμφίβολο φάρμακο, χάρη στο οποίο ο μοντέρνος τύπος ανθρώπου απωθεί τη σαφή και προφανή ιδέα του θανάτου και μετατρέπει την αυταπάτη μιας ατέρμονης συνέχισης της ζωής σε άμεση υπαρξιακή διάθεση.

Αυτή η πρωτοφανής απασχόληση δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο νόημα, σε κάποιο σκοπό.

Απεναντίας, όλα συμβαίνουν σάμπως η ταραχή του ψυχοκινητικού της μηχανισμού (επακόλουθο μιας βαθιάς επίγνωσης που έχει αυτός ο τύπος ανθρώπου για την αναξιότητά του και συνέπεια της μεταφυσικής του απελπισίας) να δημιουργήθηκε κατόπιν εορτής, ως επιφαινόμενη σημασία της ύπαρξής του, ως τάση για εργασία και απεριόριστα κέρδη, προσφέροντας σαν «υποκατάστατο» της αιώνιας ζωής τη σύστοιχη ηθική αξία, ήτοι την ατέρμονη «πρόοδο» άνευ νοήματος, στην οποία η ίδια η πράξη της προόδου καταντά- όπως έδειξε ο Ζόμπαρτ- νόημα της προόδου!

Μάταια ο σύγχρονος άνθρωπος «διαπραγματεύεται» με το θάνατο και πασχίζει να «διασφαλιστεί» με μύριους τρόπους,  η αλήθεια είναι ότι ο θάνατος υπάρχει σαν αντικείμενο αληθινής ενόρασης.

Η αληθινή μορφή της αρνητικής ψευδαίσθησης της σύγχρονης συνείδησης είναι η ανυπαρξία του θανάτου. Αφ’ εαυτού ο θάνατος δεν εμπνέει φόβο. Διότι ο φόβος απομακρύνει την ιδέα του. Αυτή τράπηκε σε φυγή λόγω της ίδιας ζωϊκής αγωνίας που μας οδήγησε να υποτάξουμε σύνολη την ύπαρξη στο πνεύμα του υπολογισμού.

Για το σύγχρονο άνθρωπο, ο θάνατος δεν παρίσταται ούτε σαν νεαρός που σβήνει έναν δαυλό ούτε σαν καταχθόνια θεότητα, ούτε σαν σκελετός.  Ο ίδιος ο σύγχρονος άνθρωπος δεν βρήκε ένα σύμβολο για το θάνατο, διότι για την τρέχουσα ύπαρξή του ο θάνατος δεν υπάρχει. Η συμπεριφορά αυτού του ανθρώπινου τύπου αντιστοιχεί στον οιονεί παιδικό συλλογισμό που εκθέτει η ερμηνεία του Στιούαρτ Μίλ : ο κ. Ούντελ θα πεθάνει επειδή πέθανε ο Ουέλιγκτον και άλλοι πολλοί. Αυτό πήρε τη μορφή του «όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί».  Από αυτή τη σκοπιά, ο θάνατος δεν πρέπει να είναι μια ειδητική αλήθεια βασισμένη μόνο στο γεγονός ότι ανήκει στην ουσία της « ζωής». Αντίθετα, πρέπει να είναι μια «επαγωγή».

Ο απωθημένος θάνατος, ο «παρών» θάνατος που απέβη αόρατος και διαλύθηκε από το φόβο μέχρις ¨ανυπαρξίας», εφεξής μετατρέπεται σε αυτήν την παράλογη βία, σε αυτήν τη βαναυσότητα που περιβάλλει το θάνατο όταν τον αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος.

Όταν εμφανίζεται, παίρνει το νόημα καταστροφής. Δεν «πεθαίνουμε» πια το θάνατο τίμια και συνειδητά. Και ουδείς, πλέον, αισθάνεται και γνωρίζει ότι οφείλει να πεθάνει το θάνατό του.

Αυτός ο νέος τύπος ανθρώπου είναι  «ατομικιστικός» αλλά μοιάζει να αυτοκαθορίζεται από το κοινωνικό του εγώ όπου είναι χαμένος, δηλαδή από την «εικόνα» που έχουν σχηματίσει οι άλλοι για λογαριασμό του και από την οντότητα που έχει μέσα σε τούτη την εικόνα.

Γι αυτόν ο τεθνεώς είναι πάντα κάποιος άλλος, και ο ίδιος πεθαίνει μόνο μια φορά σαν «άλλος» για τους άλλους. Δεν γνωρίζει ότι πεθαίνει και για τον εαυτό του.   

Όπως στολίζουμε με πολύχρωμο μετάξι μια μορφή που σχεδιάστηκε σύμφωνα με το μοντέλο, έτσι και ο αλλοτινός άνθρωπος κοσμούσε τη ζωή του, τις πράξεις του και τα έργα του ενσωματώνοντάς τα στην πάντα παρούσα μέσα στο πνεύμα του ολότητα της ζωής του.

Ζούσε επί παρουσία του θανάτου, ο οποίος ήταν μια δύναμη που μορφοποιούσε και κατηύθυνε τη ζωή του σαν οργανωτική και εποικοδημική αρχή της ύπαρξης.

Ενώ ο σύγχρονος άνθρωπος ζει, κυριολεκτικά, «από μέρα σε μέρα», έως τη στιγμή που- παράδοξο- δεν του μένει πλέον άλλη μέρα να ζήσει.  «Λογαριάζει» τα σχετικά με το θάνατο όπως κάνει με τον κίνδυνο πυρκαγιάς ή πλημμύρας, σάμπως  ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς και του νερού.

Τουτέστιν, προοδευτικά, τον λογαριάζει σαν αξία ή απαξία ενός κεφαλαίου.

Η μορφή βιωμένης εμπειρίας  αυτού του νέου τύπου ανθρώπου καθορίζει και διέπει ακόμα τη δομή της γνώσης του. Έτσι εξηγείται και η προσπάθεια που καταβάλλει η επιστήμη για να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου.

Έχω κατά νου εδώ την επιστημονική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται φυσικός θάνατος και ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε λίγο πολύ ως καταστροφικό κάθε επελθόντα θάνατο.

Σκέφτομαι επίσης τη θεωρία σύμφωνα με την οποία ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο προσαρμογής που κατάγεται και οφείλεται στην ανάπτυξη της ζωής επι της γης.

Τέλος τη θεωρία που εδραιώθηκε αρχικά από τον Καρτέσιο και απέβη αίτημα σύνολης της σύγχρονης βιολογίας: ο θάνατος επέρχεται επειδή παύει να λειτουργεί μια ειδική αρχή που εκδηλώνεται μέσα στο σώμα, στην ύλη και στις ενέργειες που το συνιστούν, καθώς υπακούουν στους φυσικοχημικούς νόμους- αλλά είναι διακοπή των φαινομένων της «συνείδησης», διακοπή που προκαλείται από μια αιτία που καταστρέφει έξωθεν το σωματικό μηχανισμό.

Αυτές οι τρείς θεωρίες απαρτίζουν μέρη μιας και της αυτής ολότητας, που έχει ως αρχή την άρνηση ενός ειδικού πρωτοφαινομένου, της «ζωής», όπως και την άρνηση ενός πρωτοφαινομένου που συνδέεται ουσιαστικά με το προηγούμενο, του «θανάτου».

Ανάμεσα στις τρείς θεωρίες, η τρίτη συνιστά τη βάση των δύο άλλων και των επιμέρους τροποποιήσεων που χορήγησαν τα σημερινά μέσα της παρατήρησής μας.

Η άρνηση του φυσικού θανάτου είναι η απλή συνέπεια που μια απλή επαγωγή συνάγει ήδη από τη μηχανιστική μεταφυσική η οποία εφαρμόζεται στα ζωϊκά φαινόμενα και αντιστοιχεί στη μορφή βιωμένης εμπειρίας  που μόλις περιγράψαμε.  Αν ο ζωντανός οργανισμός, μη εξαιρουμένων των φαινομένων που εκτυλίσσονται μέσα του, είναι μια φυσικοχημική διαδικασία, ιδιαιτέρως περίπλοκη, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση μια μηχανική διαδικασία, τότε, όπως και το σύστημα που σχηματίζει, μόνο έξωθεν μπορεί να διαταραχθεί και να καταστραφεί.

Εν προκειμένω ο θάνατος είναι πάντα συνέπεια ενός εξωτερικού παράγοντα, που είτε καταστρέφει αμέσως τη μηχανή, σαν πιστολιά, είτε επιφέρει εμμέσως τη διάλυση του συστήματος σε ατομικές κινήσεις, κινήσεις που μεταδίδονται προς όλες τις κατευθύνσεις του περιβάλλοντος.

Με άλλα λόγια, κάθε θάνατος είναι λίγο πολύ τεχνητός» και  «τυχαίος», οπότε γίνεται ασαφής η διάκριση ενός φυσικού θανάτου από ένα τεχνητό θάνατο.    

Έτσι, η μηχανιστική βιολογία είναι αναγκασμένη να εκλάβει κάθε θάνατο σύμφωνα με τον τύπο θανάτου που επέρχεται σαν πιστολιά. Επιπροσθέτως, η αντίθεση ζώντος- τεθνεώτος αποβαίνει αμιγώς σχετική αντίθεση. Κατά βάθος δεν ξέρουμε πια σε τι συνίσταται ο θάνατος.

Αν ο οργανισμός είναι μόνο ένα σύνολο οργάνων, τα όργανα σύνολα ιστών και αυτοί με τη σειρά τους σύνολα κυττάρων (ιδέα της κυτταρολογίας) και αν εκλαμβάνουμε τις διεργασίες του κυττάρου ως απλές φυσικοχημικές διεργασίες, τότε δεν υφίσταται πια,- εξαιρουμένης της συνειδησιακής σφαίρας- καθορισμένο, νοητό φαινόμενο που θα αποκαλούσαμε «θάνατο».

Άραγε, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο γνωστό, όπου όλες σχεδόν οι φυσιολογικές λειτουργίες εξακολουθούν ακόμη και μετά τον «θάνατο» του ζώου, για παράδειγμα, το στομάχι χωνεύει, τα μαλλιά και τα νύχια μεγαλώνουν, οι βάλανοι εκκρίνουν, οι χτύποι της καρδιάς μπορούν να συνεχιστούν επι ώρες.

Θα αποφύγουμε να σχολιάσουμε τα πολύ δυσκολότερα προβλήματα του θανάτου στα κατώτερα ζώα και στα φυτά ή το πρόβλημα της νεκροφάνειας. 

Διότι τα προσιτά στον καθένα γεγονότα δείχνουν ήδη ότι, μπροστά στην τάδε ιδέα της ζωής, ο θάνατος κατά βάθος καταλύεται, ώστε δεν γνωρίζουμε, πλέον, που και πότε πρέπει να τοποθετήσουμε τον υποτιθέμενο θάνατο μέσα σε αυτήν τη σταθερή διακοπή των επιμέρους διαδικασιών και μέσα στην παρακμή των οργάνων που ήδη προδιαγράφεται με τη γήρανση.

Δεν είναι παράξενο ότι προσφάτως ένας Γάλλος φυσιολόγος όρισε ως «νομικό δεδομένο» την έλευση του θανάτου, βλέποντάς τον σαν συνέπεια της διάγνωσης που εκφράζει ο ιατρός (πρόγνωση: δεν θα εγερθεί πλέον.)

Αν επιμένοντας σ αυτήν την άποψη, θέλουμε πάραυτα να εξακολουθήσουμε να βλέπουμε το θάνατο σαν απόλυτα καθορισμένο δεδομένο και όχι σαν μια απλή «τομή» που εισάγεται λίγο πολύ τεχνητά από τη σκέψη μας, μάλιστα σαν ένα νομικό καθορισμό, θα πρέπει, όπως ήδη φρονούσε ο Καρτέσιος, να εγκαταλείψουμε τον τομέα της φύσης και να περάσουμε στην υποκειμενική συνείδηση. Λέμε τότε: μολονότι ο θάνατος- ιδωμένος από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών – δεν είναι ένα οριοθετημένο στοιχειώδες συμβάν, αλλά μόνο η βραδεία και ακατάπαυτη συσσώρευση καταστροφών που βλάπτουν τους περίπλοκους χημικούς συνδυασμούς του οργανισμού, υπάρχει κάποιος λόγος να τον θεωρήσουμε καθορισμένο γεγονός και να του αποδώσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή- έστω και αν θα μπορούσαμε να είμαστε εφεκτικοί πάνω σε αυτό: ο λόγος δεν έγκειται σε κάτι συλληπτό από την επιστήμη, αλλά στον αφανισμό της συνείδησης, που είναι μια συνέπεια της καταστροφής αυτής της «μηχανής».

Παρά ταύτα το ζήτημα δεν λύνεται, απλώς παραπέμπεται στον ψυχολόγο, για τον οποίο με τη σειρά του, δεν είναι πια εύκολο να αποφασίσει για τη στιγμή που πρέπει να δεχτούμε ετούτο τον πλήρη και οριστικό αφανισμό της μηχανής.

Έτσι, γνωρίζουμε ότι στην αναισθησία, όπως και στον ύπνο, δεν αφανίζεται κάθε συνείδηση. Ότι αφενός παύει μόνο η οδύνη και ότι αφετέρου αμιγής ύπνος χωρίς όνειρα δεν υφίσταται.

Εξάλλου, βρίσκουμε εδώ την ίδια αντίθεση με τη βιολογία, τουτέστιν, την αντίθεση ανάμεσα στη συνειρμική άποψη σύμφωνα με την οποία υπάρχει μέσα στην ψυχή ένα σύνολο στοιχειωδών φαινομένων, που μπορούν κατ αρχάς να εκτυλιχθούν μεμονωμένα και σε όλους τους βαθμούς συνείδησης. Και από την άλλη, τη μονιστική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχει επίσης εδώ , κατ αναλογία  προς την κατευθυντήρια ζωϊκή δύναμη που δέχονται οι βιταλιστές, ένα κεντρικό πρόσωπο προικισμένο  με ενότητα, το οποίο ενεργεί και κατευθύνει τη συνειρμική διαδικασία.

Δεχόμαστε, επίσης, κατά τα δέοντα, ένα ασυνείδητο στην ψυχική ζωή, εντούτοις η γνώση του πότε και που σβήνει η συνείδηση παραμένει εξίσου προβληματική.

Ας προσθέσουμε ότι έτσι μεταφέρουμε το θάνατο από το αμέσως προσιτό πεδίο των εξωτερικών ζωϊκών φαινομένων στη σφαίρα της συνείδησης του άλλου. Οπότε αυτή η συνείδηση δεν μπορεί με τη σειρά της να είναι προσιτή σε έναν παρατηρητή παρά μόνο σε συνάρτηση με την ποικιλομορφία των εξωτερικών φαινομένων. Από τη σκοπιά της μεθόδου, εδώ αντιμετωπίζουμε μια αδυνατότητα.

Ο θάνατος- αυτή η τόσο αδιαμφισβήτητη, τόσο διαφωτιστική πραγματικότητα, η προφάνεια της οποίας επιβάλλεται καθημερινά- μοιάζει να ανάγεται, κάτω από το μικροσκόπιο της ανάλυσης και της «επιστήμης», σε μια πληθώρα λεπτομερειών που οι μεν παίρνουν τη μορφή των δε! Απειλεί να αφανισθεί μπροστά στα μάτια μας. Δεν γίνεται αποδεκτός και δεν εξηγείται, αλλά καταργείται από την εξήγηση που προτείνουμε. Τελικά εμφανίζεται σαν ένα είδος ανθρώπινης αυταπάτης, ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας.

Ας μη μας εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι ήδη τόλμησαν να συναγάγουν από αυτές τις προκείμενες συμπεράσματα της ιδίας τάξεως. Εδώ και μερικά χρόνια, ένας γνωστός Παρισινός ειδήμων δεν παρουσίασε τάχα σαν «αξίωμα» της σύγχρονης ιατρικής ότι δεν υπάρχει φυσικό όριο της ζωής που να μην μπορεί να μεταθέσει ατέρμονα η ιατρική επιστήμη και η τεχνική συνδυασμένες με τη μαεστρία του επιστήμονα; Αυτός ο συλλογισμός είναι επιβλητικός. Αν δεν ισχύει ο φυσικός θάνατος, δηλαδή μια βραδεία εξάντληση της ζωϊκής δύναμης όπου θα έπρεπε να διακρίνουμε έναν ανεξάρτητο παράγοντα, αν δεν υπάρχει αυτόνομος ζωτικός παράγοντας που, σύμφωνα με έναν δικό του ρυθμό, κινούμενος από τη νεότητα προς τη γήρανση, να μην υπηρετεί φυσικούς μηχανισμούς (στον συμπτωματικό θάνατο αυτός ο παράγοντας δεν καταστρέφεται, αλλά μόνο απογυμνώνεται από το μέσο εκδήλωσής του μέσα στον ανόργανο κόσμο), τότε «το αλεξιθάνατο», ζητούμενο από μακρού, θα πρέπει τελικά να βρεθεί.

Άρα, το γεγονός ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν τι άλλο δηλώνει από μιαν ανεπάρκεια προόδου της ιατρικής μας, μάλιστα μια ένοχη αμέλεια των γιατρών μας;

Κάθε μηχανή δεν επιδέχεται μήπως εξ’ ορισμού διόρθωση;

Συνεπώς, θα ήταν μια έλλειψη πίστης στην ενέργεια και στη δεξιότητα του ανθρώπου  αν εκλαμβάναμε το θάνατο ως μιαν απόλυτη και τελεσίδικη δομή του κόσμου.

Ακόμα ένα βήμα και η «επιστήμη» καταντά καραγκιοζιλίκι. Αυτό παρατηρούμε στο έργο ετούτης της αμερικανικής έκδοσης, που, εμπνεόμενη από τον πραγματισμό, πραγματεύεται μισοσοβαρά μισοσατιρικά το «σκάνδαλο του θανάτου» ορίζοντάς τον ως μιαν αμέλεια της βούλησης για την οποία ευθύνεται κυρίως η Ευρώπη.

Πλήν, όμως, η ψυχολογία του πολιτισμού οφείλει να θέσει το ερώτημα διαφορετικά. Τάχα στη βάση της επιστήμης- ή της μεταφυσικής της επιστήμης- δεν ενυπάρχει μια ψευδαίσθηση η οποία υπαγορεύει να βλέπουμε ως υπάρχον μέσα στον κόσμο κάτι που μπορούμε να το αλλάξουμε; Αν αυτό το αξίωμα διέπει ήδη όλη την πνευματική οπτική της επιστήμης, δηλαδή αν η σημασία της δεν επιβάλλει την παρουσίαση της αλήθειας του κόσμου αλλά μόνο την προσκόμιση ενός «σχεδίου» για την κυριαρχία και τη διαχείρισή του, τότε η επιστήμη όντως δεν μπορεί να αντιληφθεί την πραγματικότητα του θανάτου.

Πόσο μάλλον που η ίδια γεννήθηκε από τη μοντέρνα τύφλωση έναντι του θανάτου, από την απώθηση στην οποία ανάγκασε το θάνατο το ένστικτο της εργασίας.

Η λογική που καθοδηγεί την επιστήμη ταυτίζεται με εκείνην που επικαλείται παραδόξως ο Τσάμπερλαιν ενάντια στη βαθυνούστατη και ιδιοφυή θεωρία του Γκομπινώ, σύμφωνα με την οποία η αιτία του θανάτου των λαών, των εθνών και των πολιτισμών είναι εσωτερική και δεν επηρεάζεται από την πολιτική και την ηθική– αιτία που επιβεβαιώνει την αναπόδραστη παρακμή του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, η οποία οφείλεται στην επιτεινόμενη ανάμιξη της ευγενούς φυλής με την κατώτερη φυλή.

«Αυτή η θεωρία θα πρέπει να είναι εσφαλμένη», αντιλέγει ο Τσάμπερλαιν, «διότι διαφορετικά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα!». Πρόκειται για μια αυταπάτη με πραγματιστικές τάσεις που βρίσκεται στη ρίζα αυτής της εσφαλμένης άποψης για τη ζωή και το θάνατο.

Αλλά- παραδόξως- ο θάνατος, η απώθηση του οποίου βρίσκεται στην απαρχή του νέου ειδώλου της προόδου, εμφανίζεται αυτούσιος στον άνθρωπο, που, φανατικός αυτού του ειδώλου, επιδίδεται στη μελέτη του βιολογικού κόσμου, θεωρώντας την πρόοδο που αποσκοπεί στην «προσαρμογή της ζωής» στο περιβάλλον της.

Όπως κάναμε το διπλό σφάλμα να δεχτούμε το θάνατο μόνο εκεί όπου μπορούμε να καταδείξουμε ένα «πτώμα» και, από την άλλη, να συγχέουμε το θάνατο εν γένει με τον ατομικό θάνατο (στον οποίο αντιστοιχεί ένας νεκρός της φυλής, του είδους κτλ), έτσι εφαρμόσαμε και στον θάνατο- εκλαμβάνοντάς τον ως απλό όριο του γήρατος- μιαν αφ εαυτής δικαιωμένη θεώρηση που σχετίζεται με την αξία προσαρμογής της ζωϊκής διάρκειας των ατόμων που την απαρτίζουν.

Αντιτάξαμε στα θνητά πολυκύτταρα όντα τα αθάνατα μονοκύτταρα όντα.

Έτσι ο ίδιος ο θάνατος εξελήφθη ως ένα φαινόμενο προσαρμογής της ζωής στον περίγυρό της.

Ο Βάισμαν, βαθύς και οξυδερκής ερευνητής, που εδραίωσε αυτήν τη θεωρία, ασφαλώς δεν είναι αξιόμεμπτος.

Το μόνο που έκανε ήταν να συναγάγει τα συμπεράσματα που απορρέουν άμεσα από το μηχανιστικό ιδεώδες της γνώσης, σύμφωνα με το οποίο ο θάνατος διαφεύγει της εμπειρίας. 

Αλλά τα γεγονότα υπερισχύουν απέναντι στα πιο όμορφα γνωστικά ιδεώδη. Αφήνοντας κατά μέρος τον ορισμό του θανάτου που προαναφέραμε και ο οποίος είναι φιλοσοφικώς απαράδεκτος, οι ύστερες έρευνες, για παράδειγμα οι έρευνες του Ρίτσαρντ Χάρτβιγκ, προέβαλαν κάτι που ήδη είχε διαπιστώσει ο Μάουπας για τα εγχυματικά ζωύφια, τα οποία μπορούν να αναπαραχθούν εν μέρει με σύμφυση, εν μέρει με σχιζογένεια.

Αλλά μια αναπαραγωγή με απλή σχιζογένεια, ακόμα και στις καλύτερες συνθήκες, τελικά παύει, έστω και στα μονοκύτταρα του Βάισμαν.

Επίσης η σχιζογένεια των μονοκυττάρων εξαντλείται, καθόσον δεν τελούνται νέες συμφύσεις, έστω και αν οι συνθήκες της εξωτερικής ζωής διατηρούνται σταθερές, δηλαδή χωρίς να επέλθει κάποια καταστροφή. Εξαντλείται για εσωτερικούς λόγους και το γένος αφανίζεται.

Ο θάνατος αποτελεί ένα απόλυτο «φαινόμενο», το οποίο συνδέεται με την ουσία του ζώντος- καθώς επίσης και με όλες τις ενιαίες μορφές που παρουσιάζεται η ζωή.

Δεν υπάρχει μόνο ένας ατομικός θάνατο, αλλά επίσης ένας θάνατος φυλών και λαών και- όπως αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τώρα, μετά και την αμπώτιδα του δαρβινικού κύματος- υπάρχει ακόμα ένας θάνατος των ειδών που δεν ανάγεται στη εξωτερική εξαφάνιση λόγω επιλογής υπο το κράτος της μεταβολής των συνθηκών ζωής, αλλά σε μια εσωτερική εξάντληση των ζωϊκών παραγόντων από τους οποίους εξαρτάται η ανάπτυξη του είδους.

Εξάλλου δεν πρέπει να δεχτούμε εδώ ότι κάτω από μια φαινομενική ασυνέχεια υποκρύπτεται ένα διαρκές γίγνεσθαι και μια διαρκής τροποποίηση. Απεναντίας, κάτω από τη φαινομενική συνέχεια των ποικίλων ζωϊκών φαινομένων και των ζωϊκών μονάδων κρύβονται οι βαθιές και ευκρινείς διαφορές του οργανισμού και οι αληθινά ασυνεχείς αιτίες της διαδικασίας.

Ο «θάνατος» δηλώνει πάντα την πίστη της διαδικασίας, προσδιορίζεται ένδοθεν και δεν παρουσιάζει καμιά αναλογία με κάποια εξαφάνιση μέσα στον ανόργανο κόσμο.

Πηγή/φωτό: Ανιχνεύσεις

Σχετικά άρθρα