ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΤΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ Μ.Μ.Ε. — Σειρά Πολιτική Ηγεσία Επικοινωνία

marionetes - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

marionetes - Σόλων ΜΚΟΔεν είχαν περάσει παρά ελάχιστα λεπτά από το μακελειό που προκάλεσε ο Άντερς Μπρέιβικ στη Νορβηγία και σύσσωμοι οι μεγάλοι μιντιακοί κολοσσοί ανά τον κόσμο είχαν γεμίσει τις οθόνες τους με αναλυτές που εξηγούσαν γιατί οι Ισλαμιστές τρομοκράτες είχαν συμφέρον να χτυπήσουν την μακρινή Νορβηγία.

Η Ευρώπη και οι Η.Π.Α. κατακλύστηκαν από ειδικούς και μη που χαρακτήριζαν δεδομένη την ύπαρξη ισλαμιστών φανατικών πίσω από την πολύνεκρη παρανοϊκή επίθεση.

Γρήγορα αποδείχτηκε ότι δράστης της ήταν ένας ακροδεξιός φανατικός Χριστιανός και ακραίος αντιμουσουλμάνος. Δεν είναι ούτε η πρώτη, και μάλλον δεν θα είναι ούτε η τελευταία φορά που τα μεγάλα ευρωπαϊκά και βορειοαμερικάνικα Μ.Μ.Ε. εκτίθενται με αυτό τον τρόπο. Ενεργούν άλλωστε έχοντας πάντοτε υπόψη ότι ο μέσος πολίτης, ελάχιστα ενδιαφέρεται και γρήγορα ξεχνά[1]. Στην προσπάθειά τους να στηρίξουν τον “μεγάλο αντίπαλο” της μεταψυχροπολεμικής εποχής, το ακραίο Ισλάμ, έναν αντίπαλο που εξυπηρετεί άψογα τα γεωπολιτικά, οικονομικά και άλλα συμφέροντα  τους,  έφτασαν να φτιάχνουν θεωρίες, να διαστρεβλώνουν ειδήσεις και να μεγαλοποιούν κινδύνους, υπαρκτούς ή ανύπαρκτους.

Το –πάντα καυτό στα δυτικά Μ.Μ.Ε- ζήτημα, στηρίχτηκε στην τυφλή και βίαιη ισλαμική τρομοκρατία, που εν πολλοίς οι ίδιες οι δυτικές κυβερνήσεις εξέθρεψαν από την δεκαετία του ’80, είτε άμεσα (αποστολή υλικής βοήθειας, παροχή τεχνογνωσίας, κλπ.[2]) είτε έμμεσα (ως βίαιη αντίδραση στις δυτικές επεμβάσεις στο μουσουλμανικό κόσμο).

Η αντιμετώπιση της περίπτωσης Μπρέιβικ είναι άλλη μία στον ατελείωτο κύκλο της κατασκευασμένης ισλαμοφοβίας, της οποίας κορυφή βέβαια απετέλεσαν οι ψευδείς –όπως αποδείχτηκε αργότερα- ισχυρισμοί Η.Π.Α. και Βρετανίας για τα περί κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής από το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Μετά από τόσα χρόνια χειραγώγησης της πληροφορίας ήταν φυσικό να πάει συνειρμικά το μυαλό αρκετών κατευθείαν στην ισλαμική τρομοκρατία, σε αντίθεση τα όσα συνέβαιναν εκείνες τις στιγμές στη Νορβηγία.

Ο φόβος, ξαναγίνεται βασικό συστατικό της δυτικής κουλτούρας, καλλιεργούμενος κυρίως μέσω των Μ.Μ.Ε.: για την ακρίβεια δημιουργείται από αυτά προκειμένου να ακολουθήσει η ευκολότερη χαλιναγώγηση σε επίπεδο συνειδησιακό, και συνεπακόλουθα στην καθημερινή ζωή, στα εργατικά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Το Ισλάμ συνειδησιακά πια αποτελεί πια το μεγαλύτερο “φόβο” της Ευρώπης. Πάνω στο φόβο αυτό στηρίζουν την πορεία τους ακροδεξιά κόμματα και πολιτικοί σε πολλές χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Από την ύπαρξη του φόβου προς τον «άλλον», τον «ξένο» και ιδίως τον «αλλόθρησκο» εξαρτώνται κυβερνητικοί συνασπισμοί, πολιτικές καριέρες και μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα.

Πρόκειται λοιπόν για ένα φόβο εξαιρετικά ζωτικής σημασίας και για αυτό πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται, αναπαραγόμενος με κάθε ευκαιρία ανεξαρτήτως της πραγματικότητας: σύμφωνα με στοιχεία της Europol, σε 160 επιθέσεις που χαρακτηρίστηκαν “τρομοκρατικές” το 2010 στην Ευρώπη, μόλις οι 3 είχαν ως θύτες Μουσουλμάνους. Το 2008 μόλις μία “τρομοκρατική” επίθεση έγινε στον ευρωπαϊκό χώρο από Μουσουλμάνο[3].

Όταν η δεδομένη σιγουριά των περισσότερων ειδικών αποδείχτηκε παντελώς ανακριβής, ξεκίνησαν (και συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό) τα αφιερώματα για την άνοδο της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Σημειολογικά, όπως σημειώνει η εκπομπή News Bytes του Al Jazeera (το οποίο συχνά κατηγορείται ως φιλοδυτικό μέσο), όταν αποδείχτηκε ότι πίσω από την επίθεση δεν κρύβονταν Μουσουλμάνοι, αλλά αντίθετα ένας αντιμουσουλμάνος, «η λέξη “τρομοκρατία” αντικαταστάθηκε από τη λέξη ”εξτρεμισμός”»[4].

Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως οι περισσότερες αναλύσεις αναφέρουν τη σχέση των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων με την ακροδεξιά, που ξεκίνησε από την ανοχή της λειτουργίας της για να φτάσει τα τελευταία χρόνια στα κοινοβούλια ή και να συμμετέχει στους κυβερνητικούς συνασπισμούς. Το ίδιο το φαινόμενο δηλαδή που τα Μ.Μ.Ε. εξέθρεψαν, γινόταν και γίνεται αντικείμενο αναλύσεων για το πώς εξετράφη.

Το χειρότερο όλων όμως, είναι ότι οι πολιτικοί των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών και των Η.Π.Α. έχουν την τάση σε παρόμοιες περιπτώσεις, να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα κατά το δοκούν, πολύ πριν η έρευνα ολοκληρωθεί.

Στην περίπτωση Μπρέιβικ το έκαναν σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών της Νορβηγίας (Γιόνας Γκαρ Στορ), δεν έπαιξε το ισλαμοφοβικό “παιχνίδι” των μεγάλων μιντιακών οργανισμών, μη υιοθετώντας τα περί ισλαμιστών τρομοκρατών. Λίγο μετά τις επιθέσεις, αρνήθηκε να σχολιάσει περί πιθανών υπόπτων λέγοντας ότι «τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πολλούς πολιτικούς να καταλήγουν σε συμπεράσματα σχετικά με υπόπτους, πριν διεξαχθούν έρευνες. Εμείς δεν θα διαπράξουμε αυτό το λάθος»[5].

Το λάθος αυτό έκανε πρώτα από όλους ο Μπαράκ Ομπάμα. Ο Αμερικανός Πρόεδρος υιοθέτησε αμέσως την “πληροφορία” ότι η επίθεση έλαβε χώρα από Ισλαμιστές τρομοκράτες, προφανώς για να δικαιολογήσει τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» της Ουάσινγκτον. Ο Ομπάμα μάλιστα υποτίθεται πως είχε ενημερωθεί από αξιωματούχους των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφόρησης, πριν βγει να κάνει δηλώσεις σχετικά με το γεγονός[6].

Δεν είναι η πρώτη φορά που η πλειοψηφία των Μ.Μ.Ε. σε παγκόσμιο επίπεδο αποδεικνύει την ανεπάρκειά της, ή καλύτερα τη διασπορά ψευδών ή ανυπόστατων ειδήσεων κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού και των πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων. Απλώς, κάθε φορά αλλάζει αυτός που έχει το συμφέρον και δυστυχώς διαμορφώνονται ανάλογα και οι ειδήσεις και εκτιμήσεις από μέσα ενημέρωσης και πολιτικούς. 
Η ισλαμοφοβία που έχει καλλιεργηθεί αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα όπλα χειραγώγησης, αλλά δεν είναι το μόνο. Ένα αντίστροφο –σε σχέση με ισλαμιστική τρομοκρατία- ακραίο παράδειγμα προσπάθειας χειραγώγησης της πληροφορίας ανάλογα με τα συμφέροντα που αυτή εξυπηρετεί, ήταν όταν στις 11 Μαρτίου του 2004 ισλαμιστές τρομοκράτες αιματοκύλισαν το μετρό της Μαδρίτης. Τότε όμως, η “ισλαμοφοβία” έκανε στην άκρη, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ακραία επιθετική πολιτική της κυβέρνησης Αθνάρ στο βασκικό ζήτημα. Αν και καμία ένδειξη δεν έδειχνε ότι ήταν Βάσκοι πίσω από τις επιθέσεις, η κυβέρνηση και τα μεγάλα μίντια της χώρας υιοθέτησαν άκριτα τα περί “Βάσκων τρομοκρατών” επιρρίπτοντας εξολοκλήρου την ευθύνη στην βασκική οργάνωση ΕΤΑ. Αγνόησαν επιδεικτικά τους ειδικούς και τις πρώτες ενδείξεις των ερευνών, το τελικό αποτέλεσμα των οποίων, αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες της ήττας της κυβέρνησης Αθνάρ στις εκλογές που διεξήχθησαν λίγες ημέρες μετά[7].



[1] Διαβάστε σχετικά: Έριχ Φρομ, “Ο άνθρωπος: Λύκος ή Πρόβατο; 

[2] Χαρακτηριστικές οι σχέσεις του Οσάμα μπιν Λάντεν με τις Η.Π.Α από την περίοδο της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν, ή η υποστήριξη σε ακραία ισλαμιστικά καθεστώτα, κ.α.

[4] Norway’s mass murder and the mass media, Al Jazeera, 30 Ιουλίου 2011

[5] White Christian Fundamentalist Terrorism in Norway, Juan Cole, 23 Ιουλίου 2011

[6] Propaganda and the War on Truth – Independent media strikes back, Global Research, 24 Ιουλίου 2011

[7] Το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα ήταν μπροστά στις δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες εκλογές που θα διεξάγονταν τρεις ημέρες μετά την επίθεση. Η επιμονή της κυβέρνησης να κατηγορήσει τους Βάσκους για τις επιθέσεις οδήγησε σε κατακραυγή της στάσης αυτής, τεράστιες διαδηλώσεις και μεγάλες διαμαρτυρίες. Στις εκλογές της 14ης Μαρτίου το Λαϊκό Κόμμα ηττήθηκε με τους ειδικούς να αναφέρουν ότι σημαντικότερη αιτία της αιφνιδιαστικής του ήττας ήταν η προσπάθεια επίρριψης ευθυνών για τις επιθέσεις στους Βάσκους “τρομοκράτες”.

Φωτό:wikipedia

Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων
aris@solon.org.gr

Σχετικά άρθρα