ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ, ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ποίημα: “Επαμεινώνδας*” (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

epam1 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

epam1 - Σόλων ΜΚΟ

Από την ποιητική συλλογή:«Ψυχές της Ιστορίας»
Σ’ εκείνη την πέτρα την πολύ παλιά
με τα βρύα που στρώσανε το πράσινο βελούδο
υμνολογώντας τη ζωή που έσμιξε
μοναχικούς ψιθύρους σε έναν,
άντρας μονάχος κάθεται
και σιωπηλά στο βάθος ατενίζει,
σαν νάναι η ψυχή η αθέατη
μες στο τοπίο τούτο ‘δώ κρυμμένη
και να κρατάει αυτά τα μυστικά
που φως μπορούν απρόσμενα να ρίξουν
στης ζωής τ’ απόκρημνα μονοπάτια.
   
 
«Ποιος είναι άραγε ο μυστικός σκοπός
που αδιάκοπα το νου μου τυραννάει
και σπρώχνει το χέρι στο σπαθί,
στου πόλεμου τη δόξα,
μα την καρδιά γεμίζει με σιωπή
να καρτεράει ειρηνικές στρατιές
σε ηλιόφωτες πλαγιές του πρωινού
σε άλλη δόξα, ομορφιάς,
κι αντί σπαθί μία ροή φωτός
να αφανίζει τις σκιές
με μιλητά της ύπαρξης
που αθάνατη προσμένει;
Μικρό που δείχνει το σπαθί
κι ασήμαντο στην όψη!,
σαν το κοιτάζω σε στιγμές
που ο λογισμός πλανιέται
σ’ εκείνο το ύψος το άγνωστο
με ξέμακρο το σώμα κι αδειανό
σαν τον ικέτη που ζητά
μια σπίθα της ζωής το θάνατο ν’ αντέξει.

Κι όμως κομμάτιασε ζωές,
τις βούτηξε στο αίμα…
και η ζωή ήταν το μόνο που ‘χανε
οι άνθρωποι εκείνοι…
Βλέμματα τέλους αδειανά που μόλις πριν κοιτούσανε
όλο ζωή στο μέλλον.
Μάταιη είναι η ζωή
στο τίποτε δοσμένη;»

————————-

Μα τ’ είναι αυτός που κάθεται
ανάμεσα στους κόσμους
κι ο διχασμός τον κυβερνά
σε πεπρωμένο άγνωστο
που ένωσε τη βία με τη γνώση;
«Ο Επαμεινώνδας είναι αυτός,
ο στρατηγός της Θήβας,
και κάτι πρέπει να του πω»
ψιθύρισε απρόσμενα μια γυναικεία όψη
που αέρινα πλανήθηκε στο φως
σαν ξωτικό με μυστικά φτιαγμένο.
«Γιατί ο λογισμός σου είναι σκοτεινός
κι αδιέξοδα βρίσκει στη ζωή
που σ’ άλλους καιρούς θα έρθουνε στο φως
και τίποτα δεν είναι να χαθεί;».

Η οπτασία μίλησε ψιθυριστά,
θρόϊσμα ήχου μιας άγνωστης ψυχής
που στ’ άπειρο δεν ήτανε χαμένη,
μα γύριζε τους κόσμους στοργικά
για μέχρι τότε που σ’ ερείπια θα σωριαστούν
τα τείχη που χωρίζουνε του άχρονου το ρεύμα
από τους βράχους τούτων των ακτών
που ο χρόνος σμίλεψε απτόητος
στης θάλασσας το κύμα.

Ο Επαμεινώνδας ένευσε γεμάτος απορία:
«Οι μοίρες τώρα σεργιανούν
στον κόσμο των ανθρώπων
που μέχρι τώρα κοίταζαν από ψηλά
τις δύσμοιρες ζωές να σέρνονται ‘δώ κάτω;

Δεν είναι αυτό παράπονο,
μα απορώ τι άλλαξε και έγινε ετούτο.
…Παράξενη η μοίρα των ανθρώπων
να προσδοκούν το φως εκείνο το αθάνατο
κι όταν το βλέπουν να θαρρούν
πως ψεύτικο θα είναι,
πώς μόνο σκοτάδι κυβερνά,
πως πλάνες φτιάχνουν όμορφες,
για να μπορούν το τίποτα να αντέξουν».

Η οπτασία στάθηκε ολόστητη μπροστά του
και η φωνή σαν τραγουδιού τη μουσική
απόκοσμη ξεχύθηκε
φέρνοντας φως στα λυπημένα μονοπάτια.
«Επαμεινώνδα, ήρεμο να ‘χεις λογισμό,
το τίποτα μόνο μια πλάνη είναι.

Οι άνθρωποι το χάραξαν στους δρόμους τους επάνω,
για να θαρρεύουν πως είναι αφέντες της ζωής
το τίποτα πάντα αφέντη ψάχνει
για να ‘ναι αυτό που τελικά τα πάντα κυβερνάει.

Μα εσύ δεν ζεις στο τίποτα…
η μοίρα δύσκολα φαίνεται στα σκοτεινά τα χρόνια
κι οι άνθρωποι ψάχνοντας εκείνο το μέσα φως
λιποψυχούν, όταν η μάχη γίνεται
και στην καρδιά τους μέσα.

Βλέπω την καλύβα εκείνη τη μικρή στα δέντρα πέρα
να ξεκουράζει τη φτώχεια τη δική σου
δίχως τα πλούτη που σκληραίνουν τις καρδιές
και νόημα ψεύτικο δίνουνε στις μάχες του θανάτου.

Η δόξα κι η τιμή βρίσκονται στο δρόμο σου επάνω,
μα η σοφία πρόκειται να ανοίξει κάποτε μια θύρα νέα,
όμορφη σαν άνοιξη γεμάτη με λουλούδια,
κι ο νικητής δεν θάναι το σπαθί ούτε εσύ,
μα ένα σημάδι σπάνιο, το τέλειο λουλούδι∙
τότε η ψυχή θα κυβερνά τη μοίρα σου ‘δω κάτω,
και θα γνωρίζεις πώς να διασχίζεις της ζωής
τα κρεμαστά γεφύρια,
πάνω απ’ τις λάσπες και τα βρώμικα νερά
της ποταπότητας που είναι φωλιασμένη
στης γης του τόπους,
άφθαρτος κι αμόλυντος  στο βάθος τούτο
π’ αναρωτιέται μέσα σου».

———————————-

Ο Επαμεινώνδας αργοκοιτάζει το ηλιόλουστο τούτο βλέμμα
στο αχνοφωτισμένο πρόσωπο
με τις αέρινες γραμμές μιας διάφανης ομορφιάς
που σαν του σούρουπου όνειρο φευγαλέο
απαλύνει τις πληγές της σάρκας
που ψάχνει το σκοπό της.

Γαλάζιες είναι οι γραμμές
και χάνονται στου ουρανού τα βάθη,
σκορπίζουν απαλά
στα κρινένια τους αόρατα δάχτυλα
τα στέρεα πάθη της γης,
μυστικά μιλώντας για ένα πεπρωμένο ομορφιάς.

——————————–

Η φτώχεια τούτη τσάκιζε της δύναμης τη λάμψη
και οι Σπαρτιάτες, της Θήβας κτήτορες σκληροί,
Θηβαίους διώξανε πολλούς να αδειάσουνε τον τόπο
για μία ύπουλη σιγή
που η εξουσία πάντα προσδοκά
ελεύθερη για να’ ναι.

Μα ο Επαμεινώνδας ο φτωχός τόσο ασήμαντος φαινότανε
στη φτώχεια του ριγμένος,
και η σοφία του τη φτώχεια αύξανε
στα βλέμματα του ψεύδους
που τύμπανα θεάτρου αναζητούν
για να μπορούν μονάχα τα θνητά να δουν.

Κι ο Επαμεινώνδας στον τόπο του έμεινε,
μα αυτοί δεν ξέρανε πως ο άνθρωπος τούτος ο φτωχός
ο νικητής τους θα ‘τανε,
ταγμένος απ’ τη μοίρα να δώσει τέλος
στις ξεφτισμένες δόξες
που οι καρδιές προδώσαν άσπλαχνα
το πνεύμα τους ξεχνώντας.

————————-

Μια μάχη μαίνεται
και τα κορμιά κομμένα κείτονται άβια
στο νοτισμένο χώμα.

Κι ο Πελοπίδας ξέπνοος με μαχαιριές γεμάτος,
αυτός ο πλούσιος που μοίραζε τα πλούτη του
για να ‘ναι στο πνεύμα του πιστός,
κείτεται στο χώμα του θανάτου.

Ο Επαμεινώνδας το φίλο του βλέπει και ριγεί,
η μάχη δεν μπορεί τη δόξα της ψυχής να σβήσει,
τη μόνη δόξα που άξιζε η ζωή, ελεύθερη για να ‘ναι.

Πύρινο το χυμένο αίμα
τραγουδάει ψιθύρους άγνωστους για τις ενωμένες ψυχές
κι οι γίγαντες είναι κλεισμένοι σε σώματα μικρά
πυρπολημένα με καλωσύνη άγνωστη.

Στο φίλο του τρέχει με το θάνατο παρέα
και οι πληγές του λυσσομανούν σε έκσταση ομορφιάς,
μα ο θάνατος παράξενους δρόμους παίρνει
και δίνει χωράφια έντιμα στην ομορφιά ν’ ανθίσει.

———————————-

Ηρωικότητα βαλμένη πάντα κοντά στο θάνατο,
για να φτιάχνονται του μέλλοντος οι άγνωστοι δρόμοι
που μέσα στο φως χαράζονται αθέατοι
και, ξεχασμένοι, πλέκουν το υφάδι της ιστορίας
στα σκοτάδια των σβησμένων βλεμμάτων.
Τι άραγε είναι αυτή;

Ηρωισμός…

Άπειρα σώματα γενναία πολέμησαν
και χάθηκαν  στη σκόνη του χρόνου.
Μα σφραγίζει ο κάθε θάνατος με ηρωισμό
της ζωής τα στενάζοντα μονοπάτια;
Ίσα για να αισθάνονται οι θνητοί
πως η μοίρα η σκοτεινή
δώρο στερνό τους κάνει
για να ‘ναι στη μνήμη αθάνατοι;

———————————-    
Έννοιες παράξενες αναδεύονται στου στοχασμού το κύμα,
μυστικά κρυμμένα στο Είναι
ν’ απαντήσουν προσπαθούν με αστραπές
που σχίζουν των μορφών τα πέπλα.
Ηρωϊσμός…
Ένα άλμα στης ψυχής τα άσπιλα φτερά
σπάζοντας του εαυτού τη φυλακή,
με τις σκοτεινές ανταύγειες του μίσους και του φόβου αγνοημένες,
με μια στοργή καίουσα
ή με αστραπές μεγαλωσύνης της καρδιάς
ή με των Ιδεών μια καιόμενη βάτο ταπεινότητας…
Τ’ όνειρο τούτο θα μπορεί να αντικρύσει κατάματα
εκείνον της ζωής το βωμό τον κατάλευκο,
όπου ο θάνατος γονατίζει μπροστά στη Ζωή.
 
Blaise Pascal, «Στοχασμοί»,  εκδ. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.286, εδ.353
«Δεν θαυμάζω διόλου την υπερβολή μιας αρετής, όπως λόγου χάρη της ανδρείας, αν δεν βλέπω συνάμα την υπερβολή της αντίθετης αρετής, όπως στον Επαμεινώνδα, ο οποίος είχε την άκρα ανδρεία και την άκρα πραότητα. Γιατί, διαφορετικά η αρετή δεν είναι ανύψωση αλλά κατάπτωση. Δεν δείχνει το μεγαλείο της, αν στέκεται στο ένα άκρο, αλλά συγχρόνως αν αγγίζει και τα δυο άκρα, κι αν γεμίζει το ενδιάμεσο διάστημα. Ίσως όμως είναι μια ξαφνική κίνηση της ψυχής από το ένα στο άλλο απ’ αυτά τα άκρα, και ενώ στην πραγματικότητα αυτή στέκεται σ’ ένα σημείο, όπως ο δαυλός της φωτιάς. Έστω· αλλά αυτό τουλάχιστον δείχνει την ευκινησία της ψυχής, αν δεν δείχνει την έκτασή της».