|
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Ενώ από τη μια πλευρά βλέπουμε το μέρισμα της γνώσης και της τεχνολογίας, από την άλλη, βλέπουμε ότι αυτό δεν γίνεται ένα μέρισμα ηθικής, θεσμών και πολιτισμού, καθώς γινόμαστε μάρτυρες των διακινδυνεύσεων και διακυβεύσεών τους. Η διττότητα που διακρίνουμε στον Βαλερύ μπορεί να προσεγγιστεί αντίστοιχα κατανοώντας αφενός μεν τη δυναμική καινοτόμας προόδου της επιστήμης, αφετέρου δε, τη δυναμική των παραπλανητικών της βεβαιοτήτων περί της ολοκλήρωσης του έργου της και των οριζόντων της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαβεβαίωση πρόβλεψη του Κέλβιν για κάτι σαν το τέλος της Φυσικής στα τέλη του 19ου αιώνα. Αντίστοιχα στη δεύτερη εκδοχή, στην αισιόδοξη, θα λέγαμε του Βαλερύ βλέπουμε να κινείται το «Αόρατο Χέρι» του Άνταμ Σμιθ και του «τέλους της Ιστορίας». Τελικά, ο προβληματισμός για την κρίση γίνεται πιο διεισδυτικός αλλά και λιγότερο ανεκτός μέσα από τη διαψευσιμότητα που εισάγει στις προσδοκίες μας, σε προβληματισμούς ή σε κριτικές προσεγγίσεις όπως αυτές του Μπρεχτ ή άλλων. Ο προβληματισμός για την κρίση σπάνια υπήρξε συστημικός όπως στην περίπτωση του Εμμανουήλ Βαλλερστάιν και εκεί όπου το προσπάθησε συχνά πρόταξε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο το οποίο κατά την μορφοποίησή του λειτουργούσε και ανέδειξε ιδεολογηματικούς, κριτικούς και συστημικούς ολοκληρωτισμούς όπως έγινε και με τον Μαρξισμό. Ακόμη και η αμφισβήτηση με ελευθεριακούς ουτοπισμούς -όπως του Σάρλ Φουριέ- εγκυμονούσε μέσα της ανακυκλούμενες ανθρωπολογικές κρίσεις. Λίγοι στεκόντουσαν -ως προς το μέλλον- επιφυλακτικά, ή απαισιόδοξα, γόνιμα αισιόδοξα -ή ακόμα και με την ανάλογη γόνιμα λανθασμένη ανθρωπολογική αφετηρία- , όπως έκαναν ο Εμμανουήλ Καντ και ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ αντίστοιχα. Η εκτίμηση της διακυβευτικότητας του μέλλοντος έχει λειτουργήσει καταχρηστικά στον τομέα της εμπορευματοποίησης της κοινωνίας, της ενημέρωσης, της προφητειολογικής και μεσαιωνικής οπτικής. Η αντιφατικότητα αυτών των προσεγγίσεων αναδεικνύεται επίσης στον τομέα των δημιουργών της τέχνης, στους οποίους βλέπουμε μια πανζωιστική αισιοδοξία που συνεκτιμά την βία και την καταστροφή αλλά την εκλαμβάνει ως μεταμορφωτική δυναμική του όλου και της διάρκειας όπως στην ποίηση του Γουώλτ Γουΐτμαν αλλά την βλέπουμε και στην κριτική ποιοτική απαισιοδοξία του ρομαντικού Γουίλιαμ Μπλέηκ. Η κριτική προσέγγιση γίνεται όλο και περισσότερο κριτική αυτογνωσία της κρίσης και η προσέγγιση στην κρίση γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολη στον βαθμό που πλεονάζει το πρότυπο της ενσωμάτωσης. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης του ανθρώπινου παράγοντα στο σύστημα παλιά ήταν αδρανειακή ενώ σήμερα είναι επιθυμησιακή και καταναλωτική. Παλιά ήταν διατεταγμένη και σήμερα αλλοτριωμένη ή πειθήνια, με έμμεσο τρόπο. Αυτή η μεταλλαγή του ανθρώπινου παράγοντα στις εποχές κρίσεις, σήμερα δουλεύει μέσα από την δημιουργικότητα αλλά και την δυσαρέσκεια της ανεκπλήρωτης ζήτησης και του ατομικισμού της, μέσα από το φαντασιακό και την διακινδύνευση. Είναι η άλλη όψη για την υπερανάπτυξη της μορφής και του συστήματος, της πληθικότητας και των εναλλακτικοτήτων, είναι η άλλη όψη από την στερητική δυναμική της κρίσης και της εξουσίας του παρελθόντος. Ο κύκλος της ελλειμματικότητας και της αφθονίας Εξάλλου και οι επαναστάσεις πρέπει να θεωρηθούν πλέον ως δύο διαφορετικές φάσεις αυτού του ενιαίου κύκλου: Το πιο κρίσιμο θα έλεγε κανείς σημείο της ολοκληρωμένης και εμπράγματης ή ένυλης δοκιμασίας μας, θα εμφανιστεί στην περιβαλλοντική κρίση, ως το περιβαλλοντικό τίμημα του πολιτισμού μας από κάθε άποψη, οικονομική και όχι μόνο. Είναι κατά κάποιο τρόπο το αντίστοιχο του οργανικού τιμήματος των προτύπων της ζωής μας και των ψυχολογικών μας στάσεων, όχι με την έννοια μιας διασφάλισης της υγείας αλλά με την έννοια του αναπόφευκτου των κρίσεων αυτών, της φυσικότητας τους στον τομέα της υγείας και στον κύκλο ζωής μας. Λειτουργούμε πάντα στην αρχή με μια διεκδικητικότητα ωθούμενη από μια αφετηρία επιθυμίας και κατόπιν προσπαθούμε να διατηρήσουμε τα κεκτημένα της επιθυμίας και να τα διευρύνουμε. Αυτός ο «κύκλος ελλειμματικότητας και αφθονίας» είναι ενιαία τραγικός κύκλος. Η τραγωδία δεν βρίσκεται μόνο στις «ισχνές αγελάδες» αλλά και στις «παχιές αγελάδες. Η αδυναμία μας να ακολουθήσουμε την ευγενική μέση ατραπό – αυτή την διακριτική εξελικτικότητα με όρους ατομικότητας και ομαδικότητας ή συλλογικότητας – είναι το θεμελιώδες σημείο που ανατροφοδοτεί και ανακυκλώνει τις κρίσεις. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό ισχύει θεωρητικά σε σχέση με όλους τους τομείς έκφρασης, ενοποιώντας την προσέγγισή μας. Για παράδειγμα, είναι φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας τέχνης προήλθε μέσα από μια στάση και αξιολόγηση της τραγικότητας. Σ’ αυτή την σχολή ανήκε σχεδόν όλο το ρεύμα του ρομαντισμού με τις μεγάλες λογοτεχνικές του προσωπικότητες και τους μεγάλους στοχαστές του. Η σύγχρονη λογοτεχνία λειτουργεί με μια νεωτερική και μετά- νεωτερική αισιοδοξία, από μια άμβλυνση ή και φυγή από την τραγικότητα. Εδω βλέπουμε πάλι ακριβώς τον διπολικό χαρακτήρα της κρίσης και είναι φανερό ότι θα πρέπει να ενοποιήσουμε τις δύο πλευρές. Μια «αισιόδοξη» εκτίμηση ως προς την ύπαρξη και ταυτόχρονα μια εκτίμηση της υπαρξιακής τραγικότητας. Για παράδειγμα, η «αισιοδοξία» του Διαφωτισμού, θα πρέπει να προσεγγιστεί ενιαία με την κριτική και με την βιωματική δραστικότητα του υπαρξισμού και του υπαρξιακού στοχασμού. Μπορούμε να δούμε την αναγκαιότητα αυτής της σύνθεσης, στην ποίηση, στην μουσική και σε όλες τις εκφράσεις της ζωής μας. Η διαλεκτική της διαψευσιμότητας και της ενορατικότητας Φυγή από το κλασσικό και ολοκληρωτισμός Υποδήλωσε την πιο ακραία φυγή από τον βίο μεν της τραγικότητας, υποδήλωσε δε την απόλυτη ενσωμάτωση και την παράδοση στην καταναλωτική αλλοτρίωση, στον τεχνολογικό και εικονικό εαυτό. Υποδήλωσε τελικά μια εγγενή δύναμη κρίσης που συνοδεύει όλη την διαδικασία απόκρισης και υπονομεύει όλη την ιστορική δυνατότητα των γενεών να λειτουργήσουν – ανθρωπολογικά και συστημικά – αποτελεσματικά. Χαρακτηριστική αυτής της δυναμικής είναι η αποτυχία του κινήματος του Μάη του ’68 και όχι μόνο. Η αποτυχία ενός κινήματος στοχασμού και εναλλακτικότητας να σταθεί απέναντι στον καταναλωτισμό και στην συνέχεια στην απόλυτη συστημική ενσωμάτωση, στην μόχλευση κατά το μοντέλο Μπερναίηζ στο όπου πραγματικά ενσωματώθηκε ακόμη και ένας κριτικός στοχασμός ή ερωτισμός όπως αυτός που πρότασσε ο Χέρμπερτ Μαρκούζε. Το αισθητικό στοιχείο λειτούργησε ως υποκατάσταση του στοχασμού και της τραγικότητάς του ως φυγή, μπροστά στο αδιέξοδο. Αποτέλεσε μια εγγενή αφετηριακή ανεπάρκεια της ιστορικής απόκρισης των προηγούμενων και των παρουσών γενεών στην ιστορική εξέλιξη. Η κουλτούρα της διασκέδασης, με τον υπαρξιακό και τον πολιτισμικό ναρκισσισμό της, ήταν ο απόλυτος συνεργός, ενσωματώνοντας όλη την εναλλακτική κριτική μανιφέστων όπως του Αντρέ Μπρετόν και συνθέτοντάς τον, συγχωνεύοντάς τον με μανιφέστα όπως του Φιλίππο Τομάζο Μαριννέτι – που είναι πρόδρομα του φασισμού. Διαμόρφωσαν τον φαύλο κύκλο που επένδυσε στην κριτική και την αυτοεξιδανίκευση, στην κριτική απέναντι στους άλλους και στην εξιδανίκευση του υποκειμένου, όσο ορθή και αποστασιοποιημένη να είναι η στάση του υποκειμένου του κριτικού και του επαναστατικού. Υπήρξε έτσι η φυγή από τον κλασικό λόγο, λόγω της καταχρηστικότητας και του αδιέξοδου που εμφανίστηκε για το κλασικό – και ως αυτό δεν υπόκειτο σε μια περαιτέρω επεξεργασία, καθώς είχε κορεστεί και απαιτούσε μεγάλης κλίμακας δημιουργική έμπνευση και μια νέα συλλογικότητα, μια ομαδικότητα στο πνεύμα και ενορατικότητα ή υπερβατικότητα. Η αδυναμία μας για μία νέα κλασσική έμπνευση, μας οδήγησε σε φυγή από το κλασσικό. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλο το κλασικό το σφετερίστηκε ο ολοκληρωτισμός του Μεσοπολέμου, κατά κόρον φονταμενταλιστικά, το φονταμενταλιστικοποίησε και το ειδωλοποίησε εξουσιαστικά και αυταρχικά και για λόγους ανθρωπολογικού προτύπου, από την αδυναμία του να είναι ο ίδιος ο Φασισμός κλασικό και ολοκληρωμένο πρότυπο. Ο ολοκληρωτισμός του Μεσοπολέμου χρησιμοποίησε το κλασικό ως νεοπλασματικό μόσχευμα. Από τον άμεσο στον έμμεσο ολοκληρωτισμό Έτσι ανακυκλώνουμε αγοραία τις κρίσεις. Παλιότερα η τραγικότητα της ιστορίας ήταν ηγετική. Τώρα είναι μαζική. Πράγματι αυτοί οι δύο κύκλοι δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν απολύτως. Γι’ αυτό θα πρέπει να βλέπει κανείς με πιο εναλλακτικό τρόπο τον προβληματισμό του ισπανού φιλοσόφου Χοσέ Ορτέγκα Γκασέτ για το μαζικό άνθρωπο και ταυτόχρονα τις κριτικές για την μαζική κοινωνία αλλά και τις κριτικές για την διακυβέρνηση για να φτάνει τελικά σε μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του υποκειμένου και του συστήματος ελεύθερος από τον ριζοσπαστικό ολοκληρωτισμό και υλισμό. Ελεύθερος επίσης από την υπαρξιακή και υπερβατική αφέλεια σε μια διαδικασία που έχει βασανιστικότητα και διεξοδικότητα και δεν λειτουργεί με επικριτική απόρριψη, με απλοϊκότητα και με αδράνειες, ή με αυτή την συνέχιση και την ανακύκλωση της υπολλειμματικότητας και της ιζηματικότητας αλλά αντίθετα σε μια κατεύθυνση που να μετουσιώνει το υπόβαθρο. Βαδίζοντας στην κρίση χωρίς μεγάλους στοχαστές Τώρα, βαδίζουμε στην κρίση χωρίς να έχουμε μεγάλους στοχαστές της επικαιρότητας. Η κληρονομιά μας είναι φτιαγμένη από εργασίες που έγιναν με μόχθο δεκαετιών, από ανθρώπους όπως ο Λιούις Μάμφορντ, ο Εντγκάρ Μωρέν και άλλους. Αυτές οι κρίσιμες θεωρητικές ολοκληρώσεις έγιναν τις περασμένες δεκαετίες από ανθρώπους –στοχαστικής ουσιαστικότητας και διεισδυτικότητας- αποκλεισμένους από την νομενκλατούρα που είχε ενσωματωθεί σε μια διαδικασία επιταχυνόμενης ανακύκλωσης της κρίσης. Η κρίση συγκαλύπτονταν από συγκυριακές διαχειριστικές παυσίπονες ενέργειες ή οπιογενείς αντιδράσεις. Αντιμετωπίζουμε την κρίση χωρίς να έχουμε την δυναμική ενός μακρομετασχηματισμού και ενός εσωτερικού μετασχηματισμού -όπως θα έλεγε ο Έρβιν Λάσζλοου- με μια αισιοδοξία εφήμερης αντίδρασης και επάρκειας την ώρα που αυτή είναι τελείως αδύνατη και ανύπαρκτη συστημικά. Απλώς την θέση της συστημικής θεώρησης καταλαμβάνει η συγκυριακότητα την οποία θεωρούμε επαρκή ως ερμηνευτικό και αναδρασιακό πεδίο εξόδου από την κρίση. Οι αντιφάσεις της κρίσης συνεχίζονται. Είδαμε μέσα από την τεχνολογία, τον θεσμικό μερισμό και τις επιστήμες του ανθρώπου να απελευθερώνεται η σχέση του ανθρώπου με το σώμα και την ύλη. Είδαμε την ενσωμάτωση, τον σφετερισμό της απελευθέρωσης από την κατανάλωση, την ζήτηση και την επιθυμία που ήταν αναγκαία μεν λειτουργικά και εξυπηρετική της προόδου αλλά δεν ήταν αυτό το μέτρο εξισορρόπησης από πλευράς της σκέψης και της συνείδησης. Δεν είδαμε την εξισορρόπηση της διασκεδαστικής σωματοποίησης που λειτούργησε σαν ο βασικός άξονας διασύνδεσης του ελεύθερου χρόνου και της εργασίας ή της παραγωγικής ενσωμάτωσης να εξισορροπείται λοιπόν αυτός ο παράγοντας της σωματοποίησης του πολιτισμού από έναν υπαρξιακό στοχασμό από το υπαρξιακό μέτρο. Ακόμη και ο ύστερος υπαρξισμός του Ζαν Πωλ Σαρτρ λειτουργεί σε μια λογική μακροχρόνιας ενσωμάτωσης σε αυτό το κύκλο της αλλοτρίωσης. Το σώμα δεν γίνεται πεδίο στοχασμού γύρω από την απροσωπία του και την ανεξαρτησία του από την επιθυμία, την ιδιοτέλεια και τον ατομικισμό, αλλά ενσωματώνεται ακόμη βαθύτερα και λειτουργεί ως ένα τιτανικό υπόβαθρο, ως ένας φουτουριστικός ιός, μια φουτουριστική Λερναία Ύδρα ή ένας λαβύρινθος. Αντικρίζοντας την κρίση με την οπτική της ισχυρής, υψηλής καινοτομίας Η κριτική του πάνω στον «μύθο της μηχανής» φτάνει να διαγνώσει την δυναμική ενσωμάτωσης των ανθρώπων στην μεγαμηχανή ενός Γούνστοκ και στην ύστερη εμπορευματοποίησή του -έστω και επικοινωνιακά έστω και άυλα– ακόμη και μη χρηματικά, σαν γενεακή κουλτούρα. Αρκεί για να διαγνώσει την ανεπάρκεια της στείρας διασκεδαστικής και πολιτισμικής έκφρασης της αμφισβήτησης, σε αντίθεση με το ξεκαθάρισμα της προοπτικής μιας ισχυρής ανάγκης και της ισχυρής ή υψηλής πολιτικής καινοτομίας που απαιτείται. Πρέπει πλέον να δούμε την κρίση με την οπτική της ισχυρής, υψηλής καινοτομίας, να δούμε τις αιτίες της, την ανεπάρκειά μας και τις προτάσεις μας για το μέλλον. Η εποχή της χαμηλής καινοτομίας και της αποτελεσματικότητάς της μέσα από τις δομές διάχυσης και έκλυσης έχει πάρει στην πραγματικότητα ένα τέλος, έχει ενσωματωθεί. Από την άλλη μεριά, η υψηλή και ισχυρή καινοτομία δεν πρέπει να λειτουργήσει ως ένα πρόσχημα μιας ριζοσπαστικής και ολοκληρωτικής προχειρότητας που θα διαφύγει από την συνειδησιακή, κοσμοθεωρητική και βιωματική βάσανο. Η κρίση έχει λάβει πλέον τις πλήρεις της διαστάσεις και δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε με κάτι λιγότερο από την ολότητα – τόσο την δική μας όσο και της μεγάλης κλίμακας. Η χρονική ασυνέχεια που επιβάλλουμε σαν βιωσιμότητα – σαν διαιώνιση της διασκεδαστικότητάς μας, σαν διασκεδαστικότητα της αδράνειας, σαν είδωλο της διάρκειας, – είναι μια αυταπάτη που μας κλείνει την εικόνα για την τραγική κάθαρση και επιδεινώνει τους όρους της κάθαρσης αυτής. Κρίση και βιωματική της απομονωμένης ενότητας Σχετικά άρθραΔεν έχετε ακόμη λογαριασμό; Δημιουργία λογαριασμού |