Παραπέμποντας και στην εισήγηση που ως Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εταιρειών Μόνωσης είχαμε διανείμει στην προηγούμενή μας συνάντηση όσον αφορά τη θέση μας ότι η θερμομόνωση των κτιρίων μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό παράγοντα αναζωογόνησης της οικοδομής |
Εισαγωγικές σκέψεις και θέσεις 2ο: Έχουμε λοιπόν μια παγκόσμια αλλαγή. Οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν είναι: Οι κοινωνίες αλλάζουν κάτω από το βάρος συντριπτικών συνειδητοποιήσεων όπως ότι το μέλλον επιφυλάσσει μια σοβαρή καταστροφή το μέγεθος της οποίας εξαρτάται από το χρόνο καθυστέρησης της ανθρωπότητας στο σύνολό της, να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές που θα περιορίσουν το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα. Τι νόημα όμως έχει όλη αυτή η εισαγωγή σε μία συνάντηση των συλλογικών φορέων των παραγωγών δομικών υλικών και του ΤΕΕ; Θεωρώ πως αν δεν κατανοήσουμε ως επιχειρήσεις και ως φορείς που τις εκπροσωπούν, αυτό που συμβαίνει δε θα μπορέσουμε να προσαρμοστούμε αλλά και ούτε να διαμορφώσουμε, να απαιτήσουμε ή να στηρίξουμε πολιτικές που θα οδηγήσουν σε αναζωογόνηση του κατασκευαστικού κλάδου ή καλύτερα που θα μας οδηγήσουν σε ευημερία. Είναι φανερό ότι προϊόντα (και υπηρεσίες) με υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα θα δώσουν τη θέση τους σε αντίστοιχα με μικρότερο ή ακόμη και θα εξαφανιστούν τελείως. Γιγάντιες επιχειρήσεις που στηρίχθηκαν και στηρίζονται σε αφαίμαξη κοινωνικών πόρων με δίχως αυξημένη εταιρική κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη θα εξαφανισθούν ή θα χάσουν σημαντικό έδαφος έναντι των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ο εξορθολογισμός της κατανάλωσης (περιβαλλοντικός, κοινωνικός, οικονομικός) θα κερδίζει συνεχώς έδαφος και οι εργασιακές σχέσεις θα μεταβληθούν. Η απαίτηση συνεπώς για αλλαγές και προσαρμογή των επιχειρήσεων σε αυτές είναι πιεστική. Αν όμως οι αλλαγές αυτές είναι ραγδαίες, η προσαρμογή των επιχειρήσεων δε θα μπορέσει να τις ακολουθήσει και αυτό θα οδηγούσε σε εξαιρετικού μεγέθους οικονομική και κοινωνική αναταραχή. Πράγματι η πράσινη ανάπτυξη είναι μονόδρομος. Το περιβάλλον δεν αντέχει. Πράσινη ανάπτυξη σημαίνει φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα και υπηρεσίες. Σημαίνει μια μεταμόρφωση της σημερινής οικονομίας αλλά και μια τεράστια οικονομική ευκαιρία. Σημαίνει νέα-καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες αλλά και νέα επιχειρηματική σκέψη και δράση. Σε τι συνίσταται η τελευταία; Κυρίως εισήγηση 2) Άμεση κατάληξη στο ζήτημα του ΚΕΝΑΚ και έναρξη των ενεργειακών επιθεωρήσεων για την ενεργειακή βαθμονόμηση-σήμανση των κτηρίων. Πρέπει εδώ να διεκδικήσουμε την ανάγκη διατήρησης στοιχείων σχετικά με την κατανάλωση ενέργειας όλων των δημόσιων κτηρίων αλλά και των ιδιωτικών, προκειμένου να μπορεί να υπάρχει αντικειμενική οικονομική αποτίμηση των ενεργειακών απωλειών και ασφαλώς οικονομική αποτίμηση της εξοικονόμησης ενέργειας μετά από συγκεκριμένες επεμβάσεις. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την εξασφάλιση χρηματοοικονομικών εργαλείων που δε θα επιβάρυναν τον τελικό καταναλωτή ούτε ένα ευρώ, ενώ παράλληλα θα χρηματοδοτούσαν τα έργα εξοικονόμησης ενέργειας και ανάπλασης μάλιστα (μέσω αυτών) των κτηρίων. [βλ. την εισήγησή μας που σας μοιράσαμε στην προηγούμενη συνάντησή μας] 3) Δημιουργία συνεργατικών σχημάτων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε συνεργασία με τράπεζες και μελετητικές εταιρείες, που θα αναλαμβάνουν τη μελέτη και υλοποίηση έργων υποδομών και βελτίωσης του αστικού τοπίου ή ακόμη και του περιβάλλοντος, με αποπληρωμή των έργων σε βάθος χρόνου και κυρίως μέσα από την οικονομική αποτίμηση (σε μηνιαία ίσως βάση) του οικονομικού οφέλους που θα επιφέρει το συγκεκριμένο έργο. 4) Τη διεκδίκηση για σύνταξη προγραμμάτων επιδοτήσεων φιλοπεριβαλλοντικών επεμβάσεων στα κτήρια και στις πόλεις ή σε αγροτικές και δασικές περιοχές ή και προγραμμάτων ανάπλασης περιοχών. Οι επιδοτήσεις αυτές μπορούν να αντλήσουν χρήματα κυρίως από ευρωπαϊκά κονδύλια. Προσοχή: η κάθε επιδότηση δεν πρέπει να γίνεται πολύπλοκη ή αντιδημοφιλής. Η απλότητα με την οποία για παράδειγμα, έγινε η επιδότηση στην αλλαγή των κλιματιστικών, είχε τεράστια επιτυχία ενώ αντιθέτως η πολυπλοκότητα με την οποία διαμορφώθηκε το πρόγραμμα «εξοικονομώ κατ’ οίκον» το έχει καταστήσει αδιάφορο και είναι ολοφάνερο ότι θα το οδηγήσει σε αποτυχία. Προγράμματα όπως «αλλάζω την πόλη μου», «σώζω τα δάση», «μεταμορφώνω την αγροτική παραγωγή» κλπ είναι μερικές από τις προτάσεις μας. [Οι ονομασίες είναι καθαρά δικές μας και δεν αναφέρονται σε τρέχοντα προγράμματα αλλά σε τέτοια που μπορούν να τρέξουν]. Τέτοια προγράμματα απαιτούν υποδομές που μπορούν να αναζωογονήσουν την κατασκευή αλλά και τους παραγωγούς δομικών υλικών, απαιτώντας όμως πιο καινοτόμα προϊόντα. Αυτό όχι μόνο δεν είναι αρνητικό αλλά αντιθέτως θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων (παραγωγών και τεχνικών εταιρειών) έναντι των ξένων. 5) Την απαίτηση και διεκδίκηση τήρησης προδιαγραφών ποιότητας τόσο στα προϊόντα όσο και στην εφαρμογή των δομικών υλικών. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα αύξανε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων παραγωγής δομικών υλικών έναντι των ξένων επιχειρήσεων αλλά θα έφερνε σημαντική αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων τους αλλά και μείωση του αθέμιτου ανταγωνισμού και εξορθολογισμό της αγοράς. Πότε όμως; Μόνο όταν και οι εφαρμοστές των προϊόντων αυτών ξέρουν να διαβάζουν τεχνικές προδιαγραφές, ώστε να μπορούν να επιλέξουν ένα ανταγωνιστικό ελληνικό προϊόν από ένα (για παράδειγμα) γερμανικό αντίστοιχο. Και μόνο βέβαια όταν ο εφαρμοστής έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του πελάτη του σε τέτοιο βαθμό ώστε να δεχθεί να του τοποθετήσει ένα ελληνικό προϊόν από ένα άλλο ευρωπαϊκό. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τρεις βασικές προϋποθέσεις: β) τη δημιουργία σχολών τεχνικής κατάρτισης με υψηλά στάνταρτ εκπαίδευσης, εξέτασης και πιστοποίησης τεχνιτών οικοδομικών επαγγελμάτων και όχι μόνο (δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχουν), γ) την επιβολή επιθεώρησης από αντικειμενικό αξιολογητή, οποιασδήποτε κατασκευής(ασφαλώς δεν αναφερόμαστε σε μερεμέτια). Είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό από τον τεχνικό, παραγωγικό-επιχειρηματικό αλλά και πολιτικό κόσμο της χώρας, πως δίχως προδιαγραφές και τεχνικό προσωπικό που να γνωρίζει πως να τις εφαρμόζει, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών μας θα πέσει ακόμα πιο κάτω και τότε τίποτα δε θα μας σώσει. Ζούμε σε μια εποχή μοναδική ως προς τη δυνατότητα πρόσβασης στην πληροφορία. Ο καταναλωτής μέσα σε λίγη ώρα και μέσα από το διαδίκτυο μπορεί να αποκτήσει γνώση και να αξιολογήσει την ποιότητα για τα προϊόντα που τον ενδιαφέρουν. Από την άλλη ο ορθά καταρτισμένος τεχνικός γνωρίζει ότι για να μπορέσει να εκτελέσει σωστά ένα έργο απαιτείται πολλές φορές μεγαλύτερη ποσότητα αλλά και ποιότητα υλικών. Αυτό ανεβάζει το συνολικό τζίρο των εφαρμοστών και των παραγωγών υλικών αλλά ταυτόχρονα σε (μικρό) βάθος χρόνου το αρχικά υψηλότερο κόστος για τον πελάτη, καταλήγει σε κέρδος του. Το κράτος κερδίζει περισσότερα από τον ΦΠΑ, η χώρα εκσυγχρονίζεται αλλά και βελτιώνεται αισθητικά, κερδίζει σε κύρος και ανταγωνιστικότητα κλπ κλπ. Δεν υπάρχει χαμένος από ένα προσανατολισμό στην ποιότητα και στην τεχνική κατάρτιση. 6) Η ανάγκη εύρεσης νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Αυτό σημαίνει πως από τη στιγμή που το κράτος στενάζει κάτω από το βάρος των τεραστίων συσσωρευμένων ελλειμμάτων σε συνδυασμό με την ανέχεια των κατώτερων οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων, είναι ανεδαφικό να προσφεύγουμε σε αυτό για να ρίξει χρήμα στην αγορά ή να στηρίξει τις επιχειρήσεις μας. Αυτό κυρίως οι τράπεζες μπορούν να το κάνουν, αλλά και αυτές δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μόλις βγαίνουν (αν βγαίνουν κιόλας) από ένα γερό σοκ που η κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τους επέφερε και που με κάποια υστέρηση μεταφέρθηκε ή μεταφέρεται στην πραγματική οικονομία. Το σοκ τις έχει καταστήσει συντηρητικές και νομίζω ότι κανείς τραπεζίτης δεν ελκύεται στο να ρίξει χρήμα για την επιβίωση κάποιων επιχειρήσεων, τη στιγμή που δε βλέπει να επιδεικνύουν κάποια στοιχειώδη δυναμική και που προσφεύγουν για την κάλυψη κυρίως παγίων υποχρεώσεών τους. Για να άρουν τις επιφυλάξεις του, απαιτείται οι επιχειρήσεις να τον πείσουν να χρηματοδοτήσει ρεαλιστικές επενδύσεις με προοπτική σίγουρου κέρδους και ότι θα είναι ανταγωνιστικές. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς ως συλλογικοί επαγγελματικοί φορείς. Η γενική και αόριστη απαίτηση για ρευστότητα στην αγορά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, όσο και οι ίδιοι δεν είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, να στοχασθούμε και να διεκδικήσουμε ουσιαστικές και υλοποιήσιμες προτάσεις. 7) Τέλος πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η εταιρική κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη των επιχειρήσεων πρέπει να γίνει συνειδητοποιημένη πρακτική και στοχευμένη πολιτική τους. Σε ένα περιβάλλον που καταστρέφεται η οικονομική ζημία θα παρασύρει και τις επιχειρήσεις. Ένας καταναλωτής που στενάζει για την επιβίωσή του απλούστατα θα μειώσει στα απολύτως αναγκαία την κατανάλωσή του. Μια οικονομία που διέπεται από το ατομικό συμφέρον και μόνο, κατατρώγει τα θεμέλια της κοινωνικότητας και γεννά τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία και την παρακμή. Για την επίτευξη των στόχων αυτών πως πρέπει να εργαστούμε; Η νέα κυβέρνηση δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη για ένα νέο διαχειριστικό μοντέλο και για μείωση των κρατικών δαπανών. Στοχεύει όπως συνεχώς δηλώνει στην «πράσινη ανάπτυξη» διαμορφώνοντας ένα νέο επενδυτικό τοπίο. Γενικά στην αρχή των κυβερνήσεων η ανθρώπινη έφεση, όταν μάλιστα δεν έχει καμφθεί από την κούραση, βοηθάει στο να ακούσουν καλύτερα οι πολιτικοί τα αιτήματα αυτών που προσφεύγουν σ’ αυτούς. Συνεπώς όπως λέει και ο λαός «στη βάψη κολλάει το σίδερο». Εδώ και τώρα πρέπει να σχηματοποιήσουμε τα αιτήματά μας και να διεκδικήσουμε ενωμένοι. Για το σκοπό αυτό απαιτείται η σύνταξη μιας τριμελούς ή τετραμελούς ομάδας που θα συντάξει αυτές και θα τις διεκδικήσει. Αυτό και προτείνουμε. Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 2009 Με εκτίμηση Γιώργος Μαυρουλέας, |