ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, ATZENTA

Ντάντε Αλιγκιέρι ~ ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ: ΚΟΛΑΣΗ «Άσμα τρίτο»

anastasi - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

anastasi - Σόλων ΜΚΟ«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ’ στον χαμένον κόσμο.
Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ’ εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη. 4
Πλάσμα πριν απ’ εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ’ ελπίδα σεις που μέσα πάτε!» 7
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα 
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ’», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει». 10
Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου· 
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να ’ναι σβησμένο. 13
Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου ’χω προείπει, 
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο». 16

Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι, 
μ’ όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος
μ’ έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες. 19
Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι     
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ’ ευθύς στην αρχή μ’ εκάμαν να δακρύσω. 22
Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,  
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα, 25
μια χλαλοή σηκώναν π’ άκοπα γυρίζει     
σ’ εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει. 28
Κι εγώ που το κεφάλι μού ’ζωνεν η φρίκη,
έκραξα· «Δάσκαλέ μου, τι ’ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;» 31
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν. 34
Σμιχτές στέκουν μ’ εκείνη την κακή χορεία    
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν. 37
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ’ αυτούς οι ένοχοι δε θα ’χαν». 40
Κι εγώ· «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,        
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη. 43
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν. 46
Φήμη ο κόσμος γι’ αυτούς δεν στέργει ν’ απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ’ όμοια οργή τους διώχνουν.
Μη μιλούμε γι’ αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα». 49
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία 
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ’λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία. 52
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος 
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ’χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει. 55
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο  
είδα και απείκασα εκεινού που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη.  58
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο 
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ’ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη. 61
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν.        
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες. 64
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπο τους μ’ αίμα 
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν. 67
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα.   
είδα σ’ ενός μεγάλου ποταμίου την άκρη
πλήθος πολύ και είπα· «Δάσκαλε, συ στέρξε 70
ποιοι είν’ αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει 
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ’ αδύνατο ξανοίγω». 73
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ’ αποκρίθη,
«θα ’χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι». 76
Τότε μ’ εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια 
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου ’ρθα στο ποτάμι. 79
Και ιδού βλέπω σ’ εμάς να ’ρχεται με καράβι      
ένας γέροντας μ’ άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ’ εσάς, ψυχές αχρείες! 82
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε. 
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο. 85
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης, 
ξεμάκρυνε από τούτους που ’ναι πεθαμένοι».
Αλλ’ ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε, 88
είπεν· «Απ’ άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους 
σε γιαλό θά ’ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις· 
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει». 91
Κι ο αρχηγός μου σ’ αυτόν· «Μην αγριεύεις, Χάρε·
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο». 94
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια   
του Πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που ’χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες. 97
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες    
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια. 100
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,   
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο. 103
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,  
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο. 106
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει. 109
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα  
ένα κατόπι στ’ άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ’ αποφόρι, 112
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος 
ρίχνονταν απ’ τ’ ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη. 115
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,  
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι. 118
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,  
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο, 121
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,        
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία. 124
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε, 
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα». 127
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα 
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ’ ίδρωτα με βρέχει. 130
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη, 133
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει. 136

_____________________________
στ. 4 Άφθαστος: Ο Θεός
στ. 12 Δάσκαλος: Ο Βιργίλιος
στ. 41 στέργω: δέχομαι, συμφωνώ με κάτι
στ. 78 Αχέροντας: ο γνωστός από τη μυθολογία ποταμός της Ηπείρου· από εκεί περνούσαν οι ψυχές των νεκρών για να μεταβούν στον Άδη. Ο Ντάντε τον τοποθετεί μέσα στην Κόλαση.
στ. 84 αλιά: αλίμονο
στ. 93 αλαφρύτερο ξύλο: ελαφρότερο πλοιάριο
στ. 95-96 Αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν/ημπορούν: εννοεί τον Θεό, το όνομα του οποίου, στους διαλόγους ανάμεσα στους δύο ποιητές και στους διαβόλους ή τους καταδικασμένους, δεν προφέρεται ποτέ.
στ. 98 πλωρίτης: οδηγός
στ. 109 αθράκια: κάρβουνα αναμμένα
στ. 111 οκνάω-ώ: (ή κυρίως οκνέω-ώ): τεμπελιάζω, αργοπορώ


μτφ. Γεώργιος Καλοσγούρος (1849-1902)

Πίνακας: Λούκα Σινιορέλλι, «Η Ανάσταση».


Πηγή: ebooks.edu.gr