ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

AYTOΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ (του Γιάννη Ζήση)

cycle various colours - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

cycle various colours - Σόλων ΜΚΟΑναζητώντας κοινωνικές επιστήμες που να έχουν ουσιαστικό λόγο πάνω στο τι μπορεί να είναι βιώσιμο στην πολύπλευρη παγκόσμια κρίση, θα άξιζε να επαναπροσεγγίσουμε τις κοσμοθεωρητικές φάσεις της κοινωνικής επιστήμης.

Πρώτη φάση: Η αισιόδοξη οπτική και η διάψευσή της
Αυτή η φάση χαρακτηρίστηκε από δύο σημεία:
α. την προσκόλληση σε ένα μηχανικό μοντέλο επιστημονικότητας, που εκφράστηκε, κυρίαρχα, από θετικισμό∙
β. την ανακάλυψη της σπουδαιότητας του ανθρώπινου παράγοντα στην καθολικότητα του.

Η αισιόδοξη οπτική των δυνατοτήτων για πρόοδο της ανθρώπινης συνείδησης ξεκίνησε από τον Μοντεσκιέ και τον Ρουσσώ, δύο γνήσιους εκφραστές του πολιτικού Διαφωτισμού, και συνεχίστηκε με τον αγγλοσαξονικό ορίζοντα κοινωνικού στοχασμού –για τον άνθρωπο και το φιλελεύθερο σύστημα– και, στη συνέχεια, με το σοσιαλιστικό σύστημα σκέψης.

Η αισιοδοξία αυτή τόσο ως προς την γρήγορη πρόοδο των συστημάτων όσο και του ανθρώπινου παράγοντα διαψεύστηκε και πέρασε μέσα από οδυνηρές υβριδικές δυναμικές εξελίξεις, όπως αυτές που συνέβησαν στον Μεσοπόλεμο.

Παράλληλα με τη διάψευση της αισιοδοξίας, αναδύθηκε η περιβαλλοντική κρίση. Εδώ συνέβη το εξής:
α. παρόλο που οι αρχικοί θεμελιωτές του σοσιαλισμού,όπως ο Μαρξ και ο Έγκελς, [1] συνεκτιμούσαν το περιβάλλον στους σχεδιασμούς τους, οι επίγονοι τους την παρέβλεψαν τελείως∙
β. παρόλο που οι ωφελιμιστές φιλελεύθεροι, όπως ο Τζέρεμυ Μπένθαμ,  διακήρυτταν μια στόχευση για μια υγιή σχέση με το περιβάλλον, οι επίγονοι τους την εξαφάνισαν τελείως.

Οι εξελίξεις στο πεδίο της εμπειρίας –και όχι της θεωρίας– δικαίωσαν την παράδοξη διακριτικότητα του Καντ, ο οποίος:

α. καθιστά, αφενός, τον στοχασμό αφαιρετικό και τον θεωρεί υποχρεωτικά αφαιρετικό (βαδίζοντας μια ατραπό απελευθέρωσης από την ιδιοτέλεια)∙
β.
 αφετέρου, είναι επιφυλακτικός και στέκεται κριτικά στο ανθρωπολογικό πεδίο.

Στην ουσία, αυτή η Καντιανή διττότητα θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει για μας το πλαίσιο μέσα από το οποίο θα ανασυγκροτηθεί η κοινωνική επιστήμη.

Δεύτερη φάση: η υπερτίμηση του συστημικού μοντέλου και η υποτίμηση της αυτογνωσίας
Αυτή η φάση χαρακτηρίστηκε από τα εξής σημεία:
α.
 υποτίμησε τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα ή της ανθρώπινης αυτογνωσίας στα ανθρωπολογικά ζητήματα∙
β. 
υπερτίμησε τη σημασία του συστημικού κοσμοειδώλου, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια απώλεια εδάφους  στην εκτίμηση του ανθρώπινου παράγοντα και της αντίδρασής του, δεδομένου των νέων τεχνολογικών και θεσμικών του οριζόντων∙
γ.
 δεν αξιολόγησε παραμέτρους όπως αυτές του περιβάλλοντος και της δημογραφικής έκρηξης∙
δ. 
δεν εκτίμησε ζητήματα που αφορούν την κρίση υπό όρους αδυναμίας ρύθμισης διαμέσου της ανταγωνιστικότητας.

Δεν εκτιμήθηκε, δηλαδή, εν γένει η λειτουργία του ανθρώπινου παράγοντα στο πλαίσιο των θεσμικών κανόνων και προς τις δύο κατευθύνσεις.

Οι μετριοπαθείς προσεγγίσεις ή εκείνες που είχαν χαρακτήρα ήπιας πολιτικής δυναμικής κυριαρχήθηκαν από μια αμβλύτητα και από μια θεμελιακή αισιοδοξία:
α. 
υπερεκτίμησαν τη σημασία του θεσμικού και του τεχνολογικού μερίσματος στη διαμόρφωση των εξελίξεων∙

β. υπερεκτίμησαν τη σημασία των μαθημάτων που παίρνει ο ανθρώπινος παράγοντας από τις ιστορικές κρίσεις –όπως αυτή του παγκοσμίου πολέμου–  πιστεύοντας σε μια γρήγορη πρόοδο της ανθρώπινης φύσης.

Υποτιμήθηκαν εντελώς οι δυναμικές παλινδρόμησης σε καταστάσεις του παρελθόντος και αγνοήθηκε το φαινόμενο της δυναμικής «αντιστροφής ρόλων στην ιστορία». [2]

Επίλογος
Οι υβριδικές μορφές λανθάνοντος ολοκληρωτισμού, όπως είναι ο ανερμήνευτος ολοκληρωτισμός που εκμεταλλεύεται την αφασία, απάθεια και ανία του ανθρώπου, υπάρχουν σε έναν μεγάλο βαθμό και συμπορεύονται με το αρχέγονο μαθησιακό έλλειμμα του ανθρώπινου παράγοντα –τόσο στο σύστημα όσο και στην επιστήμη–  και με το έλλειμμα αυτογενούς οργανικότητας – της συναίσθησης, από τον ίδιο, της οργανικής του σχέσης με το περιβάλλον.

Η έννοια της εργασίας και η εργατικότητα συνδέθηκαν με τη διπολικότητα της κερδοσκοπίας και της κατανάλωσης ή, άλλες φορές, με την έλλειψη επιχειρηματικής ή καταναλωτικής κουλτούρας, καταλήγοντας στο να είναι έλλειμμα εργασίας υπό την έννοια της έλλειψης ποιότητας, κινήτρου, τρόπου και πεδίου.

Αυτά τα ανθρωπολογικά ελλείμματα έχουν συσσωρευτεί και διαμορφώνουν πλέον μια δυναμική κρίσης που μοιάζει με μια τερατώδη τεκτονική συγκέντρωση δυναμικής. Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε  τις επιπτώσεις της υστέρησης της ανθρώπινης συνείδησης, δεδομένης, μάλιστα, της τεχνολογικής προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού, με τις συνέπειες της καταγεγραμμένης αφύπνισης του υπερηφαιστείου Yellowstone. Μπορεί κανείς να θαυμάζει την ομορφιά του  στο οικοσύστημα και να απολαμβάνει την θέα του αγνοώντας το μακροχρόνιο καταστροφικό περιοδικό ιστορικό του;

Αναφορές:
[1] Μπιολά, Γκυ, “Μαρξισμός και Περιβάλλον”, 1984, εκδ. Αλφειός, σελ. 7: α. «Η φύση είναι το ανόργανο σώμα του ανθρώπου» – Καρλ Μαρξ.
β. «Τα γεγονότα μας θυμίζουν, σε κάθε βήμα, ότι δεν κυριαρχούμε πάνω στην φύση, όπως κάποιος που θα βρισκόταν έξω από αυτήν, σαν κατακτητής που εξουσιάζει έναν ξένο λαό, αλλά ότι της ανήκουμε με την σάρκα μας, το αίμα μας και το μυαλό μας» – Φρήντριχ Ένγκελς, από τη “Διαλεκτική της Φύσης”.

[2] Γιάννης Ζήσης, Η ενοποιημένη θεωρία της ιστορικής εξέλιξης και το φαινόμενο της αντιστροφής, solon.org.gr


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος του δοκιμίου με τίτλο Η ΚΡΙΣΗ, Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ, Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ. Με την παρούσα σειρά δημοσιεύσεων πιστεύουμε πως συμβάλουμε στη γέννηση μιας νέας κοινωνιολογικής θεωρίας που θα δίνει ικανοποιητική ερμηνεία στα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα και θα προτείνει ένα βιώσιμο διέξοδο από τα σύγχρονα αλληλένδετα αδιέξοδα. Η νέα κοινωνική σκέψη καλείται να επαναθεμελιώσει τις σχέσεις ατόμου και ολότητας, ολότητας και δικαιϊκότητας και να μεταθέσει το επίκεντρο της επιστημονικής προσέγγισης αλλά και της λειτουργίας του κράτους από το κράτος δικαίου ή το κράτος έθνος στο κράτος κοινωνία.


Πρώτη δημοσίευση: 1 Ιουλίου 2011