ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΝΕΥΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Β. ΒΙΩΣΙΜΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ (του Γιάννη Ζήση)

Vitruvian - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Vitruvian - Σόλων ΜΚΟΜια πρόκληση ώστε οι θρησκείες και οι άνθρωποι να υπηρετήσουν την ανάγκη

Η Ψυχολογική Διάσταση της Βιώσιμης Θρησκευτικότητας
Η επόμενη διάσταση της βιώσιμης θρησκευτικότητας είναι η ψυχολογική. Η ψυχολογική διάσταση κατανοεί τη συμμετοχή όλων των κέντρων ψυχολογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένου και του κέντρου της σεξουαλικότητας στη δημιουργία ενός ψυχολογικού, ενός συνειδιασιακού περισσεύματος, το οποίο συγκεφαλαιώνεται στη θρησκευτικότητα και την πίστη σε ένα περίσσευμα που λειτουργεί σαν ακρογωνιαίος λίθος στην ψυχολογική οικονομία του ανθρώπου και της κοινωνίας.

Έτσι, ενώ από τη μια έχουμε μια επάρκεια αυτογνωσίας και αίσθηση αναλογίας, ταυτόχρονα έχουμε απελευθερωμένη την ποιητική ωραιότητα της θρησκευτικότητας, έχουμε τη μυθική παρηγορία, τον φιλικό εξωτισμό της ζωής, της παρουσίας του Θεού, όπως μπορούν να τον βιώνουν οι ποιητές ή οι μεγάλοι μυστικιστές. Εδώ ανοίγεται η γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα στις επιστήμες του ανθρώπου και τη θρησκεία, η οποία μπορεί να διευρυνθεί και προς στις φυσικές επιστήμες μέσα από τη συμβολική θεώρηση και τις συμβολικές αναγνωρίσεις που μπορεί να καταφέρει η γλώσσα και η νόηση στο σύμπαν, στη φύση και στον κόσμο. Οι συμβολικές αναγνωρίσεις συνδέονται βέβαια με τις οντολογικές έννοιες που πρέπει να μερίζεται και η θρησκεία. Μετά ταύτα, προχωρούμε στην επόμενη διάσταση της βιώσιμης θρησκευτικότητας –την εννοιολογική.

Η εννοιολογική διάσταση της βιώσιμης θρησκευτικότητας
Λειτουργικές και οντολογικές έννοιες, όπως η έννοια της ενέργειας, χρειάζονται  την σκαπάνη της θρησκευτικής εμπειρίας και του θρησκευτικού βιώματος σε έναν κύκλο διεύρυνσης της συνείδησης, όπου το άλλο μισό της θρησκείας και της τέχνης είναι η επιστήμη και η γλώσσα. Στην ατραπό της διεύρυνσης της συνείδησης, της βίωσης ακόμα και των επιστημονικών εννοιών, υπάρχει ένας μεγάλος δρόμος, τόσο μεγάλος όσο ήταν αυτός ο δρόμος ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, «δρόμος ανάμεσα σε εμάς και τον πλησίον που πρέπει να τον διανύσουμε», όπως εύστοχα  είχε διατυπώσει ο Κάφκα.

Αντίστοιχα, υπάρχει ένας μεγάλος δρόμος ανάμεσα στην έννοια του Θεού και στην έννοια της ενέργειας, ο οποίος δεν αποκλείει την ποιητική συνειδητότητα και την υπερβατική εμπειρία, μιας και η λέξη της ενέργειας είναι ένας τύπος χωρίς βιωματικό προσδιορισμό για τον εγκέφαλο και την αντίληψή μας, ήγουν χωρίς μεστότητα επίγνωσης. Το ίδιο ισχύει και για τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Βλέπουμε τον χώρο και το περιβάλλον να παίζουν το ρόλο της μητρικής αποδοχής του νεογέννητου, προσφέροντας την πρώτη εμπειρία απόλαυσης και εμπιστοσύνης, και το χρόνο να παίζει έναν ρόλο δοκιμασίας, αυστηρότητας, πατρότητας, που φέρνει σε δοκιμασία το νεογέννητο στην πρώτη του εμπειρία, προβάλλοντάς του μια πρώτη εικόνα θνητότητας και ρευστότητας των συνθηκών.  Αυτές είναι έννοιες οι οποίες πρέπει να προσεγγιστούν ολοκληρωμένα, με προοπτικές θρησκευτικού βιώματος και υπερβατικότητας. Είναι έννοιες που έχουν δουλευτεί αρκετά στον τομέα του φιλοσοφικού στοχασμού, με όλα τα σημεία του απροσδιόριστου και της αβεβαιότητας της συνείδησης, και επίσης στο χώρο των επιστημών του ανθρώπου. Μας παρέχουν ένα πεδίο διαλόγου μεταξύ θρησκευτικού και διεπιστημονικού σκέπτεσθαι, χωρίς κατά’ ανάγκη να τίθεται κάποια προτεραιότητα, καθώς οι έννοιες αυτές χωρούν περισσότερη υπερβατικότητα από εκείνη που έχει εσωκλείσει στην αντίληψή μας η καθημερινή εμπειρία.

Ο χώρος και ο χρόνος, στον βαθμό που συνδέονται μεταξύ τους αλλά και στην καρτεσιανή αναλυτικότητά τους, είναι διαστάσεις του είναι και του γίγνεσθαι και περιέχουν μέσα τους ένα δυναμικό θρησκευτικής εμπειρίας. Η έννοια της απόστασης, λόγου χάριν, με όλη τη διαφάνειά της υποβάλλει σε μια αίσθηση αντίφασης την αισθητότητα της ύπαρξης, υπό μια συνεπέστερη ανάλυση. Οδηγεί σε σημεία αδιεξόδου τη συμβατικότητα της σκέψης και της αίσθησης. Το ίδιο συμβαίνει, με διαφορετικό ίσως δρομολόγιο, στον χρόνο ως διάσταση οντολογική, που δεν είναι απλώς μια διαδοχή γεγονότων και απλώς κίνηση αλλά οντολογική πεδιακή παράμετρος του κόσμου, με τρόπο, μάλιστα, που έχει αναδειχθεί και στην σύγχρονη ή νεωτερική φυσική.

Μια άλλη έννοια με την οποία θα πρέπει να υπάρξει ώσμωση της θρησκευτικής αντίληψης είναι η έννοια του φορέα ή του φέροντος, και έχει και μια χρήση στο πεδίο το συμβολικό υπό την έννοια του Χριστόφορου, ή του εν ημίν Χριστού, ή υπό την έννοια της προτροπής του να έχει ο πιστός τον νου ο οποίος να είναι  ίδιος με τον νου του Χριστού, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο. Παρόλα αυτά, η έννοια αυτή βρήκε νέες προοπτικές που μπορούν να ελευθερώσουν από την απόλυτη ταύτιση με την αίσθηση της μηχανικότητας στην ύλη και στη σχέση ψυχής και προσωπικότητας. Η έννοια του φέροντος βρήκε μια νέα προοπτική, κυρίως, μέσα από την Κυβερνητική επιστήμη, όπου αναδεικνύεται η σχέση πληροφορίας και φορέα και, επίσης, μέσα από την Σημειολογία που αναδεικνύει σχέσεις σημαίνοντος-σημαινόμενου και ακτινικές όψεις, όπως η πρωτότητα, η δευτερότητα και η τριτότητα.

Η έννοια του φορέα μας οδηγεί στην επόμενη έννοια, την έννοια των πεδίων της ύπαρξης, όπου πραγματικά διαφαίνεται μια επαλληλική πολλαπλότητα έκφρασης του εγώ στο πεδίο της νόησης, της αισθαντικότητας και της σωματικότητας, όπου η σχέση της ψυχής με την έκφραση και την εκδήλωση διαμορφώνεται με όψεις που δεν μπορούν να αναχθούν ολοκληρωτικά η μία στην άλλη. Παραδείγματος χάριν, η αισθαντικότητα και η νόηση δεν μπορούν να αναχθούν απολύτως η μία στην άλλη, καθώς έχουν μια αυτοτέλεια ύπαρξης, έστω και αν συνδέονται αναπτυξιακά, χρονικά, στην πορεία της ανθρώπινης ανάπτυξης. Παράλληλα με αυτό το φάσμα των πεδίων, των φορέων της έκφρασης του εγώ ή της ψυχής, έχουμε και το χρωματικό ή ακτινικό φάσμα, το οποίο συνδέεται με ποιότητες που αντανακλώνται ή διαθλώνται μέσα ακόμα και από τις αισθητικές κατηγορίες των χρωμάτων ή τις ψυχοσωματικές, με την διαφορετικότητα που υπάρχει ανάμεσα στη βουλητικότητα, στην επίγνωση και αισθαντική συνοχή, στον νοήμονα στοχασμό, στην αισθητικότητα και αρμονικότητα, στην γνωστική άποψη, στην πληροφοριακότητα, στην προσήλωση και στόχευση, στην οργανωτικότητα και στην μεθοδικότητα. Αυτές οι χρωματικές όψεις διαχέονται σε όλους τους φορείς του εγώ και διαμορφώνουν διαφορετικότητες. Διαμορφώνουν τη διαφορετικότητα της προσωπικότητας και της ψυχικότητας στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Συνδέονται βέβαια και με την κατηγοριοποίηση των όψεων που είχε κάνει ο Πήρς,  με την πρωτότητα, με την χρωματική αναγωγή της στο ερυθρό, με την δευτερότητα, την τριτότητα κ.λπ. Ανάλογα προσανατολίζουν προνομιακά την έκφραση της προσωπικότητας σε κοινωνικούς τομείς έκφρασης όπως είναι η  πολιτική, η εκπαιδευτική, η οικονομική, η τέχνη, η επιστήμη, η θρησκευτική δραστηριότητα και η οργάνωση.

Πέρα από αυτό το φάσμα υπάρχουν και σημειακές ποιότητες ή κέντρα ανάπτυξης της έκφρασης της ταυτότητας και αυτά τα κέντρα είναι εκπεφρασμένα με τη λογική της σύνδεσής τους με λειτουργίες βιολογικές, επικεντρωμένες περισσότερο από άλλες εκφράσεις. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε στην έκφραση της θεμελιακής ορμής της ζωής που βρίσκεται σε έναν συναγερμό, που λειτουργεί μέσα από το θεμέλιο, από τη βάση της σωματικότητας· επίσης, την έκφραση της σεξουαλικότητας ή της αναπαραγωγής, την ψυχοσωματική σημειακή ανάπτυξη της συναισθηματικότητας, της ομαδικότητας και της κοινωνικότητας, της δημιουργικότητας, της αυτοσυνειδησίας και της επίγνωσης και, τέλος, της υπερβατικότητας, που λειτουργεί σαν υποβολέας του παρασκηνίου, σαν απλή Παρουσία σε όλο το μήκος αυτής της έκφρασης της σωματοποίησης της ψυχής και που μόνο μια ασκημένη εναισθητική επίγνωση και ενορατική ενατένιση μπορεί να αντιληφθεί αυτήν την διαύγεια της ταυτότητας,  του παράγοντα της ταύτισης μέσα στη ζωή της προσωπικότητας.

Οι σχέσεις της θρησκείας με τον κόσμο της έννοιας θα λέγαμε είναι υποανάπτυκτες και βρίσκονται μόνο στην αρχή τους. Αντίστοιχα, βέβαια, υποανάπτυκτες είναι και οι σχέσεις της επιστήμης με τον κόσμο της θρησκείας. Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη δεν έχουν διεγερθεί ως καθαρά βιωματικοί συνειδησιακοί τομείς στη συνείδηση του ανθρώπου, ώστε να έρθουν σε επαφή και να λειτουργήσουν συμπληρωματικές και συνεργατικές προσεγγίσεις σε έννοιες. Οι συγκρούσεις που υπάρχουν μεταξύ τους είναι υποτυπώδεις, καθώς δύσκολα ένας άνθρωπος μπορεί να επιστημονικοποιήσει ή να θρησκευτικοποιήσει πλήρως τη συνείδησή του και έτσι, ευτυχώς, δεν εκφράζει αυτή την ολοκληρωτική χρωματική μονομέρεια στην προσωπικότητά του. Είμαστε όμως σε σημείο υπανάπτυξης, το οποίο εντοπίζεται ακόμα και στις πιο πρωτοποριακές προσωπικότητες του χώρου τόσο της θρησκείας όσο και της επιστήμης. Αλλά, εν προκειμένω, συνεχίζοντας και μιλώντας για τη βιώσιμη θρησκευτικότητα, πρέπει να κατανοήσουμε ότι υπάρχει μεγάλο πεδίο έμπνευσης, δημιουργίας και εργασίας στον κόσμο της έννοιας, ώστε να καταδειχθεί η θρησκεία ως ένα αυθεντικό πεδίο της σχέσης του ανθρώπου με την πραγματικότητα, με τον εαυτό του και της σχέσης της κοινωνίας με τη φύση, τον κόσμο και τη θεότητα.

Τα πεδία της ύπαρξης και η αλληγορική παρουσίασή τους με την εικόνα των ουρανών του απ. Παύλου, με τις αναφορές στο σώμα της δόξης και τους ουρανούς ή ανάλογα, σε άλλες περιπτώσεις, στην ανθρωπογνωσία, ήτοι την θρησκευτική ανθρωπογνωσία και το «φωτοειδές σώμα» που εξέφρασε ο Γρηγόριος ο Νύσσης, δεν είναι μόνο αλληγορίες αλλά και κυριολεξίες, που ωστόσο δεν πρέπει να μας δεσμεύσουν πλήρως προς το μέλλον, ενώ δεν πρέπει να ακυρώσουμε την ποιητικότητά τους, καθώς τελικά η εξέλιξη αναδεικνύει την θαυμαστότητα της ύπαρξης και δεν την ακυρώνει παρά μόνο στο βαθμό που αναπτύσσονται πάλι κάποιες χρωματικές μονομέρειες ή νοησιαρχικές προσεγγίσεις, οι οποίες τελευταία έχουν αρχίσει να οδηγούνται σε αδιέξοδο ακόμη και στον αμιγώς επιστημονικό χώρο. Τέτοια αδιέξοδα είδαμε στο πεδίο της φυσικής και των μαθηματικών, όπως θα δούμε και στο τομέα των βιολογικών και οικολογικών επιστημών, αρχικά σαν ανερμήνευτες λεπτομέρειες. Αρχαίες παραδόσεις και μυθικές κουλτούρες μπορούν εδώ να συνεισφέρουν πολλά, στον βαθμό που δεν καθίστανται παράγοντες που ασκούν άκριτη νοητική, κυρίως, κυριαρχία.

Είναι φανερό ότι για να επιβιώσει η θρησκεία με την ογκούμενη νοητική καλλιέργεια του ανθρώπου χρειάζεται νοητική ανανέωση, ένα νέο νοητικό δυναμικό, μια νέα ανάπτυξη και, εν τέλει,  μια νέα θρησκευτικότητα. Η θρησκευτικότητα, για να επιβιώσει σήμερα, πρέπει να εκπληρώνει την ανάγκη του ανθρώπου για μια απλότητα που να τον ξεκουράζει, να του δημιουργεί ζωτικότητα και αναγέννηση και να τον αναγεννά εσωτερικά, πρώτιστα αισθαντικά και συναισθηματικά, με σοβαρή επίδραση στον τομέα των ανθρωπίνων σχέσεων. Θα πρέπει να έχει ένα προσανατολισμό προς την ευτυχία που θα επιτρέπει στον άνθρωπο να αυτοπραγματώνεται, να απελευθερώνεται και θα πρέπει να του αντισταθμίζει τόσο την συνθλιπτική πίεση της σημερινής καθημερινότητας σε όλους τους τομείς όσο και την ψυχολογική απαξίωση του προσώπου από τον καθημερινό βομβαρδισμό με γεγονότα, καταστάσεις και  σχέσεις αναγκαστικές.

Από τη μια, λοιπόν, πρέπει να εκπληρώνει αυτή την απαίτηση και από την άλλη πρέπει να εκπληρώνει – και αυτό μοιάζει σχεδόν αντιφατικό, αλλά δεν είναι – μια νοητική καλλιέργεια και νοητική ελευθερία του ανθρώπου από τον επιστημονικό ολοκληρωτισμό και την θεολογική μεταφυσική αφέλεια. Για να ξεφύγει κανείς από τον επιστημονικό ολοκληρωτισμό –δεν ξεφεύγει με το δίπολό του, με τον δογματισμό–, χρειάζεται την στοχαστική διαλεκτική και την ενατένιση, την ενόραση στον κόσμο των εννοιών, στον κόσμο των σημασιών και τελικά στον κόσμο της εσωτερικότητας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τα είδωλα των εννοιών. Είδωλα των εννοιών είναι και τα δόγματα. Ο πρωτογενής χώρος είναι ο κόσμος των εννοιών για τις διατυπώσεις και τις νοητικές μας προτάσεις. και σε αυτό το χώρο πρέπει να στραφεί η αφαιρετική και βιωματική δυναμική της νέας θρησκευτικότητας.

 

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

(Φωτό: wikipedia)


Διαβάστε επίσης: 
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Α’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Γ’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Δ’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Ε’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – ΣΤ’ Μέρος
Βιώσιμη Θρησκευτικότητα – Ζ’ Μέρος