1

ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ (του Γιάννη Παρασκευουλάκου)

3ο μέρος του άρθρου «Η κρισιμότητα της πολιτικής» (Διαβάστε το 2ο μέρος : “Το πρόβλημα των ορισμών

 

Η πολιτική στο επίκεντρο

Θεωρώ πως μπορούμε να κατατάξουμε τις απόψεις και στάσεις προς την πολιτική, διαχρονικά, σε δύο μεγάλα ρεύματα. Αυτό που αναγνωρίζει τον καίριο ρόλο της πολιτικής στα ανθρώπινα πράγματα και αυτό που τείνει να την απαξιώνει όλο και περισσότερο (ασχέτως κινήτρων) μέχρις ολοσχερούς εξαφανίσεως.

Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, στο σύγγραμμά του «Ηθικά Νικομάχεια» ευθύς εξ αρχής ορίζει την πολιτική ως «την κυριωτέραν εκ των επιστημών» η οποία «χρησιμοποιεί τας υπολοίπους επιστήμας προς επίτευξη του σκοπού της, προσέτι δε επειδή καθορίζει δια των νόμων τι πρέπει να πράττουν και από ποία πρέπει να απέχουν» (οι πολίτες) και «κατ’ ακολουθίαν ο τελικός σκοπός της πολιτικής δύναται να είναι το ανθρώπινον αγαθόν».  (1)

Ο Ρουσσώ επίσης μας λέει: «Είχα παρατηρήσει ότι τα πάντα εξαρτιόντουσαν στην ουσία από την πολιτική, και πως, ό,τι κι’ αν κάναμε, κάθε λαός θα ήταν πάντα αυτό που η φύση του καθεστώτος του θα τον έκανε να είναι. Έτσι το μεγάλο πρόβλημα του καλύτερου δυνατού καθεστώτος αναγόταν για εμένα στο εξής: ποιο είδος καθεστώτος είναι εκείνο που μπορεί να διαμορφώσει τον ηθικότερο, τον σοφότερο, τον πιο εξευγενισμένο, δηλαδή τον καλύτερο, με την βαθύτερη έννοια της λέξης, λαό; …. Έβλεπα ότι όλα αυτά με οδηγούσαν σε μεγάλες αλήθειες, πολύ χρήσιμες για την ευτυχία των ανθρώπων …» (2)

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση η πολιτική έχει κεντρική και αφετηριακή σημασία στην ζωή της συλλογικότητας. Ο Αριστοτέλης, όπως και ο Ρουσσώ αργότερα, αν και δεν ασχολήθηκαν ενεργά με την πολιτική, της δίνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευζωία των ανθρώπων.

Η διατύπωση αυτή όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί κάπως γενική. Για παράδειγμα, γεννιέται το ερώτημα: Ποιος είναι ο ρόλος του κάθε πολίτη σε αυτό τον κομβικό ρόλο της πολιτικής; Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί εύλογα πως η πολιτική είναι κάτι που δεν τον ενδιαφέρει, ότι έχει άλλα πράγματα καλύτερα να κάνει, ότι δεν έχει κλίση στην πολιτική, ότι για την πολιτική έχουμε τους πολιτικούς και άλλα παρόμοια;

Απαντάω ευθέως: Όχι. Η πολιτική είναι το καίριο σημείο όπου το ατομικό διεισδύει στο συλλογικό και το συλλογικό διεισδύει στο ατομικό. Το άτομο και η συλλογικότητά του είναι αξεδιάλυτα ενωμένα και δεν νοείται διάσπαση αυτού του δεσμού παρά μόνο δια μέσου μιας παράξενης και ολωσδιόλου αφύσικης αλλοτρίωσης ή αποξένωσης του ανθρώπου από την φύση του και την σχέση του τόσο με τους συνανθρώπους του όσο και με τον εαυτό του.

Η πολιτική με αυτή την έννοια είναι ζωτική ανάγκη, αναπνοή, δικαίωμα, υποχρέωση, αυτονόητη δραστηριότητα και στοχασμός του ανθρώπου. Η ανθρωπινότητα αυτή καθεαυτήν δημιουργείται εντός της πολιτικής, συντηρείται και εξελίσσεται εντός της πολιτικής. Βέβαια, η ανθρωπινότητα είναι συνάρτηση και άλλων παραγόντων, όπως για παράδειγμα των διαπροσωπικών ανθρώπινων σχέσεων, του νόμου, του φιλοσοφικού στοχασμού και άλλων, κανέναν από τους οποίους δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε χωρίς να πλήξουμε καίρια την ανθρώπινη υπόστασή μας. Είναι ευνόητο ότι, όταν εδώ λέω «πολιτική», δεν εννοώ την σύγχρονη εικόνα της με κοινοβούλια, εκλογές, αντιπροσώπευση κ.ο.κ. αλλά τον πυρήνα της πολιτικής που είναι η διαβούλευση και η συναπόφαση και που είναι χαρακτηριστικά της ζωής ακόμα και των πιο πρωτόγονων φυλών.

 

Η απαξίωση της πολιτικής (και το παράδειγμα του Νίτσε)

Από την άλλη, βλέπουμε ένα άλλο ρεύμα που το παρατηρούμε σε πολλές σύγχρονες δυτικές κοινωνίες αλλά και σε διανοούμενους, όπως λ.χ. στον Νίτσε, όπου είτε η πολιτική απουσιάζει ολοσχερώς είτε είναι απλά άσκηση ολοένα και μεγαλύτερης κυριαρχίας από λίγους επάνω σε πολλούς. Εννοείται πως αυτές οι δύο τάσεις συγκλίνουν τελικά στην κυριαρχία και την αυθαιρεσία. Για παράδειγμα, μάς λέει ο Νίτσε: (3) «Στο κάτω κάτω της γραφής, με τι πρέπει να ασχολείται από δω και πέρα η αριστοκρατία, (3α) αν δείχνει από μέρα σε μέρα καθαρότερα ότι είναι απρεπές να αναμιγνύεται με την πολιτική»;

Ο Γκέοργκ Λούκατς στο έργο του «Νίτσε» (4) στο οποίο θεωρεί τον Νίτσε έναν αντιδραστικό διανοούμενο, ο οποίος μάλιστα «… ενισχύει την πολύ ευχάριστη αίσθηση πού έχει για τον εαυτό του ότι είναι αντάρτης», αναφέρει τα παρακάτω:

«Ό δρόμος πού δείχνει ό Νίτσε δε βγαίνει έξω από τα όρια της παρακμής, η οποία είναι στενά δεμένη με τη διανοητική και συναισθηματική ζωή αυτών των κύκλων». Ο Λούκατς αναφέρεται εδώ στους προνομιούχους της αστικής τάξης. «Από τη στιγμή, όμως, πού αποκτούν οι κύκλοι αυτοί μια καινούργια συνείδηση, η παρακμή εμφανίζεται στα μάτια τους κάτω από ένα καινούργιο φως: μέσα στην ίδια την παρακμή κρύβονται τα γόνιμα σπέρματα μιας ριζικής ανανέωσης της ανθρωπότητας. Αυτό το «κοινωνικό αίτημα» βρισκόταν σε προκαθορισμένη αρμονία με τα χαρίσματα, τις προσφιλέστερες πνευματικές τάσεις, με ολόκληρη την προσωπικότητα του Νίτσε. Όπως ακριβώς οι κοινωνικοί κύκλοι στους οποίους απευθυνόταν, κι ο ίδιος ο Νίτσε ήταν απασχολημένος, προπάντων, με τα προβλήματα τού πολιτισμού και ειδικώς με τα προβλήματα της τέχνης και της ατομικής ηθικής. Η πολιτική δεν εμφανίζεται ποτέ στα μάτια του Νίτσε παρά σαν ένας αφηρημένος και απατηλός ορίζοντας».

Το πρώτο ζήτημα, η πρώτη διάκριση που θα μας απασχολήσει εδώ, πριν ακόμα από το ζήτημα της δεοντολογίας και της ηθικής, είναι αυτό της οντολογίας.

Κριτήριο εν προκειμένω είναι η θέαση από μέρους μας της ίδιας της πολιτικής: Την θεωρούμε απλά ένα εργαλείο, ένα άψυχο «αντικείμενο» που νοηματοδοτείται ευχερώς από τον καθένα καταπώς του αρέσει έτσι ώστε ο Νίτσε να μπορεί να λέει ανερυθρίαστα: «Ο καιρός της μικροπολιτικής πέρασε: ο επόμενος αιώνας θα φέρει τον αγώνα για κυριαρχία σε όλη τη γη — τον καταναγκασμό για μεγάλη πολιτική»; (5) Ή, περνώντας αναγκαστικά στην σφαίρα της φιλοσοφίας και της οντολογίας, την αντιμετωπίζουμε ως κάτι ζωντανό, με δικά του χαρακτηριστικά, που εξελίσσεται και προς το οποίο ανατείνουμε και σχετιζόμαστε, προσπαθώντας – και αλληλεπιδρώντας – να γίνουμε καλύτεροι πολίτες και πολιτικοί; (Εννοώ εδώ ότι ο πολίτης είναι ο αληθινός πολιτικός, αλλά αυτό είναι ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που θα αντιμετωπιστεί σε άλλο άρθρο).

Το μεγάλο διακύβευμα θα είναι: Αναγνωρίζουμε και έτσι προσθέτουμε ζωή ή αφαιρούμε ζωή από το περιβάλλον μας, ανθρώπινο, φυσικό, διανοητικό, συναισθηματικό; Βλέπουμε γύρω μας όλο και περισσότερη ζωή ή όλο και περισσότερες μηχανές;

Επόμενη καίρια διάκριση ανάμεσα στις δύο τάσεις είναι αναγκαστικά η δεοντολογική και ηθική. Η διάκριση αυτή έγκειται στο εξής: Η πρώτη ενδιαφέρεται και ασχολείται με το σύνολο των ανθρώπων και μάλιστα με τη ευτυχία τους, άρα έχει στο επίκεντρο την συλλογικότητα και δεν αφίσταται των αναγκών της και σκοπών που την αγκαλιάζουν σαν σύνολο. Η δεύτερη ασχολείται με την «ευζωία» και ευτυχία μιας ελίτ που συνδέεται καθαρά με την δυνατότητά της να κυριαρχεί, άρα τεμαχίζει την συλλογικότητα σε μέρη από τα οποία με κάποιο (αναγκαστικά μικρό μέρος της) αξίζει να ασχοληθείς.

Με άλλα λόγια (παίρνοντας ένα ακραίο παράδειγμα), μπορεί να θεωρηθεί άσκηση πολιτικής ακόμα και η στάση ενός τυράννου, όπως λ.χ. βλέπουμε γλαφυρά στην τραγωδία του Σαίξπηρ Μακμπέθ, όπου ο πρωταγωνιστής διαβαίνει από αίμα σε αίμα, από αυθαιρεσία σε αυθαιρεσία, τρομοκρατώντας τους ανθρώπους και μένοντας το μόνο «πολιτικό» υποκείμενο; Ή υποχρεωτικά και πάντοτε η έννοια της πολιτικής περιλαμβάνει διεύρυνση των συμμετεχόντων στην άσκηση πολιτικής, διευρυμένη αντίληψη και πράξη για το κοινό καλό, καταπράυνση της λαίλαπας του εγωισμού (δεν κάνω λόγο για αφανισμό) σε όφελος των ωφελημάτων και της χαράς από την ανάδειξη του σφρίγους και του πλουραλισμού της συλλογικότητας; Και πώς θα θεωρήσουμε άλλες ενδιάμεσες καταστάσεις που διεκδικούν για τον εαυτό τους τον χαρακτήρα ως «πολιτικών», μεταξύ των οποίων οι σύγχρονες «αντιπροσωπευτικές» δημοκρατίες, από τις οποίες όμως απουσιάζει επίμονα ο πολίτης;

 

Ο αυτοχειριασμός της συλλογικότητας

Αναφέρθηκα πιο πάνω στην παρατήρηση ότι το ρεύμα εκμηδένισης της πολιτικής εμφανίζεται και σε πολλές δυτικές κοινωνίες συλλογικά, εκτός από κάποιους διανοούμενους. Ο προβληματισμός που μας γεννιέται εδώ είναι ο ακόλουθος: Καλά, ο Νϊτσε αδιαφορεί για την πολιτική, θα μπορούσαμε να πούμε με μια λέξη της αργκό, την σνομπάρει, επειδή έχει μίσος για τον λαό, για την καθολική ψηφοφορία, για την συλλογικότητα κ.ο.κ.. (6) Αλλά οι ίδιοι οι λαοί; Πως υποκύπτουν στις τάσεις της διάσπασης, του κατακερματισμού, του ατομισμού, σε οτιδήποτε τέλος πάντων αδυνατίζει τους ίδιους τους λαούς εις όφελος των ελίτ που δεσπόζουν και γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτες, όλο και πιο ισχυρές; Πως είναι δυνατό να ακούμε όλο και περισσότερο από ανθρώπους κάθε ηλικίας «όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι, όλοι ενδιαφέρονται για την τσέπη και την δόξα τους, έχω αηδιάσει» και άλλα τέτοια και, ταυτόχρονα, αυτές οι διαπιστώσεις (εάν βέβαια είναι αυθεντικές και όχι αναμηρυκασμός μιας γενικής ατμόσφαιρας) αντί να οδηγούν σε σφοδρότερη επιθυμία και απόφαση να πάρει κανείς την τύχη του στα χέρια του, να οδηγούν αντιθέτως σε μεγαλύτερη αδιαφορία και αποχή από τα κοινά, άρα ευθέως σε ενδυνάμωση αυτών των ίδιων πολιτικών που απαξιώνει και κατακρίνει; Δεν έχουμε άραγε να κάνουμε εδώ με το άκρον άωτον της αλλοτρίωσης και της παθητικότητας;

Διαπιστώνοντας, λοιπόν, όλην αυτή την περιπλοκή, μου φαίνεται αναγκαίο να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή και στην ευθύνη των λεγόμενων «απλών» ανθρώπων, (δηλαδή στην ουσία όλων μας) γιατί σίγουρα αυτοί είναι εκείνοι που μπορούν να επιφέρουν μια πραγματική αναγέννηση της πολιτικής. Σε αυτό το ζήτημα της ευθύνης των ανθρώπων έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία η Ιωάννα Μουτσοπούλου στο βιβλίο της «Έθνη και Ανθρωπότητα στον κόσμο της έννοιας», θεωρώντας την αναπόφευκτο μέρος της ελευθερίας τους, σε αντίθεση με τις ελίτ που αυτή την ευθύνη την ρίχνουν στους ώμους άλλων. «Η ελευθερία και η ευθύνη πρέπει να συντρέχουν με συνδετικό σκοπό τη δικαιοσύνη. Το κοινό καλό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση αυτών των μεγάλων ιδεών»  (7).

 

 

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

(1) Αριστοτέλης, Ηθικά ΝΙκομάχεια, εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα, 2005, τ. Α΄, 1094b,2, σελ. 39-41, νεοελληνική απόδοση Σ.Χ. Μαγγίνας.

(2) Ρουσσώ Ζ.Ζ., Οι Εξομολογήσεις τ. 2ος, εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 1997, σελ. 140, μτφρ. Α. Παπαθανασοπούλου. Δεν είχα υπ όψη μου το απόσπασμα και το διάβασα αφού είδα σύντομη μνεία του στο βιβλίο του Γιώργου Μανιάτη, «Το προσωπείο και το πρόσωπο. Ο Ρουσσώ και η αναζήτηση της αυθεντικής επικοινωνίας», εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 2011, σελ. 16.

(3) Νίτσε Φρ., Ροδαυγή, εκδ. Γ. Λαδιά, Αθήνα 1978, μτφρ. Αγησίλαου Ντόκα, παρ. 201.

(3α) Εννοούσε εδώ τον τομέα της γνώσης, όπως ανέφερε αμέσως πιο πάνω στο ίδιο εδάφιο.

(4) Λούκατς Γκέοργκ, Νίτσε, εκδ. Μαρή, Αθήνα 1980, μτφρ. Ξ.Ι. Καρακάλου, σελ. 21-22. Πρόκειται ουσιαστικά για το τρίτο κεφάλαιο του έργου του Λούκατς «Η καταστροφή του λογικού» που εξέδωσαν οι εκδόσεις Μαρή ως αυτοτελές έργο.

(5) Νίτσε Φρ., Πέρα από το καλό και το κακό, εκδ. Νησίδες, 2004, μτφρ. Ζ. Σαρίκα, σελ. 106.

(6) Βλ. λ.χ. Νίτσε Φρ., Θέληση για Δύναμη, εκδ. Νησίδες, 2001, τα εδάφια 861, 862, 872 που είναι ανατριχιαστικά διαφωτιστικά:

α) «Χρειάζεται μια κήρυξη πολέμου στις μάζες από τους ανώτερους ανθρώπους! Παντού μαζεύονται οι μέτριοι για να γίνουν κύριοι! Το καθετί που μαλακώνει και εκθηλύνει, που υπηρετεί τους σκοπούς του «λαού» ή του «γυναικείου», δουλεύει  προς όφελος της suffrage universel (καθολικής ψηφοφορίας), δηλαδή της κυριαρχίας των κατώτερων ανθρώπων….».

β) «Χρειάζεται μια διδασκαλία αρκετά δυνατή για να ενεργήσει ως παράγοντας εκτροφής, να ενισχύει τους δυνατούς, να παραλύει και να καταστρέφει τους κουρασμένους του κόσμου».

γ) «…Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων δεν έχει δικαίωμα στην ενθαδική ύπαρξη, αλλά είναι μια κακοτυχία για τους ανώτερους ανθρώπους».

(7) Ιωάννα Μουτσοπούλου, (2021), Έθνη και ανθρωπότητα στον κόσμο της έννοιας, εκδ. Αειφορία, κεφ. 11 , υποκ. β, Ελευθερία, Ευθύνη και Πολίτης, σελ. 519 επ., αλλά και σε άλλα σημεία του βιβλίου.

 

 

18-11-2022

Γιάννης Παρασκευουλάκος

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ