1

ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Μέρος 1 : Η φύση του νόμου και η αναγκαιότητα του κοινού καλού

  Στο προηγούμενο άρθρο μου είχα αναφερθεί στη δυνατότητα αλλαγής οποιουδήποτε νόμου από την οποιαδήποτε εξουσία. Αυτό είναι μία πρόκληση στον νου πολλών ανθρώπων, το ότι οι πολιτειακοί νόμου είναι μόνο μία κατασκευή των ανθρώπων και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να μπορεί και να αλλάξει όποτε υπάρχει η σχετική βούληση. Αυτό είναι ένα από τα σημεία που μπαίνει το δέλεαρ της αυθαιρεσίας. Οι εξουσίες γενικά τείνουν στο να θεωρούν ότι μπορούν να είναι ανεξέλεγκτες στη θέσπιση κανόνων δικαίου. Για παράδειγμα, στο διοικητικό δίκαιο προβλέπονται περιπτώσεις στις οποίες η διοίκηση μπορεί να ενεργήσει κατά τη διακριτική της ευχέρεια. Αλλά αυτή η “διακριτική ευχέρεια” συχνά εκλαμβάνεται ως ανεξαρτησία από τον νόμο και δράση κατά βούληση! Αυτό είναι λανθασμένο, αν και τόσο συχνό. Η διακριτική ευχέρεια σημαίνει ότι μπορεί ο δημόσιος παράγοντας να προσαρμόσει κατά την εκτίμησή του τον νόμο στις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, όμως πάντοτε υπάρχει νόμος που πρέπει να τηρηθεί και να εφαρμοστεί, όπως είναι η ισότητα που επιβάλλει το σύνταγμα ή άλλες γενικές αρχές που υπάρχουν στο δημόσιο δίκαιο και πρέπει πάντοτε να τηρούνται, επομένως δεν μπορεί να είναι σκοπός του νόμου η ανισότητα, ούτε η βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, ούτε η τρώση της εμπιστοσύνης του πολίτη στην πολιτεία, ούτε τα προσωπικά συμφέροντα. Συμπληρωματικά έρχεται η διαφθορά που πλήττει ακριβώς αυτή την απαίτηση του νόμου και προσπαθεί να διαστρεβλώσει την όποια ελευθερία δράσης έχει το όργανο του κράτους και να την μετατρέψει σε αυθαιρεσία.

  Το παραπάνω πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, όταν πρόκειται για νόμους που εφαρμόζονται σε ευρεία κλίμακα σε όλη τη χώρα, όπως είναι το σύνταγμα ή οι άλλοι νόμοι που δεν έχουν τοπικότητα.

  Ο νόμος παρίσταται στη συνείδηση των πολιτών με δύο έννοιες: αφ’ ενός είναι η προστασία του από την αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων ή των ιδιωτών και αφ’ ετέρου ένας περιορισμός στην ατομική του βούληση.

Στην πραγματικότητα, όντως, ο νόμος έχει δύο πλευρές.

  Η πρώτη πλευρά του νόμου είναι οι μεγάλες αρχές που έχει η κοινωνία και που αποτελούν το ιδεατό το οποίο έχει αποδεχθεί και βάσει του οποίου πρέπει να θεσπίζονται και οι πολιτειακοί νόμοι, είναι δηλαδή η λεγόμενη δικαιοσύνη. Επιπλέον, ο νόμος είναι και η εγγύηση της ελευθερίας του ανθρώπου, η ανάγκη για προστασία του και αυτό που εγγυάται τη λογική συνοχή των εννοιών μέσα στην κοινωνία και στο πολιτικό πεδίο, για να μην προκύψει χάος.

  Η δεύτερη πλευρά του νόμου είναι η θέσπιση καθεαυτήν των νόμων από τα πολιτειακά όργανα, δηλαδή αυτό που τελικά υπερισχύει στην πράξη και αποτελεί τη συνισταμένη της επαφής όλων των κοινωνικών δυνάμεων. Δηλαδή, ο νόμος έχει διττή φύση, το δέον και το γεγονός. Ανάμεσά σε αυτά τα δύο άκρα, το ιδεατό και αφηρημένο από τη μία και το πρακτικό και ισχύον από την άλλη, μπορεί να υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Αυτό το τελικό “γεγονός” μπορεί να είναι και οι νόμοι σε καθεστώς ολοκληρωτισμού, πάντως πάντοτε υπάρχουν νόμοι. Γι’ αυτό, οι νόμοι της πολιτείας, όσο πιο κοντά βρίσκονται στο ιδεατό (δηλαδή, στην αρχή της δικαιοσύνης), τόσο πιο δίκαιοι είναι και η κοινωνία ευνομούμενη, ενώ, όσο πιο μακριά βρίσκονται από το ιδεατό τόσο πιο κοντά βρίσκονται στην αυθαιρεσία και την κοινωνική δυσπραγία.

  Δηλαδή, ο νόμος είναι μία ρυθμιστική αρχή, ένα νόημα που επηρεάζει και ρυθμίζει τις σχέσεις μέσα στην κοινωνία. Το μεγάλο ζήτημα είναι: ποιος θα ερμηνεύσει και θα αποδώσει αυτό το νόημα στην πράξη; Γιατί δεν αρκεί να υπάρχει, πρέπει να προσεγγιστεί κιόλας.

  Τι είναι όμως η αυθαιρεσία; Αυτό απαιτεί μία προσεκτική σκέψη. Πιστεύω ότι σε κάθε τι υπάρχει και λειτουργεί αφ’ ενός μεν το υποκείμενο με τη συνείδησή του (κίνητρα, βαθμό κατανόησης, ψυχισμό και άλλα) και η οργανωτική μορφή του (τυπικές διαδικασίες και εξωτερικά στοιχεία), όπως στη δυτική δημοκρατία έχουμε τον πολίτη και το κοινό καλό από το ένα μέρος και τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες από το άλλο. Στα κοινά πράγματα στο πολιτικό πεδίο το υποκείμενο είναι συλλογικό, πράγμα που δημιουργεί δυσκολίες στην κατανόηση της φύσης του και της σχέσης του με τον νόμο. Η συλλογικότητα είναι ταυτόχρονα και πλήθος και ενιαίο υποκείμενο. Κάθε φυσικό υποκείμενο τείνει να διατηρήσει τον εαυτό του. Αυτή η διατήρηση του συλλογικού υποκειμένου δεν μπορεί να επιτύχει αλλιώς παρά μόνον με το κοινό καλό, όπως αυτό διαμορφώνεται σε κάθε εποχή σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές της. Το κοινό καλό δεν είναι κάποια αυθαίρετη επιλογή κάποιων ονειροπόλων οραματιστών εκτός πραγματικότητας, αλλά μια ζωτική ανάγκη για όλους, γιατί όχι μόνον η συλλογικότητα (π.χ. ο λαός) αλλά και τα άτομα μπορούν να διατηρήσουν την ύπαρξή τους με αυτόν τον τρόπο, μια και το μείζον (η συλλογικότητα) περιέχει και το έλασσον (το άτομο). Βέβαια, το κοινό καλό ερμηνεύεται ή εκφράζεται κάθε φορά διαφορετικά, ωστόσο είναι μια αναντίρρητη ανάγκη και τάση και ο βαθμός της κοινωνικής αρμονίας δείχνει τον βαθμό κατανόησης και αποδοχής του από την κοινωνία. Ωστόσο, αυτό το κοινό καλό έχει σαν εχθρό όχι μόνον εκείνους που θέλουν να κυριαρχούν αλλά και την αδράνεια και τις επιθυμίες των ανθρώπων που συγκρούονται μεταξύ τους. Ο βαθμός κατανόησης και αποδοχής του κοινού καλού εκφράζει τον βαθμό ισορροπίας ανάμεσα στο άτομο και τη συλλογικότητα.

   Από το άλλο μέρος, οι διαδικασίες (οι λεγόμενες δημοκρατικές διαδικασίες στη Δύση) έχουν σαν δηλωμένο σκοπό την τήρηση του πνεύματος του νόμου για το κοινό καλό και, τέλος πάντων, κάποιας τέτοιας διακηρυγμένης αρχής ή στόχου. Ωστόσο, δεν αποτελούν την πεμπτουσία του δηλωμένου σκοπού – και καμμία διαδικασία δεν μπορεί να είναι τέτοια. Κρυμμένοι σκοποί και κίνητρα μπορούν εύκολα να τις παρακάμψουν, ή να τις διαστρεβλώσουν και να τις κάνουν φορείς ανομίας και ανισότητας, ή να τις καταργήσουν ευθέως. Η διαφθορά αλλά και κάθε ευθεία ενέργεια εναντίον τους αποτελεί διάρρηξη του νήματος που πρέπει να συνδέει την οργάνωση-διαδικασία με το συλλογικό υποκείμενο και τον σκοπό του. Τότε στη θέση του συλλογικού υποκειμένου υπεισέρχεται λάθρα ή ευθέως ένα άλλο υποκείμενο (ατομικό ή συλλογικό) που θέλει να χρησιμοποιήσει την οργάνωση για προσωπικό του όφελος. Αυτό είναι η αυθαιρεσία, η οποία όμως έχει και αυτή ποικίλους βαθμούς έντασης και ισχύος.                                                                                                                                                       

  Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς τι γίνεται αν το συλλογικό υποκείμενο (όπως ένα έθνος ή ένας λαός) θεωρεί ως κοινό καλό για τον εαυτό του κάτι που στρέφεται εναντίον άλλων εθνών. Τότε θα θεωρήσουμε σαν κοινό καλό τις προθέσεις του μόνο και μόνο επειδή είναι προθέσεις μίας συλλογικότητας; Σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε έτσι, γιατί πέραν ενός τέτοιου συλλογικού υποκειμένου υπάρχει και ένα ευρύτερο υποκείμενο όπως η ανθρωπότητα και μία θεμελιώδης σχέση που συνδέει τα πάντα και τους πάντες. Στην πραγματικότητα, η πολυπλοκότητα του κόσμου και η αλληλεξάρτηση των μερών του μας αναγκάζει να στραφούμε στην ενδόμυχη αξία του ανθρώπου και των όντων και στις μεγάλες αφαιρέσεις που αποτελούν τη βαθιά φύση τους. Βέβαια, για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να μην απορρίψουμε εξ αρχής αυτές τις αφαιρέσεις ως διανοητικές κατασκευές του ανθρώπου, ή σαν μια απουσία του προσώπου, ή σαν όνειρα αφελών ανθρώπων, γιατί δεν είναι έτσι. Αντίθετα, θα πρέπει να ανιχνεύσουμε ορισμένες πλευρές της αφαίρεσης ζωτικά αναγκαίες για την ύπαρξή μας, όπως είναι η αξία του ανθρώπου, και να συλλογιστούμε επάνω στη σημασία τους και όχι να τις υπολογίζουμε με χειροπιαστούς μετρήσιμους τρόπους, όπως αρέσκονται να κάνουν διάφοροι άνθρωποι που ζουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και έχουν ως κριτήριο τη δύναμη (π.χ. το χρήμα ή τον τίτλο ως κριτήριο της ανθρώπινης αξίας).

  Μόνον σε μια τέτοια περίπτωση κατανόησης θα έπαυε η αυθαιρεσία. Η αυθαιρεσία αποτελεί μία βούληση αντίθετη προς το κοινό καλό, προς τις μεγάλες αφηρημένες αρχές και, κυρίως, προς την καθολικότητα της ελευθερίας. Είναι στην ουσία η ταύτιση της ελευθερίας με την κυριαρχία, γιατί τότε η ελευθερία γίνεται προσωπικό προνόμιο και μάλιστα για πολύ λίγους. Στο πεδίο του ανταγωνισμού η ελευθερία αναπόφευκτα μετατρέπεται σε κυριαρχία. Ή, με άλλα λόγια, η ελευθερία υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού είναι κυριαρχία, γιατί, για να υπάρχει, πρέπει όλοι οι άλλοι να υποταχθούν. Δεν γίνεται αλλιώς. Αυτή είναι η αλήθεια. Στην πολιτική αυτό είναι σύνηθες, αν και εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς.

(Συνεχίζεται)

18/8/2022

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

*******************************************************