1

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΝ ΕΥΝΟΕΙ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

(Β΄Μέρος του άρθρου “Το πρόβλημα της παιδείας”)

Έπειτα από όλα αυτά τα προαναφερθέντα προβλήματα που περιγράφουν μία ζοφερή κατάσταση στον τομέα της παιδείας, θα μπορούσε κανείς να κάνει μια τελευταία απελπισμένη υπόθεση ότι μπορεί μια τέτοια παιδεία, προσηλωμένη κύρια στον τομέα της εργασίας, να ευνοεί τη δημοκρατία και τη δημιουργία του δημοκρατικού πολίτη. Αλλά, δυστυχώς, ακόμη και αυτή η ελπίδα φαίνεται πως είναι φρούδα. Η ελπίδα για τη δημιουργία αληθινού και δημοκρατικού πολίτη έχει ήδη χαθεί  στον καιρό της ειρήνης ακριβώς μέσω αυτής της παιδείας και, φυσικά, μέσω όλων προτύπων που προβάλλονται. Αυτό όχι μόνο φαίνεται από την παθητικότητα των πολιτών (στη Δύση και τη χώρα μας) με τον ατομισμό και την ιδιώτευση, αλλά και από το πώς οι εξουσίες διαχειρίζονται τον τομέα της διακυβέρνησης. Ένα πρόσφατο παράδειγμα: στη διάρκεια της πανδημίας η Ευρώπη υπέγραψε συμβάσεις με φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια, οι οποίες συμβάσεις είναι αδιαφανείς (κρυφές), δηλαδή το περιεχόμενό τους είναι άγνωστο ακόμη και στους ευρωβουλευτές. Δεν αναφέρομαι στο αν έχουν δικαίωμα να το κάνουν, αλλά στο ίδιο το γεγονός ότι το έκαναν, πράγμα που πρέπει να μας βάλει σε βαθιά σκέψη και προβληματισμό για τη λειτουργία της δημοκρατίας – γιατί η δημοκρατία δεν είναι μία απλή ελευθεριότητα στην ατομική καθημερινή ζωή, αλλά πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την πολιτική ελευθερία και τον δημοκρατικό έλεγχο που είναι μέρος αυτής της ελευθερίας. Χωρίς πολιτική ελευθερία δεν υπάρχει δημοκρατία και, εν απουσία της, ακόμη και οι ατομικές ελευθερίες οδηγούνται σταδιακά σε αφανισμό. Η πολιτική ελευθερία όμως δεν είναι κάτι στιγμιαίο και γι’ αυτό δεν εξαντλείται στο να ψηφίζει κανείς στις εκλογές, γιατί ο ολοκληρωτισμός μπορεί να προκύψει ακόμη και μέσα από εκλογές, με ακραίο παράδειγμα την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η πολιτική ελευθερία απαιτεί τόσο την καλλιέργεια της γνώσης, του τρόπου σκέπτεσθαι και της κριτικής ικανότητας ώστε ο πολίτης να θωρακιστεί απέναντι σε ιδιοτελείς πολιτικούς, καθώς και της ηθικής διάκρισης και της συμμετοχικότητας του πολίτη στο πολιτικό γίγνεσθαι όσο, φυσικά, και την ίδια τη συμμετοχή του σε αυτό το γίγνεσθαι.

Επομένως, πού βρίσκεται η δημοκρατία και την επικαλούμαστε τόσο συχνά; Η απάντηση μάλλον είναι απλή: Η δημοκρατία βρίσκεται στα συντάγματα της Δύσης και τις διακηρυγμένες αρχές της, τις οποίες τα κράτη και η ίδια η Δύση όφειλαν να υπηρετούν και να διασφαλίζουν. Όμως στην πράξη δεν έγινε αυτό. Αυτά τα συντάγματα ήταν κατακτήσεις του δυτικού κόσμου, που δεν ήταν ούτε εύκολες ούτε αναίμακτες, ήταν το θαυμαστό απαύγασμα του δυτικού πολιτισμού. Όμως σταδιακά και σταθερά η εφαρμογή τους (με διάφορες δικαιολογίες και παραβλέψεις) εμποδίστηκε μέχρις αφανισμού, ενώ την ίδια στιγμή συνεχίζει να γίνεται επίκληση της αξίας αυτών των διακηρυγμένων αρχών της δημοκρατίας και της αξίας του ανθρώπου. Δηλαδή, υπάρχει διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης, η οποία οφείλεται στο ότι η πραγματική επιθυμία και βούληση των πολιτικών προσώπων είναι σε προφανή σύγκρουση με αυτές τις αρχές, που έχουν καταντήσει ένας απλός διάκοσμος. Ταυτόχρονα, οι λαοί έχουν επιλέξει την παθητικότητα και την ελπίδα της ψυχολογικής άνεσης, ενώ αυτές οι αρχές απαιτούν έλλογη συμμετοχή και ενδιαφέρον για να διατηρηθούν στη ζωή. Είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχθούμε αυτή την πραγματικότητα. Η θεωρία και η σύλληψη των αναγκαίων αρχών της κοινωνικής ζωής ήταν αποτέλεσμα μιας υψιπετούς σύλληψης και ανάγκης, αλλά η πράξη ήταν αποτέλεσμα της ηθικής ανεπάρκειάς μας. Και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο πιο γρήγορα θα πάψουν οι αυταπάτες και θα κινηθούμε να διορθώσουμε αυτές τις στάσεις.

Όμως το όλο πρόβλημα χρειάζεται και μια απάντηση. Πώς και γιατί δημιουργήθηκε; Γιατί χρειάζεται και η ανθρωπιστική παιδεία; Σε τι είναι είναι χρήσιμη, αν ο άνθρωπος έχει λύσει όλα τα επιβιωτικά προβλήματά του;

Το θεμελιώδες τελικά ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, για να συνεχίσει κανείς την αναζήτηση απάντησης στο συγκεκριμένο, είναι αν θεωρεί τον άνθρωπο απλώς ένα νοήμον ζώο που επιδιώκει να ικανοποιήσει τις υλικές του ανάγκες και τις επιθυμίες του όπως αυτές τυχαίνει να έχουν διαμορφωθεί σε τόπο και χρόνο, ή αν θεωρεί ότι ο άνθρωπος έχει μία παραπάνω αξία, αυτήν που τα συντάγματα αποκαλούν “ανθρώπινη αξία” και που αξίζει την προσοχή και τη φροντίδα μας. Αν δεν υφίσταται τέτοια αξία του ανθρώπου, τότε με λογική συνέπεια θα πρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητη και δικαιολογημένη κάθε αυθαιρεσία εξουσιών αλλά και  απλών ανθρώπων που εκλαμβάνουν τον άνθρωπο ως κάτι μετρήσιμο με όρους κοινωνικής βαρύτητας (πλούτο, εξυπνάδα, θέση κ.ο.κ.). Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί κάθε αυθαιρεσία θεωρείται τέτοια επειδή πλήττει μία αυθύπαρκτη αξία και τη λογική και καταργεί την ισχύ των μεγάλων αρχών που η κοινωνία έχει αποδεχτεί ως αναγκαίες για τη συλλογική ευημερία και ασφάλεια. Αν όμως ο άνθρωπος δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, τότε αυτή η αξίωση δεν θα βασίζεται πουθενά και θα αποτελεί η ίδια μία αυθαιρεσία. Αν, επομένως, ο ίδιος ο άνθρωπος έχει πειστεί ότι δεν έχει άλλη αξία εκτός από αυτά που κατέχει, τότε πώς θα υπερασπίσει όταν και όπως πρέπει την εγκόσμια ύπαρξή του;

Παρατηρώντας επίσης τον άνθρωπο, θα δούμε εύκολα ότι η συνείδησή του εκτελεί δύο κινήσεις: μία από το γνωστό προς το άγνωστο, που είναι και η πιο γνωστή και λειτουργική, αλλά και μία άλλη από το άγνωστο προς το γνωστό. Αυτή η τελευταία είναι η οραματική κίνηση, δηλαδή η σύλληψη οραμάτων ή δυνατοτήτων του μέλλοντος που επιχειρεί να τα εκπληρώσει προσαρμόζοντάς τα στον παρόν του. Πιστεύω ότι, αν οποιαδήποτε από τις δύο κινήσεις λείπει, θα προκληθεί χάος και ρήγμα μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και την κοινωνία του αν το φαινόμενο είναι εξαπλωμένο. Αυτήν ακριβώς την οραματική λειτουργία ουσιαστικά επιχειρεί να καλλιεργήσει η ανθρωπιστική παιδεία, καλλιεργώντας τον χαρακτήρα. Μερικοί θα αντιδρούσαν, ίσως, λέγοντας ότι αυτό είναι μία επιβολή προτύπων. Αλλά μήπως η οικονομία δεν έχει επιβάλει πρότυπα μέσω πλαστών αναγκών,  διαφήμισης και έμμεσης ταύτισης του ανθρώπου με ό,τι μπορεί να αποτιμηθεί υλικά και μόνο με αυτό; Είναι προφανές ότι τα πρότυπα επιβάλλονται με πολλούς τρόπους, άμεσους και έμμεσους.  Απλώς, αυτό που ενοχλεί είναι η ηθική χροιά αυτών των προτύπων.

Επειδή όμως η κίνηση της συνείδησης δεν είναι δυνατόν να ανακοπεί, θα έχουμε είτε το όραμα είτε κάτι άλλο που θα το υποκαταστήσει σαν σκοπός. Αυτό που υποκαθιστά το όραμα είναι οι επιδιώξεις τις οποίες δημιουργεί η ίδια η απληστία, όπως είναι η αύξηση των πληροφοριών, των γνώσεων, του οικονομικού μεγέθους, της δύναμης και οποιουδήποτε παράγοντα που αυξάνει ή εμπλουτίζει ό,τι κατέχει ο άνθρωπος σήμερα. Αν δεν το κάνει, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη ματαιότητα της ζωής. Αυτή την δυνατότητα για οραματική κίνηση δεν μπορεί να την αποφύγει, γιατί είναι έμφυτη. Όμως το πώς θα την χρησιμοποιήσει είναι στη διακριτική του ευχέρεια και αυτό αποτελεί το πεδίο ελευθερίας του – με όλες βέβαια τις συνέπειές της επιλογής του.

Όλα αυτά έχουν άμεση σχέση με την παιδεία. Στην πραγματικότητα, η παιδεία είναι ο καθρέφτης των ηθικών μας επιλογών και της κατεύθυνσης της προσπάθειάς μας πριν αυτές φανερωθούν με τις συνέπειές τους. Βέβαια, η παιδεία δεν δίνεται μόνον στα σχολεία, αλλά παντού όπου λειτουργούν τα κοινωνικά πρότυπα. Όμως το σχολείο παραμένει ένας ισχυρός φορέας εκπαίδευσης.

Και για να μην υπάρχει παρεξήγηση των σκέψεων αυτών, θα πρέπει να τονίσω ότι και βέβαια η παιδεία πρέπει να συνδέεται και με την πράξη, αλλοιώς θα ήταν εκτός της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά πρέπει και να διαμορφώνει την πράξη θέτοντας τα κριτήρια σύμφωνα με τις αποδεκτές θεμελιώδεις κοινωνικές αρχές και όχι απλώς να προσαρμόζεται στην πράξη όπως τη διαμορφώνουν τα διάφορα συμφέροντα, υιοθετώντας κριτήρια ξένα προς το κοινό καλό. Τα συμφέροντα μπορεί να είναι οικονομικά, αλλά δεν είναι μόνον τέτοια. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο κριτήριο είναι η ταύτιση της ατομικής ταυτότητας με την οικονομική  ή την κοινωνική θέση, ή με τις γνώσεις και άλλα πράγματα που μπορούν να κατέχονται. Όπως όμως έχει προκύψει από την πράξη, ο ατομισμός συνήθως  δεν είναι συνθετικός, επικεντρώνεται σε μετρήσιμους παράγοντες που αυξάνουν την κοινωνική δύναμη, αλλά μειώνουν την αληθινή κοινωνικότητα. Έτσι, το άτομο χάνει την ολιστικότητά του ως ταυτότητα, αλλά επεκτείνει τη δύναμή του. Αυτό συμβαίνει, επειδή η ολιστικότητα αυτή ως ολοκλήρωση της ατομικής ταυτότητας απαιτεί και την έκφραση της συλλογικότητας, μια και αυτή ενυπάρχει και μέσα στο άτομο ως ιδιότητα. Αλλοιώς, το άτομο παραμένει ανολοκλήρωτο. Δυστυχώς, όλες οι στρεβλώσεις προωθούν τον ατομισμό είτε αυτός αφορά τα άτομα είτε ακόμη και τις συλλογικότητες που μπορεί να φέρονται ατομιστικά.

Βέβαια, όλα αυτά δεν μπορούν να διορθωθούν εύκολα. Και ο μόνος αρμόδιος να τα διορθώσει είναι ο ίδιος ο άνθρωπος με δική του πρωτοβουλία και επιλογή. Αλλά η πολιτική έχει καταντήσει μία μετάθεση της πρωτοβουλίας και της ευθύνης σε άλλους, πράγμα που είναι και το δυσκολότερο σημείο στη διαδικασία της θεραπείας της κατάστασης.

 

30/6/22

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ