1

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Μαχαμπαράτα: Τα στρατεύματα των Κωράβα (αριστερά) και των Παντάβα (δεξιά) αντιμέτωπα.

Μπορεί να φαίνεται ότι η γεωπολιτική δεν έχει σχέση με την ψυχολογία, μια και αντιμετωπίζει ξερά και χωρίς συναισθηματισμούς τα γεγονότα και τις διεθνείς σχέσεις, όμως η βάση στην οποία στηρίζεται το σκεπτικό της είναι η ψυχολογία, ατομική και συλλογική. Η αντικειμενικότητα όμως που την χαρακτηρίζει ή που πρέπει να την χαρακτηρίζει βρίσκεται μόνο σε ορισμένη διαδρομή, δηλαδή στην ερμηνευτική διαδικασία της ανάλυσης και διαπίστωσης και όχι στο καθεαυτό διεθνές γίγνεσθαι που αποτελεί το αντικείμενο της παρατήρησης. Θα το εξηγήσω πιο διεξοδικά.

Η γεωπολιτική έχει μπροστά της, από το ένα μέρος, τον άνθρωπο και τον κόσμο (άτομα, έθνη, κράτη κλπ) και, από το άλλο, το γίγνεσθαι στον κόσμο (γεγονότα και διεθνείς σχέσεις). Προσπαθεί, λοιπόν, να ερμηνεύσει αυτό το γίγνεσθαι βάσει των γεωγραφικών και ιστορικών σχέσεων και να κάνει προβλέψεις χρήσιμες για όσους βρίσκονται μέσα σε αυτό. Το γίγνεσθαι όμως έχει αίτια που προκαλούν αποτελέσματα, αποτελείται ουσιωδώς από αυτή τη σχέση αιτίων και αποτελεσμάτων. Τα αίτια αυτά είναι είτε φυσικά και άλλα εξωγενή αίτια είτε ο ίδιος ο άνθρωπος με τις επιλογές του. Ακριβώς εδώ υπεισέρχεται ο ψυχολογικός παράγοντας, γιατί ο άνθρωπος (άτομο, συλλογικότητες, ελίτ κλπ) είναι ον ψυχολογικό, και αυτό δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Οποιοδήποτε χαρακτηριστικό και αν παρουσιάζει, ακόμη και την ψυχρότητα που δίνει την ψευδαίσθηση της “μη συμμετοχής” στα πράγματα, αυτό θα είναι ακέραιο μέρος της ψυχολογίας του.

Τι εμπεριέχει όμως αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο που προκαλεί τα γεγονότα και σχηματοποιεί ένα ασταθές και επίφοβο γίγνεσθαι και, κυρίως, το γίγνεσθαι της εποχής μας;

Θα έλεγα ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα τόσο για εξύψωση προς το πνεύμα όσο και για βύθιση στο σχεδόν μηδέν, με άπειρες διαβαθμίσεις ανάμεσά τους. Σε κάθε περίπτωση, προς το παρόν, το πολιτικό γίγνεσθαι (ιδιαίτερα το διεθνές) έχει δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά: αφ’ ενός μεν την κυριαρχία και τον φόβο, τα οποία αποτελούν τις δύο συμπληρωματικές όψεις του ίδιου νομίσματος, και αφ’ ετέρου το ένστικτο αυτοσυντήρησης το οποίο τα προηγούμενα δύο χρησιμοποιούν σαν ξενιστή. Τα αντίθετα (τα θετικά) χαρακτηριστικά είναι για την ώρα σχεδόν ανύπαρκτα. Αυτό δεν είναι μυστικό, το γνωρίζουν όλοι, αλλά συνήθως δεν σκέπτονται ούτε τη βαθύτερη εννοιολογική φύση τους ούτε τις παρενέργειες που αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά μπορεί να έχουν σε μήκος χρόνου.

Για το ένστικτο αυτοσυντήρησης δεν μπορεί να κάνει κανείς πολλά πράγματα, γιατί είναι αναγκαίο και υγιές ένστικτο. Το πρόβλημά του προέρχεται βασικά και κύρια από την στενή του σύνδεση με την κυριαρχία και τον φόβο, που, κατά την γνώμη μου, είναι διαφορετικής φύσης και σκοπού. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης τείνει στη διατήρηση της επιβίωσης, ενώ η κυριαρχία στην επιθυμία για επιβολή επί των άλλων σχετιζόμενη με το ψυχολογικό εποικοδόμημα και ο φόβος αποτελεί πάγωμα της θετικότητας του όντος. Η αυτοσυντήρηση αποτελεί αναγκαιότητα ενώ τα άλλα δύο μία περιττότητα. Ωστόσο, ο διαχωρισμός τους (αφού είναι τόσο στενά δεμένα) σε μεγάλο βαθμό δεν είναι δυνατός. Αυτή τη διάκριση πολλοί θα την θεωρούσαν υπερβολή ή ίσως και άχρηστα λόγια. Όμως, η διάκριση αυτή έχει μεγάλη σημασία στην περίπτωση που χρειάζεται να αποφασίσουμε τι σημαίνει ειρήνη και τι είδους ειρήνη θέλουμε για τη ζωή μας. Σε αυτό το καίριο σημείο είναι όπου η διάκριση μεταξύ ενστίκου και κυριαρχίας-φόβου είναι απολύτως αναγκαία και κάθε επιχείρημα ότι πρόκειται για άχρηστη θεωρία ανατρέπεται.

Θα ρωτήσει κανείς γιατί συμβαίνει αυτό. Ο καθένας μπορεί να παρατηρήσει – ακόμη και στον εαυτό του – ότι ως ειρήνη συνήθως εκλαμβάνεται ο εφησυχασμός, η έλλειψη προβλημάτων, η υποχωρητικότητα για να μη διαταράξουμε την ησυχία του κόσμου, ο φόβος μη χάσουμε και ό,τι άλλο έχουμε όταν αντιμετωπίζουμε κάποιον ισχυρότερο από εμάς. Στο διεθνές πεδίο αυτό είναι προφανές. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτό είναι η ειρήνη. Η ειρήνη δεν μπορεί να κάνει τον άνθρωπο παθητικό, άβουλο και θύμα. Θα πρέπει ο άνθρωπος να έχει τη θεμελιώδη ικανότητα να υπερασπίζεται τη ζωή του και τις αξίες της, γιατί αυτή είναι η αναγκαία κατάφαση της ζωής. Επομένως, το υγιές ένστικτο αυτοσυντήρησης πρέπει να λειτουργεί ατομικά και συλλογικά. Σε αυτό το επίπεδο είμαστε πια εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να διαχωρίσουμε την κυριαρχία με τα συμφέροντα και τον παραλογισμό του φόβου από  το ένστικτο αυτοσυντήρησης, γιατί αυτά δεν δικαιούνται να προστατεύονται από το ένστικτο αυτοσυντήρησης, είναι εποικοδομήματα και μάλιστα στρεβλά.

Ωστόσο, αυτή η στρέβλωση λειτουργεί παντού και, έτσι, η γεωπολιτική θεωρεί αυτήν την πραγματικότητα ως σχετικά σταθερό υπόβαθρο της ανθρώπινης ζωής, το οποίο προκαλεί διάφορα αποτελέσματα. Όλα της τα πορίσματα βασίζονται σε αυτό το θεμέλιο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ιδιοτελής και θα προσαρμόσει την ιδιοτέλειά του στις εκάστοτε συνθήκες. Από εκεί και πέρα, κρίνονται οι συνθήκες και τα αποτελέσματά τους. Για παράδειγμα, το τι σχεδιάζουν και τι θέλουν οι δυνάμεις στο διεθνές πολιτικό πεδίο κινείται μέσα σε αυτό το πλαίσιο, γι’ αυτό το διεθνές πεδίο θεωρείται άναρχο, όσο κι αν προσπαθούμε να το βελτιώσουμε. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με ένα ψυχολογικό υπόβαθρο στρεβλό, αδύναμο και αντικοινωνικό, το οποίο είναι εκείνο που απαιτεί αυτή την ισορροπία των δυνάμεων ως ισορροπία του τρόμου, για να επιτευχθεί μία σχετική σταθερότητα στον κόσμο.

Όμως η γεωπολιτική πρέπει μεν να λάβει υπόψη της και αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά χωρίς να θεωρεί δεδομένη αυτή την ισορροπία, ακόμη και αν η ιστορία έχει αποδείξει την ύπαρξη της λειτουργίας της. Αυτό είναι δεδομένο, γιατί αυτά τα χαρακτηριστικά πάντοτε τείνουν στο να διαταράξουν αυτή την ισορροπία, μια και η μόνη ισορροπία που γνωρίζουν είναι η υπερίσχυση του ενός πάνω σε όλους. Ο πυρήνας της κυριαρχίας είναι αυτό ακριβώς: η υπερίσχυση πάνω σε όλους, ουδεμία αμφισβήτηση της ανωτερότητας και καμμία αντίδραση από αυτούς, δηλαδή επιδιώκει το απόλυτο. Απλώς, στα αρχικά στάδια κανείς αναγνωρίζει με πιο μεγάλη διαύγεια τις αντιτιθέμενες δυνάμεις και προσπαθεί να κρατήσει την αναγκαία ισορροπία, αλλά αυτό μπορεί να κρατήσει μόνον παροδικά. Σε ορισμένες κρίσιμες καταστάσεις, όταν η συγκεντρωμένη δύναμη είναι μεγάλη, τότε η διαύγεια του συμφέροντος μπορεί να χαθεί, γιατί η μεγάλη δύναμη κάνει την απληστία ισχυρότερη από τη λογική. Η έκρηξη της απληστίας είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί να συγκρατήσει αυτή την περιορισμένη λογική, γιατί είναι μία λογική που εκ φύσεως λειτουργεί μέσα στο παράλογο και όχι μία λογική στην αρχική πρόθεση και στην επιθυμία που αποτέλεσε το αρχικό αίτιο.

Όλες αυτές οι μεγαλεπήβολες και φαντασμαγορικές ενέργειες και καταστάσεις που κινητοποιούν στον κόσμο οι ισχυροί άνθρωποι βασίζονται σε έναν κατ’ ουσίαν παραλογισμό που προσπαθεί να αγνοήσει τον νόμο αιτίου-αποτελέσματος και να τον αντικαταστήσει με την απόλυτη κυριαρχία τους. Νόμος γίνεται η δύναμή τους και τίποτε άλλο. Αυτή η επιδίωξη αποτελεί μία αρχαία επιθυμία της ισχύος, μία επίμονη φαντασίωση. Μέχρι τώρα καμμία δύναμη δεν αποδείχθηκε μόνιμη απέναντι στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου – παραδόξως όμως η φαντασίωση αντέχει ακόμη. Αυτό είναι μια αδυναμία να αντιληφθούν τον κόσμο ως κάτι ζωντανό που αναπόφευκτα διεκδικεί την ελευθερία του, αλλά τον βλέπουν σαν μία μηχανή υποκείμενη απόλυτα στη βούλησή τους. Αρκεί να δει κανείς τις επιστημονικές επιδιώξεις της εποχής μας για τον έλεγχο της ανθρώπινης συνείδησης, για να καταλάβει.

Εφ’ όσον δε μέρος της γεωπολιτικής είναι και η πρόβλεψη της συμπεριφοράς των διεθνών πολιτικώς δρώντων, καταλαβαίνει κανείς ότι, στο σημείο που η δύναμη χάνει την επαφή της με την, περιορισμένη έστω, λογική, η πρόβλεψη μπορεί να είναι αδύνατη. Αν κανείς έχει ταυτίσει τόσο πολύ τον εαυτό του με την ισχύ και την κυριαρχία του, τότε μπορεί να γίνει κάποτε δύσκολο να υποχωρήσει μπροστά στο ανέφικτο του στόχου του και να προτιμήσει να πει αυτό που είχε πει ο Σαμψών όταν ήταν αιχμάλωτος των Φιλισταίων:  “απελθέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων”, αλλά με αντίστροφο ηθικό πρόσημο. Αυτό θα είναι, επίσης, η ηθική αντιστροφή του σπαρτιάτικου “ή ταν ή επί τας” ή του γνωστού “ελευθερία ή θάνατος”, λέγοντας αντ’ αυτών “κυριαρχία ή θάνατος”. Θα αναφέρω εδώ ένα στιγμιότυπο χαρακτηριστικό από το ινδικό έπος Μαχαμπαράτα. Οι Κωράβα είχαν αρπάξει παράνομα το βασίλειο των εξαδέλφων τους Παντάβα και όχι μόνον αυτό, αλλά είχαν επιχειρήσει επανειλημμένα να τους “βγάλουν από τη μέση”. Έτσι, μετά από τόσες προκλήσεις, έφθασαν στο σημείο προ ενός καταστροφικού πολέμου. Τότε ο αρχηγός των αδικημένων Παντάβα, με εκπρόσωπο τον Κρίσνα, ζήτησε από το μεγάλο αυτό βασίλειο μόνον πέντε χωριά, για να πάψουν να διεκδικούν ό,τι τους ανήκε, προκειμένου να αποφύγουν μία τέτοια καταστροφή. Τότε, ο αρχηγός των Κωράβα, ο Ντουριόντανα, απέρριψε αλαζονικά την πρότασή τους λέγοντας ότι δεν μπορεί να ανεχθεί την παρουσία τους και ότι δεν θα τους επέστρεφε τίποτε, ούτε καν έδαφος που να αντιστοιχεί στη μύτη μιας βελόνας! Μπορεί αυτός ο παραλογισμός να φαίνεται ταιριαστός μόνο στους θρύλους, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Φυσικά, η καταστροφή σύμφωνα με το έπος ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, αλλά η άπληστη κυριαρχία διεκδικεί τον ρόλο του απολύτου και αυτό είναι ο παράγοντας που κάνει τον κυρίαρχο μερικές φορές απρόβλεπτο και ικανό να θυσιάσει τα πάντα στον βωμό της επιθυμίας του και να θεωρήσει τη ζωή ανώφελη χωρίς την ικανοποίησή της.

6/4/22

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ