1

Η ΛΑΪΚΗ ΕΝΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

1.- Μερικές εννοιολογικές διευκρινίσεις

Η λαϊκή εντολή είναι η εντολή που δίνει ένα πολιτικό υποκείμενο, ο λαός, στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του να κυβερνήσουν. Η εντολή αυτή, εφ’ όσον πηγάζει από το κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, τον λαό, δεν μπορεί παρά να έχει τουλάχιστον μια κάποια βαρύτητα, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν στο να λειτουργήσει πραγματικά. Το θεμέλιο του πολιτεύματος σύμφωνα με το σύνταγμα είναι η κυριαρχία αυτού του λαού, η λεγόμενη λαϊκή κυριαρχία.

 Συγκεκριμένα το σύνταγμα της Ελλάδας αναφέρει:

«Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» (παρ.2 άρθρου 1).

«Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» (παρ. 3, άρθρου 1).

Αυτή, λοιπόν, η λαϊκή κυριαρχία τι σημαίνει; Πρέπει να βρούμε τον πυρήνα της έννοιας της, ώστε να μπορέσουμε έπειτα να κρίνουμε τις πολιτειακές πράξεις όχι με ορισμούς που προσπαθούν κάθε φορά να αποφύγουν κάποια δυσχέρεια που παρουσιάζεται και συνήθως μπορεί να κινούνται αντίθετα μεταξύ τους.

Ο λαός είναι μία συλλογικότητα και, επομένως, ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο. Επομένως, η κυριαρχία του ως λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στο λεγόμενο «κοινό καλό». Το κοινό καλό αναφέρεται πάντοτε σε σχέσεις, επομένως σε κάποιου είδους συλλογικότητα (όπως θα αναφερθώ παρακάτω). Φυσικά, αυτό είναι μία έννοια αφηρημένη και δύσκολα προσδιορίσιμη, αλλά είμαστε αναγκασμένοι στην πολύπλοκη εποχή που ζούμε να ασχοληθούμε τόσο με το περιεχόμενο αυτών των εννοιών όσο και με την εφαρμογή τους στην πράξη. Δηλαδή, πάνε πια οι εποχές που ένας λαός είχε την «πολυτέλεια» να είναι απλώς ένας παθητικός δέκτης των αποφάσεων της όποιας εξουσίας. Η εποχή μας απαιτεί εγρήγορση και συνεχές ενδιαφέρον για τα κοινά πράγματα. Αυτό θα ήταν η μόνη ορθή έξοδος από την άγνοια και την ηθελημένη απάθεια των ανθρώπων. Η έξοδος από αυτή την κατάσταση ανωριμότητας δεν μπορεί να είναι στιγμιαία, γιατί, έπειτα από αυτήν, το επόμενο πεδίο (εκείνο της πολιτικής ωριμότητας) είναι συνεχές και δεν είναι καθόλου σίγουρο και εξασφαλισμένο για πάντα. Η φαντασίωση ότι θα κάνουμε μία μεγάλη προσπάθεια να διορθώσουμε τα πράγματα και έπειτα θα επαναπαυθούμε είναι η αρχή του κακού. Με άλλα λόγια, όσο προχωράμε στην πολιτική ωριμότητα, πρέπει να διευρύνεται και η ευθύνη μας. Και το ερώτημα αν ο σημερινός άνθρωπος διαθέτει την ικανότητα για κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε καν να τεθεί, γιατί ο άνθρωπος έχει την ικανότητα και γιατί η αμφισβήτησή αυτών των δυνατοτήτων ευνοεί μόνο τους φιλόδοξους ανθρώπους, που έτσι αυτοανακηρύσσονται σε «ηγέτες».

Το κοινό καλό δεν είναι μόνο το καλό της συλλογικότητας, αλλά ο συνδυασμός του καλού της συλλογικότητας και της ατομικότητας μαζί. Η σχέση είναι αμφίπλευρη, γιατί η συλλογικότητα δεν μπορεί να είναι μία μελανή οπή που εξαφανίζει το άτομο. Αυτή ακριβώς η ισορροπία είναι το δύσκολο σημείο και γι’ αυτό πρέπει να ασχοληθούμε οπωσδήποτε με αυτές τις έννοιες και το πώς εφαρμόζονται στην πράξη. Κάθε παρέκκλιση από την μεταξύ τους ισορροπία εγκαθιδρύει ένα είδος ολοκληρωτισμού, γιατί τόσο ο ατομισμός όσο και η συλλογικότητα που απορροφάει το άτομο είναι στοιχεία ολοκληρωτισμού, που μπορούν πολύ άνετα να εναλλάσσονται στον χρόνο. Αυτή η εναλλαγή τους σε τόπο και χρόνο δημιουργεί την αυταπάτη μιας απελευθέρωσης, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν και οι δύο την ουσία του ολοκληρωτισμού.

Πώς όμως εκφράζεται η λαϊκή κυριαρχία;

1.-Με τους νόμους που υποτίθεται ότι την εκφράζουν (αν, βέβαια, την εκφράζουν) υπηρετώντας αυτό το κοινό καλό και

2.-Με τη λαϊκή εντολή που δίνει ο λαός στους αντιπροσώπους του στις εκάστοτε εκλογές.

Θα αναφερθώ, επομένως, αρχικά στους νόμους. Οι νόμοι αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο, που δείχνει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται μία κοινωνία την κοινή ζωή όσων την αποτελούν. Αν αυτό το πλαίσιο παραβιάζεται ή δεν είναι κατάλληλο, τότε δεν μπορεί παρά να προκύψει ανωμαλία. Και ο πιο αφελής όμως μπορεί να διαπιστώσει, με μία πρόχειρη ματιά, ότι αυτά τα πράγματα δεν λειτουργούν στην πράξη – ίσως πουθενά στον κόσμο. Αλλά, και όταν λειτουργούσαν, ήταν ελλιπή και προβληματικά, ενώ σήμερα απλώς δεν λειτουργούν πια καθόλου.

Βέβαια, οι εγκαθιδρυμένοι νόμοι απεικονίζουν το πολιτισμικό αποτύπωμα μιας κοινωνίας σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο. Αν εν τω μεταξύ η αντίληψη της κοινωνίας αλλάξει, τότε θα δούμε και μία σταδιακή αλλαγή των νόμων, που συχνά είναι προς το χειρότερο, γιατί οι κοινωνίες, όταν νοιώθουν ασφαλείς, εφησυχάζουν. Αυτό συμβαίνει, γιατί υπάρχει μία συνεχής διαμάχη ανάμεσα στη λαϊκή κυριαρχία με τις αρχές της και στην τάση για ανισότητα. Αυτή η τάση για ανισότητα δεν χαρακτηρίζει μόνο τις ελίτ, αλλά και τους πολίτες.

Τους νόμους πρέπει να τους προσεγγίσουμε σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι το ίδιο το σύνταγμα που είναι ο θεμελιώδης νόμος κάθε κράτους και ρυθμίζει το πολίτευμα, τα ατομικά δικαιώματα και τις αρχές που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις μέσα σε μια πολιτεία. Αν αυτός ο θεμελιώδης νόμος στο σύνολό του θεωρείται από την κοινωνία λανθασμένος ή άδικος, τότε τα δικαστήρια δεν μπορούν να κάνουν κάτι, μόνον μία έντονη κοινωνική αντίδραση θα μπορούσε να αλλάξει όλη την αντιμετώπιση που θεμελιώνει αυτό το σύνταγμα, δηλαδή μία μεγάλη ανατροπή. Αν όμως πρόκειται για μεμονωμένες διατάξεις του συντάγματος, τότε τα δικαστήρια θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θεραπευτικά για την ανισορροπία, μόνον όμως αν προϋπάρχει θεμελιωμένη μία άλλη δικανική προβληματική, περισσότερο δημιουργική και ουσιαστική και όχι τυπική – στην οποία αναφέρθηκα σε προηγούμενο άρθρο μου.

Το δεύτερο επίπεδο είναι οι υπόλοιποι νόμοι που πρέπει να είναι σύμφωνοι με τα πλαίσια που θέτει το σύνταγμα ως θεμελιώδης νόμος του κράτους. Και κάθε δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόζει έναν νόμο αντισυνταγματικό – γιατί μπορεί να υπάρχουν και τέτοιοι νόμοι.

Τα πράγματα όμως δεν λειτουργούν καθόλου αδιατάρακτα. Στις περιπτώσεις που η εκτελεστική εξουσία έχει υπερβολική δύναμη, τότε ούτε η νομοθετική ούτε η δικαστική εξουσία μπορούν να λειτουργήσουν σωστά, γιατί διαβρώνονται από την εκτελεστική. Η διάκριση των εξουσιών, για την οποία είχε μιλήσει πριν από κάποιους αιώνες ο Μοντεσκιέ, δεν θεωρείται τυχαία ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της δημοκρατίας. Τα πράγματα είναι αλληλένδετα και δεν επιτρέπεται να παίρνουμε από κάθε τι ό,τι μας αρέσει. Αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να καταστρατηγήσει έμμεσα και σε μήκος χρόνου ένα σύνταγμα με τις αρχές του. Αναφέρομαι βέβαια σε συντάγματα δυτικού τύπου, γιατί αυτά γνωρίζουμε ότι προσπαθούν να θεμελιώσουν το πολίτευμα που είναι διαδεδομένο στη δύση, την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Οι έμμεσοι τρόποι είναι, συνήθως, η ηθική ανεπάρκεια τόσο εκείνων που διαθέτουν τη δύναμη των αποφάσεων όσο και εκείνων που προσπαθούν να διαβρώσουν τους κρατικούς φορείς, για να πετύχουν τα οφέλη που επιθυμούν. Εν ολίγοις, στο επίκεντρο είναι η ηθική ανεπάρκεια των συνειδήσεων. Ένας ακόμη πιο έμμεσος τρόπος είναι η απάθεια των ανθρώπων και η επιθυμία τους να ζουν απλώς καλά και να εφησυχάζουν, χωρίς να μεριμνούν για τα κοινά, με συνέπεια να αφήνουν αφύλακτα αυτά τα κοινά, που γίνονται τελικά βορά της φιλοδοξίας και της απληστίας. Και αυτός ο εφησυχασμός είναι ένα είδος διαφθοράς, γιατί ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν και δεν προορίζεται να ταυτιστεί με τον ατομισμό. Μπορεί ο καθένας μόνος του να είναι αδύναμος για να επιφέρει διάβρωση του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας, αλλά όλοι μαζί έχουν εξαιρετικά μεγάλη δύναμη, μια και όλοι έχουν την ίδια τάση.

Θα δώσω ένα μικρό παράδειγμα που οδηγεί στην καταστρατήγηση της ισότητας, της διάκρισης των εξουσιών και όλων των αρχών που θεσμοθετεί ένα σύνταγμα. Η χρηματοδότηση των κομμάτων λογικά δεν μπορεί παρά να εξαρτά τα κόμματα από τους χρηματοδότες τους με όλες τις λογικές και πρακτικές παρενέργειες που θα επιφέρει αυτή η εξάρτηση. Η ιδεολογική ταύτιση όμως με διάφορα κόμματα δεν φαίνεται να επιτρέπει στους “οπαδούς” να δουν αυτή την αλήθεια και πολύ περισσότερο αν το κόμμα της αρεσκείας τους είναι αυτό που κερδίζει. Έπειτα, η οικονομική δύναμη που έχει ο καθένας τού δίνει πρόσβαση στη δημοσιότητα που είναι απαραίτητη για την ψήφισή του σε όποιες εκλογές. Φυσικά, αυτά είναι ένα μόνο ένα ελάχιστο δείγμα από τα συμβαίνοντα, το πιο γνωστό και κοινό. Θα ήταν πλεονασμός να αναφερθώ σε οτιδήποτε περαιτέρω. Απλώς, ήθελα να αναφερθώ στην προφανή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σε αποδεδεγμένες επιμέρους πολιτικές τακτικές και τη λαϊκή κυριαρχία ή το κοινό καλό.

Και πρέπει ο καθένας να αναρωτηθεί, γιατί τόσον χρόνο ο πολίτης, ενώ τα γνώριζε, δεν αντιδρούσε. Αυτοί που αντιδρούν είναι σε πολύ μικρούς αριθμούς που περιθωριοποιούνται εύκολα, τα κόμματα έγιναν ετικέτες που εκπροσωπούσαν τις ιδεολογικές αυταπάτες των ανθρώπων και τη σιγουριά ότι έχουν δίκιο, ότι το άδικο βρίσκεται αποκλειστικά απέναντί τους σε ένα άλλο κόμμα, συγκέντρωσαν ίσως τη μνήμη των αγώνων της νεότητάς τους, χωρίς να προσέχουν την διολίσθηση μακριά από την ουσία των ιδεών που επικαλούνται, υποκατέστησαν τη δημοκρατία και στη θέση του διαλόγου μπήκε ο σκληρός ανταγωνισμός και η φιλοδοξία με τα συμφέροντά της. Αν κανείς παρατηρούσε ήρεμα και βαθύτερα, θα έβλεπε ότι στη βάση τους οι άνθρωποι ήταν θεμελιωδώς ίδιοι, κάτω από τις ιδεολογικές ετικέτες και επιλογές, στα θεμέλια, βρισκόταν πάντοτε ο εφησυχασμός και η παθητικότητα, δηλαδή ο ατομισμός. Και φυσικά η φιλοδοξία υπήρχε επίσης σε όλα τα κόμματα. Η συνέπεια αυτής της βαθιάς επιλογής, βαθύτερης από την ιδεολογική όπως την ξέρουμε, είναι να μην υπάρχουν σήμερα ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα σε πληθώρα κομμάτων. Φυσικά, και οι ιδεολογίες έχουν τα δικά τους προβλήματα και λεπτά σημεία διαχωρισμού, όμως δεν είναι αυτό το θέμα του άρθρου. Το ζήτημα είναι ότι κάτω από αυτό το θέατρο της ιδεολογικής διαμάχης βρισκόταν και λειτουργούσε αόρατα και καταστροφικά η ανθρώπινη τάση για εφησυχασμό και παθητικότητα. Και όχι μόνο στα κόμματα. Αυτά αποτελούσαν απλώς ένα παράδειγμα. Η φιλοδοξία απλώς αποτελεί τη συμπληρωματική άλλη όψη αυτού του πράγματος.

28/9/21

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ