1

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

(1ο μέρος του άρθρου)

Όταν μια εποχή και ένας πολιτισμός παρέρχονται, όλα τίθενται εν αμφιβόλω εν μέσω κρίσης. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε σαν νοήμονα όντα ακόμη τόση σοφία ώστε να κατανοήσουμε σε βάθος την ουσία, το νόημα και τη χρησιμότητα του κάθε πράγματος, με συνέπεια στις περιόδους της παρακμής να μας είναι ευκολότερο να καταστρέψουμε ό,τι υπάρχει παρά να το αλλάξουμε. Η ήρεμη εξωτερική αλλαγή σημαίνει ότι το κύριο μέρος της ανατροπής γίνεται στο εσωτερικό του ανθρώπου, στη συνείδησή του, όπου κατανοεί τις ελλείψεις και αποφασίζει να ακολουθήσει οικειοθελώς το δέον ανακαινίζοντας και τον ίδιο τον εαυτό του. Επειδή όμως αυτό είναι συχνά αδύνατον, γι’ αυτό οδηγείται κανείς στην πλήρη άρνηση του προβληματικού πράγματος, χωρίς να καλλιεργεί το αντίστοιχο ορθό, και, επομένως, στην τελική καταστροφή. Όμως πρέπει να ξέρουμε ότι ούτε τότε θα απαλλαγούμε από την υποχρέωση της αλλαγής, αυτή θα μας επιβληθεί αλλά μέσω του πόνου και της καταστροφής.

Η οικογένεια είναι ένα από τα πράγματα που έχουν εξυμνηθεί, επικριθεί, χρησιμοποιηθεί, βληθεί και ταλανίζονται σήμερα από πολλούς παράγοντες, οικονομικούς, ηθικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, εκ των έξω και από μέσα. Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Πάντοτε υπάρχει και ένας αντίλογος που οφείλεται στο ότι όλοι αγγίζουν ένα μέρος της αλήθειας, αλλά αρνούνται να δουν το υπόλοιπο. Η κριτική στα κακώς κείμενα δεν αρκεί, γιατί δεν ταυτίζεται με την ηθική, ακόμη και όταν είναι σωστή. Η ηθική ταυτίζεται με το κίνητρο και τον σκοπό της δικής μας θέσης που συνήθως παραμένουν κρυμμένα στο σκοτάδι και όχι με την κριτική εναντίον των άλλων. Το μείζον ζήτημα, λοιπόν, είναι το να είναι κανείς τίμιος στη σκέψη και το κίνητρό του, γιατί μόνον τότε μπορεί να αποδεχθεί την πραγματικότητα (όση μπορεί να κατανοήσει). Δεν μπορούν τα ιδεολογήματα οποιασδήποτε προέλευσης ή κατεύθυνσης να ορίζουν την κριτική μας ικανότητα και λέγοντας «ιδεολογήματα» εννοούμε κάθε πεποίθηση ή ψυχολογισμό που δεν δοκιμάζεται από τη βάσανο της πραγματικότητας και την καθαρή λογική.

Η οικογένεια έχει ένα διπλό πυρήνα: α)Είναι μία έκφραση της ανάγκης του ανθρώπου για σχέση και μάλιστα προσωπική οικειότητα, γιατί ο άνθρωπος είναι και πρόσωπο και β) Δίνει και υποστηρίζει τη ζωή των νέων ανθρώπων, πράγμα που αποτελεί μία δυναμική ολόκληρου του είδους, όπως εξάλλου συμβαίνει και στα άλλα είδη. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε τον σκοπό και το νόημα ούτε της αναπαραγωγής ούτε της ύπαρξης των φύλων. Το ότι όλα αυτά τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ανθρώπινης ζωής χρησιμοποιούνται με στρεβλό τρόπο εξυπηρετώντας τις επιθυμίες και συχνά τους φόβους ή την αλαζονεία των ανθρώπων είναι αναμφισβήτητο. Το ότι οι σχέσεις οι κοινωνικές καθώς και αυτές μέσα στην οικογένεια είναι συνήθως ετεροβαρείς, δηλαδή εξουσιαστικές, είναι επίσης αληθινό. Αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές, εφ’ όσον οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι. Ένα από τα προβλήματα που πρέπει να ξεπεράσει η κριτική μας ικανότητα είναι το ότι ο καθένας επηρεάζεται ανάλογα με τις δικές του εμπειρίες ή από το ότι κάποιες εμπειρίες είναι ιστορικά παλαιότερες και δεν τις βιώνει, πράγμα που μπορεί να μας οδηγήσει σε ανακύκλωση του παρελθόντος λόγω συλλογικής λήθης.

Τα σημαντικότερα προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση της οικογένειας είναι κατά την άποψή μας τα εξής (ενδεικτικά και μόνον):

1)Η υπάρχουσα επί αιώνες αντίληψη ότι η γυναίκα είναι υποδεέστερη με την συνεπακόλουθη κυριαρχικότητα πάνω της εκ μέρους της κοινωνίας, πράγμα που δημιούργησε μία ανάρμοστη πίεση όχι μόνον ψυχολογική αλλά και κοινωνική στο ήμισυ της οικογένειας. Αυτή η αντίληψη υπάρχει ακόμη και σήμερα σε ορισμένες πολύ συντηρητικές κοινωνίες του πλανήτη αλλά σε κάποιον βαθμό και στις δικές μας – αν και όχι πάντοτε με τους άμεσους τρόπους του παρελθόντος, αλλά έμμεσα. Η υποβόσκουσα δυσαρέσκεια σωρεύτηκε με συνέπεια, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να εκφραστεί στο τέλος με τρόπο επιθετικό ή ανόητο. Το ότι της αποδιδόταν η εξυμνούμενη «τιμή» να φροντίζει την οικογένεια δεν μπόρεσε να την αναβιβάσει στην κοινωνική αντίληψη που της άρμοζε, η γυναίκα βίωνε μία καθήλωση και υποβάθμιση, ενώ η κοινωνία είναι κάτι ευρύτερο της οικογένειας και ο άνθρωπος κάτι περισσότερο από τις τυπικές ευθύνες που αναλαμβάνει και αυτό το κάτι πρέπει να μπορέσει να αναπτυχθεί και να εκφραστεί. Η εκ μέρους της μίμηση της στάσης των αντρών απλώς απέδειξε το αληθινό φορτίο συνεπειών που μετέφερε εκείνη η στάση, γιατί κάτι αποκαλύπτεται όπως είναι πραγματικά όταν το πράττουν όλοι. Και ήταν καταστροφικό. Επειδή η κυριαρχικότητα, η ασυδοσία και όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά έχουν «αξία» για τον πράττοντα, όταν δεν τα πράττουν όλοι και υπάρχουν εκείνοι που απορροφούν τις καταστροφικές συνέπειές τους π.χ. στην οικογένεια. Αν οι άνθρωποι ήταν ωριμότεροι, δεν θα χρειαζόταν μια τέτοια έμπρακτη απόδειξη της ποιότητας των πράξεών τους. Αλλά η κρίση είναι πια βαθιά και αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι οι προθέσεις και τα πρότυπα της ζωής.

Η σημερινή υπερσυγκέντρωση στο σεξουαλικό και οικονομικό πρότυπο μετατρέπει και αυτή τους ανθρώπους (άντρες και γυναίκες) σε αντικείμενα. Το κρυφό και το φανερό, η υπερβολή και η έλλειψη,  κατέληξαν σε δύο ισοδύναμα λάθη.

 

2)Ο εγκλωβισμός των μελών της οικογένειας σε ρόλους, όχι γιατί οι ρόλοι ήταν κακοί, αλλά γιατί οι ρόλοι απορροφούσαν κάθε ικμάδα της ζωής των μελών της οικογένειας, τα οποία ταυτιζόντουσαν με αυτούς τόσο πολύ που δεν υπήρχε τίποτε άλλο γι’ αυτά πέραν αυτών των ρόλων. Αυτό ίσχυε περισσότερο για τις γυναίκες, αλλά σε κάθε περίπτωση και οι άντρες ήσαν θύματα αυτής της θέσης. Το αρχικό κύτταρο της οικογένειας δεν πορευόταν μαζί στη ζωή, αλλά ο καθένας παρέμενε εγκλωβισμένος στον δικό του ρόλο και, αν αυτός ο ρόλος παιζόταν σωστά, τότε δεν υπήρχε τίποτε άλλο να γίνει. Το χάσμα γινόταν έτσι αγεφύρωτο και το ον με τις βαθύτερες ανάγκες του ξεχνιόταν. Οι άνθρωποι όμως πρέπει να ωριμάζουν μαζί στη διάρκεια της κοινής ζωής τους, πάνω από όλα ο άνθρωπος είναι συνείδηση και όχι ένας απλός εξωτερικός ρόλος. Οι ρόλοι δημιουργούσαν μεν στενούς δεσμούς, αλλά αυτοί δεν ήταν δεσμοί συνείδησης, ήταν κυρίως δεσμοί κοινωνικοί. Αυτό το ζήτημα είναι συναφές με τη σχέση της έννοιας της οργάνωσης και του υποκειμένου, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο. Όταν η οργάνωση υπερισχύει του υποκειμένου, τότε το υποκείμενο χάνεται – και ο ρόλος είναι μία οργάνωση της δράσης μας και όσο κι αν μας ταιριάζει δεν είναι επιτρεπτό να ταυτιζόμαστε μαζί του, όχι για να μπορούμε να παίξουμε και τον αντίθετο ρόλο από εκκεντρικότητα ή φθόνο, αλλά γιατί πέραν οποιουδήποτε ρόλου υπάρχει το ανθρώπινο πνεύμα με τις δικές του απαιτήσεις. Σε τέτοια οικογένεια επικοινωνούν κυρίως οι ρόλοι και όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι.

Το πρόβλημα δεν πρέπει να λυθεί απλώς για να μην είναι ένα μέλος της οικογένειας δυσαρεστημένο, αλλά και γιατί όσο οι άνθρωποι γίνονται πιο νοητικοί τόσο θα είναι πιο αναγκαίο να αντιμετωπίσει κανείς πολυπλοκότερα προβλήματα ενδοοικογενειακά και κοινωνικά. Γι’ αυτό απαιτείται μία πιο σύνθετη ανάπτυξη όλων, που πρέπει με κάποιον τρόπο να επιτευχθεί. Το πώς είναι κάτι που θα αποφασίσουν οι μελλοντικές γενιές. Πάντως, απλοϊκοί και βάρβαροι τρόποι δεν υπάρχουν για μια αληθινή λύση, ούτε μπορούν οι τυχαίες επιθυμίες να αποτελέσουν πυξίδα για το ανθρώπινο πνεύμα.

 

3)Η ανικανότητα των ανθρώπων για αληθινές σχέσεις. Το όλο της σχέσης απορροφήθηκε από τους ρόλους ή, αντιθέτως, από μια χαοτική ελευθερία, ενώ η αληθινή σχέση απαιτεί κυρίως ικανότητα αγάπης. Αλλά η αγάπη δεν είναι προσδιορίσιμη τόσο εύκολα όσο νομίζουν οι άνθρωποι. Δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα υποχρέωσης και εξασφάλισης ψυχολογικής, ούτε τυχαίων παθών, συναισθημάτων και εντυπώσεων που είναι παροδικά και επιφανειακά. Με τόση επίκληση «αγάπης», τελικά ο κόσμος ζει μέσα σε ένα απέραντο μίσος. Αυτό θέλει επειγόντως ανάλυση και κατανόηση. Η αγάπη απαιτεί ένα κατάλληλο ψυχολογικό υπόβαθρο μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά τέτοιο υπόβαθρο δεν υπάρχει – παρά τα μεγάλα λόγια. Και έτσι συνέβη ό,τι συμβαίνει συνήθως: Αντί η αγάπη να αποτελεί το θεμέλιο μίας σχέσης προσωπικής, ξεκινούσε αντίστροφα. Η προσωπική σχέση στην οικογένεια αναμενόταν να γεννήσει την «αγάπη» (τουλάχιστον για ορισμένους), δηλαδή η σχέση ως κοινωνικό φαινόμενο υπερίσχυε της εσωτερικότητάς της που είναι η αγάπη. Και αυτό είναι σημαντικό. Ή ως αγάπη εκλαμβανόταν μια τυχαιότητα ή μια επιφανειακότητα. Ή αναμενόταν να βρεθεί τυχαία ένα σταθερό θεμέλιο μέσα σε μια πληθώρα ασταθών τυχαιοτήτων χωρίς κριτήρια. Ή η λογική του όποιου συμφέροντος αναμενόταν να θεμελιώσει τη βάση της οικογενειακής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων σε αυτό και των ψυχολογικών συμφερόντων όπως του φόβου της μοναξιάς και του θανάτου. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι απορριπτέο, γιατί συχνά ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να υποτάσσεται στις συνθήκες της ζωής του ή στις φυσιολογικές ελλείψεις του και τα επακόλουθα λάθη του, αλλά είναι απαράδεκτο να μην προσπαθεί να δημιουργήσει εντός του τις προϋποθέσεις της αλήθειας και του δέοντος και να προσφέρεται παθητικά ως θύμα των συνθηκών, συγκρουόμενος σε συνεχή βάση με τις επιθυμίες του χωρίς κατανόηση και μετουσίωσή τους. Έχει καθυστερήσει πάρα πολύ αυτή η εκούσια κάθαρση, ενώ είχε τη δυνατότητα να το κάνει σε κάποιον βαθμό ικανοποιητικό για την εποχή μας.

Η γενική αυτή ανικανότητα δεν αφορά μόνον τις προσωπικές σχέσεις αλλά το σύνολο των σχέσεων και των προτύπων. Αυτή η γενική ανικανότητα χρωματίζει και τις προσωπικές οικογενειακές σχέσεις και έδειχνε καθαρά ότι στο τέλος θα αιποτύγχαναν.

Σε μια εποχή που το επίκεντρό της υπήρξε η εκκεντρικότητα και η γοητεία, ο ανταγωνισμός και η συνεχής κίνηση, ήταν δύσκολο να προσεγγίσει κανείς την αγάπη. Παλιότερα, η αγάπη περισσότερο συνδεόταν με την τυποποίηση και τη συνήθεια. Όμως και στις δύο περιπτώσεις η ουσία της ζωής διέφευγε, το βάθος της αισθαντικότητας απεμπολήθηκε, έμεινε ακαλλιέργητο σε συνθήκες πολιτισμένης βαρβαρότητας που επιβάλλουν πάντοτε έναν ψυχολογικό διχασμό. Το ζήτημα είναι πολύ ευρύτερο της οικογένειας, πολύ πιο θεμελιώδες για την ανθρώπινη ζωή, αλλά έχει πνιγεί μέσα σε επιφανειακότητες. Και δεν υπάρχει πανάκεια γι’ αυτό, γιατί έχει καθολικότητα και κινείται ολότελα στην περιοχή της συνείδησης και της εξέλιξής της.

 

4)Οι οικονομικές συνθήκες είναι από τα σοβαρά προβλήματα της οικογένειας. Η γυναίκα με την εργασία της απελευθερώθηκε μεν από τον ζυγό ενός εγκλωβιστικού ρόλου και την απόλυτη οικονομική εξάρτηση, αλλά ούτε έτσι οι προσωπικές σχέσεις βελτιώθηκαν, ούτε οι σχέσεις με τα παιδιά. Σε καθεστώς μεγαλύτερης ελευθερίας οι άνθρωποι ανακαλύπτουν μέσα τους είτε τάσεις μέχρι τότε ανεξερεύνητες (κυρίως οι γυναίκες που ήταν ώς τότε κλεισμένες στο σπίτι), είτε δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, είτε η απληστία τούς οδηγεί να δημιουργήσουν και άλλες ανάγκες αχρείαστες, είτε παρασυρμένοι από το ρεύμα της εποχής νομίζουν ότι το χρήμα είναι το παν που μπορούν να προσφέρουν ως θεραπεία. Η ελευθερία όμως, για να έχει νόημα, πρέπει να διαπερνιέται από αρχές ζωής και ικανότητα αληθινής επικοινωνίας, αλλοιώς χωρίς αυτά είναι κενή περιεχομένου. Πολύς ο θόρυβος της σύγχρονης ζωής, πολύς ο χρόνος για κοινωνικές επιφανειακότητες, και τελικά οι άνθρωποι παύουν να επικοινωνούν, ακριβώς όπως και πριν που επικοινωνούσαν μόνον οι ρόλοι τους και όχι οι ίδιοι. Τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στο στρες της οικογένειας και της ανταγωνιστικής κοινωνίας και η οικογένεια είναι εμφανώς προβληματική. Αποδείχθηκε ότι και χωρίς τους ρόλους οι άνθρωποι πάλι δεν ξέρουν τι να κάνουν. Η ευθύνη δεν ανήκε στους ρόλους καθεαυτούς αλλά στους ίδιους τους ανθρώπους, που δεν είναι ικανοί για αληθινές σχέσεις και ταυτίστηκαν για ευκολία τους με τους ρόλους, ειδωλοποίησαν τη ζωή τους, αυτή άλλαξε αλλά χωρίς κατανόηση αληθινή και τώρα βρίσκονται σε μια θύελλα που δεν μπορούν να χειριστούν.

Γενικά, αποδείχθηκε στη ζωή ότι το χρήμα είναι σημαντικό όταν λείπει (γιατί τότε επιδεινώνει τις φυσικές και ψυχολογικές ανάγκες), αλλά δεν θεραπεύει τον ανθρώπινο ψυχισμό όταν υπάρχει, πράγμα που είναι το καίριο σημείο για κατανόηση. Σε αυτή την περίπτωση, απλώς, ο βασιλιάς αποκαλύπτεται γυμνός και πρέπει να το παραδεχθούμε.

 

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

24/4/2018

ΦΩΤΟ : pixabay