1

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΤΥΧΗ ΤΟΥ «ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» (του Θανάση Γιαλκέτση)

Το «Κεφάλαιο» είναι το πιο σημαντικό έργο του Μαρξ. Αν δεν είχε γράψει το «Κεφάλαιο», θα είχε σίγουρα εγγραφεί στην κληρονομιά της παγκόσμιας μνήμης. Τα νεανικά του γραφτά θα τον αναγόρευαν σε σημαντικό φιλόσοφο του 19ου αιώνα, κάπου μεταξύ του Χέγκελ και του Νίτσε. Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και ο ρόλος του στην ίδρυση της Α’ Διεθνούς θα τον καθιέρωναν ως σπουδαίο θεωρητικό και πολιτικό του καιρού του.

Είναι όμως το «Κεφάλαιο», το έργο της ζωής του, εκείνο που θα τον αναδείξει κορυφαίο στο πεδίο των μεγάλων επιλογών και ερμηνειών του σύγχρονου κόσμου. Το έργο αυτό θα βρεθεί στο επίκεντρο δημόσιων πολιτικών συζητήσεων στα τέλη του 19ου αιώνα, αφού προηγουμένως θα έχει κατακτήσει ταυτόχρονα το εργατικό κίνημα και τη γερμανική διανόηση.

Με αφετηρία αυτή τη συνάντηση, θα γίνει η εστία στην οποία θα συνενωθούν πελώριες κοινωνικές και διανοητικές δυνάμεις, με λαμπρούς εκπροσώπους, από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ώς τον Λένιν, και έπειτα από τον Γκράμσι ώς τον Μάο. Όλοι τους, πολιτικοί της δράσης και διανοούμενοι.

Εκείνοι που προσπάθησαν να κάνουν πράξη τη θεωρία –να καταργήσουν την καπιταλιστική αγορά και να οργανώσουν μια δημοκρατικά σχεδιασμένη κοινωνία- θα φτάσουν βέβαια σε ορισμένες επιτυχίες, αλλά έπειτα από τραγικά επεισόδια θα έχουν ολέθριο τέλος (ΕΣΣΔ) ή θα υποχρεωθούν τελικά σε συμμόρφωση (Κίνα).

Βεβαίως, οι ιδέες του Μαρξ έχουν σημαδέψει βαθιά και τον υπόλοιπο κόσμο, τους σοσιαλισμούς, τις μεικτές οικονομίες, την πάλη των τάξεων και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να συγκαλύψουν ότι αυτό που ανήγγειλε το «Κεφάλαιο», η μετάβαση σε έναν ανώτερο τύπο κοινωνίας, δεν έγινε πουθενά και δεν φαίνεται ότι μπορεί να γίνει με τους όρους που το ανήγγειλε.

Παρ’ όλα αυτά, αυτό το βιβλίο διατηρεί τη σαγήνη της νεότητάς του. Από τη μια ώς την άλλη άκρη του κόσμου, οι ίδιοι που ποτέ δεν το διάβασαν φαίνεται να αντλούν αυθόρμητα από αυτό την έμπνευση για να εξεγείρονται εναντίον της αδικίας και του καταστροφικού ανορθολογισμού του κόσμου που τους περιβάλλει.

Από πού πηγάζει όμως αυτή η μυστηριώδης δύναμη; Πώς εξηγείται το ότι από γενιά σε γενιά, και σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, εκείνοι που θέλουν «να αλλάξουν τον κόσμο» σε αυτό το κείμενο θα αναζητήσουν τα εργαλεία της κριτικής και της ανάλυσής τους; Το «Κεφάλαιο» δεν έδωσε στον σοσιαλισμό μόνο τη θεωρία του. Του έδωσε επίσης και την αφήγησή του. Τη «Μεγάλη Αφήγηση», όπως λένε, που μετατρέπει τη θεωρία σε κίνημα.

Αρχίζει όπως όλες οι επιστημονικές θεωρίες: από την αρχή, από τις δομές και τις πιο γενικές έννοιες, όπως η εργασία, το εμπόρευμα και η αξία. Και κατασκευάζει βαθμιαία ένα μηχανοστάσιο εννοιών που θα του επιτρέψουν να αναλύσει τα πιο συγκεκριμένα φαινόμενα.

Αρχίζει με την ιδέα ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι μια αγορά. Δεν παράγεται τίποτα που να μην είναι εμπόρευμα. Αλλά –κι εδώ είναι που τα πράγματα περιπλέκονται– ένα από τα εμπορεύματα είναι η «εργατική δύναμη». Και ο καπιταλιστής που την αγοράζει θα την κάνει να παράγει μιαν αξία ανώτερη από τη δική της, που τη μετράει ο μισθός που δίνει.

Και πρέπει να την κάνει να παράγει το μέγιστο, γιατί αλλιώς θα χαθεί. Αν δεν είναι αυτός, θα είναι ο ανταγωνιστής του εκείνος που θα κερδίζει. Έτσι ώστε συνολικά ο καπιταλισμός δεν είναι μια υπόθεση μεταξύ ενός εργάτη Α και ενός επιχειρηματία Β, αλλά μεταξύ δύο κοινωνικών τάξεων, εκείνης που κατέχει τα μέσα παραγωγής και εκείνης που τα στερείται.

Από τον ανταγωνισμό θα προκύψει η συγκέντρωση του κεφαλαίου σε μεγάλες επιχειρήσεις και η συγκρότηση μιας «εργατικής τάξης», που θα γίνει βαθμιαία μια οικουμενική δύναμη, ικανή να οργανώνεται και να εγκαθιδρύει ένα δημοκρατικό καθεστώς παραγωγής με τη συμφωνία όλων.

Γιατί αυτό το μήνυμα είχε τόση επιτυχία; Οι δυνάμεις που το μετέδωσαν ήταν εκείνες του «εργατικού κινήματος». Αυτές σφυρηλάτησαν μιαν επαναστατική εργατική ταυτότητα. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ο μαρξισμός, από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρξε επίσης ένα κίνημα των υπαλλήλων, των δημόσιων λειτουργών, των διοικητικών στελεχών και των διανοουμένων.

Αυτό το ιδεώδες μιας σχεδιασμένης κοινωνίας, ένα ιδεώδες ισότητας και ορθολογικότητας, ήταν βέβαια προσιτό στον εργαζόμενο λαό, ο οποίος υφίστατο τον ανελέητο νόμο της αγοράς και πρώτα απ’ όλα της αγοράς της εργατικής δύναμης.

Ήταν όμως και η αυθόρμητη γλώσσα όλου αυτού του κόσμου των δημόσιων λειτουργών και διοικητικών στελεχών, των διανοουμένων, που συγκροτούσε απέναντι στον ιδιοκτήτη καπιταλιστή εκείνο τον άλλο πόλο, του οποίου την ανάδυση θα χαιρετίσει ο Μπέρναμ στην εποχή των οργανωτών.

Και οι εργαζόμενοι γνώριζαν ενστικτωδώς ότι δεν θα μπορούσαν να ενισχυθούν και να επιδιώξουν να νικήσουν το «κεφάλαιο», παρά μόνον συμμαχώντας με αυτές τις δυνάμεις της οργάνωσης και της κουλτούρας.

Το μυστικό της θαυμαστής τύχης του «Κεφαλαίου» βρίσκεται σε αυτή την ιστορική συμμαχία ανάμεσα στις δυνάμεις της βιομηχανικής εργασίας και σε εκείνες της οργάνωσης και της κουλτούρας, η οποία θα προμήθευε και στις μεν και στις δε την αναγνώριση που αναζητούσαν.

Γιατί οι μπολσεβίκοι επιδιώκουν ουσιαστικά εκείνη την αντικατάσταση της αγοράς από τον σχεδιασμό που ήδη, με τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε αποδείξει την αποτελεσματικότητά της.

Η συνέπεια ήταν το ότι τα στελέχη του καθεστώτος μετατράπηκαν σιγά-σιγά σε μια νέα ηγετική τάξη, υπό την αιγίδα ενός «μοναδικού κόμματος» που ο Μαρξ δεν είχε προβλέψει.

Το κόμμα, ήρωας της επαναστατικής πράξης, θα ενώσει την κοινότητα, αλλά θα το κάνει σαν μια ανεξέλεγκτη και παντοδύναμη εξουσία, που θα ελέγχει τις δημόσιες υποθέσεις καταπνίγοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η κυρίαρχη τάξη στη σύγχρονη εποχή δεν είναι μόνον εκείνη των «καπιταλιστών», όπως την ονομάζουν.

Παρουσιάζεται επίσης ένας άλλος πόλος, ο οποίος βασίζεται όχι στην ιδιοκτησία και την αγορά, αλλά στις ειδικές γνώσεις και στην οργάνωση. Υπάρχουν δύο τάξεις. Αλλά η πάλη των τάξεων είναι ένα παιχνίδι για τρεις, όπου εκείνοι που είναι αποκάτω οφείλουν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα τις δυνάμεις της αγοράς και τις ιεραρχίες της γραφειοκρατίας.

Η θεωρία του Μαρξ δεν είναι ένα «δόγμα» που πρέπει να το υιοθετήσουμε ή να το εγκαταλείψουμε. Θεμελιώνεται ως μια επιστημονική θεωρία. Εμπεριέχει επομένως τη δυνατότητα να διορθωθεί. Χρειάζεται απλώς να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε σε αυτήν το ορθό και το εσφαλμένο. […]

Πηγή/φωτογραφία: Η Εφημερίδα των Συντακτών, efsyn.gr