1

ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: In medias res (μέρος β’) (του Αθανάσιου Γεωργιλά)

Όταν ο Jacques Ellul έγραφε το 1963 «Ο αστός είναι νεκρός» δεν εξέφραζε τόσο μια θλιμμένη νοσταλγία για την απώλεια της Όμορφης Εποχής (Belle Époque) όσο την αναγγελία ενός νέου κόσμου που ήδη άνοιγε τα φτερά του. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο βιβλίο του Παρακμή του αστικού πολιτισμού, γράφει πως τη θέση της απερχόμενης αστικής κοινωνίας πήρε μια μεταηθική και μαζική κοινωνία εντρυφουμένη από την ιδεολογία του απόλυτου σχετικισμού (μεταμοντέρνο).

Η πρόρρηση πως τα προβλήματα που συντηρούσαν τις μέχρι τότε συγκρούσεις θα βρίσκανε τη λύση τους στην μαζική κοινωνία δεν βασιζόταν τόσο στην ιδέα πως αυτή ήταν ικανή για να τα εξομαλύνει, όσο στην πεποίθηση πως απλά θα έχαναν το όποιο νόημά τους και ως εκ τούτου θα εξαφανίζονταν από μαρασμό και μαζί τους και το ενδιαφέρον μας γι’ εκείνα. Έτσι έννοιες όπως Έθνος, Συντεχνία, Τάξη, Κοινωνία, Καταγωγή, Ιστορία παύουν πλέον να αποτελούν εγκόσμιες υποστασιοποιήσεις αλλά θεωρούνται κοινωνικές κατασκευές προερχόμενες είτε από «ψευδείς ιδεολογίες» ή, όπως στην περίπτωση Φουκώ, από σκαριφήματα της γλώσσας (των «Λόγων»).

Στον ακαδημαϊκό απόηχο, η διαδικασία αυτή επετεύχθη κάτω από το γενικό πρόσταγμα της «αποδόμησης». Μέσα στον κενό χώρο που απέμεινε από τη θέση της αξιολογικά δομημένης κοινωνίας πήρε μια κοινωνία κατατμημένη σε άτομα μεταξύ τους ισοδύναμα ακριβώς όπως τα σημεία ενός επιπέδου. Το έθνος υποκατέστησε ο πληθυσμός, τη φυλή η μυθολογία ή ένας πολιτικά ύποπτος επιστημονισμός, την οικογένεια το σύμφωνο συμβίωσης, την τάξη ο σύνδεσμος φιλάθλων, την πόλη τα Mall και την ουτοπία η καριέρα. Ο αντικειμενιστής ήρωας της Ayn Rand και ο μποέμ ήρωας δεν είναι άλλο από τις δύο όψεις του ίδιου εγωιστή πρίγκιπα που τόσο εξυμνεί η ποπ κουλτούρα της εποχής μας. Τη θέση του αστού πήρε ο μαζάνθρωπος και την σύγκρουση των αξιών που κάποτε κατευθύνανε τους ηθικούς δείκτες της δεξιάς και της αριστεράς αντικατέστησε μια έρημος από συμφέροντα και δυνατότητες «όπου οι πάντες μπορούνε να γίνουν τα πάντα με τον ίδιο τρόπο που τα πάντα μπορούνε να γίνουν εμπορεύματα.» Από τον trans-leftist μέχρι τον beyond-leftist, ο «περ-αριστερός»  που εμφανίστηκε στη θέση των αναχρονισμών της Αριστεράς και της Δεξιάς, ευέλικτος ως άτομο, κομφορμιστής ως κοινωνία, με την τσέπη στα δεξιά και την καρδιά στα αριστερά, τίποτα περισσότερο από ένας πεθαμένος αστός, αποτελεί τον ιδανικό ιδεότυπο που αντιστοιχεί στην μεταηθική εποχή της μαζικής κοινωνίας.

Η εξέλιξη των γεγονότων έδειξε τον χιμαιρικό χαρακτήρα της παραπάνω πίστης. Αυτό που δεν διέκριναν οι θιασώτες της μαζικής κοινωνίας είναι πως δίπλα στο πτώμα του αστού το φέρετρο της αστικής κοινωνίας παρέμεινε άδειο. Όλο το θεμελιακό πλαίσιο που στήριζε τον αστικό κόσμο συνέχισε να διαβιεί εύρυθμο βίο και εντός της μαζικής κοινωνίας. Οι πιστωτικές κάρτες για όλες τις τσέπες και όλα τα πορτοφόλια δεν εξάλειψαν την φτώχεια, έδωσαν απλά το (άδωρο) δικαίωμα στους πληβείους να διακοσμούν τα -άδεια έτσι κι αλλιώς -πορτοφόλια τους με πολύχρωμες τράπουλες από πιστωτικές. Ούτε το δικαίωμα που έδωσε η Αγγλία στους Sih αστυνομικούς να φοράνε αντί του αστυνομικού κράνους το παραδοσιακό τους τουρμπάνι μείωσε στο ελάχιστο τον κατασταλτικό χαρακτήρα της αστυνομίας. Έτσι, παρόλη την σταυροφορία αποδόμησης που συντελέστηκε, η βασική ιδέα της une et indivisible, της μίας και αδιαίρετης ιδέας του Έθνους (ανανεωμένου ασφαλώς στα χρώματα του ουράνιου τόξου) παραμένει αναλλοίωτη. Το ίδιο και ο απόλυτος χαρακτήρας του κράτους: όχι απλά δεν αμφισβητήθηκε ποτέ πραγματικά, αλλά βρήκε αναβαθμισμένο ρόλο στη θεραπευτική λειτουργία του για την κινητικότητα των ατόμων. Ο διαμελισμός της τοπογραφίας σε εκλογικές περιφέρειες, το μοίρασμα των πολιτών σε εκλογικούς καταλόγους αντιστοιχούν με ακόμα πιο πρόσφορο τρόπο από εκείνο που ρύθμιζε στην αστική εποχή η ταξική ή συντεχνιακή διαστρωμάτωση, ενώ το νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ πολιτικών και πολιτών ξεπροβάλλει πλέον στα πρότυπα μιας διαφημιστικής καμπάνιας μεταξύ πωλητών και αγοραστών.

Αν οι έννοιες που γεμίζανε με νόημα τα κοσμοείδωλα της Δεξιάς και της Αριστεράς έχουν αδειάσει από περιεχόμενο, κυρίως μετά που όλο το πακέτο της αριστεράς έχει υιοθετήσει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και που η δεξιά μοιάζει όλο και περισσότερο με μια ρετρό αριστερά, τι μένει πια να τις συντηρεί; Ποιός ο λόγος να υιοθετεί κανείς ένα από εκείνα τα μάχιμα κοσμοείδωλα που συντάραξαν την ιστορία με τις συγκρούσεις τους παρά από κάποιο καπρίτσιο; Μια εφήμερη διαδρομή να μπορείς να αλλάζεις την μία ιδεολογία με την άλλη με την ίδια ευκολία που μπορεί κανείς σήμερα να επιλέξει ποδοσφαιρική ομάδα, φύλο, θρησκεία ή τον τόπο παραμονής του. Την κινητικότητα εξάλλου, και όχι το σθένος, είναι αυτό που επιβραβεύει η μαζική κοινωνία.

Οι «αριστερές» της Αριστεράς

Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το πείσμα να ανασυρθεί  μέσα από τα κομμάτια της κατατμημένης αριστεράς εκείνη που να μπορεί να διασώσει τον αυθεντικό της χαρακτήρα. Ο Zygmunt Bauman την χωρίζει σε δύο και τις απορρίπτει εξίσου, «την αριστερά που θέλει να τα κάνει καλύτερα από τη δεξιά»και την «αριστερά του ουράνιου τόξου», αλλά δεν αμφιβάλλει καθόλου όταν λέει πως αυτό που χρειάζεται η εποχή μας είναι μια αυθεντική αριστερά. Ο Marco Revelli με την αυτοπεποίθηση  που του δίνει η ανάληψη ως επίσημου χορηγού του από τον ΣΥΡΙΖΑ μας διαβεβαιώνει πως «Η μόνη δυνατή αριστερά είναι εκείνη των Podemos και του Αλέξη Τσίπρα». Ο Jacques Juliard, στο βιβλίο του Οι Αριστερές της Γαλλίας, σε ένα κρεσέντο αναχρονισμών όπου ο ίδιος, κρατώντας την μπαγκέτα, πρωτοστατεί, απαριθμεί από το 1762 έως το 2012 περισσότερες από δέκα αριστερές7. Από την Ιησουίτικη και την Γιανσενική αριστερά βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα του ριζοσπαστικού καθολικισμού έως τη σύγχρονη χειραφετημένη από τα κόμματα αριστερά των «ατόμων». Για τον Jean-Claude Michea η αριστερά αποτελεί απλώς το άλλο πρόσωπο του φιλελεύθερου Ιανού αλλά στο τέλος μας καλεί και αυτός να αναστήσουμε εκείνη την αριστερά του πρωτόλειου σοσιαλιστικού κινήματος που ήταν «ριζοσπαστικά κριτική στην φιλελεύθερη κληρονομιά του διαφωτισμού.» Η Simone Weil διέκρινε και αυτή επίσης την αριστερά σε δύο ρεύματα. Το ένα «από όσους αφιερώνονται εξ ολοκλήρου στην δικαιοσύνη» και το άλλο ρεύμα το οποίο «είναι μια απάντηση στην αστική συμπεριφορά, και προκάλεσε έναν εργατικό ιμπεριαλισμό παρόμοιο με τους εθνικούς ιμπεριαλισμούς.» Η Simone Weil στο Ανάγκη για ρίζες γράφει για την αντίφαση του πατριωτισμού της αριστεράς και της δεξιάς να «αισθάνονται ή κύριοι της χώρας τους ή ικανοί να καταστούν κύριοι της» και αναρωτιέται «πώς να τους συμφιλιώσει με την Γαλλία χωρίς να χρειαστεί να την παραδώσει στα χέρια τους.»

Νέα ονόματα, ίδιοι τρόποι

Η συζήτηση για τη Δεξιά και για την Αριστερά, και κυρίως για τη δεύτερη, μοιάζει να έχει συνεπάρει τόσο πολύ όσους εμπλέκονται σε αυτή που ξεχνάνε το γεγονός πως  όσα γράφουν οφείλουν να αποκρυσταλλώνονται με ένα μεστό τρόπο στις ανάγκες ανθρώπινων υπάρξεων. Έτσι, η συζήτηση των μεγάλων αξιών που χωρίζουν την Αριστερά από τη Δεξιά βοηθάει περισσότερο να αποφύγουμε το πρόβλημα, μετατοπίζοντας το γλωσσικά, παρά να δούμε τι είναι αυτό που χωρίζει πραγματικά τους ανθρώπους μεταξύ τους, πόσο μάλλον να προσπαθήσουμε να το λύσουμε. Το ζήτημα δεν είναι νέες λέξεις να αντικαταστήσουν την θέση των παλαιών. Όσο και αν η γλώσσα βοηθάει να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, η ίδια δεν είναι ο κόσμος, ώστε να νομίσουμε πως αρκεί να την αλλάξουμε για να αλλάξει και ο κόσμος μας.

Διαπιστώνουμε επίσης πως όσο αυξάνεται η συζήτηση για την Αριστερά και τη Δεξιά και όσο αποσαφηνίζεται η σπουδαιότητα της διαπάλης τους «έχει νόημα να παλεύουμε για αριστερά αιτήματα» μας λένε οι ακαδημαϊκοί του συρμού, τόσο περισσότερο τα προβλήματα που μας περιβάλουν περιπλέκονται και τόσο λιγότερο προσπαθούμε να καταβάλουμε κόπο για να τα λύσουμε. Η διάσταση που αφορούσε κάποτε τη διένεξη μεταξύ αριστερών και δεξιών πολιτικών (αν ποτέ υπήρξαν αμιγώς ως τέτοιες) έχει μετατεθεί από τον χώρο της πολίτικης πραξεολογίας σε αποκλειστικά ακαδημαϊκό ζήτημα.  Παρακολουθώντας από τη βάση της κοινωνίας προς τα πάνω, η μορφή της διένεξης αριστεράς και δεξιά είναι στα χαμηλότερα στρώματα αδιάφορη, αφήνοντας έτσι κι αλλιώς αμέτοχους με την πολιτική τους πληβείους των μεσοαστικών στρωμάτων καθώς και τα λίγο ανώτερα στρώματα να ασχολούνται κυρίως με τη μοιρολατρία τους. Ενώ όσο δρασκελίζουμε προς στα κοινωνικά ρετιρέ και φτάνοντας στον χώρο των επαγγελματιών πολιτικών η συζήτηση αυτή παίρνει πιο χαλαρό ύφος συγκαταβατισμού και διάθεση συναίνεσης. Σαν να αναγνωρίζεται από την αρχή πως δεν αποτελεί μια πραγματική παρά μόνο μια προσχηματική διαμάχη. Ενώ όταν φτάνουμε στο πεδίο των ακαδημαϊκών τότε η σύγκρουση Αριστερά-Δεξιά μέσα στα λόγια και τα γραφόμενα συγγραφέων, καθηγητών και δημοσιογράφων λαμβάνει στην κυριολεξία διαστάσεις συμπαντικής τιτανομαχίας.

Οι άνθρωποι των γραμμάτων λοιπόν είναι αυτοί που προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά εκεί που οι ευσυνείδητοι άνθρωποι στους καθημερινούς τους χώρους, στη δουλειά, το σπίτι, την παρέα τους την έχουν καταργήσει. Αυτή η συντήρηση πρωτίστως συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι της διανόησης, που σε ένα μεγάλο κομμάτι τους αποτελούν και τους ανθρώπους που ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική, πιστεύουν πραγματικά σε αυτές τις έννοιες και υπηρετούνε με σθένος την μια από τις δύο. Αλλά αυτομάτως αυτή η περιγραφή μας αποκαλύπτει κάτι που έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία. Η συντήρηση της Δεξιάς και της Αριστεράς γίνεται και για έναν λόγο παραπάνω. Γιατί από αυτή την αντίθεση στην κυριολεξία βγάζει το ψωμί της μια καθόλου ευκαταφρόνητη σε μέγεθος ελίτ του δημόσιου λόγου και της πολιτικής. Όσο υπάρχει η Αριστερά και η Δεξιά θα υπάρχει πάντα μια θέση για τους ακαδημαϊκούς και τους αντίστοιχους πολιτικούς να αναλύσουν, περιγράψουν και να εξηγήσουν ποιά ή τι είναι σήμερα η Δεξιά και η Αριστερά και τι από όλα όσα κάνουμε ή πρέπει να κάνουμε για να τις αρμόζουν.

Στην Αριστερά αυτού του είδους οι τιτανομαχίες αποδίδουν μόνο τα καλά αποτελέσματα της γαλλικής επανάστασης και του Διαφωτισμού, και στην Δεξιά μόνο τα κακά. Ολοκληρωτισμός, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ιμπεριαλισμός, ορθολογισμός, εθνικισμός, δογματισμός γίνονται με την ακαδημαϊκή πένα τα κατεξοχήν δεξιά κληρονομήματα ενώ η φιλοπατρία, η δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία, η ισότητα τα αποκλειστικά προνόμια της Αριστεράς. Ως αποκλειστικό προνόμιο που διακρίνει την Αριστερά από την Δεξιά είναι, στο βιβλίο του Δεξιά και Αριστερά για τον Norberto Bobbio, η Ισότητα. Μια τέτοια όμως εξήγηση ποιόν άλλο ικανοποιεί παρά μόνο το εύπιστο κοινό του; Ο Bobbio παραβλέπει το γεγονός πως υπάρχει εξίσου και ένα είδος δεξιού ιδεώδους της Ισότητας, εξαγόμενο από την διακήρυξη του 1789 όπως και αυτό της αριστεράς. Έτσι η ισότητα αν και προερχόμενη από τα δεξιά αλλά με εξίσου καθολικό και οικουμενικό χαρακτήρα είναι και αυτή που θέτει όλους τους ανθρώπους ίσους κάτω από το βλέμμα του Θεού, όλους ίσους απέναντι στον νόμο και όλους ίσους στις υποχρεώσεις τους προς την πατρίδα. Επειδή η δεξιά ισότητα δεν αρέσει στους αριστερούς δεν πρέπει σώνει και καλά να αποδεχτούμε πως έτσι είναι.

Οι γαλαζοαίματοι του δικαιώματος

Για την Simone Weil κανένα δικαίωμα δεν υπάρχει εκτός και αν συνδέεται με τις υποχρεώσεις που του αναλογούν και το καθιστούν ορατό στους άλλους, ως και τη δική τους υποχρέωση, να αναγνωρίσουν το δικαίωμα στο δικό μας πρόσωπο. Πόσο πολύ απέχει αυτή η αντίληψη από την εμμονή της εποχής μας να διεκδικούμε όλο και περισσότερα δικαιώματα και να απαιτούμε όλο και λιγότερες υποχρεώσεις; Ακριβώς η διαφορά να θεωρούμε πως τα δικαιώματα δίνονται εκ γενετής είναι που κάνει τους πολίτες του δυτικού κόσμου να φαντάζουν σαν γαλαζοαίματοι μπροστά στους παρίες της παγκοσμιοποίησης. Κληρονόμοι του πνεύματος της διακήρυξης του 1789 έχουμε καταστεί ανίκανοι να προσλάβουμε την σημασία και το αντίτιμο που απαιτείται για την κατοχή καθενός δικαιώματος. Δεν χρειάζονταν προσπάθεια να δειχτεί από την αρχή πως μια διακήρυξη για όλους τους ανθρώπους για όλες τις χώρες δεν ήταν παρά μια επηρμένη ευχολογία που κανένας από τότε δεν πήρε ποτέ πραγματικά τοις μετρητοίς. Χωρίς μια διακήρυξη των υποχρεώσεων να την συνοδεύει το μέλλον της διακήρυξης των δικαιωμάτων του 1789 προδιαγραφόταν από την αρχή μοιραίο. Ήταν επομένως φυσικό ο οξύνοος Mirabeau να την αντιμετωπίσει με καυστικό τρόπο «Τελικά κανένα μέλος των Πέντε [ της επιτροπής που συνέταξε την διακήρυξη ] δεν σκέφτηκε να διακηρύξει τα δικαιώματα της φυλής των Κάφρων ή των Εσκιμώων, ούτε καν των Δανών ή των Ρώσων.» Στο λυκόφως όμως της αστικής εποχής πέφτει και η κουρτίνα για τους γαλαζοαίματους του δικαιώματος και το βασίλειο τους αρχίζει να συρρικνώνεται. Το δικαίωμα όλο και περισσότερο αποτελεί πλέον αποκλειστικό προνόμιο μιας ευδαιμονούσας χαζοχαρούμενης ελίτ που συναγωνίζεται σε θράσος και κυνισμό την κοκεταρία της Μαρίας Αντουανέτας, ενώ για την πλειοψηφία παίρνει ο καθένας τη θέση του στην κλίμακα του τσαλαπατήματος πατώντας με την σειρά του όπως μπορεί τον πιο αδύνατο.

Αν άραγε στερηθούμε τα δικαιώματα θα αντιληφθούμε την αξία τους και θα μάθουμε έτσι να είμαστε υπεύθυνοι στις υποχρεώσεις τους; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα παραμείνει ίσως για αρκετό καιρό ακόμα αφανέρωτη. Χρειαζόμαστε σίγουρα μια πολιτοφροσύνη που να εμπνέει τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τις υποχρεώσεις τους και να αναλάβουν το σθένος για να ανταπεξέλθουν στις στρεβλώσεις τις κοινωνίας. Αλλά δεν είναι καθόλου απαραίτητο αυτή η πολιτοφροσύνη να είναι κάτι «νέο» ούτε και να την επινοήσουμε στις λέξεις και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μια κινητοποίηση που να αναφέρεται σε μια Δεξιά ή μια Αριστερά.

Μέχρις ότου όμως να μπορούμε επάξια να φέρουμε την ιδιότητα του ανθρώπου μπορούμε να ξεκινήσουμε με κάτι πιο απλό. Μπορούμε να εναποθέσουμε στον κάλαθο των αχρήστων την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη και του Ανθρώπου του 1789 και μαζί με αυτή και τα ψυχοπαίδια της. Την Αριστερά και την Δεξιά.


7. Σε όλο το βιβλίο Οι Αριστερές της Γαλλίας ο Jacques Juliard επιτηδεύεται τη διαχείριση ενός αναχρονισμού κατά την δική του μεροληπτική ανάγνωση προκειμένου το παρελθόν να δικαιώσει την Αριστερά. Είναι «οι γιοί (της Αριστεράς) που γέννησαν τους πατεράδες (της Ιστορίας) και όχι το ανάποδο» ισχυρίζεται ο Juliard και το φυσικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας τερατομορφίας αποτελεί το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις εννιακόσιες σελίδες του. Αυτή τη δημιουργική ανασκευή του παρελθόντος ο ίδιος ο Juliard τη δικαιολογεί με την παρακάτω φράση: «Όπως έλεγαν στη Σοβιετική Ένωση, σχολιάζοντας τις διαδοχικές επιστρώσεις που έρχονταν να προστεθούν στην ιστορία της μπολσεβίκικης επανάστασης ποτέ δεν ξέρουμε από τι είναι φτιαγμένο το χτες…»

Βιβλιογραφία
– Simone Weil, 1949, Ανάγκη για ρίζες, Κέδρος.
– Jacques Ellul, 1963, Μεταμόρφωση του αστού, Νησίδες.
-Διονυσίου Α. Κοκκίνου της ακαδημίας Αθηνών,1971, Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, εκδοτικός οίκος Μέλισσα.
– Fratelli Fabbri Εditori, 1973, Ιστορία των Επαναστάσεων, Εκδοτικός οργανισμός Ακμή.
– Κονδύλης Παναγιώτης,  1991, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Θεμέλιο.
– Christopher Lasch, 1995, Η εξέγερση των ελίτ, Νησίδες.
-Murray Bookchin,1996, Η τρίτη επανάσταση, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
– Άννα Μαχαίρα, 2011,Οι μεγάλες δίκες, Εκδόσεις Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
-Jacques Juliard, 2012, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις
– Jean-Claude Michea, 2013,  Τα Μυστήρια της Αριστεράς, Εναλλακτικές Εκδόσεις.

– Αθανάσιος Γεωργιλάς

Πηγή/φωτογραφία: Respublica.gr