1

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ IΔΙOKTHΣΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ TΟΜΕΑΣ: 2) “Βιοπειρατία”, η λεηλασία των σπόρων και του γενετικού υλικού (του Γιώργου Κολέμπα)

Η πνευματική ιδιοκτησία είναι βασικό κίνητρο για την καταστροφή της βιοποικιλότητας από τις πιέσεις της βιομηχανίας για μονοκαλλιέργειες. Επιπλέον, αφαιρεί από τους μικροκαλλιεργητές τη δυνατότητα να προστατεύσουν τους πόρους τους. Οι μικροί αγρότες στα φτωχότερα μέρη του κόσμου είναι αυτοί που έχουν διατηρήσει τη βιοποικιλότητα. Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι οι πιο πλούσιες σε βιοποικιλότητα, αλλά κάθε χρόνο οι χώρες του Βορρά είναι αυτές που κερδίζουν 60 δισεκατομμύρια δολάρια από τον έλεγχό της. Τα μονοπώλια των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τα μονοπώλια στο εμπόριο είναι στα χέρια τους.

Στην αγορά του καφέ, για παράδειγμα, ο ετήσιος τζίρος αυξήθηκε από 40 δισ. σε 70 δισ. δολάρια κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο διπλασιασμός του τζίρου θα συνεπαγόταν και διπλασιασμό των εισοδημάτων εκείνων που παρήγαγαν τον καφέ. Τα εισοδήματα των αγροτών όμως ελαττώθηκαν από 9 δισ. σε 5 δισ. δολάρια και σήμερα οι καλλιεργητές καφέ είναι από τους πιο φτωχούς ανθρώπους του κόσμου. Ποιοι ρυθμίζουν την αγορά; Οι παγκόσμιες εμπορικές συμφωνίες, οι εμπορικές συνθήκες, οι συνθήκες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. «Το 70% του αμερικανικού πλούτου θα προέρχεται από τη συλλογή μισθωμάτων και δικαιωμάτων από διπλώματα ευρεσιτεχνίας, επειδή η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν θέλει μία κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα εμπλέκονται στην παραγωγή προϊόντων.» Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας συνέβαλαν στην ανάπτυξη του τομέα της βιοτεχνολογίας και αύξησαν τις άμεσες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αναδιατάσσοντας τον χάρτη των εταιρειών του κλάδου μέσω εξαγορών και συνενώσεων. Το νομοθετικό εμπόδιο για το πατεντάρισμα του γονιδίου, που προερχόταν από το ερώτημα αν το γονίδιο εφευρίσκεται ή ανακαλύπτεται (αφού ό,τι ανακαλύπτεται δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας) ξεπεράστηκε. Θεωρήθηκε ότι το γονίδιο δεν ανακαλύπτεται, αλλά εφευρίσκεται, αφού χαρακτηρίζεται, προσδιορίζεται δηλαδή χημικά, και είναι διαθέσιμο σε μια μορφή που να εξυπηρετεί κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, άρα και μπορεί να πατενταριστεί. Όταν το 1980 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, σε υπόθεση που αφορούσε ένα βακτήριο τροποποιημένο έτσι ώστε να περιέχει επιπρόσθετα πλασμίδια DNA, αποφάσισε ότι μπορεί να πατενταριστεί «οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από τον ήλιο και έχει φτιαχτεί από τον άνθρωπο», η απόφαση αυτή αποτέλεσε τη βάση για την εξάπλωση της εφαρμογής της πατέντας στους ζωντανούς οργανισμούς. Η νομοθεσία επεκτάθηκε ώστε να περιλαμβάνει κυτταρικές γραμμές και γενετικά τροποποιημένα φυτά και ζώα. Η διαδικασία λήψης πατεντών επιταχύνθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών. Ο ιδιωτικός τομέας κυριαρχεί στη διεκδίκηση πνευματικών δικαιωμάτων. Το 75% των πατεντών ανήκει σε ιδιώτες, ενώ από τις 600 πατέντες για φυτικό DNA οι μισές έχουν υποβληθεί από ένα σύνολο 14 πολυεθνικών εταιρειών. Εκατοντάδες πατέντες σχετίζονται σήμερα με γενετικά τροποποιημένους σπόρους σόγιας, ρυζιού, πατάτας, καλαμποκιού και σιταριού. Ταυτόχρονα, υπάρχει διχογνωμία σχετικά με το εύρος και το βαθμό εξειδίκευσης στην περιγραφή πατεντών. Ενώ π.χ. η Plant Genetic System (σημερινή Aventis) απέκτησε μία πατέντα στις ΗΠΑ για όλες τις τροποποιημένες ποικιλίες που έχουν προέλθει μετά από εισα- γωγή γονιδίου από τον βάκιλο Θουριγγίας (Bt), η αμερικάνικη εταιρεία Mycogen (της Dow Agrosciences) απέκτησε μία ευρωπαϊκή πατέντα που καλύπτει την εισαγωγή οποιουδήποτε γονιδίου με εντομοκτόνες ιδιότητες σε οποιοδήποτε φυτό. Παρόμοια διπλώματα ευρεσιτεχνίας με τόσο ευρύ πεδίο εφαρμογής ενδέχεται να αποδειχθούν υπεύθυνα στο μέλλον για τη δημιουργία ακόμα πιο ισχυρών μονοπωλίων.

Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας όπως συζητιούνται στο επίπεδο της GATT και του ΟΗΕ για τη βιοποικιλότητα είναι συνταγή για τη μονοκαλλιέργεια του μυαλού. Χρησιμοποιούνται για να υιοθετηθεί παγκοσμίως το καθεστώς που επικρατεί στις ΗΠΑ για τις πατέντες. Η συμφωνία TRIPS της GATT αποβαίνει σαφώς προς όφελος των πολυεθνικών επιχειρήσεων σε σχέση με αυτό των πολιτών γενικά και των κατοίκων του «Τρίτου Κόσμου» ειδικότερα. Καταρχάς, το πνευματικό δικαίωμα ορίζεται μόνον ως ιδιωτικό ατομικό δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείονται όλα τα είδη γνώσης, ιδεών και τεχνικών που προέρχονται από μια «πνευματική κοινότητα» – π.χ. από χωριά και τοπικές κοινότητες αλλά και πανεπιστήμια και ομάδες ερευνητών. Επιπλέον, τα πνευματικά δικαιώματα δεν αναγνωρίζονται αν δεν προκύπτουν από αυτά κάποια κέρδη και εκπληρώνουν μόνο κοινωνικές ανάγκες. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, προκειμένου να μπορεί να καλυφθεί μια ευρεσιτεχνία από το νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων πρέπει να έχει βιομηχανική χρήση. Έτσι αποκλείονται όλοι εκείνοι οι τομείς, οι οποίοι μπορούν να είναι παραγωγικοί και αποτελεσματικοί και έξω από βιομηχανικές δομές. Το κέρδος και η συσσώρευση του κεφαλαίου, σύμφωνα με αυτήν τη λογική, είναι οι μοναδικοί στόχοι της δημιουργικότητας, όχι το κοινό καλό. Το 1997 υπήρχαν ήδη 190 αιτήσεις για πατέντες σε γενετικά τροποποιημένα ζώα – σήμερα είναι χιλιάδες. Η βιοποικιλότητα βαφτίστηκε «βιοτεχνολογικές εφευρέσεις», για να καλυφθούν οι αντιφάσεις που προέκυπταν από το πατεντάρισμα ζωντανών οργανισμών. Πατέντες αυτού του τύπου διαρκούν συνήθως το λιγότερο είκοσι χρόνια και μπορούν να επεκταθούν και στις μελλοντικές γενιές φυτών και ζώων. Μέχρι το 2010 το 10-40% του γενετικού υλικού του πλανήτη θα έχει χαθεί. Αντίθετα, ο παγκόσμιος τζίρος για προϊόντα που προκύπτουν από τη «διαχείριση» του γενετικού υλικού ανέρχεται ετησίως στα 500 με 800 δισ. δολάρια, στα οποία οι αρχικοί κάτοχοι της γνώσης, όπως είναι οι ιθαγενείς πληθυσμοί, δεν έχουν σχεδόν κανένα κέρδος. Έτσι οικειοποιείται το κεφάλαιο τη βιοποικιλότητα, υφαρπάζοντας από τους αρχικούς κατόχους καινοτόμες γνώσεις, ορίζοντας ως «φύση» τους παραδοσιακούς σπόρους, τα θεραπευτικά βότανα και την παραδοσιακή ιατρική γνώση, ενώ θεωρούνται επιστήμη και μοναδικό μέτρο και μέσο βελτίωσης τα μηχανήματα της γενετικής μηχανικής.

Το να θεωρείται ο χριστιανισμός ως η μόνη θρησκεία και όλα τα άλλα πιστεύω και κοσμολογίες πρωτόγονα μυθεύματα είναι το ίδιο με το να υποστηρίζει κανείς ότι η εμπορευματοποιημένη δυτική επιστήμη είναι η μόνη επιστήμη και πως όλα τα άλλα συστήματα γνώσης είναι απλώς πρωτόγονα. Παλαιότερα αμφισβητούσαν τον ανθρώπινο χαρακτήρα των άλλων, των διαφορετικών, σήμερα αμφισβητείται η σοφία και η εξυπνάδα τους. Η βιοπειρατεία είναι η «ανακάλυψη» του Κολόμβου 500 χρόνια μετά τον Κολόμβο. Οι πατέντες είναι, σήμερα όπως και χθες, τα μέσα για την κάλυψη και προστασία της βιοπειρατείας του πλούτου των μη δυτικών πληθυσμών από τις δυτικές εξουσίες. 

Πατέντες και σπόροι

Αυτό που η σύγχρονη γεωργία πρεσβεύει είναι ότι πρέπει να παράγουμε αρκετό φαγητό για έναν παγκόσμιο πληθυσμό που θα ανέλθει σε 7,1 δισεκατομμύρια μέχρι το έτος 2015. Επομένως, ο κόσμος πρέπει να παράγει περισσότερα και χρειάζεται τη γενετική μηχανική. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα κάνουν την εμφάνισή τους στο «πλανητικό χωριό» άλλα φαινόμενα, όπως αυτό στην Ινδία, όπου αγρότες αδυνατούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους και αυτοκτονούν λόγω των δυσβάσταχτων χρεών τους, καταπίνοντας φυτοφάρμακα, η αγορά των οποίων τους ανάγκασε να πάρουν δάνεια που δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν.

Αφού η πείνα στον κόσμο υποτίθεται πως έγκειται στην έλλειψη μέσων, γιατί δεν έλυσε το πρόβλημα η «πράσινη επανάσταση» που εξόπλισε με τόσα υγιεινά και χρήσιμα εφόδια όλο τον αγροτικό πληθυσμό; Μα οι φτωχές χώρες δεν έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία και σίγουρα μαστίζονται από πολέμους, εμπάργκο και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού. Κάτι ξέρουν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που με μια κίνηση μεγαλοψυχίας χάρισαν τα χρέη 18 αναπτυσσόμενων χωρών. Ένας πραγματικά θαυμαστός νέος κόσμος ανατέλλει. Τώρα το τι θα φάνε αυτοί οι άνθρωποι στις 18 αυτές χώρες στο νέο επί ίσοις όροις τραπέζι, με μεροκάματο μικρότερο από ένα δολάριο, είναι ένα άλλο ζήτημα – προφανώς θα εισηγηθούν ένα νέο δάνειο.

Οι σύγχρονοι «βιοπειρατές», πριν την εμφάνιση των γενετικά τροποποιημένων σπόρων, είχαν πετύχει να επιδοτούνται από τις αντίστοιχες κρατικές αρχές μόνο οι υπό την κατοχή τους «πιστοποιημένοι» σπόροι. Είναι σχεδόν απαγορευτικό να καλλιεργούνται σπόροι που δεν βρίσκονται στον κατάλογο των πιστοποιημένων σπόρων και οι οποίοι είναι αποκλειστικά ιδιοκτησία διαφόρων οίκων. Αυτό έγινε δυνατό, σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη λεγόμενη «πράσινη επανάσταση» των υβριδίων, με την οποία η παραγωγή σπόρων πέρασε αποκλειστικά από τα χέρια του παραγωγού, στα χέρια και τον έλεγχο των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Το ίδιο έγινε και με τις φυλές και ποικιλίες των αγροτικών ζώων. Στην Ευρώπη ειδικά, δεν επιτρέπεται παρά μόνο η διακίνηση σπόρων-ποικιλιών που αναγράφονται στον κοινό ευρωπαϊκό κατάλογο και έχουν πατενταριστεί. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιράκ, όπου λόγω του πολέμου καταστράφηκαν οι ντόπιες τράπεζες σπόρων και επιβλήθηκε από την προσωρινή αμερικάνικη διοίκηση της χώρας με τον κανονισμό Order 81 η αγορά από τους αγρότες μόνο πιστοποιημένων σπόρων, γεγονός που τους καθιστούσε έρμαια στα χέρια των πολυεθνικών.

Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας υπονομεύουν τα ίδια τα θεμέλια της γεωργίας. Οι σπόροι και οι ποικιλίες, όπως είναι σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν προέρχονται κατευθείαν από τη φύση, προέρχονται από μια μακροχρόνια εξέλιξη. Ομογενοποίηση και μονοκαλλιέργεια βρίσκονται στη βάση του σύγχρονου οικολογικού προβλήματος και ευνοούν ποικιλοτρόπως την ανάδειξη της βίας ως μοναδικού μέσου έκφρασης, την εκ νέου ανάδειξη διαφορών με βάση την εθνική ταυτότητα, τη θρησκεία, τη φυλή και τη διευθέτησή τους μέσω πολεμικών συρράξεων. Για τη λογική της μονοκαλλιέργειας, βασικό συστατικό της παγκοσμιοποίησης, η διαφορετικότητα είναι μια απειλή, μια διαστροφή. Η παγκοσμιοποίηση μετατρέπει τη διαφορετικότητα σε αρρώστια και ανεπάρκεια γιατί δεν καταφέρνει να τη θέσει υπό έλεγχο, όμως οι ρίζες του πολέμου και της βίας βρίσκονται στην ίδια την άρνηση της διαφορετικότητας. Αυτού του είδους η βία είναι πάνω απ’ όλα πολιτική, προέρχεται δηλαδή από τη χρήση εξαναγκασμού, ο οποίος είναι αναγκαίος για την επιβολή της κυριαρχίας των πολυεθνικών. Μια δεύτερη μορφή βίας είναι η οικολογική που συνίσταται στην καταστροφή του κάθε τι διαφορετικού από τη μονοκαλλιέργεια. Μια τρίτη μορφή βίας είναι η κοινωνική, η οποία καθορίζεται από την καταστροφή της προηγούμενης κοινωνικής και παραγωγικής δομής, κάτι που από μόνο του γεννά βία μεταξύ αυτών που την υφίστανται.

Για να επιτευχθεί η καινούρια αυτή αποικιοκρατία μέσω των πατεντών στον αγροτικό τομέα, πρέπει να αφαιρεθεί από τον αγρότη η ιδιότητά του τού προστάτη του σπόρου. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας συνεπάγεται το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής, διανομής και πώλησης του κατοχυρωμένου προϊόντος. Έτσι, εάν ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παραχωρηθεί προς εκ- μετάλλευση κάποιου σπόρου, ο αγρότης που τον χρησιμοποιεί δεν μπορεί να διατηρήσει σπόρο από τη συγκεκριμένη συγκομιδή επειδή το αποκλειστικό δικαίωμα στο σπόρο ανήκει στην επιχείρηση. Σημαίνει ότι η αποταμίευση σπόρων από τους αγρότες ορίζεται τώρα ως κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Πολλοί αγρότες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά έχουν μηνυθεί από τους κολοσσούς του αγροβιοτεχνολογικού τομέα γιατί ασκήσανε το αυτονόητο δικαίωμα της διατήρησης σπόρων, ή γιατί είχαν την ατυχία να επιμολυνθούν οι καλλιέργειές τους. Χαρακτηριστική ήταν η υπόθεση του Percy Schmeisser, ο οποίος είχε μηνυθεί από την Μonsanto (με πρόστιμο 200.000 δολάρια) για την ύπαρξη μεταλλαγμένων φυτών στο χωράφι του, δηλαδή απλήρωτης πνευματικής ιδιοκτησίας της εταιρείας, ενώ το χωράφι του είχε απλώς επιμολυνθεί από γειτονική καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένης ελαιοκράμβης!11 Η γενετική επιμόλυνση μιας καλλιέργειας συμβατικής από άλλη καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένη θεωρείται παράβαση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και κλοπή! Έτσι, ενώ η καλλιέργεια ρυπαίνεται από τη διπλανή της, πρέπει επιπλέον ο παραγωγός να πληρώσει για τη ρύπανση που υπέστη!

Παρ’ όλο που η γενετική μηχανική δεν μπορεί να δημιουργήσει καινού- ρια γονίδια, η ικανότητα διαχωρισμού των γονιδίων και ανταλλαγής τους μετατρέπεται σε ιδιοκτησία και εξουσία. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δημιουργούν αποκλειστικά δικαιώματα και μετατρέπουν την αποταμίευση σπόρου σε «έγκλημα πνευματικής ιδιοκτησίας». Η ιδιοκτησία ενός κομματιού του οργανισμού οδηγεί στον έλεγχο όλου του οργανισμού. Οι πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις για τους αγρότες είναι βαρύτατες, καθώς εκβιάζονται και εισέρχονται σε μια τριπλή εξάρτηση από τις εταιρείες: 1) Μετατρέπονται σε μεσάζοντες και διανομείς της γνώσης για χάρη των πολυεθνικών εταιρειών, 2) Πρέπει να ανταγωνιστούν οικονομικούς κολοσσούς ως προς τα δικαιώματα για τους γενετικούς πόρους και 3) Γίνονται καταναλωτές των τεχνολογικών προϊόντων αυτών των εταιρειών.

Σε αντίθεση με τα παλαιότερα δικαιώματα των γενετιστών, οι καινούριες πατέντες επιτρέπουν την εξασφάλιση ιδιοκτησίας που ξεκινάει από μέρη του φυτού μέχρι τις διάφορες τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη βιοτεχνολογική έρευνα. Βλέπουμε ακόρεστους επιστήμονες, πολιτικούς, δικηγόρους και επιχειρηματίες να διαγκωνίζονται για τα αποκλειστικά δικαιώματα των γονιδίων φυτών, ζώων και ανθρώπων πολύ πριν καταλάβουν τι ακριβώς ρόλο παίζουν ακριβώς τα γονίδια αυτά στις λειτουργίες των οργανισμών. Οι ίδιοι οι βιολόγοι που διεκδικούν το πατεντάρισμα των ζωντανών οργανισμών ισχυρίζονται ότι το 95% του DNA είναι γενετικά «σκουπίδια», επειδή δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τη λειτουργία του. Σύμφωνα με τις αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όταν κάποιος ιδιώτης αιτείται την ιδιοκτησία ενός ζωντανού οργανισμού, τότε οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί θεωρούνται κάτι το καινοτόμο, ενώ όταν τίθεται το θέμα της βιο-ασφάλειας των τροφίμων, τότε οι οργανισμοί αυτοί εξισώνονται με τους ήδη υπάρχοντες στη φύση. Έτσι ενώ ο γ.τ. σπόρος θεωρείται καινοτόμο προϊόν και πρέπει να πατενταριστεί και να επισημανθεί, το τελικό προϊόν που θα προκύψει από τη χρήση αυτού του σπόρου, π.χ. το αλεύρι, θεωρείται «ισότιμο» με το συμβατικό και δεν χρειάζεται να επισημανθεί η «ιδιαιτερότητά» του.

Οι πατέντες στους ζωντανούς οργανισμούς χρησιμοποιούν βία με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ο υποβιβασμός των έμβιων όντων σε μηχανές, πράγμα το οποίο τους αφαιρεί τη φυσική δυνατότητα αυτοοργάνωσης. Στη συνέχεια, αφαιρείται από τους ζωντανούς οργανισμούς η δυνατότητα της αυτοαναπαραγωγής, καθώς οι πατέντες εκτείνονται και στις επόμενες γενιές ζώων και φυτών. Παραδείγματος χάριν, ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει χορηγηθεί στις ΗΠΑ σε μια επιχείρηση βιοτεχνολογίας, την Sungene, για μια ποικιλία ηλίανθων με πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ. Η αξίωση ήταν για το χαρακτηριστικό αυτό (δηλ. την περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ) και όχι μόνο για τα γονίδια που παράγουν το χαρακτηριστικό. Η Sungene έχει δηλώσει ότι η ανάπτυξη οποιασδήποτε ποικιλίας υψηλής σε ελαϊκό οξύ θα θεωρηθεί παράβαση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της. Κατά συνέπεια, μια επιχείρηση μπορεί να εισάγει τα γνωρίσματα μέσω της εφαρμοσμένης γενετικής μηχανικής και να απαιτεί έπειτα το μονοπώλιο στο γνώρισμα ακόμη και στις παραδοσιακές ποικιλίες. Άρα το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προϊόντων ουσιαστικά εξασφαλίζει το ότι δεν έχει σημασία από πού προήλθε ένα προϊόν, μπορεί απλά να είναι είτε αποτέλεσμα φυσικής εξέλιξης είτε προϊόν αναπαραγωγής από την πλευρά των αγροτών. Σπόροι όπως το basmati, το αρωματικό ρύζι από την Ινδία που έχει καλλιεργηθεί επί αιώνες, παραλίγο να θεωρηθούν νέα εφεύρεση της αμερικάνικης εταιρείας RiceTec. Το Neem, που έχει χρησιμοποιηθεί για χιλιετίες στην Ινδία για τον έλεγχο παρασίτων στη γεωργία και στην ιατρική, που υπάρχει σε κάθε σπίτι για τις καθημερινές λειτουργίες, παραλίγο να αντιμετωπιστεί ως εφεύρεση μιας χημικής εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και η τεχνολογία Terminator (εξολοθρευτής), μια τεχνολογία που εταιρείες όπως η Monsanto διαφημίζουν για την ασφάλεια που παρέχει, καθώς αποτρέπει τη διασπορά των γενετικά τροποποιημένων φυτών και τις ενδεχόμενες γενετικές επιμολύνσεις. Αφορά την παρέμβαση της γενετικής μηχανικής στη δημιουργία στείρων σπόρων μίας χρήσης, σπόροι δηλαδή που δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Τι καλύτερο για να σιγουρέψεις την πατέντα που έχεις πάνω σε ένα γενετικά τροποποιημένο φυτό, όταν κανείς αγρότης δεν θα μπορεί να αναπαράγει φυτά από αυτούς τους σπόρους; Και απαριθμώντας όλα αυτά τα παραδείγματα δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι το λόμπι της βιοτεχνολογίας και οι εφαρμογές του ξεπερνάνε τα όρια του αγροτικού τομέα κάνοντας πραγματικότητα το «from farming to pharming».

Παραδοσιακή γνώση: intellectual yes, property no

Το ερώτημα που τίθεται από την κυριαρχία είναι κατά πόσο η παραδοσιακή γνώση αποτελεί ένα ουσιαστικό εργαλείο στην διαδικασία παραγωγής ενός νέου προϊόντος, οπότε και θα έπρεπε να αμείβεται σαν ένας ακόμα συντελεστής παραγωγής. Οι εταιρείες κεφαλαιοποιούν τις επενδύσεις τους όταν μια βελτιωμένη ποικιλία βγει στο εμπόριο. Παρά το γεγονός όμως ότι οι εταιρείες γεωργικών εφοδίων και τα ερευνητικά ιδρύματα λειτουργούν αυστηρά κάτω από τους νόμους της αγοράς και προστατεύουν τα προϊόντα τους, δεν ακολουθούν την ίδια τακτική κατά την απόκτηση απαραιτήτων πληροφοριών και γενετικού υλικού από τους μικροκαλλιεργητές. Οι μικροκαλλιεργητές δεν αποζημιώνονται, γεγονός που αγνοεί επιδεικτικά το ότι η παραδοσιακή γνώση εξοικονομεί χρόνο και χρήμα στη βιομηχανία της σύγχρονης βιοτεχνολογίας, παρέχοντας ενδείξεις για την ανάπτυξη χρήσιμων προϊόντων. Στην περίπτωση μάλιστα εμπορικής χρήσης προϊόντων που ενσωματώνουν μορφές παραδοσιακής γνώσης, οι παραδοσιακές κοινότητες υφίστανται διπλή ζημιά. Από τη μια δεν μοιράζονται τα οικονομικά οφέλη τα οποία καρπώνεται ο κάτοχος της πατέντας, και από την άλλη η απομόνωση και ενσωμάτωση σε ένα τελικό προϊόν συγκεκριμένων ιδιοτήτων ενδημικών σε αναπτυσσόμενες χώρες φυτικών ειδών, συχνά οδηγούν σε μείωση της ζήτησης του ίδιου φυτικού είδους. Η συλλογική γνώση αντιμετωπίζεται από τις εταιρείες σαν κάτι δεδομένο και αυθύπαρκτο, από το όποιο μπορούν να αποκομίσουν κέρδη, ασκώντας μονοπωλιακό έλεγχο πάνω σε ολόκληρες ομάδες πληθυσμών. Σε χώρες όπως η Ινδία, οι αγρότες που κατέχουν την παραδοσιακή γνώση και προσπαθούν να βελτιώσουν τις παραδοσιακές πρακτικές καλλιέργειας είναι αυτοί που οι διάφορες αγροτικές πολιτικές προσπαθούν να εξαναγκάσουν ώστε να προσαρμόσουν τα συστήματα αυτά στη σύγχρονη γεωργική τεχνολογία.

Και ενώ η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα12 αναγνωρίζει την ύπαρξη και τη συμβολή της παραδοσιακής γνώσης, δηλώνοντας ότι «όλα τα μέλη οφείλουν να σέβονται και να διατηρούν τη γνώση, τις καινοτομίες και τις πρακτικές τοπικών κοινωνιών», η συμφωνία TRIPS δεν περιλαμβάνει διατάξεις που να αναγνωρίζουν τη συμβολή και την ιδιαίτερη φύση της παραδοσιακής γνώσης. Όμως και η Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα περιορίζει με κανονισμούς τη βιοπειρατία μόνο στις περιπτώσεις που δεν έχει προηγηθεί διακανονισμός ανάμεσα στον αρχικό κάτοχο, π.χ. ιθαγενείς στην Αφρική, και στην ενδιαφερόμενη εταιρεία. Αν υπάρχει δηλαδή «ενημερωμένη συγκατάθεση»,13 οι παράπλευρες επιπτώσεις της βιοπειρατίας διαγράφονται.

Η βιοπειρατία αποτελεί βασική διάσταση της αξιολόγησης και των κοινωνικών διεργασιών του σύγχρονου καπιταλισμού. Τα Πνευματικά Δικαιώματα παγκοσμιοποιούνται. Χώρες που μέχρι πριν μερικά χρόνια δεν είχαν νομοθεσίες για τα Πνευματικά Δικαιώματα υποχρεούνται πλέον μέσω διεθνών κανονισμών να θεσμοθετήσουν νομικά πλαίσια. Αυτή η εξέλιξη είναι μέρος της επέκτασης του καπιταλιστικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Οι καπιταλιστικές αγορές εξαρτώνται από αντίστοιχα νομικά πλαίσια και τα Πνευματικά Δικαιώματα είναι μέρος τους. Έτσι ο καπιταλισμός εισβάλλει και σε τομείς οι οποίοι είχαν δικές τους εσωτερικές ρυθμίσεις και δεν υπέκυπταν στους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς.

Πηγή: Τοπικοποίηση, topikopoiisi.eu