ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ… (του Hugh Ross)
«Οι ουρανοί διηγούνται ακόμα και σήμερα την ύπαρξη του Θεού». Η φράση αυτή αποτελεί την απάντηση στο πολύ παλιό ερώτημα: «Είναι αυτό το ίδιο το Σύμπαν μια τελική λύση, στοιχείο που ενεργεί και αποφασίζει το ίδιο, ή υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, η θεότητα, που είναι πάνω και πέρα από αυτό, πριν από αυτό, που το δημιουργεί, το διαμορφώνει και το συντηρεί;» Σήμερα, ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η επιστήμη απαντάει στο ερώτημα με έναν ειδικό τρόπο κι ο Χριστιανισμός με διαφορετικό. Κι όμως, αυτό που πιστεύει ο κόσμος απέχει πολύ από την αλήθεια! Στην πραγματικότητα, η επιστημονική έρευνα, που διεξήχθη στις τρεις περασμένες δεκαετίες, αποκάλυψε τη δημιουργική δραστηριότητα του Θεού, αλλά και απέδειξε την τέλεια αρμονία που υπήρχε πάντα ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα και τη Βιβλική αποκάλυψη των ιδιοτήτων του Θεού. Μέρος του προβλήματος έγκειται στους επιστήμονες και στις θεωρίες τους, που βασίζονται στην επιστήμη τους ή στη φύση. Ένα άλλο μέρος του προβλήματος έγκειται στο κενό του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ των ευρημάτων της έρευνας και της ανάλυσής τους, καθώς και μεταξύ της ανάλυσης και της αποδοχής, αλλά και μεταξύ της αποδοχής και της μετάδοσης των ευρημάτων στην επιστημονική κοινότητα. Για τα επόμενα 200 χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση του βιβλίου του Εμμανουήλ Καντ «Παγκόσμια Φυσική Ιστορία και Θεωρία των Ουρανών» (1755), η προεξέχουσα άποψη που επικρατούσε παγκόσμια, ήταν ότι το Σύμπαν υπήρχε «απείρως παλαιό και απείρως μεγάλο». Μέσα σ’ αυτό το άπειρο Σύμπαν, το ζάρι της πιθανότητας θα μπορούσε να είχε ριχτεί, νοητά, άπειρες φορές και με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, θα μπορούσε να συμβεί ένα εντελώς απίθανο «ατύχημα»: Άτομα να συνευρίσκονται για να αποτελέσουν ένα ανθρώπινο ον. Τότε ποια η ανάγκη ενός Θεού δημιουργού; Οι εξισώσεις του Αϊνστάιν Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν όλο και μεγαλύτερα και ισχυρότερα τηλεσκόπια εξέταζαν τον ουράνιο θόλο, η θεωρία ενός άπειρου Σύμπαντος, του Καντ, πήρε το πάνω χέρι. Ο πολύς κόσμος εξίσωσε τα δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων άστρων, με ένα άπειρο σε έκταση Σύμπαν. Αλλά δεν άργησε να έρθει η πρώτη αναταραχή: Η θεωρία της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Οι περίφημες εξισώσεις του, που προείπαν με απόλυτη σχεδόν ακρίβεια την τροχιά του Ερμή, απέδειξαν συγχρόνως και τη θεωρία του, ότι το Σύμπαν διαστέλλεται και συστέλλεται, ένα φαινόμενο που προέρχεται από την κοινή έκρηξη. Κατά συνέπεια, πρέπει να υπήρξε μια αρχική έκρηξη! Κι αν το Σύμπαν είχε κάποια αρχή, είναι πολύ φυσικό να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι πρέπει να έχει και μια αρχή. Ο Αϊνστάιν πρότεινε μια δύναμη, μέσω της οποίας τα αντικείμενα θα απωθούνταν μεταξύ τους, καθώς η απόσταση που τα χώριζε θα μεγάλωνε. Παραδέχτηκε πάντως, ότι αυτή η ακραία θεωρία ήταν ιδεολογική στη βάση της κι όχι επιστημονική. Ο Edwin Hubble απέδειξε σύντομα, ότι οι Γαλαξίες απομακρύνονταν μεταξύ τους (μετά από παρατήρηση και υπολογισμούς), με βάση τις προηγούμενες εξισώσεις. Ο Αϊνστάιν, όμως, αλλά και άλλοι, επέμεναν στην ανάγκη ύπαρξης μιας αρχής, με συνέπεια την παρουσία μιας ανώτερης λογικής δύναμης. Κλείσιμο των παγίδων Μερικοί από τους σοφούς αρνήθηκαν να παραδεχθούν την ανάγκη μιας τέτοιας αρχής κι εργάστηκαν εντατικά για να ξεφύγουν από αυτήν. Ο Sir Arthur Eddington υποστήριξε ότι πρέπει να διήρκεσε σε άπειρη κλίμακα αυτή η αιωνιότητα και αυτό επέτρεψε την εξέλιξη να αναπτυχθεί. Ο Herman Bondi, ο Thomas Gold και ο Fred Hoyle, υποστήριξαν την τυχαία δημιουργία. Σύμφωνα με τη θεωρία τους, το Σύμπαν διαστέλλεται συνεχώς και λαμβάνει μια ανάλλαχτη αιώνια ποιότητα, καθώς τα κενά που αφήνει η διαστολή του, γεμίζουν από την τυχαία συμπλήρωσή τους με νέα ύλη. Ο Willem de Sitter, ο Richard Tolman και ο Robert Dicke, ξαναζωντάνεψαν την αρχαία ινδική θεωρία, για ένα συνεχώς διαστελλόμενο Σύμπαν. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όλες αυτές οι θεωρίες και οι παραλλαγές τους, θεωρούνταν σαν παύσεις της Δημιουργίας, για να αποφύγουν να ομολογήσουν κάποια Θεότητα – Δημιουργό. Μέσα σ’ αυτήν την περίοδο, έγιναν γνωστές οι θεωρίες για τα όρια του Σύμπαντος, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά, όπως η θερμοκρασία του, ο βαθμός διαστολής του και η «εντροπία» του (η τάση για ακαταστασία). Καθώς οι αστρονόμοι κοιτάζουν πίσω στο χρόνο με τα τηλεσκόπιά τους, βλέπουν ένα Σύμπαν που άλλαξε και αναπτύχθηκε ακριβώς όπως το προείπε το μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang), της θεωρίας της Σχετικότητας. Κι ενώ συγκεντρώνονταν οι αποδείξεις για την αρχή της ύλης και της ενέργειας, οι αστροφυσικοί Stephen Hawkins, George Ellis και Roger Penrose, ετοίμαζαν ήσυχα, το 1969-1970, δυο μελέτες καταπληκτικής σημασίας: Αποτέλειωσαν τη θεωρία της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν, μέχρι τα λογικά της συμπεράσματα κι απέδειξαν ότι ο χώρος κι ο χρόνος είχαν κι αυτά κάποια προέλευση, κάποια αρχή. Στην πραγματικότητα, ο χώρος, ο χρόνος, η ύλη και η ενέργεια εμφανίστηκαν ταυτόχρονα. Στα χρόνια που δημοσιεύτηκαν αυτά, η θεωρία της Γενικής Σχετικότητας δεν είχε επαληθευτεί τελειωτικά. Αλλά, το 1980 δεν απέμεινε καμιά λογική αμφιβολία. Η κοινή προέλευση της ύλης, της ενέργειας, του χώρου και του χρόνου, μιλάει για μια πράξη Δημιουργίας, που υπερβαίνει τις διαστάσεις και την ουσία του Σύμπαντος, δηλαδή μια πράξη Δημιουργίας, που μόνον η Βίβλος περιγράφει. Όσο οι αστρονόμοι και οι φυσικοί ανακαλύπτουν τα στοιχεία του Σύμπαντος, τόσο κι αναγνωρίζουν την απόδειξη ενός θεϊκού σχεδίου. Κάθε παραλλαγή στις σταθερές (αριθμοί που μένουν σταθεροί στο χρόνο και στο χώρο του Κόσμου) της φυσικής επιστήμης, θα μας έδινε έναν κόσμο άδειο από ζωή. Αν, για παράδειγμα, η δύναμη του ηλεκτρομαγνητισμού ήταν έστω και ελάχιστα μικρότερη, δε θα υπήρχαν ηλεκτρόνια στην τροχιά τους γύρω από τον πυρήνα του ατόμου. Αν ήταν έστω και ελάχιστα μεγαλύτερη αυτή η δύναμη, ένα άτομο δε θα μπορούσε να «μοιραστεί» μια άλλη τροχιά ηλεκτρονίου με άλλα άτομα. Και στις δυο περιπτώσεις δεν θα υπήρχε ζωή πάνω στη Γη. Περισσότερες από μια δωδεκάδα παράμετροι εξετάστηκαν και βρέθηκε ότι ήταν εξίσου ευαίσθητες. Κάποιος αστροφυσικός παρομοίωσε αυτές τις «συμπτωματικές» ακρίβειες των σταθερών αυτών, με τις πιθανότητες να στηθούν όρθια στις μύτες τους μερικές χιλιάδες καλά ξυσμένα μολύβια και μάλιστα συγχρόνως. Αυτές οι παράμετροι περιλαμβάνουν την επιφανειακή βαρύτητα ενός πλανήτη, τη μάζα του γειτονικού άστρου, το πάχος του φλοιού του και την περιστροφή του πλανήτη. Οι πλανήτες που έχουν πάνω τους ζωή, πρέπει να έχουν, ως ένα βαθμό, ηφαιστειογενή δράση και σεισμούς (ούτε πολλούς, αλλά ούτε και λίγους). Αυτοί οι κατάλογοι των παραμέτρων, που μεγαλώνουν διαρκώς, προμηθεύουν ένα άλλο σώμα πειστικών αποδείξεων για το χέρι του Δημιουργού – Θεού της Βίβλου, που δημιούργησε το Σύμπαν και τη Γη. Η ζωή: Ένα ακόμα θαύμα Με τα όρια του Σύμπαντος καθορισμένα και με τη γνώση των επιστημόνων για τη χημεία της ζωής, μπορούμε σήμερα να καθορίσουμε αν το Σύμπαν είναι αρκετά παλαιό κι αρκετά μεγάλο, όσον αφορά τη ζωή, για να αναπτυχθεί μόνο με φυσικές μεθόδους. Να μερικές από τις ιδιαιτερότητές της: Το Σύμπαν δεν περιλαμβάνει περισσότερα από 1080 πρωτόνια (τα μικρότερα σωματίδια που είναι μέρος του πυρήνα) και υπήρξαν για όχι περισσότερο από 1018 δευτερόλεπτα. Η ηλικία του Σύμπαντος μπορεί να καθοριστεί και με την παρατήρηση: Μπορούμε να κοιτάξουμε στον ουρανό και να μετρήσουμε το μέγεθος του σύμπαντος, καθώς και το βαθμό της διαστολής του. Μετρώντας προς τα πίσω και φτάνοντας στη στιγμή, που ολόκληρο το Σύμπαν δεν ήταν παρά ένα μοναδικό σημείο, μας δίνει κάτι πιο λίγο από 1018 δευτερόλεπτα. Αυτός ο αριθμός επιβεβαιώνεται όταν μετρήσουμε τις υπόλοιπες ποσότητες ραδιενεργών στοιχείων του Σύμπαντος και το βαθμό στον οποίον κατακαίγονται τα άστρα. Οι επιστήμονες μπορούν να συγκρίνουν αυτούς τους αριθμούς, αν και φαίνονται τόσο τεράστιοι, με τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό των παραμέτρων που διέπουν τη διαμόρφωση και του πιο απλού ζωντανού οργανισμού, όπως το χρόνο που χρειάζεται ένα μικρόβιο για να αναπτυχθεί με φυσικές διεργασίες. Κι όταν αυτό το κάνουμε, ανακαλύπτουμε ότι το Σύμπαν είναι λιγότερο από 1010 φορές πιο μικρό και πιο νέο, για να συμμεριστούμε την τυχαία σύναξη των ζωντανών μορίων της ύλης. Μήπως το Σύμπαν μας έχει κερδίσει μερικές στοιχειώδεις πληροφορίες από κάποιο άλλο Σύμπαν; Πάλι η θεωρία της Σχετικότητας «κλείνει την τρύπα». Οι εξισώσεις της αποδεικνύουν ότι οποιοδήποτε άλλο Σύμπαν, που μπορεί να υπάρχει, πρέπει να μείνει έξω από τη μεταξύ τους επαφή και με το δικό μας. Η μοναδική λογική εξήγηση που απομένει τότε, για την εμφάνιση της ζωής πάνω στη Γη, σε οποιαδήποτε μορφή, είναι η ύπαρξη μιας ανώτερης διάνοιας που την εγκατέστησε. Εμείς, πάντως, όταν παρατηρούμε το Σύμπαν, βλέπουμε μια πειστική κι αναπόφευκτη απόδειξη του έργου του Θεού. Απλά, δε βλέπουμε μια δύναμη ή κάποιον ημίθεο, που τον έφτιαξαν οι ανθρώπινες θρησκείες, αλλά έναν Υπερέχοντα, προσωπικό, Δημιουργό – Θεό, που υπάρχει πριν και πέρα από το Σύμπαν, αλλά και μέσα σ’ αυτό. Τέτοιος είναι ο Θεός που αποκαλύπτει τον Εαυτό Του μέσα στον κόσμο και τέτοιος είναι ο Θεός που αποκαλύπτει τον Εαυτό Του μέσα στα λόγια της Βίβλου. Πολλή βοήθεια δίνει αυτή νέα θεώρηση του κόσμου, όταν πρόκειται να κερδίσει τους σκεπτικιστές για την ύπαρξη του Θεού. Τους δείχνει ολοφάνερα ότι η Βιβλική αλήθεια για το Θεό είναι πραγματική αλήθεια κι αξίζει να αποχτήσει κάποιος αυτήν την πίστη. Η σύγχυση που παρατηρείται με κάτι παράδοξα που περιέχει η Βίβλος (όπως η Τριάδα, ο απόλυτος προορισμός, η ελευθερία επιλογής κλπ.), μπορούν να λυθούν, όταν ο καθένας γίνει κατανοητός μέσα στο πλαίσιο ενός Θεού, που υπάρχει έξω από τις διαστάσεις στις οποίες συνηθίσαμε να ζούμε και να σκεπτόμαστε: μήκος, πλάτος, ύψος και χρόνος. Γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός βρίσκεται έξω από το χρόνο. Αυτός δημιούργησε το χρόνο, το χώρο, την ενέργεια και την ύλη. Το καθημερινό «βάδισμα» του Χριστιανού (οι αποκρίσεις του στους ανθρώπους, στις περιστάσεις και στον ίδιο το Θεό) μετασχηματίζεται, καθώς αρχίζει να νιώθει ότι ο Σωτήρας του, που δεν τον βλέπει, μπορεί να είναι πιο τρανός και πιο ισχυρός από τη Δημιουργία Του, αλλά και πιο κοντά στην ανάσα του. Hugh Ross |