1

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ (του Θανάση Γιαλκέτση)

Πριν από 500 χρόνια, το 1516, ο Αγγλος Τόμας Μορ (1487-1535) δημοσίευσε στη Λουβέν το βιβλίο του «Ουτοπία». Ο Μορ αφηγούνταν την ιστορία ενός ταξιδιώτη, ο οποίος ναυάγησε σε ένα άγνωστο νησί, όπου βρήκε μια πολιτεία βασισμένη στην κοινοκτημοσύνη των αγαθών, στην αλληλέγγυα συνεργασία και τη θρησκευτική ανεκτικότητα.
Η Αγγλία της εποχής του μαστιζόταν από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, από τη φτώχεια και την εξαθλίωση των εργαζόμενων τάξεων και την απληστία μιας ολιγαρχίας του πλούτου, που στήριζε τα σκανδαλώδη προνόμιά της στην αυθαιρεσία και την αρπαγή.
Σύμφωνα με τη Νάντια Ουρμπινάτι, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, «η “Ουτοπία δεν περιγράφει ένα όνειρο φυγής στη γη της αφθονίας.

Δεν είναι ένας τόπος απόδρασης από το παρόν, αλλά μια άσκηση φαντασίας που καταγγέλλει την αδικία και την αταξία της υπάρχουσας κοινωνίας και καταδεικνύει τις αρχές με βάση τις οποίες είναι δυνατόν να εξαλείψουμε αυτά τα δεινά.

Το νησί που δεν υπάρχει, και που φαντάστηκε ο Μορ, φωτίζει τους κανόνες της καλής ιδιωτικής και συλλογικής ζωής, σύμφωνα με ένα ιδεώδες το οποίο αρμόζει στην ανθρώπινη φύση ως ένα “δέον είναι” που ο λόγος υποδεικνύει, και όχι ως ένα σχέδιο που βρίσκεται έξω και πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Με αυτή την έννοια, η ουτοπία είναι η μήτρα των νεότερων συνταγμάτων, των νόμων που γράφουν οι λαοί στη δημιουργική τους φάση, όταν βγαίνουν από μεγάλα βάσανα και κατορθώνουν να στοχαστούν με μεγάλα οράματα, σκεφτόμενοι όχι αυτό που τους βολεύει στη δεδομένη στιγμή, αλλά εκείνο που θα καταστήσει τη χώρα άξια για τις μελλοντικές γενεές.

Η ικανότητα να φανταζόμαστε το μέλλον εμπεριέχεται στο παρόν, ως ένα σημείο αναφοράς χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε επιλογές. Η ουτοπία είναι ένα υποδειγματικό δημιούργημα αυτής της ικανότητας. Ενας τόπος που δεν υπάρχει και που μας είναι αναγκαίος».

Μιλώντας για την ουτοπία ο Ιταλός φιλόσοφος Ρομπέρτο Εσπόζιτο σημειώνει: «Ηδη από το ίδιο το όνομά της –που παραπέμπει σε έναν τέλειο, αλλά ανύπαρκτο τόπο– η “Ουτοπία” παρουσιάζει μια συστατική αμφισημία, που διατρέχει όλη την ιστορία της.

Μετεωριζόμενη πάντοτε μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, λογοτεχνίας και πολιτικής, δογματισμού και κριτικής, η ουτοπία θεωρήθηκε άλλοτε πρόδρομος του ολοκληρωτισμού και άλλοτε προάγγελος της ελευθερίας. Παρά το ότι ορισμένοι την ανάγουν στην “Πολιτεία” του Πλάτωνα, αυτή είναι στην πραγματικότητα νεότερο είδος που ανάγεται ουσιαστικά στον 16ο αιώνα.

Διαφορετικά από τις ουτοπικές αφηγήσεις της ελληνιστικής εποχής –όπως εκείνες του Ευήμερου, του Εκαταίου, του Ιάμβουλου–, που αναφέρονται σε μια μυθική χρυσή εποχή, η οποία τοποθετείται στο πιο απόμακρο παρελθόν, η αναγεννησιακή ουτοπία στρέφεται κυρίως προς το μέλλον.

Η ίδια η ιδέα του “νησιού”, στο οποίο τοποθετεί την ουτοπία ο Μορ, συμβολίζει την απομάκρυνση από τη στεριά της κλασικής και της χριστιανικής παράδοσης.

Η ουτοπία θέλει να ανασυγκροτήσει βέβαια μια συνθήκη φυσικής ισότητας, αλλά το κάνει με τεχνητά εργαλεία και με μια σχεδιοποίηση τεχνικού τύπου.

»Η τέλεια κατάσταση δεν είναι δεδομένη στη φύση, αλλά είναι το προϊόν ενός ορισμένου ανθρώπινου σχεδιασμού. Ακριβώς αυτό το στοιχείο του ολικού σχεδιασμού, που αποβλέπει στην παραγωγή μιας τέλειας κοινωνίας, εκθέτει ωστόσο την ουτοπία στον κίνδυνο του εκφυλισμού.

Πολύ φανερό στην “Πολιτεία του Ηλιου” του Καμπανέλα, αυτό το χαρακτηριστικό της κοινωνικής μηχανικής διαπερνάει τις ουτοπίες του 18ου και του 19ου αιώνα.

Ούτε και η κριτική του Μαρξ στον ουτοπικό σοσιαλισμό του Σεν Σιμόν και του Φουριέ, που διατυπώνεται στο όνομα ενός επιστημονικού σοσιαλισμού, δεν μένει αμόλυντη από μιαν ολιστική τάση. Αυτό εξηγεί τη μετατροπή της ουτοπικής αφήγησης σε δυστοπία, που συντελείται στον 20ό αιώνα με τον “Θαυμαστό καινούργιο κόσμο” του Χάξλεϊ και το “1984” του Οργουελ.

»Ωστόσο, αυτή η καταδίκη δεν τερματίζει την ιστορία της ουτοπίας, όπως καταδεικνύει η αναζωογόνησή της με το “Πνεύμα της ουτοπίας” και την “Αρχή της ελπίδας” του Ερνστ Μπλοχ. Από τότε που κατέπεσε η προμηθεϊκή αξίωση της τελειοποίησης του ανθρώπινου γένους, η ουτοπία διατηρεί ακέραιη τη χειραφετική της ορμή απέναντι στις υπάρχουσες εξουσίες.

Θα λέγαμε ότι αυτή διατηρεί αμείωτο το κύρος της, υπό τον όρο να μη φανταζόμαστε ότι μπορεί να υλοποιηθεί ολικά, να παραμένει ένα σχέδιο ανοιχτό, ανολοκλήρωτο. Οπως μας διδάσκει ο Καντ, οι ιδέες του λόγου δεν προορίζονται να εφαρμοστούν πλήρως στην πραγματικότητα, αλλά, αν υιοθετηθούν ως ρυθμιστικά ιδεώδη, μπορούν να οδηγήσουν σε ανέφικτα εκ πρώτης όψεως αποτελέσματα».

Ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζιανκάρλο Μποζέτι παρατηρεί: «Ουτοπία είναι σήμερα και η πλήρης απασχόληση. Γεγονός είναι ότι αυτά που αξίζουν κακή φήμη δεν ήταν τα ιδεώδη, αλλά ορισμένα ελαττώματα που συνόδευαν συχνά την ουτοπία και που είχαν ως αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Το ελάττωμα δεν είναι η υψηλή φιλοδοξία της επιθυμίας, αλλά εκείνη που οι μεγάλοι επικριτές του ουτοπισμού –όπως οι Καρλ Πόπερ και Αϊζάια Μπερλίν– εντόπισαν ως την πιο επικίνδυνη όψη του: η πεποίθηση ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μια τέλεια κοινωνία, απαλλαγμένη από τις συνήθεις ατέλειες (εγωισμός, απληστία, καιροσκοπισμός κ.λπ.).

»Αυτή η τελειοθηρία είναι στενός συγγενής της επαναστατικής βουλησιαρχίας, που κάνει μιαν ελίτ να πιστεύει ότι κατέχει τη γνώση της κατεύθυνσης της ιστορίας.

Το ότι ορισμένοι γνωρίζουν προς τα πού πηγαίνει ο ποταμός συνεπάγεται ότι το τίμημα των βασάνων που πρέπει να πληρωθεί είναι τα αναγκαία διόδια, προκειμένου να απελευθερωθεί η πορεία του από τα εμπόδια (Πόπερ), ενώ οι εκλεκτοί που μαγειρεύουν την ιστορία συνεχίζουν να σπάνε μιαν αυξανόμενη ποσότητα αυγών με τη δικαιολογία, που χρησιμοποιούσε και ο Στάλιν, ότι χρειάζεται να φτιάξουν μιαν ομελέτα, η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ στο τραπέζι (Μπερλίν).

Η θεραπεία αυτού του ελαττώματος έγκειται στο να επιδιώκουμε τη μετριοπάθεια και τον βαθμιαίο χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων, αλλά και στο να αποδεχόμαστε εκείνη την ποικιλία και το απρόβλεπτο των συμπεριφορών που φανερώνουν ότι δεν είμαστε αλάθητοι, καθώς και ότι είμαστε διαφορετικοί. Είναι τα αναμφισβήτητα δεδομένα πάνω στα οποία ο Βολτέρος έχτισε το οικοδόμημα της ανεκτικότητας».

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών, efsyn.gr