1

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ (του Μιχαήλ Δ. Δερμιτζάκη)

Η μεγάλη σπουδαιότητα της προσωπικότητας του γεωλόγου είναι απαραίτητη διότι η Γεωλογία είναι ιστορική επιστήμη. Όπως στην ιστορία η ύλη στα χέρια παραμένει σιωπηλή και δεν αξίζει τίποτα αν δε δημιουργηθούν ερωτήματα, αν δεν τεθούν προβλήματα και αν δε δοθούν απαντήσεις, έτσι και στη Γεωλογία ο γεωλόγος κατά την έρευνά του πρέπει να έχει ένα «διάλογο με τη Γη». Βέβαια είναι φανερό, ότι στη συνομιλία αυτή, ο χαρακτήρας του υποκειμένου μπορεί εύκολα να σφετερισθεί σπουδαιότητα, ίση με εκείνη της φύσεως του αντικειμένου, που είναι η Γη.

Η ίδια η φύση της Γης αποφασίζει τη θέση της Γεωλογίας ανάμεσα στις συγγενείς επιστήμες. Η Φυσική και η Χημεία είναι τυπικές βασικές επιστήμες, οι οποίες μέχρις ενός σημείου εργάζονται με αφηρημένες έννοιες, δηλαδή μεμονωμένες αντιδράσεις στην καθαρή ύλη μέσα σε κλειστά συστήματα. Όμως κατά τη διάρκεια δισεκατομμυρίων ετών η Γη παραμένει ένα «ανοικτό σύστημα» ανάμεσα σ’ ένα κοσμικό περιβάλλον. Σ’ αυτό το περιβάλλον η ύλη αντιδρά επί της ύλης σ’ ένα άπειρο αριθμό συνδυασμών με τέτοιο τρόπο που τελικά νέες δυνατότητες και νέοι παράγοντες δημιουργούνται και που μπορούν να εξηγηθούν αμέσως από τους φυσικούς νόμους των βασικών επιστημών.

Με βάση λοιπόν τα νέα αυτά φαινόμενα με τις νέες τους δυνατότητες, βλέπουμε ότι οι φυσικές επιστήμες τείνουν να κατέχουν την παρακάτω ιεράρχηση Φυσική, Χημεία, Γεωλογία, Βιολογία, Ψυχολογία.

Οι γεωλογικές επιστήμες δοκιμάζουν τελευταία μια επανάσταση που θα μπορούσε να συγκριθεί με την επανάσταση του Κοπέρνικου στην Αστρονομία, την επανάσταση του Δαρβίνου στη Βιολογία και εκείνη του Αϊνστάιν στη Φυσική. Αυτές οι βαθειές αλλαγές στην επιστημονική σκέψη ήσαν όλες βασισμένες σε απλές ιδέες: στην αστρονομία ο ηλιοκεντρισμός, στη βιολογία η εξέλιξη και στη φυσική η σχετικότητα. Για τη γεωλογία η ενοποιητική ιδέα υπήρξε η μετακίνηση των ηπείρων, για πρώτη φορά αναπτυγμένη σε μια ολοκληρωμένη θεωρία από το Γερμανό μετεωρολόγο Alfred Wegener. Συνεπώς η επανάσταση στη Γεωλογία θα μπορούσε να ονομαστεί επανάσταση του Wegener.

Το ενδιαφέρον για τα γεωλογικά προβλήματα από επιστήμονες άλλων πεδίων έχει δώσει νέες κατευθύνσεις και έμφαση στις γεωεπιστήμες, κυρίως μέσα από μελέτες των ωκεάνιων βυθών και της σελήνης. Χημικοί, φυσικοί, αστρονόμοι και ωκεανογράφοι προσελκύονται από τη συναρπαστική προσδοκία να πετύχουν μια καλύτερη κατανόηση της καταγωγής και εξελίξεως της Γης. Οι κλάδοι της θαλάσσιας γεωχημείας, θαλάσσιας γεωφυσικής και αστρονομίας που πρόσφατα δημιουργήθηκαν, αντανακλούν αυτά τα ενδιαφέροντα.

Ειδικότερα, οι γεωλογικές επιστήμες έχουν αλλάξει ριζικά την άποψή μας για τη σταθερότητα του γήινου φλοιού. Επί πολλά χρόνια, οι γεωλόγοι πίστευαν ότι η Γη είναι ένα σχετικά άκαμπτο σώμα, στο οποίο μόνο μικρές μετακινήσεις του φλοιού θα μπορούσαν να συμβούν. Στα 1960, ωκεανογραφικές και γεωφυσικές μελέτες έφεραν στο φως εντυπωσιακές αποδείξεις για τη δημιουργία νέου θαλάσσιου πυθμένα στις μεσο-ωκεάνιες ράχες και για την απομάκρυνση τεράστιων τμημάτων του φλοιού από αυτές τις ράχες.

Σαν αποτέλεσμα αυτών των μελετών, η ιδέα της επεκτάσεως του θαλάσσιου πυθμένα έχει γίνει ευρέως παραδεκτή. Παλαιοντολογικές, στρωματογραφικές, παλαιομαγνητικές, παλαιοκλιματολογικές και γεωχρονολογικές μελέτες έχουν δώσει πρόσθετη ενίσχυση στον ισχυρισμό του Wegener ότι οι ήπειροι ήσαν κάποτε τμήματα μιας ενιαίας μάζας. Οι ίδιες αποδείξεις υποδηλώνουν επίσης ότι αυτή η ίδια μάζα είχε σχηματισθεί από μία προηγηθείσα ένωση διαφόρων μικρότερων ηπείρων. Επί πλέον, η παρουσία αρχαιότατων ορεινών ζωνών στα περιθώρια αυτών των αρχαίων ηπειρωτικών τεμαχών δείχνει, ότι υπήρχε μια υποθαλάσσια ροή του θαλάσσιου πυθμένα στα περιθώρια του ενός ή του άλλου ηπειρωτικού τεμάχους σε διαφορετικές εποχές επί μερικά δισεκατομμύρια χρόνια.

Μιχαήλ Δ. Δερμιτζάκης
Επίτιμος – Ομότιμος Καθηγητής Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας | Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος ΕΚΠΑ


Πηγή/φωτογραφία: indeepanalysis.gr