1

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ (του Σπύρου Μανουσέλη)

Γιατί η χαρά, η λύπη, η αηδία, η λαγνεία ή η πλήξη που «βλέπουμε» στα πρόσωπα των άλλων είναι τόσο μεταδοτικές, ώστε να επηρεάζουν βαθύτατα τη διάθεσή μας; Γιατί το χασμουρητό, το γέλιο ή το κλάμα είναι τόσο κολλητικά;
Αυτή η ικανότητά μας να «συν-αισθανόμαστε», δηλαδή να «βιώνουμε», ακόμη και σωματικά, αλλότρια συναισθήματα και συγκινήσεις, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης διαπροσωπικής σχέσης και συνεπώς ολόκληρης της κοινωνικής μας ζωής.


Η βαθιά ριζωμένη βιοψυχολογική μας ικανότητα για ενσυναίσθηση, μολονότι μέχρι πρόσφατα υποτιμημένη (κοινωνικά) και παραμελημένη (επιστημονικά), έχει μετατραπεί στις μέρες μας σε αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης τόσο των νευροεπιστημών όσο και της εξελικτικής ψυχολογίας. Κοινός στόχος αυτών των επιστημών είναι να αποκαλύψουν αφενός τις βιολογικές –εξελικτικές και εγκεφαλικές– προϋποθέσεις και αφετέρου τους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την εμφάνισή της.
Στο σημερινό άρθρο θα εξετάσουμε τα κυριότερα συμπεράσματα αυτών των ερευνών, ενώ στο επόμενο θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στις ιδιαίτερα ανατρεπτικές επιστημονικές και κοινωνικές τους συνέπειες.

→Η «ενσυναίσθηση» δεν είναι απλώς ένας επιστημονικός νεολογισμός, αλλά μια θεμελιώδης βιοψυχολογική λειτουργία: αναφαίρετο συστατικό των σχέσεών μας με τους άλλους και με τον κόσμο που μας περιβάλλει. Μήπως εν τέλει η αλτρουιστική ενσυναίσθηση και η κοινωνική αλληλεγγύη δεν αποτελούν αμιγώς «πολιτικές» ή «ηθικές», αλλά «βιολογικές» επιταγές;

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

Φανταστείτε ένα συμπαθητικό κοριτσάκι τριών ετών, τη Μαρία, η οποία, ενώ παίζει ανέμελα στην παιδική χαρά, βλέπει τον Γιώργο, ένα άγνωστο συνομήλικο παιδάκι, να κλαίει σπαρακτικά επειδή έπεσε από την κούνια. Η άμεση αντίδρασή της είναι να βάλει κι αυτή τα κλάματα και αμέσως μετά να του προσφέρει την αγαπημένη της κούκλα για να τον παρηγορήσει.

Θα ήταν σοβαρό σφάλμα να πιστέψει κανείς ότι τέτοιες εκδηλώσεις ενσυναίσθησης στον πόνο των άλλων αφορούν μόνο τα νήπια. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα πιο ευγενή συναισθήματά μας –η συμπόνια, ο αλτρουισμός, ακόμη και ο έρωτας– εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιαίτερα αναπτυγμένη ικανότητα του είδους μας για «ενσυναίσθηση».

Κοντολογίς η ενσυναίσθηση, δηλαδή η μη συνειδητή και μη λεκτική ικανότητα του νου «να μπαίνει στη θέση των άλλων» και να αντιλαμβάνεται τα πιο «ιδιωτικά» τους βιώματα, αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις όχι μόνο της κοινωνικής μας ζωής, αλλά και της βιολογικής μας επιβίωσης.

Πώς ένα «βασανιστικό αίνιγμα» έγινε επιστημονικό πρόβλημα
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες πλήθος νευροψυχολογικών ερευνών έχουν επιβεβαιώσει και έχουν αρχίσει να εξηγούν με επιστημονικούς όρους αυτό που ανέκαθεν γνωρίζαμε ή μάλλον διαισθανόμασταν εμπειρικά: όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, διαπροσωπικές και κοινωνικές, βασίζονται και σε μεγάλο βαθμό επηρεάζονται από «μη λεκτικούς» και εν μέρει μη συνειδητούς κώδικες επικοινωνίας. Από τις ανεπαίσθητες αλλαγές στον τόνο της φωνής, στη στάση του σώματος, αλλά και από τις χειρονομίες ή από τις εκφράσεις του προσώπου του συνομιλητή μας καταλαβαίνουμε πολύ περισσότερα από όσα ο ίδιος μας λέει ή, ενδεχομένως, από όσα θα ήθελε να καταλάβουμε.

Για να εξηγήσουν αυτή τη «μαγική» ικανότητα να ταυτιζόμαστε ή να εισδύουμε απρόσκλητοι στις «εσωτερικές» νοητικές καταστάσεις των άλλων προσώπων, οι ειδικοί χρησιμοποιούν την έννοια «empathy», όρος που ορθά αποδίδεται ως «ενσυναίσθηση» και όχι βέβαια ως «συμπάθεια» (sympathy) ή ακόμη χειρότερα ως «εμπάθεια». Την αποφασιστική λειτουργία της ενσυναίσθησης την εισηγήθηκαν τον 19ο αιώνα οι Γερμανοί φιλόσοφοι Χέρμαν Λότζε (Hermann Lotze) και Ρόμπερτ Φίσερ (Robert Vischer), υιοθετώντας τον όρο Einfühlung («η αίσθηση του εντός σε»), ο οποίος αποδόθηκε αργότερα στα αγγλικά ως empathy.

Οσο για τη γενεαλογία αυτής της έννοιας, θα πρέπει να ανατρέξει κάποιος στα κείμενα των ρομαντικών συγγραφέων του 18ου αιώνα Χέρντερ (J. G. Herder) και Νοβάλις, οι οποίοι θεωρητικοποίησαν την υπερβατική εμπειρία της ατομικής ψυχής και την ενότητά της με την αντικειμενική Φύση. Ωστόσο μόνο μετά το 1906, με τη δημοσίευση της μονογραφίας του Γερμανού φιλόσοφου-ψυχολόγου Τέοντορ Λιπς (Theodor Lipps) με τίτλο «Ενσυναίσθηση και αισθητική απόλαυση», η έννοια αυτή θα αρχίσει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή της στα φιλοσοφικά σαλόνια της κεντρικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Λιπς, η ενσυναίσθηση αποτελεί την αναγκαία συνθήκη όχι μόνο κάθε αισθητικής εμπειρίας, αλλά και της βαθύτερης ενότητας του υποκειμένου με τον κόσμο.

Το επόμενο βήμα στην εξέλιξη αυτής της έννοιας θα πραγματοποιηθεί με την πρωτοποριακή φαινομενολογική προσέγγιση της Εντιθ Στάιν (Edith Stein), νεαρής μαθήτριας του μεγάλου φιλόσοφου Εντμουντ Χούσερλ (Ε. Husserl). Το 1916 στη διδακτορική της διατριβή με τίτλο «Περί του προβλήματος της ενσυναίσθησης», η Στάιν κατάφερε να μετατρέψει σε φιλοσοφικό πρόβλημα ό,τι μέχρι τότε ήταν ένα «βασανιστικό αίνιγμα», όπως ο ίδιος ο Χούσερλ περιέγραφε την ενσυναίσθηση.

Για τη νεαρή φιλόσοφο, αντίθετα, η ενσυναίσθηση αποτελεί την εμπειρία «που βρίσκεται στη βάση όλων των νοητικών ενεργημάτων μέσω των οποίων προσεγγίζουμε ένα άλλο πρόσωπο». Σύμφωνα με τη Στάιν, η ενσυναίσθηση είναι το παράδοξο εκείνο ενέργημα μέσω του οποίου μια αλλότρια πραγματικότητα μετατρέπεται σε συστατικό στοιχείο της βαθύτερης και διευρυμένης εμπειρίας μας αυτού που υπάρχει πέρα και έξω από εμάς: ό,τι εμείς δεν είμαστε, ό,τι δεν έχουμε ακόμη βιώσει ή δεν θα βιώσουμε ποτέ, και ό,τι μας μεταθέτει αλλού, στο ανοίκειο.

Και αποτελεί, δυστυχώς, ειρωνεία της Ιστορίας το ότι αυτή η πρώτη αξιόλογη ερευνήτρια της ενσυναίσθησης έπεσε η ίδια θύμα της παντελούς έλλειψης ενσυναίσθησης των Γερμανών ναζί: λόγω της εβραϊκής καταγωγής της μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου και εξοντώθηκε σε θάλαμο αέριων. Πάντως, δεκαετίες αργότερα, πολλές από τις πρωτοποριακές ιδέες τής Στάιν επιβεβαιώθηκαν από την επιστημονική διερεύνηση των φαινομένων της ενσυναίσθησης.

Εντούτοις, και παρά τις διαισθητικές φαινομενολογικές προσεγγίσεις, το αποφασιστικό ερώτημα παρέμενε αναπάντητο: από ποιους εγκεφαλικούς μηχανισμούς εξαρτάται και πώς ρυθμίζεται αυτή η τόσο μυστηριώδης ψυχολογική μας ικανότητα; Διότι βέβαια μια επιστημονική εξήγηση της ενσυναίσθησης, όπως και κάθε άλλης νοητικής ή ψυχολογικής μας ικανότητάς, θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να αναζητηθεί στα δαιδαλώδη νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου μας. Ναι, αλλά πού ακριβώς;

Από πολύ καιρό ήταν γνωστό στους νευρολόγους ότι ασθενείς οι οποίοι είχαν υποστεί –μετά από ασθένεια ή τραυματισμό– κάποια βλάβη στον μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου τους εκδήλωναν μια περίεργη δυσλειτουργία: ενώ ήταν απολύτως ικανοί να κατανοούν το σημασιολογικό περιεχόμενο των λέξεων που άκουγαν, δεν ήταν πλέον σε θέση να αναγνωρίσουν το συναισθηματικό περιεχόμενο ή τις ψυχικές «αποχρώσεις» τους. Αλλοι πάλι ασθενείς με βλάβη σε διαφορετικά εγκεφαλικά κέντρα έχαναν την ικανότητα όχι να κατανοούν, αλλά να εκφράζουν τα συναισθήματά τους.

Πρόκειται για τη διαδεδομένη νευρολογική πάθηση που περιγράφεται ως «Αλεξιθυμία» (Alexithymia). Ο όρος εισάγεται το 1972 από τον ψυχίατρο Πέτρο Συφναίο και έκτοτε έχει επικρατήσει στη διεθνή ορολογία. Η λέξη προέκυψε από τον συνδυασμό του αρχαίου ρήματος «αλέξω»: απωθώ, απομακρύνω αλλά και προστατεύομαι (π.χ. αλεξικέραυνο, αλεξίσφαιρο κ.ά.), και τον «θυμό», που σημαίνει το συναίσθημα, άρα αλεξιθυμία είναι η δυσλειτουργία αντίληψης ή έκφρασης των συναισθημάτων.

Βασιζόμενη στη μελέτη τέτοιων κλινικών περιπτώσεων, η επιφανής Αμερικανίδα νευρολόγος Λέσλι Μπρόδερς (Leslie Brothers) πρότεινε το 1979 την πρώτη ικανοποιητική νευρολογική εξήγηση της ενσυναίσθησης. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι στις εκδηλώσεις ενσυναίσθησης εμπλέκονται κυρίως το μεταιχμιακό σύστημα και η αμυγδαλή, δύο εγκεφαλικές δομές που από τότε ήταν γνωστό ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στη γέννηση και την επεξεργασία των συναισθημάτων.

Πολύ σύντομα όμως άλλες έρευνες κατέστησαν σαφές ότι αυτή η παραδοσιακή και αυστηρά εντοπιστική προσέγγιση της ενσυναίσθησης σε κάποια μακροσκοπικά «κέντρα» του εγκεφάλου ήταν όχι μόνο απλοϊκή, αλλά και παραπλανητική.

Από την αλεξιθυμία στους νευρώνες-κάτοπτρα
Το αποφασιστικό βήμα για την αποκάλυψη των νευρωνικών υποδομών και των εγκεφαλικών κυκλωμάτων της ενσυναίσθησης ήταν η τυχαία παρατήρηση που έκαναν στο εργαστήριό τους κάποιοι άγνωστοι, τότε, Ιταλοί ερευνητές που εργάζονταν στο Πανεπιστήμιο της Πάρμας στην Ιταλία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Τζάκομο Ριτσολάτι (Giacomo Rizzolatti), Βιτόριο Γκαλέζε (Vittorio Gallese) και Λεονάρντο Φογκάσι (Leonardo Fogassi) διαπίστωσαν ότι οι πίθηκοι μακάκοι διέθεταν ένα πολύ ιδιαίτερο και παντελώς άγνωστο μέχρι τότε είδος νευρικών κυττάρων: κάποιους ειδικούς νευρώνες που τους επέτρεπαν να καταγράφουν και να αναγνωρίζουν τις κινήσεις ή τους ήχους των ατόμων που βρίσκονταν γύρω τους.

Τοποθετώντας μικροηλεκτρόδια στον εγκεφαλικό φλοιό των πιθήκων, αυτοί οι ερευνητές μελετούσαν πώς ακριβώς αντιδρούσε ο εγκέφαλος των πιθήκων σε διάφορα κινητικά ερεθίσματα, π.χ. όταν οι πίθηκοι έπιαναν μια ρώγα σταφύλι ή μια μπανάνα για να τη φάνε. Ενα πρωί, μπαίνοντας στο εργαστήριο, ο Φογκάσι πήρε ασυναίσθητα μια ρώγα σταφύλι και την έβαλε στο στόμα του. Και τότε συνέβη κάτι πολύ περίεργο: την ίδια στιγμή ενεργοποιήθηκαν κάποιοι νευρώνες στον προκινητικό φλοιό του πιθήκου που τον κοιτούσε να τρώει το σταφύλι!

Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλος του πιθήκου αντέδρασε σαν να είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος αυτήν την κίνηση! Από αυτήν την αρχικά τυχαία παρατήρηση τα επόμενα χρόνια ο Ριτσολάτι και η ομάδα του (βλ. ειδικό πλαίσιο) θα οικοδομήσουν την επαναστατική θεωρία τους για τους νευρώνες-κάτοπτρα (mirror neurons).

Σήμερα θεωρείται επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι στον εγκεφαλικό φλοιό των περισσότερων θηλαστικών (του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου) υπάρχει πράγματι μια ειδική ομάδα νευρώνων, οι οποίοι ενεργοποιούνται αυτομάτως όποτε ανιχνεύουν κάποια κινητική ή άλλη σωματική μεταβολή είτε στο ίδιο το ζώο είτε σε κάποιον οργανισμό που βρίσκεται κοντά του.

Πράγματι, οι «νευρώνες-κάτοπτρα» ενεργοποιούνται όχι μόνο όταν ο οργανισμός εκτελεί ο ίδιος κάποια πράξη, αλλά και όταν βλέπει απλώς κάποιον άλλο οργανισμό να εκτελεί αυτή την πράξη. Για παράδειγμα, οι νευρώνες-κάτοπτρα ενεργοποιούνται πάντοτε είτε όταν ο μακάκος τρώει μια μπανάνα είτε όταν βλέπει κάποιον άλλο πίθηκο ή έναν άνθρωπο να τρώει μια μπανάνα.

Και η διαφοροποίηση των νευρώνων-κατόπτρων κατά την εξέλιξη των εγκεφάλων των θηλαστικών θα πρέπει να έγινε επειδή οι νευρώνες αυτοί συνέβαλαν όχι μόνο στην εκμάθηση νέων κινήσεων αλλά και στην αναπαραγωγή μέσω μίμησης πιο σύνθετων προτύπων συμπεριφοράς. Πράγματι, όπως επιβεβαιώθηκε από μετέπειτα έρευνες, αυτή η ομάδα «κοινωνικών» νευρώνων βρίσκεται πίσω από όλες σχεδόν τις εντυπωσιακές επικοινωνιακές, μαθησιακές και κοινωνικές ικανότητες των ανώτερων θηλαστικών. Και ενδεχομένως αποτελεί το βιολογικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη των ανώτερων νοητικών-συναισθηματικών ικανοτήτων του είδους μας.

Οσο για την τολμηρή, τότε, υπόθεση ότι εκτός από τους πιθήκους και εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε ένα ανάλογο, αν και πολύ πιο πολύπλοκο, σύστημα από νευρώνες-κάτοπτρα, θεωρείται σήμερα επαρκώς επιβεβαιωμένη και διαθέτει μια απρόσμενη εξηγητική δύναμη! Οπως θα δηλώσει ο ινδικής καταγωγής επιφανής νευροεπιστήμονας Β. Ραματσάντραν (V.R. Ramachandran): «Οι νευρώνες-κάτοπτρα θα αποδειχτούν για την ψυχολογία ό,τι ήταν η ανακάλυψη του DNA για τη βιολογία: το πλαίσιο εντός του οποίου μπορούμε να εξηγήσουμε μια σειρά από νοητικές ικανότητες που μέχρι σήμερα παρέμεναν μυστηριώδεις και απροσπέλαστες πειραματικά».

Γιατί σε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης και γενικευμένης κοινωνικής βαρβαρότητας όπως η σημερινή, όπου ο τυφλός οικονομικός ανταγωνισμός συνοδεύεται από τον πιο ακραίο και ανερυθρίαστο εγωτισμό, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός ατόμων φαίνεται να οδηγείται σε μια ναρκισσιστική ή, ακριβέστερα, αυτιστική κωφότητα απέναντι στον πόνο και τα δεινά των συνανθρώπων μας; Αυτό το ακανθώδες ερώτημα θα επιχειρήσουμε να το διαφωτίσουμε στο επόμενο άρθρο μας.

……………………………………………

Η επιβράβευση του πατριάρχη των νευρώνων-κατόπτρων

ensynaisthisi manouselis efsyn2Πριν από μερικές εβδομάδες ανακοινώθηκε στον Τζάκομο Ριτσολάτι (Giacomo Rizzolatti) ότι κέρδισε το φετινό βραβείο «Brain Prize 2014» για τις πρωτοποριακές έρευνές του. Ο διάσημος Ιταλός νευροεπιστήμονας αναγνωρίζεται διεθνώς ως ο πατέρας και ο αναμφισβήτητος, μέχρι σήμερα, πρωταγωνιστής των ερευνών για τους νευρώνες-κάτοπτρα. Το «Brain Prize», που θεωρείται ισότιμο αν όχι σημαντικότερο από το Βραβείο Νόμπελ, είναι η μέγιστη επιβράβευση και αναγνώριση που ένας ερευνητής των επιστημών του εγκεφάλου (Νευροεπιστημών) μπορεί να λάβει για το ερευνητικό του έργο.

Ετσι, το φετινό «Brain Prize 2014» απονεμήθηκε στις 8 Μαΐου σε τρεις πρωτοπόρους νευροεπιστήμονες: στον Ιταλό Τ. Ριτσολάτι για τον ρόλο των νευρώνων-κάτοπτρα στις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες, τον Βρετανό Τρέβορ Ρόμπινς (Trevor Robbins) για τις ανακαλύψεις του σχετικά με την έλλειψη προσοχής και την υπερδραστηριότητα και στον Γαλλοεβραίο Στανισλάς Ντεχάιν (Stanislas Dehaene) για τη δημιουργία ενός εντυπωσιακού υπολογιστικού προγράμματος για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.

Το βραβείο, που θεσπίστηκε μόλις το 2011, ανέρχεται σε 1 εκατομμύριο ευρώ για κάθε νικητή, χρηματοδοτείται από έναν μεγάλο διεθνή όμιλο φαρμακευτικών εταιρειών) και απονέμεται κάθε χρόνο από την επιτροπή ειδικών του ιδρύματος Grete Lundbeck European Brain Research Foundation.

Μόλις ο Τζιάκομο Ριτσολάτι έμαθε για αυτή την τελευταία, αλλά ιδιαίτερα σημαντική, επιβράβευση του έργου του, δήλωσε συγκινημένος: «Ας ελπίσουμε ότι αυτή η διεθνής διάκριση, που για πρώτη φορά δόθηκε στην ιταλική νευροεπιστήμη, θα αποτελέσει ένα κίνητρο για τη νέα κυβέρνηση της Ιταλίας ώστε να επιδείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη βασική έρευνα και να αυξήσει τους οικονομικούς πόρους». Εξάλλου ο ίδιος ο Ριτσολάτι σκέφτεται να προσφέρει μεγάλο μέρος του βραβείου που μόλις κέρδισε για τη δημιουργία στην Ιταλία ενός νέου κέντρο νευροεπιστημονικών ερευνών.

Σήμερα ο Ριτσολάτι είναι ομότιμος καθηγητής Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πάρμας και διευθυντής του ερευνητικού κέντρου Brain Center for Social and Motor Cognition.


Πηγή/φωτό: Εφημερίδα των Συντακτώνefsyn.gr