1

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΝΟΧΗ (του Βασίλη Βιλιάρδου)

Μία διακρατική, προοδευτική «φορολογική» κλίμακα, ανάλογη με την φορολόγηση των εισοδημάτων από τα κράτη, θα ήταν ίσως η ιδανική κοινωνική λύση για την εξομάλυνση των ανισορροπιών και την επίτευξη της ισότητας εντός της Ευρωζώνης.
Οι γραφειοκρατίες, όπως για παράδειγμα η Κομισιόν, ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση τους, παρά για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Πρέπει να αναγνωρισθεί ότι μία ένωση κρατών, το καθένα από τα οποία καθοδηγείται από τα δικά του συμφέροντα, είναι ακατάλληλη να διεξαγάγει οποιεσδήποτε εκτελεστικές λειτουργίες, προς όφελος του κοινού καλού“.

Ανάλυση
Όπως έχουμε αναλύσει πολλές φορές, το κυριότερο «μακροοικονομικό» πρόβλημα της Ευρωζώνης είναι το ίδιο με αυτό που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες σε παγκόσμια κλίμακα: η μη ισορροπημένη «κατανομή» των ελλειμμάτων και των πλεονασμάτων, μεταξύ των διαφόρων χωρών που την συναποτελούν. Αναλυτικότερα, το αποκαλούμενο από διάφορους οικονομολόγους «Ευρωπαϊκό δίλημμα» έχει ως εξής:

Από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης το 1999, οι αρκετά «ανομοιογενείς» χώρες που συμμετείχαν, ακολούθησαν εντελώς διαφορετικές, μη «κεντρικά» κατευθυνόμενες οικονομικές πορείες. Για παράδειγμα, άλλες λειτούργησαν με αύξηση της κατανάλωσης, άλλες με μεγάλες αποταμιεύσεις, άλλες με επικέντρωση στη βιομηχανία και στις εξαγωγές, άλλες με κύριο πυλώνα το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα, άλλες με την οικοδομική δραστηριότητα, άλλες με τον τουρισμό, με τις υποδομές και με τις δημόσιες επενδύσεις.

Έτσι, ενώ η Γερμανία, η Ολλανδία και κάποιες ακόμη αύξαναν τα πλεονάσματα τους στο εξωτερικό εμπόριο, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα γίνονταν όλο και περισσότερο ελλειμματικές. Η πρώτη ομάδα λοιπόν κέρδιζε συνεχώς σε ανταγωνιστικότητα, εξάγοντας όλο και μεγαλύτερες ποσότητες εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ η δεύτερη ομάδα έχανε ραγδαία σε ανταγωνιστικότητα – επομένως και σε εξαγωγές.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα αύξησε πολύ ελαφρά τις εξαγωγές της, όταν η Ολλανδία τις υπερδιπλασίασε, μεταξύ των ετών 2000 και 2008 (γράφημα) – με αποτέλεσμα φυσικά να ενταθούν οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.

Ολλανδία – εξαγωγές ανά μήνα (σε εκ. Ευρώ)

Γενικότερα, το αποτέλεσμα ήταν να διευρύνεται συνεχώς η ανισορροπία εντός της Ε.Ε., με το δημόσιο χρέος για την «ελλειμματική» δεύτερη ομάδα κρατών να λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις. Εάν τώρα στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας προστεθούν οι τεράστιες επιβαρύνσεις από τα αυξημένα επιτόκια, τους τόκους και τα χρεολύσια των δημοσίων χρεών, ήταν αδύνατο να καταφέρει η δεύτερη ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών να κερδίσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της – ιδιαίτερα το να εξοφλήσει κάποτε τα χρέη της.

Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, εξωτερικά ελλείμματα όπως τα σημερινά, ήταν εντελώς άγνωστα μεγέθη στο παρελθόν. Έγιναν δυστυχώς εφικτά μόλις τη δεκαετία του 1990, κυρίως μετά το άνοιγμα των αγορών και μετά την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Πριν από την περίοδο αυτή, όταν μία ευρωπαϊκή Οικονομία έχανε σε ανταγωνιστικότητα και παρουσίαζε μεγάλα ελλείμματα, υποτιμούσε το νόμισμα της, «εξισορροπώντας» έτσι τις απώλειες της. Σήμερα όμως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, αφού υπάρχει το κοινό νόμισμα για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.

Έτσι στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα γερμανικά προϊόντα ήταν το 2009 κατά περίπου 10% υποτιμημένα ενώ, αντίθετα, τα ισπανικά και τα ελληνικά ήταν κατά 12% υπερτιμημένα (αυτό σημαίνει διαφοροποίηση της τάξης του 22% – ένα πραγματικά τρομακτικό εύρος). Η αιτία της «διαστρέβλωσης» ήταν κυρίως το ότι, το κόστος παραγωγής αυξήθηκε περισσότερο στις ελλειμματικές χώρες, από ότι στις πλεονασματικές (το πως αντίστοιχα οι Έλληνες και οι Ισπανοί διαθέτουν μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία από τους Γερμανούς δεν διορθώνει το «σφάλμα», αφού τα ακίνητα δεν είναι «παραγωγικά» για την εθνική οικονομία).

Λογικά λοιπόν, οι «ελλειμματικές» χώρες όχι μόνο δεν μπορούσαν να παράγουν ανταγωνιστικά, πόσο μάλλον να εξάγουν, αλλά κάποια στιγμή δεν θα μπορούσαν ούτε καν να εμπορεύονται τα «ξένα» προϊόντα – οπότε είτε θα εισάγονταν απ’ ευθείας από τους καταναλωτές (μέσω του διαδικτύου), είτε θα διακινούνταν από αλλοδαπές, «επιθετικές» αλυσίδες «price dumping» (φορολογικού, τιμολογιακού) υπέρ των χωρών τους και χαμηλού κόστους λειτουργίας.

Οι εμπορικές ανισότητες εντός της Ευρωζώνης, ειδικά μετά την υιοθέτηση του ευρώ, φαίνονται στο γράφημα που ακολουθεί (αποτέλεσμα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ – Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία και Νότια Ευρώπη).

Οι εμπορικές ανισότητες εντός της Ευρωζώνης, πριν και μετά μετά την υιοθέτηση του ευρώ (Einfuhrung des Euro, γραμμή). Γερμανία (Deutschland), Αυστρία (Osterreich), Γαλλία (Frankreich), Ευρωπαϊκός Νότος (Sud-Europa)

Θεωρήσαμε λοιπόν τον ελεγχόμενο πληθωρισμό (αύξηση της προσφερόμενης ποσότητας των χρημάτων, κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α., διατήρηση και κυρίως διάχυση στην αγορά των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ), σαν μία λύση για να παραμείνει ενωμένη η Ε.Ε. και να βρεθεί ο απαραίτητος χρόνος εξομάλυνσης των σημαντικών εσωτερικών ανισορροπιών της – ταυτόχρονα βέβαια με την, ανταγωνιστικότερη εξαγωγικά, «πληθωριστική υποτίμηση» του νομίσματος της (εν όψει της τεκμηριωμένης πιθανότητας μίας συνεχόμενης, πολλαπλής Ύφεσης, μίας αλλαγής των συσχετισμών παγκοσμίως και μίας περαιτέρω υποτίμησης του δολαρίου).

Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν συνέβη αφού, όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί, η ΕΚΤ (πράσινη γραμμή), μετά από μία μικρή αύξηση της ποσότητας χρήματος, τη μείωσε στη συνέχεια – σε πλήρη αντίθεση με την Τράπεζα της Αγγλίας (μπλε σκούρο) με την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (γαλάζιο) και τη Fed. Ακόμη και η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ακολούθησε τελικά (κόκκινη γραμμή), αν και με μεγάλη καθυστέρηση (ουσιαστικά το 2012).

Με έναν τέτοιο τρόπο ήταν σχετικά ευκολότερο να θεραπευθούν οι ανισορροπίες των Ευρωπαϊκών Οικονομιών, υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:
(α)  Να υπάρξει ένα είδος κεντρικής κατεύθυνσης, ένας συντονισμός καλύτερα, όσον αφορά τους επιχειρηματικούς κλάδους δραστηριοποίησης και τις ενέργειες «αλληλοεπικάλυψης» των επί μέρους Οικονομιών.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα να επικεντρώσει τις επενδύσεις της στην υψηλής ποιότητας γεωργία (βιολογική καλλιέργεια, παραδοσιακά προϊόντα κλπ), στον τουρισμό (η χρονική διάρκεια του οποίου πρέπει πάση θυσία να αυξηθεί, έτσι ώστε να γίνεται σωστή εκμετάλλευση των υποδομών και ορθολογική αξιοποίηση των εργαζομένων – μία βασική πηγή «εποχιακής ανεργίας», η οποία επιβαρύνει δυσανάλογα τον προϋπολογισμό) και στη ναυτιλία («καθετοποίηση» της με τα λιμάνια και τις μεταφορές, καθώς επίσης ολοκλήρωση της με το διεθνές εμπόριο). Αντίθετα η Γερμανία στη βαριά βιομηχανία, χρησιμοποιώντας την ελληνική ναυτιλία για τη διακίνηση των προϊόντων της, η Δανία στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, η Ιταλία στη μόδα κλπ.

(β) Να αυξήσουν την κατανάλωση τους οι πλεονασματικές χώρες, εισάγοντας κυρίως (και κατά προτίμηση) προϊόντα ή αγοράζοντας υπηρεσίες (τουρισμός κλπ) από τις ελλειμματικές χώρες της Ευρώπης.

(γ) Να περιορίσουν άμεσα τα ελλειμματικά κράτη την υπερβολική κατανάλωση τους, καθώς επίσης τις τοποθετήσεις τους σε ακίνητα και υποδομές, παράλληλα με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων τους – για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης των προϊόντων τους από τους Ευρωπαίους «εταίρους» τους.

(δ) Να ακολουθήσουν αμέσως μετά οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές στις ελλειμματικές χώρες της Ε.Ε., με την έμπρακτη βοήθεια των πλεονασματικών (ας μην ξεχνάμε ότι, στις περισσότερες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας, συνήθιζαν να αναθέτουν τη συγκρότηση των νόμων τους σε ξένους – οι σύγχρονες ιταλικές δημοκρατίες, όπως αυτή της Γενεύης, μιμήθηκαν αυτή τη συνήθεια).

Εν τούτοις, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη – αντίθετα, επιβλήθηκε από τη Γερμανία η «τιμωρητική» πολιτική λιτότητας κατά την προτεσταντική της ηθική, ενώ δόθηκε η άδεια εισβολής του ΔΝΤ στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ, με αφετηρία την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα ήταν δυστυχώς καταστροφικά – ενώ η Ευρωζώνη αποκλείεται να συνεχίσει να υπάρχει, εάν δεν αλλάξει εντελώς μορφή και πολιτική.

Η διακρατική αναδιανομή εισοδημάτων
Μία επόμενη ενέργεια θα ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος της Ευρώπης μέσω ενός «διακρατικού φορολογικού μηχανισμού αναδιανομής εισοδημάτων» – αντίστοιχου με αυτού που έχει επιλεχθεί, που διακρίνει καλύτερα τον «Κοινωνικό καπιταλισμό».

Εάν ενεργούσαμε λοιπόν σύμφωνα με το συγκεκριμένο «πολιτικό» σύστημα, θα έπρεπε οι χώρες της Ευρωζώνης να τοποθετηθούν σε διάφορες «εισοδηματικές» κλίμακες, έτσι ώστε να φορολογούνται «προοδευτικά», ανάλογα με τα εισοδήματα τους (όσοι τυχόν θεωρήσουν τη λύση αυτή άδικη για τις πλεονασματικές χώρες, θα πρέπει προφανώς να έχουν την – πιθανώς αιτιολογημένη – άποψη ότι, εξ ίσου άδικη είναι και η υψηλότερη φορολόγηση των οικονομικά πιο εύρωστων πολιτών από τις χώρες τους).

Αυτό που ισχύει σήμερα στην Ε.Ε. είναι κάτι διαφορετικό. Τα «φορολογικά» έσοδα της προέρχονται από:
(α) τους δασμούς σε προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες, όπου το 25% «παρακρατείται» από τα εκάστοτε κράτη εισαγωγής και το υπόλοιπο 75% «εισρέει» στα ταμεία της Ε.Ε. (αποτελεί το 15% των εσόδων της Ε.Ε. και ήταν περίπου 17,3 δις € το 2007)

)  ένα κοινό, σταθερό (μη «προοδευτικό») ποσοστό επί του ΦΠΑ των διαφόρων χωρών-μελών (συντελεστής που συσχετίζεται με μέρος του ΑΕΠ, ενώ αποτελεί επίσης το 15% των εσόδων της Ε.Ε. – 17,8 δις € το 2007)

(γ)  ένα κοινό, σταθερό (μη «προοδευτικό») ποσοστό, ύψους 0,73% επί του ΑΕΠ των επί μέρους κρατών (69% των εσόδων, ήτοι περί τα 80 δις €) και

(δ)  από διάφορες άλλες πηγές (για παράδειγμα, πρόστιμα από την επιτροπή ανταγωνισμού σε εταιρείες κλπ), οι οποίες το 2007 ήταν περί το 1,3 δις €.

Η δίκαιη αντιμετώπιση των μελών της Ε.Ε. θεωρείται ότι εξασφαλίζεται κυρίως από το γεγονός ότι, οι πλεονασματικές χώρες, έχοντας υψηλότερο ΑΕΠ, πληρώνουν περισσότερα χρήματα σε απόλυτο μέγεθος στο «κοινό ταμείο» (όσον αφορά το συντελεστή επί του ΦΠΑ και το ποσοστό επί του ΑΕΠ). Επίσης από το ότι, οι ελλειμματικές χώρες είναι οι κύριοι αποδέκτες της ευρωπαϊκής «βοήθειας», η οποία αφορά κατά 42% (2009) την αγροτική πολιτική και το περιβάλλον, καθώς επίσης κατά 45% τις διαρθρωτικές αλλαγές, όπως την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τις υποδομές κλπ. (6% τις εξωτερικές σχέσεις, 1% ελευθερία-ασφάλεια-δίκαιο και 6% διοίκηση-διάφορα).

Κατά την άποψη μας όμως και με κριτήριο τον «Κοινωνικό καπιταλισμό», ο οποίος φαίνεται να είναι αποδεκτός από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., η «κοινωνική δικαιοσύνη» δεν εξασφαλίζεται σε καμία περίπτωση από τα παραπάνω. Αντίθετα, η «προοδευτική φορολόγηση», ανάλογα με το ύψος των εισοδημάτων (ΑΕΠ), ενδεχομένως και των πλεονασμάτων στο εξωτερικό εμπόριο της κάθε χώρας, είναι μέγεθος πλησιέστερο προς αυτό, με βάση το οποίο φορολογούνται δίκαια τόσο οι πολίτες, όσο και οι επιχειρήσεις μίας χώρας.

Εάν εφαρμοζόταν λοιπόν ένας «διακρατικός φορολογικός μηχανισμός αναδιανομής εισοδημάτων», η αντιμετώπιση των χωρών-μελών θα ήταν πιο δίκαιη. Εκτός αυτού, η επίτευξη της ισορροπίας εντός της Ευρωζώνης θα ήταν περισσότερο εφικτή (η ισότητα επίσης), ενώ η ορθολογική αξιοποίηση (επίσης «προοδευτικά» υπέρ των ελλειμματικών χωρών) των διακρατικών φορολογικών εσόδων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα μπορούσε να επιταχύνει σημαντικά την συνολική πρόοδο.

Ενδεχομένως δε, ο συνδυασμός ενός μέτριου πληθωρισμού (της τάξης του 4-6%) με τις «διακρατικές εισοδηματικές κλίμακες», ενδυναμωμένος από τις προοπτικές των νέων χωρών της Ανατολικής  Ευρώπης (χαμηλό κόστος παραγωγής, υψηλά περιθώρια δανεισμού, μεγάλη ανάγκη επενδύσεων σε υποδομές κλπ), θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μία επιτυχημένη, κερδοφόρα και κοινή έξοδο από την παρούσα οικονομική κρίση – αρκεί βέβαια να εξυγιανθεί παράλληλα το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, να οχυρωθεί απέναντι στους οικονομικούς «εισβολείς» και να δημιουργηθεί ένας άριστος ευρωπαϊκός νομισματικός χώρος.

Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο (άριστος ευρωπαϊκός νομισματικός χώρος), η ελεύθερη διακίνηση τόσο των κεφαλαίων, όσο και του ανθρώπινου δυναμικού, οφείλει να είναι τουλάχιστον αμφίδρομη. Πρέπει δηλαδή η «ροή» να κατευθύνεται κυρίως από τις ανεπτυγμένες Οικονομίες της Ε.Ε. προς τις αναπτυσσόμενες (σε παγκόσμια κλίμακα συμβαίνει δυστυχώς το αντίθετο, συνιστώντας μία ακόμη σοβαρή αιτία της κρίσης), έτσι ώστε να είναι ρεαλιστικά εφικτή η κοινή ανάπτυξη και η εξ αυτής μακροπρόθεσμη ισορροπία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επίλογος
Οι Γερμανοί χαρακτηρίζονται από τα δικά τους ΜΜΕ ως «οι ηλίθιοι της Ευρώπης» (άρθρο) – κυρίως επειδή συμβιβάζονται και δεν απαιτούν να αμείβονται ανάλογα τουλάχιστον με την παραγωγικότητα τους. Το κράτος τους δε τους φορολογεί όλο και περισσότερο, λέγοντας πως έτσι απαιτεί η κοινωνική δικαιοσύνη –  ενώ από την άλλη πλευρά αμείβει πλουσιοπάροχα τις τράπεζες, διασώζοντας τες παρά τα εγκλήματα τους (άρθρο).

Το μισθολογικό κόστος παραγωγής ανά μονάδα στη Γερμανία, συγκριτικά με τη Γαλλία και τη Νότια Ευρώπη, παρέμεινε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα – όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί.

Το μισθολογικό κόστος παραγωγής ανά μονάδα

Την ίδια στιγμή η Γερμανία αρνείται ουσιαστικά την τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, επειδή δεν θέλει να συμμετέχει στο «κοινό ταμείο» – όπου οι διάφορες χώρες, όπως συμβαίνει στο εσωτερικό τους, θα υιοθετούσαν μία αντίστοιχα δίκαιη διακρατική φορολογική κλίμακα.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις όλοι γνωρίζουν πως είναι αδύνατον να διατηρηθεί το κοινό νόμισμα – αφού οι «φυγόκεντρες δυνάμεις» που αναπτύσσονται είναι εξαιρετικά μεγάλες, ενώ πολύ δύσκολα θα ανεχθούν οι ευρωπαϊκές χώρες τη γερμανική απολυταρχική ηγεμονία. Στα πλαίσια αυτά υπάρχουν δύο μόνο λύσεις:

(α) Η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία (ανάλυση), στην προ ευρώ εποχή δηλαδή, ή

(β) Η εκδίωξη της Γερμανίας, έτσι ώστε όλα τα υπόλοιπα κράτη να ενωθούν πολιτικά μεταξύ τους, δημιουργώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.

Οτιδήποτε άλλο φαίνεται μάλλον ουτοπικό και μη διατηρήσιμο – ενώ, όπως αποδεικνύεται από την κατάσταση στην Ουκρανία (άρθρο), οι κίνδυνοι πολεμικών συγκρούσεων εντός της Ευρώπης δεν έχουν εκλείψει, ούτε πρόκειται να πάψουν ποτέ να υπάρχουν.


Βασίλης Βιλιάρδος, για το Analyst.gr

Επισκεφθείτε το Blog του συγγραφέα. Πατήστε εδώ.

Πηγή/φωτό: Analyst.gr