1

ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ – ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ 21o ΑΙΩΝΑ (του Γιάννη Ζήση)

Ο πολιτισμός κρίνεται σε δύο επίπεδα: στο ατομικό και στο συλλογικό. Στο ατομικό κρίνεται από τις προσαρμογές αβλάβειας που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του, στη φύση και στους άλλους, προσαρμογές μεγιστοποίησης της αβλάβειας, θετικής δημιουργίας, ανάδειξης της ταυτότητάς του με τρόπο εποικοδομητικό και δυναμικό, αξιακό χωρίς σφετερισμό και χωρίς υποκρισία. Εκείνες οι προσαρμογές που θα πρέπει να μετρήσουν πάρα πολύ αξιολογικά για τις βασικές επιλογές του 21ου αιώνα σχετίζονται με το συλλογικό επίπεδο. Η μάχη του πολιτισμού και της βαρβαρότητας είναι η κορυφαία μάχη που συνεχίζεται ακόμη σε όλους τους αιώνες του πολιτισμού.

Στην κορυφαία αυτή μάχη αυτή η διάσταση του πολιτισμού έχει δυο στοιχεία σαν αξιώσεις:


(α) Τη Δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη όμως δεν μπορεί να υπάρξει σε καμμία περίπτωση χωρίς την ισότητα (ακόμη και ως στοιχείο αντίθεσης με το άδικο) και χωρίς την αλήθεια.

Στον βαθμό που οι συνθήκες του ανταγωνισμού είναι συνθήκες ανισότητας, κυριαρχίας και πατερναλιστικής επιβολής βρισκόμαστε σε συνθήκες βαρβαρότητας.

(β) Την Πρόοδο και την Εξέλιξη. Το ότι τα πράγματα βρίσκονται σε ένα αρνητικό κεκτημένο, γιατί έχουμε θεσμούς δικαίου ή νομιμότητας που είναι ατελέσφοροι ή επίσης που είναι άδικοι στο ίδιο το περιεχόμενό τους, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει κι αυτοί να εξελιχθούν. Δηλαδή, ο ίδιος ο θεσμός πρέπει να εξελίσσεται.

Η δικαιοσύνη θα πρέπει να κατακτηθεί μαζί με την αλήθεια μέσα από τη διαλεκτική τους και η διαλεκτική της δικαιοσύνης σίγουρα πρέπει να τείνει στο να καλύψει το θεσμικό βάθρο της διαφάνειας (δηλαδή της αλήθειας) και της προσιτότητας των πληροφοριών επί ίσοις όροις (δηλαδή της ισότητας) από όλες τις πλευρές. Δηλαδή, η δικαιοσύνη είναι μια διαλογική διαδικασία στο θεσμικό-νομικό της πλαίσιο, στο πλαίσιο της ουσίας και της διαδικασίας απονομής της. Αντίστοιχα το ίδιο ισχύει και για την αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να βασίζεται σε μια επικοινωνιακή μονομέρεια, αλλά πρέπει να βασίζεται στην κυκλική προσέγγιση με διαδικασίες βέβαια λόγου και διαλεκτικής και όχι συνοπτικές, όχι με διαδικασίες εντυπώσεων μιας ημιτελούς σκέψης. Μια ολοκληρωμένη σκέψη είναι αυτή που βγάζει και εξάγει προς το κοινό την ειλικρίνεια και την αλήθεια. Θεμέλιο για να διαμορφώσουμε ένα ψυχολογικό κλίμα πολιτισμού, δικαιοσύνης και αλήθειας, είναι η αξιοπρέπεια του καθενός. Η αποκατάσταση, βέβαια, της αξιοπρέπειας, η αποκατάσταση του ανθρώπινου δικαιώματος και της ευημερίας δεν είναι ζητήματα τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν προσχηματικά. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εμπροσθοφύλακες επιλεγμένων συμφερόντων και στρατηγικών που, σε τελική ανάλυση, έχουν πατερναλιστική στόχευση που εκφράζουν τον ναρκισσισμό της αλαζονείας και της μεθόδευσης.

Το πρόβλημα της μάχης του δικαίου έχει να κάνει πρωταρχικά με τον ψυχολογικό χειρισμό της επικοινωνίας, την ψυχολογική εισαγωγή στη διαδικασία του δικαίου, και αυτή η διαδικασία του δικαίου σίγουρα περιέχει απαιτήσεις αυτογνωσίας και συμμετρίας. Συνδέεται με την κατανόηση της θέσης του άλλου, με την εναλλαγή των θέσεων, με την κυκλικότητα, με το ομαδικό σχήμα.

Η υπεροπτική αποξένωση που έχει μέσα της είτε στοιχεία αξιακού ελιτισμού είτε ο,τιδήποτε άλλο που θα χαρακτηρίζαμε σαν έστω νηφάλια οίηση ψυχρής τεχνολογικής προόδου και ευημερίας, χωρίς στοιχεία βάθους ανθρωπιστικού, είναι κάτι εξοργιστικά γελοίο για τη δικαιοσύνη. Όπως είπε ο Αριστοτέλης, όποιος δεν οργίζεται εκεί που πρέπει να οργιστεί πράττει το άδικο. Πρέπει να καταγράψουμε ότι το δίκαιο σε μερικά σημεία, για λόγους επικοινωνιακής αποκατάστασης και συμμετρίας, έχει και ένα στοιχείο παραφοράς (πάθους για δικαιοσύνη και αλήθεια), το οποίο βέβαια πρέπει να ρυθμιστεί επικοινωνιακά, ώστε να μην γίνει βαρβαρότητα. Για να γίνει αυτό, πρέπει να είναι αποδεκτός ο αδύναμος επί ίσοις όροις με τον ισχυρό. Ο ισχυρός δεν σημαίνει ότι είναι πολιτισμένος, όταν απαξιώνει τον αδύναμο και κινείται ως ισχυρός, ως κατακτητής του αδύναμου. Το δίκαιο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κατάκτησης. Η απαξίωση του αδύναμου και η χρήση της δυνάμεως λειτουργούν αυτόματα σαν παράγοντες εισαγωγής μιας ανισορροπίας στη διαδικασία σχέσεων, η οποία όμως με αυτόν τον τρόπο δεν είναι διαδικασία δικαίου. Η διαδικασία του δικαίου είναι μια διαδικασία ισορροπίας, μια διαδικασία που εισάγει τη νηφαλιότητα, την κατανόηση. Για να υπάρχει κατανόηση, πρέπει να υπάρχει καταλλαγή και συνδιαλλαγή. Εδώ λοιπόν, πρέπει να καταλάβουμε στον χώρο των διεθνών σχέσεων ή της εσωτερικής  διαχείρισης της αυθεντίας τη σημασία των αξιών και των ιδεών. Η διαχείριση της εξίσωσης θα πρέπει να είναι ουσιαστικά ο πόλος και ο πυλώνας αυτής της διασφαλιστικής διαφοροποίησης του πολιτισμού από τη βαρβαρότητα, του δικαίου από το άδικο. Φυσικά και η αδυναμία μπορεί να εκφράζει βαρβαρότητα στο δικό της πεδίο εμβέλειας δυνάμεως, αφού η δύναμη και η αδυναμία είναι συσχετιστικοί παράγοντες. Όμως κατά την ερμηνεία της ισότητας πρέπει να γίνει ιδιαίτερη ανάλυση και εμβάθυνση, γιατί η ισότητα δεν μπορεί να εξαντλείται στην εξωτερική οργανωτική μορφή αλλά να αναφέρεται κυρίως στη μη κατάχρηση της φυσιολογικώς υπάρχουσας ανισότητας (π.χ. ομορφιά έναντι ασχήμιας) καθώς και στην επιδίωξη της ανάπτυξης όλων επειδή μπορούν και έχουν το δικαίωμα να το κάνουν. Οπότε θα ανακύψει και το πρόβλημα του τι εννοούμε με τον όρο «ανάπτυξη».

Βέβαια, πρέπει να θεωρήσουμε ότι η ναρκισσιστική ανοησία και πλάνη του ειδικού, της ελίτ και του στρατηγιστή είναι ένα συγκεκριμένο κομμάτι και θα πρέπει να το απολυμάνει η κοινωνία με τη συνδρομή του συναισθήματος, της ανθρώπινης ευγένειας και ευαισθησίας, της ουσίας της πολιτικής που έχει σχέση με τον σκοπό της. Αυτό ισχύει για μια διαδικασία θεσμού, για μια διαδικασία δικαίου και για τις διεθνείς σχέσεις. Έχουμε μια πραγματική επιβάρυνση των επιλογών μέσα από τεχνοκράτες που έχουν αποξενωθεί από σκοπούς και που λειτουργούν με καριερισμό σε μια φαντασιακή λίστα ισχύος.

Πριν να είναι αργά, πρέπει να διαλύσουμε αυτή την αυτοσυντήρηση της αποξένωσης ακόμη και των ίδιων  των θεσμών που λειτουργούν εναντίον της ισχύος, την ικανότητα της ισχύος να παραλύει τους θεσμούς, και αφ’ ετέρου πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτή την έπαρση της ισχύος μέσα από την ικανότητα στο βίωμα, την συνανάκτηση της ντροπής για αυτό που είναι αισχρό, κυνικό, έστω και αν αυτό λειτουργεί με το μέγιστο της ευφυΐας για το συμφέρον. Όταν λοιπόν μπορέσουμε να διαλύσουμε αυτή την οίηση, σε αυτή την περίπτωση θα μπορέσουμε να ανοίξουμε μια καλύτερη πόρτα, μια καλύτερη μοίρα, για τον πολιτισμό στον 21ο αιώνα. Τα γεγονότα που συνδέονται με τη μονομέρεια αντίληψης στις διεθνείς σχέσεις, η αντίληψη της προληπτικής διασφάλισης των συμφερόντων και ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αντίληψη του δικαίου και της νομιμότητας είναι ζητήματα τα οποία δείχνουν πόσο έτοιμοι είμαστε να παλινδρομήσουμε σε μια ναζιστική θεώρηση της ιστορίας, σε έναν γεωπολιτισμό ή γεωστρατηγική χυδαιότητα μέσα και από τις πιο soft διαδικασίες ρεαλισμού. Οι διαδικασίες ρεαλιστικής θεώρησης είναι διαδικασίες που απαξιώνουν τελικά τον πολιτισμό και που αναδεικνύουν σαν ρυθμιστή όχι τη διαδικασία ρύθμισης των συμφερόντων, αλλά τα ίδια τα συμφέροντα. Ο παράγων που πρέπει να είναι ρυθμιστής είναι η ρύθμιση των συμφερόντων, αυτή καθαυτή η ρύθμιση των συμφερόντων πρέπει να είναι η ουσία του θεσμού και όχι τα ίδια τα συμφέροντα.

Η λογική βέβαια της κατάργησης των συμφερόντων είναι αρκετά μακριά από τα σημερινά μας κεκτημένα, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι έχουμε την δυνατότητα να ρυθμίσουμε τα συμφέροντα με μια σημειολογία λιγότερο βάρβαρη από τη σημερινή που είναι η σημειολογία της άσκησης της ισχύος, της κατάκτησης και της απαλλοτρίωσης του άλλου. Πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι σημαντικό ζήτημα για την κατάκτηση αυτών των διαδικασιών του δικαίου να λειτουργεί σαν συνήγορος η κοινή γνώμη, το κοινό αίσθημα. Ένα κοινό αίσθημα, βέβαια, που θέλει μια προσέγγιση που να επιτρέπει στις απόψεις του να εκφρασθούν, να επιτρέπει στους παράγοντες να διαβουλευθούν, χωρίς τη δυνατότητα αυτής της αλλαγής, της επικοινωνίας μέσα από τον διάλογο για την αλλαγή, η θεώρηση των θεσμών ως μηχανισμών θα είναι θεώρηση μόνον για την ρύθμιση της ισχύος. Οι θεσμοί πρέπει να λειτουργούν καθεαυτοί όχι μόνο για την ρύθμιση της ισχύος αλλά και για την ρύθμιση των ίδιων των συμφερόντων για την μετεξέλιξη τους, για την ανάδειξη του κοινού οφέλους.

Η απαξίωση των διεθνών οργανισμών και αρχών δεν άνοιξε καμία πύλη νομιμότητας, δικαίου και προοπτικής προόδου.

Η ικανότητα της αντίστασης της τοπικότητας στον ολοκληρωτισμό είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα από την ομοιοστασία ή την οικουμενική συνοχή στην οποία μπορούν να στοχεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι φορέας των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι η διασφάλιση της ισότητας και της  αυτοδιάθεσης σε πολλές κλίμακες, υπό τον όρο βέβαια ότι αυτή η αυτοδιάθεση έχει μια στόχευση συνεργασίας και διαμόρφωσης κοινών στόχων και όχι ασυδοσίας.

Πρέπει, επομένως, να απαγκιστρώσουμε από την αδράνεια την τοποθέτησή μας σε θέματα ειρήνης, πολιτισμού, διαδικασίας.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το καθεστώς μιας πλανητικής φοβίας που καλλιεργείται μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών και για τις νέες τεχνολογίες είναι ένα καθεστώς το οποίο πρέπει να αποτιναχθεί και πρέπει να ανακτήσουμε την αξιοπρέπειά μας απέναντι στις μηχανές, γιατί οι μηχανές χρησιμοποιούνται για επίδειξη διαφοράς και ανισότητας όπως και ο πόλεμος γενικότερα, που ήτανε η κύρια αιχμή των τεχνολογικών εξελίξεων. Όλο αυτό υποδηλώνει ένα απόθεμα βαρβαρότητας και μια πολιτισμένη οργάνωση της βαρβαρότητας. Η βαρβαρότητα αυτή μπορεί να κάνει και με την συμπλεγματικότητα διαφόρων λαών που αντιμετωπίζουν τις διεθνείς σχέσεις με την έννοια της απαλλαγής από ένα σύνδρομο. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως σύνδρομο νικητή και ηττημένου, αλλά με μια λογική απελευθέρωσης του ανθρώπου από το σύμπλεγμα της κυριαρχίας και του γοήτρου, ακόμη και σε επίπεδο λαών μεταξύ τους. Ουσιαστικά, η απαλλαγή από ένα καθεστώς τεχνολογικής φοβίας, η οποία κυρίως εκδηλώνεται μέσα από τις πολεμικές αναμετρήσεις, υποδηλώνει μια βάρβαρη καθήλωση των σχέσεων και της δυναμικής των πραγμάτων μέσα στην ανθρωπότητα.

Απέναντι σε αυτή την βαρβαρότητα πρέπει να δούμε με διαύγεια το περιεχόμενο και την εικόνα της ειρήνης. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια εικόνα της ειρήνης από πλευράς των λαών και ταυτόχρονα όμως έχουμε και έναν επικοινωνιακό πόλεμο ο οποίος σε καιρούς ειρήνης είναι σχετικά ήρεμος και σε καιρούς πολέμου γίνεται οξύτατος, πράγμα που είναι δηλωτικό ενός εσωτερικού διαρθρωτικού ελλείμματος στο να κατακτήσουμε μια συμμετρία, μια ισορροπία και μια διαλογικότητα στις διεθνείς σχέσεις.

Η μία όψη της πολιτικής  είναι, τελικά, η αποξένωση (μέσα στην οποία θα μπορούσαμε να εντάξουμε και τη λεγόμενη ανθρωπιστική βοήθεια) και η άλλη είναι η εμπάθεια του συμφέροντος. Ο πολιτισμός όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη δικαιοσύνη, αλλά η δικαιοσύνη πρέπει να ερμηνευθεί με όρους ορθούς και όχι όρους συμφερόντων και χρειάζεται μεγάλη εμβάθυνση και συζήτηση για τους σκοπούς της και το περιεχόμενό της.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ημερομηνία δημοσίευσης κειμένου: 07 Απριλίου 2014
Φωτό: wikimedia

Μπορείτε εδώ να δείτε τα άρθρα που δημοσιεύουμε σχετικά με το θέμα της Ειρήνης.