ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΖΩΗ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

Η ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ ΦΕΡΟΥΣΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ & Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ (του Γιάννη Ζήση)

oiti 700 4 85 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

(Μέρος 2o του δοκιμίου “Η πρόσληψη του Πνεύματος της Ειρήνης“)

oiti 700 4 85 - Σόλων ΜΚΟΗ ειρήνη έχει μια καθοριστική δυναμική, την οποία αντλεί από το γεγονός ότι λειτουργεί σαν το βασικό πεδίο ασφάλειας, το οποίο, όταν μας προσφέρεται, είναι πάντα αποδεκτό, όμως το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να το προσφέρουμε και στους άλλους.


Το πιο δύσκολο, συνεπώς, για την αποδοχή της ειρήνης είναι το να καταλάβουμε ότι αυτή στηρίζεται από ένα ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης και πρέπει να μπορούμε να τη δεχτούμε και να την προσφέρουμε τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους και όχι να την αποδεχόμαστε σαν ένα πεδίο προνομίου μόνον για εμάς. Αυτό είναι το αρχικό κομβικό σημείο και έτσι, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε συστημικά το ζήτημα της ειρήνης, πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό σε σχέση και με τις διαθέσεις, τα κίνητρα και τη φέρουσα ικανότητά μας γι’ αυτό. Αυτή η φέρουσα ικανότητά μας ρυθμίζεται από το πόσο συμβιωτικά αναπτυγμένοι είμαστε σε σχέση με το περιβάλλον αλλά ακόμα και με την εσωτερική μας δομή και λειτουργία, τον εαυτό μας. Αυτά τα επίπεδα και αυτές οι διαφορετικές διαστάσεις συνδέονται μεταξύ τους και έτσι έχουμε μεταθέσεις, δηλαδή διαδικασίες οι οποίες είναι τόσο ψυχολογικές όσο και λειτουργικές και ως τέτοιες μπορούν τελικά είτε να λειτουργήσουν υπερβατικά απέναντι στους θεσμούς με εποικοδομητικό τρόπο είτε, αντιθέτως, να τους ματαιώσουν σαν παράγοντες ειρήνης και να τους μετατρέψουν σε παράγοντες σύγκρουσης, διαμάχης, εξτρεμιστικού ανταγωνισμού και πολέμου.

Οι διαβαθμίσεις της κατάστασης της ειρήνης απαιτούν συστημική ανάλυση, καθώς έχουμε στην πραγματικότητα μια εμμεσοποίηση της συγκρουσιακής πραγματικότητας, της ανταγωνιστικότητας, με φίλτρα και με διάφορες θεατρικές ή λειτουργικές βαθμίδες. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το ζήτημα της ειρήνης αναδεικνύεται σαν δομικό πρόβλημα του ανθρώπου. Αν το προσεγγίσουμε με τα εργαλεία της ψυχανάλυσης και με την αναλυτική προσέγγιση της ψυχολογικής επιστήμης, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μια διαρκής εκτροπή του ανθρώπου προς τη σύγκρουση με την πραγματικότητα – από την οποία, βέβαια, σίγουρα απορρέουν και θετικά στοιχεία.

Πρωταρχικά, αυτή η σύγκρουση συνδέεται με το γεγονός ότι ο άνθρωπος υφίσταται ως ταυτότητα και με την έννοια αυτή δεν είναι ένας καθρέφτης γεγονότων ή ένας παθητικός αποδέκτης της πραγματικότητας, πράγμα που είναι βασικά ορθό. Έχουμε φθάσει όμως πια στο σημείο εκείνο, όπου αυτή η πρωταρχική εποικοδομητικότητα της αυτοβουλίας πρέπει να μεταρσιωθεί, γιατί διαφορετικά θα υπάρξουν σοβαρές παρενέργειες. Αυτό οφείλεται στο ότι αυτή διασυνδέεται και με άλλες βαθμίδες προσέγγισης του ζητήματος της ειρήνης, δηλαδή με μαζικές βαθμίδες που εκφράζουν μεγάλη δύναμη, μέσα από τις οποίες το θέμα της ειρήνης ή του πολέμου καθίσταται πλέον καθοριστικό σημείο επιλογής για την πολιτική και για τις μάζες που συμμετέχουν σε αυτήν.

Επομένως, γίνεται φανερό πως αυτή η συστημική προσέγγιση όλων των διαστάσεων του θέματος της ειρήνης εξελίσσεται και σε ένα πεδίο διεπιστημονικής προσέγγισης και διεπιστημονικής συνεργασίας, καθ’ ότι τα διάφορα επίπεδα προσέγγισης και οι διάφορες διαστάσεις συνδέονται προνομιακά με διαφορετικές επιστήμες του ανθρώπου. Ίσως μπορούμε να εξάγουμε, όχι μόνον από τις επιστήμες του ανθρώπου αλλά και από το σύνολο της επιστήμης, κάποιες εκτιμήσεις για αυτό το ζήτημα, που συνδέεται τόσο καθοριστικά με τη δράση και την αντίδραση, με τη διαμόρφωση ισορροπιών, με την αμετατροπία και την εξέλιξη, με την εντροπία και την ενθαλπία των δομών και των συστημάτων. Εδώ έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την αναγκαιότητα μιας πολυδιάστατης συστημικής προσέγγισης στο θέμα της ειρήνης.

Ουσιαστικά, θα μπορούσαμε ίσως να βρούμε έναν κοινό παρονομαστή στο Νόημα και στον Λόγο μέσα από μια τελική αναγωγή στον χρόνο, σε ένα χρόνο μέσα στον οποίο τίποτα από ό,τι κάνουμε τώρα και μας φαίνεται τόσο πολύ σημαντικό, σαν ζωτικό θέμα κυριαρχίας, ανάδειξης, προβολής μας, ατομικής και συλλογικής, δεν θα είχε νόημα. Η αναγωγή αυτή μιλάει για το νόημα όλων αυτών που κάνουμε, όταν τελικά, μετά από όλα αυτά, εκείνο που θα υπάρχει θα είναι τα αστέρια και το σύμπαν το οποίο αντιπαρέρχεται απολύτως και την πιο ένδοξη ιστορία της γης σαν μια ασήμαντη υπόθεση. Οι τελικές αναγωγές σαν αυτήν αποτελούν μία δραστική κάθαρση του ψυχολογικού υποβάθρου και μία ώθηση για ανεύρεση νέου σημείου ύπαρξης και ισορροπίας αλλά χωρίς αίσθηση ματαιότητας απέναντι στο μέλλον ή μηδαμινότητας των παρελθουσών προσπαθειών μας. Το νόημα αυτής της διεργασίας δεν είναι ότι το παρελθόν δεν έχει καμμία αξία, αλλά ότι το μέλλον είναι πολύ μεγαλύτερο σε δυνατότητες και ουσιαστικά μη μετρήσιμο. Το παρελθόν είναι σημαντικό από τη συμβολή του και τη θέση του στην εξελικτική διαδικασία, αλλά όχι ως είδωλο ή στατικότητα. Όταν, λοιπόν, κάνουμε μια τέτοια προβολή στο μέλλον, μπορούμε θεωρητικά να κατανοήσουμε σαν μόνιμη συμβατότητα με τον κόσμο την ειρήνη.

Όμως, γιατί αυτό τελικά δεν επιτυγχάνεται σαν εγχείρημα; Γιατί είμαστε όμηροι αυτής της παροδικότητας; Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο απαιτεί ψυχανάλυση από την επιστήμη της ψυχολογίας και παράλληλα απαιτεί την εκτίμηση της έντασης αυτού του προβλήματος στην ιστορία, όταν τόσες θρησκείες και φιλοσοφικές κοσμοθεωρήσεις εκλαμβάνονται μερικές φορές – και συχνά ακόμα και από τους ιδρυτές τους – απλώς σαν δραστικές ποιητικές άδειες, σαν ρήσεις χωρίς αντίκρυσμα στην πράξη, επειδή τα θεατρικά πάθη είναι αυτά που αναδεικνύονται σαν καθοριστικά. Ήδη εδώ διαπιστώνουμε ένα θεμελιακό σημείο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να επικεντρωθεί μια παιδεία ειρήνης, η οποία όμως κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύγχανε, γιατί η ανθρώπινη ματαιοδοξία, η προσδοκία μιας ψευδούς βιωσιμότητας, η αυταπάτη μας για τη βιωσιμότητά μας, την κλίμακα και το νόημά της, μας κρατάνε ενεργούς σαν μικρούς τροχούς σε ένα δρομολόγιο με το οποίο, σε τελική ανάλυση, ελάχιστη σχέση έχουμε πραγματικά. Κατά παράξενο τρόπο, αυτό που κάνει η εμπορευματική κουλτούρα, η κουλτούρα της αγοράς καθώς και η επικοινωνία είναι να παίζουν με αυτή την ένταση του παρόντος, με αυτόν τον κατακερματισμό. Αυτός ο κατακερματισμός είναι τόσο αποτελεσματικός, επειδή ακριβώς υπάρχει μια προεπιλογή δική μας, μια επιλογή θεατρικής αυταπάτης μέσα στο παιχνίδι της βιωσιμότητας. Γιατί εμείς λειτουργούμε σαν φαντάσματα της πραγματικότητας μαζί με όλο το ανθρωπογενές περιβάλλον και, για να το καταφέρουμε αυτό, προσπαθούμε να κατατμήσουμε το παρόν, σαν ένα πεδίο μνήμης του μακρινού παρελθόντος καθώς και του μέλλοντος, του πολύ μακρινού ή ενίοτε και του άμεσου. Αυτό γίνεται, γιατί το παρελθόν αφήνει ένα αποτύπωμα στο παρόν και το επηρεάζει. Η κατάτμηση γίνεται για να ενισχύσει την διάρκεια του παρελθόντος και την επιρροή του στο παρόν, γιατί η λεπτομερειακότητα αυξάνει τη διάρκεια ζωής ενός πράγματος – εννοείται, φαντασιακά. Το δε μέλλον με την κατάτμηση χάνει την επικινδυνότητά του, αυτή την αφαιρετικότητα που ενυπάρχει στον χρόνο.

Ο κατακερματισμός αποτελεί τελικά ουσία, αποτελεί πραγματική υπόσταση για τον άνθρωπο, έχει γίνει μέρος της φύσης του, φυσικά διαστρεβλωτικό. Είναι μεν επιφαινόμενο, αλλά ενσωματωμένο στο ψυχολογικό του υπόβαθρο πια. Είναι καταμερισμός τόσο της αγοράς όσο και της επικοινωνίας και του θεάτρου, το οποίο δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, για να διαμορφώσουμε πεδία ταύτισης του εαυτού μας με πολύ μικρή χρονική εμβέλεια, ώστε να φύγουμε από αυτό που αισθανόμαστε και το οποίο μας εκμηδενίζει εξαιτίας των μεγάλων διαστάσεων του χρόνου.

Τελικά, εδώ βλέπουμε πόσο ενιαίο ανθρωπολογικά είναι το ζήτημα της ειρήνης, είτε το προσεγγίζουμε μέσα από αυτό που διαμορφώνει άμεσα και συγκυριακά την αγορά, την επικοινωνία και την εμπορευματική βάση της ζωής, είτε το βλέπουμε σαν εσωτερική δραματοποίηση, σαν ψυχολογική μας καθήλωση, είτε τελικά το βλέπουμε σαν ένα πεδίο που συνδέεται με τη ρήξη της υπερβατικότητας, με την πράξη στην έκφραση της θρησκείας, της φιλοσοφίας και της ιδεολογίας, δηλαδή σε αυτή την ασυνέπεια που ρηγματώνει τις ιδέες μέσα στον άνθρωπο. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα για αυτή την υπέρβαση που ίσχυε ως αίτημα χεγκελιανό αλλά και ως αίτημα της μετατροπής της καθημερινής ζωής του ανθρώπου, που το υιοθετούσε ακόμα και ο υλιστής Λένιν, δείχνοντας έτσι ότι χωρίς υπερβατικότητα είναι αδύνατη η απαγκίστρωση του ανθρώπου από την ιδιοτέλεια και τελικά από τον κατακερματισμό που αξιοποιεί τη ματαιοδοξία του καθενός και μας οδηγεί όλους σε μια περίλαμπρη απουσία. Μιλάμε ακριβώς για το αίτημα για μια τέτοια προσήλωση στην αφηρημένη σκέψη που να κάνει τα ιδιοτελή συμφέροντα να σιγάσουν. Αυτή η προσήλωση στην αφηρημένη σκέψη είναι συνδυασμένη με την προαναφερθείσα τελική αναγωγή στον χρόνο, με αυτή τη γλαφυρή περιγραφή που της έχει δώσει ο Μπουλγκάκωφ. Αυτή η τελική αναγωγή συνδέεται, επίσης, με την ικανότητά μας να υπερβούμε τελικά αυτόν τον καταναλωτικό καταμερισμό, την καταναλωτική και εμπορευματική κουλτούρα και επικοινωνία του παρόντος, να υπερβούμε αυτή την ομηρία μας στην επικαιρότητα και στο θέατρό της. Χωρίς αφηρημένη σκέψη, χωρίς αυτή την υπερβατικότητα και την αναφορά στον λόγο, τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το σχέδιο της ειρήνης είναι ένα πεδίο στο οποίο πρέπει και μπορούν να συγκλίνουν όλες οι επιστήμες, πρέπει να συγκλίνουν, επίσης, συστημικά όλες οι διαστάσεις και οι προσεγγίσεις.

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ημερομηνία δημοσίευσης κειμένου: 24 Μαρτίου 2014
Φωτό: Γιάννης Ζήσης

Μπορείτε εδώ να δείτε τα άρθρα που δημοσιεύουμε σχετικά με το θέμα της Ειρήνης.