ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ, ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ (του Γιάννη Ζήση)

colour shapes 1914 wikip 220 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

colour shapes 1914 wikip 220 - Σόλων ΜΚΟ(Ε΄ Μέρος του δοκιμίου «Η Θέληση και η Πλάνη της Δύναμης»)

Τα είδωλα της αγοράς

Η επόμενη κατηγορία ειδώλων είναι τα είδωλα της αγοράς. Είναι αυτά που συνδέονται με τη συστημική “εγκυρότητα” της επικοινωνίας.
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι χαρακτηριστικά τέτοιων ειδώλων. Σε αυτή την κατηγορία των ειδώλων εμπίπτει, κατά κύριο λόγο, η διαφήμιση, η οποία ενεργοποιεί, βέβαια, στον δέκτη και τις υπόλοιπες κατηγορίες ειδώλων.  Τα είδωλα της αγοράς που υπόκεινται στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας της οικονομίας, στη συναίνεση στο λάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα καθ’ εαυτά είδωλα του ολοκληρωτισμού.

Η δύναμη αυτών των ειδώλων συναρτάται απόλυτα με στην αδυναμία μας να ακολουθήσουμε τον σωστό δρόμο αποδόμησής τους,  με την ερμηνευτική ανακολουθία μας και, γι’ αυτό, ακριβώς, διερμηνεύουμε συνήθως το σύστημα απο-συσχετισμένα από τη συνείδηση, ενώ σε μια συνθετική, ολιστική και υπερβατολογική θεώρηση, αυτό το σύστημα και η συνείδηση προσεγγίζονται ως αλληλένδετα. Τα είδωλα είναι διαφόρων ειδών:
είναι είδωλα που προκύπτουν εξαιτίας συναλλαγής και συνεταιρισμού και αποτελούν πλάνες της εταιρικότητας και της συλλογικότητας, πλάνες του μέσου, πλάνες που συνδέονται με τη φαντασιακή θέσμιση του μέσου ή των σχέσεων και, γενικότερα, με το συμβολαιακό πεδίο της επικοινωνίας.
Επίσης, είναι και πλάνες ταυτοποίησης, καθώς έχουμε εταιρικές ταυτοποιήσεις, ταυτοποιήσεις που είναι συνυφασμένες με τις ίδιες τις εταιρείες, τις επιχειρήσεις κ.λπ., αλλά και ταυτοποιήσεις με τα έθνη, με τις θρησκείες, με τις οικονομικές τάξεις.
Είναι πλάνες που συνδέονται με την επικοινωνιακή ολιγαρχία και νομενκλατούρα, με την επικοινωνιακή αυθεντία, με τον επικοινωνιακό ολοκληρωτισμό και οι οποίες διαμορφώνουν τους όρους της μαζικής κοινωνίας.
Είναι, τελικά, πλάνες «βαρύτητας» ή «μελανής οπής» ως ειδώλου, δηλαδή είναι το είδωλο της μελανής οπής.
Είναι το αγοραίο πεδίο ή το πεδίο της ενσωμάτωσης ή της αλλοτρίωσης.
Είναι το πεδίο της ελαχιστοποίησης των διαστάσεων, που καθιστά πλέον τη μάζα ξένη από τη νόηση – την αποξενώνει μέσα από τις ατέλειες της νόησης.

Στο εννοιολογικό πεδίο, αυτή η κατηγορία των ειδώλων λειτουργεί με τους ίδιους όρους, ακόμη και με τους ορισμούς και τις εξηγήσεις που λειτουργούν ως προσωπείο και ως περιγραφικό –θα λέγαμε– βάλσαμο της απορίας ή των ερωτημάτων, και αυτό το βλέπουμε, παραδείγματος χάριν, στον ορισμό του Ευκλείδη για το σημείο ή την ευθεία.  Εδώ, λοιπόν, η γλώσσα υπονομεύει τη νόηση, η μορφή υπονομεύει τον λόγο και, τελικά, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οδηγούμαστε σε μια έριδα και σε μια σχισματικότητα συμπαντική μεταξύ ενός γλωσσικού και ενός νοητού ή ιδεατού ή υπερβατικού σύμπαντος.

Τα είδωλα του θεάτρου

Η τελευταία κατηγορία ειδώλων είναι αυτή των ειδώλων του θεάτρου κι έχει ενδιαφέρον να κατανοήσουμε γιατί ο Βάκωνας την ονομάζει θεατρική. Αλλά θα εικάσουμε ότι λειτουργούν, κατά κάποιον τρόπο, σαν παραμυθία, σαν παραλλαγή, σαν ένας πλουραλισμός, που, ωστόσο, είναι συνυφασμένος με ρόλους και με ονόματα που υποδύονται ρόλους, όπως είναι τα φιλοσοφικά συστήματα που υποδύονται τη νόηση, και ακριβώς επειδή λειτουργούν μέσω της παράστασης, μέσω της επίδειξης ερείζονται στην την αμεσότητα της αισθητότητας, την κατασκευασμένη αισθητότητα.  

Ταυτόχρονα, λειτουργούν σαν μια παρηγοριά μέσα από τη θεατρική αποστασιοποίηση του κοινού και εκτυλίσσονται στη σκηνή λειτουργώντας σαν ένας πλασματικός κόσμος. Διαιρούμε τις έννοιες σε οντολογικές, «θεατρικές» και λειτουργικές, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι του πεδίου των εννοιών που έχει αναπτυχθεί στον κόσμο μας είναι αυτό των θεατρικών. Εδώ ακριβώς υπάρχει η κρίση του φανταστικού –με δεδομένη, παράλληλα, την αυθεντία του σκηνοθέτη, του συγγραφέα, των ηθοποιών, του πρωταγωνιστή∙ αυτή η κρίση, βέβαια, λειτουργεί και μέσα από το πρίσμα των τριών προηγούμενων κατηγοριών ειδώλων και το κοινό.

Οι ίδιες οι θεατρικές ιδέες, από τις οποίες είναι γεμάτη η ζωή μας, είναι, για παράδειγμα, το όνομα ή η ταυτότητα, καθώς και η ιδιοκτησία, η επωνυμία και ο πλούτος, ο οποίος καθίσταται λειτουργική ιδέα χωρίς καμία, αρχικά, ελκυστικότητα, χωρίς καμία βαρύτητα, αλλά αργότερα καθίσταται θεατρική ιδέα, όπως το δείχνει και ο Θορστάιν Βέμπλεν και όπως χρησιμοποιείται και θεατρικά σαν πρότυπο – δηλαδή, σαν μια μελανή οπή.  Τελικά, αυτό που εκδηλώνεται στον ορίζοντα των γεγονότων, που περιβάλλει την μελανή οπή είναι η φαντασμαγορία του ψέμματος.

Υπό αυτή την έννοια, κατά τον Βάκωνα, η ίδια η θεατρικότητα είναι εν μέρει πλάνη. Από την άλλη, η θεατρικότητα είναι ένας εκλυτικός παράγοντας διαμεσολαβητικός μεταξύ του λειτουργικού  χαρακτήρα της φύσης και του οντολογικού του πνεύματος, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να λειτουργήσει μια αμεσότητα παρουσίας, μια ίριδα ή ένα ουράνιο τόξο που να είναι διαρκές ως πνευματική επικοινωνία μεταξύ λειτουργικού όντος και πνευματικού όντος. Συνεπώς, χρειάζεται μια θεατρική διασκέδαση, και η αναγκαιότητα της θεατρικής διασκέδασης, ακόμη και θεολογικά, αναδεικνύεται με την έννοια του παιγνίου, με την έννοια του «λιλά» όπως το συναντάμε στον Ινδουισμό∙ όμως, στην καταχρηστικότητά της, ως θεατρική εκτροπή, καταλήγει σε κρίση του φανταστικού.  Σημειώνουμε ότι το φανταστικό είναι και δημιουργική δύναμη, αλλά είναι και μια δύναμη που μπορεί να έχει αυτή την τιτανική όψη του παράλογου και του άδικου καθώς υπόκειται στην επιθυμία ή στη λαγνεία.

Με την έννοια αυτή, λοιπόν, της αναλογίας και της εξισορρόπησης, το θέατρο πρέπει να θεωρηθεί πεδίο πλάνης. Υπάρχει, εξάλλου, η σχολή της εργασίας στον εαυτό μέσω του θεάτρου∙ μέσα από το Φτωχό Θέατρο, υπάρχει η θεατρική αποστασιοποίηση που προτείνει επίσης ο Μπρεχτ και υπάρχει και η θεατρική κάθαρση που είναι η καταλυτική συνταγή της ψυχολογικής ενάργειας στο κοινό που έχει βιώσει μια παράσταση, σύμφωνα και με τον Αριστοτελικό ορισμό, για παράδειγμα, της τραγωδίας.
Εδώ, βέβαια, υπάρχει η πλάνη των θεατρικών ιδεών. Τις θεατρικές ιδέες τις ανάγουμε σε οντολογικές και λειτουργικές, ενώ είναι αμιγώς θεατρικές, και είναι αυτό ακριβώς που επιχειρεί και επιτυγχάνει  και η διαφήμιση.

Παρ’όλη αυτή, λοιπόν, τη βιωματική διαύγαση και την προσπάθεια να αποδομήσει τον Σχολαστικισμό, που ήταν μια αναχρονιστική προσέγγιση, μια παρηκμασμένη πνευματικά προσέγγιση στον Αριστοτελισμό, και παρ’όλη αυτή τη δυναμική της καινοτομίας του για τον επαγωγικό λογισμό –που είναι και μαθηματικός–  ο Βάκωνας, ο μεγάλος αυτός δάσκαλος της ανθρωπότητας, αστόχησε να κατανοήσει την αυτογενή αξία του μαθηματικού λόγου.
Υπό μία έννοια, ανέδειξε τη γλωσσική αυτογνωσιακότητα, τη φαινομενολογική θα λέγαμε, αλλά και ο ίδιος περιορίστηκε στους ορίζοντές του, δείγμα του πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος της ενορατικής ή  μιας άλλης προσέγγισης της αλήθειας και του λόγου.
Ο ίδιος έδωσε εξαιρετική έμφαση στην πρακτική εφαρμογή των επιστημών και στην τεχνολογία, ωστόσο υποτίμησε το γεγονός ότι η βασική έρευνα και η θεωρητική γνώση και μοντελοποίηση μπορούσε να αποβεί καταλυτική στο ίδιο το ζητούμενό του.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, βέβαια, ότι το έργο του Βάκωνα έχει μια συνάφεια με το έργο του Τζων Στιούαρτ Μιλλ, στους «κανόνες» του οποίου ενσωματώθηκαν, κατ’ ουσίαν, οι τρεις δικές του βασικές αρχές της επαγωγής.
Ο Βάκωνας, υπό μία έννοια, απέτυχε να κατανοήσει τον λόγο δι’ εαυτόν ή τη φαινομενολογία του λόγου, όπως αυτή εκφράζεται σε δύο άξονες εκ των οποίων ο ένας είναι στον καθ’εαυτό μαθηματικό λογισμό και ο άλλος στη φαινομενολογική φιλοσοφία και τον υπαρξισμό.
Είναι ενδιαφέρον το ότι και στους μεγάλους δασκάλους της ανθρωπότητας αναδεικνύονται ατέλειες κατανόησης, ακόμη και όταν αυτοί διερευνούν τις ατέλειες της νόησης.
Το θέμα μας δεν είναι να επικρίνουμε την ατέλεια, αλλά να αναδείξουμε την κριτική μας ικανότητα, αφενός μεν, με σκοπό να διδαχθούμε, να μπορέσουμε, δηλαδή, να την καταστήσουμε αυτογνωσιακή και αυτοπαρατηρητική κριτική, και, αφετέρου, να αναδείξουμε την εξελικτικότητα.

Μπορούμε να καταλάβουμε το πρόβλημα αυτό αν σκεφθούμε ότι ένα μεγάλο πνεύμα καλείται να εργαστεί μέσα σε έναν ιστορικό ορίζοντα, καθώς και μέσα από τη μερικότητα της αναδεικνυόμενης ή παρουσιαζόμενης ιδιότητας  ή του παρουσιαζόμενου γνωρίσματος, δηλαδή μιας ιδιότητας που, κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να ενσαρκωθεί, αλλά η οποία τελεί υπό ένα καθεστώς μερικότητας έναντι της καθολικότητας του όντος. Ακριβώς λόγω της μερικότητας αυτής και του ιστορικού ορίζοντα μέσα στον οποίον αυτή η ιδιότητα αξιοποιείται, εφελκύεται και ενσαρκώνεται, στην αρχή, λειτουργεί σαν μια πρόοδος, αλλά, στη συνέχεια, μπορεί να λειτουργήσει σαν μια παρεμπόδιση. Συνεπώς, εξαρτάται από τη δική μας γενική στάση να αναζητούμε το καθολικό, να αναζητούμε το ελεύθερο από την αυθεντία της ιστορικότητας, για να περιορίσουμε τελικά τις ζημιές που μπορούν να επέλθουν πνευματικά, τις καθυστερήσεις από αυτή την ατέλεια που υπάρχει εκ των πραγμάτων τόσο στο πρόσωπο που εξατομικεύει την ιδέα όσο και στο κοινό που την προσλαμβάνει και στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας
   

Φωτογραφία: wikipaintings
Ημερομηνία δημοσίευσης: 10/02/14

Διαβάστε, επίσης: 
– 
Κοσμοθεώρηση, υποκειμενισμός και πλάνη 
– Λάθη στη σύνθεση όρων διαφορετικών τομέων γνώσης 
– Η πλάνη και τα κατά Βάκωνα είδωλα στη γνώση

(solon.org.gr)

 

Σχετικά άρθρα